#1 Η αβάσταχτη ελαφρότητα του καλοκαιριού

Διακοπές στην Ίο (ή αλλιώς ο πιο ευφάνταστος τίτλος στην ιστορία των τίτλων)

Από τότε που τελείωσα το σχολείο, έξι χρόνια πριν, κάθε καλοκαίρι πάω διακοπές με έξι συγκεκριμένα άτομα. Ό,τι και να κανονίσουμε κατά τη διάρκεια των διακοπών μας, φροντίζουμε να βρούμε μία εβδομάδα για να πάμε κάπου όλοι μαζί. Πέντε χρόνια πριν λοιπόν, αποφασίστηκε να πάμε στην Ίο.

Την προηγούμενη χρονιά Πάρος, πρώτες διακοπές μετά το σχολείο κι έτσι… Σειρά λοιπόν έχει το έτερο κραιπαλονήσι. Όλοι τα έχετε κάνει ρε, κατεβάστε το φρύδι. Πηγαίνατε ανέκαθεν όλοι Σχοινούσα και Δονούσα για ελεύθερο και καλά ε; Είχα ακούσει για την Ίο ότι είναι σαν την Πάρο, στο λιγότερο κυριλέ. Καλό αυτό, σκέφτηκα. Αν είναι να φάω στη μάπα το κλάμπινγκ, ας συνοδεύεται τουλάχιστον από λίγο χαλαρότερο κλίμα. Το πρώτο βράδυ που βγήκαμε στη Χώρα όμως συνειδητοποίησα ότι τίποτε δεν με είχε προετοιμάσει για αυτό που έβλεπα…

Μετά τις έντεκα το βράδυ, περπατούσαμε πάνω και ανάμεσα από λιπόθυμους από το αλκοόλ τουρίστες και άπειρα σπασμένα γυαλιά, ακούγοντας Ιταλούς ως επί το πλείστον αλλά και Έλληνες κάγκουρες να επιδίδονται στα πιο απελπισμένα πεσίματα σε ό,τι θηλυκό περνούσε από δίπλα τους. Και η λέξη κάγκουρας είναι πολύ λίγη για να περιγραφούν οι ανεκδιήγητοι αυτοί τύποι που σε κάνουν να ντρέπεσαι και μόνο που βρίσκεσαι ανάμεσά τους. Εν τω μεταξύ, η πλειονότητα των εκπροσώπων του ωραίου φύλου πολύ μικρή σχέση είχε με το ωραίο. Πάρε την πιο όμορφη κοπέλα του κόσμου, βάλε της στενά, φτηνής αισθητικής ρούχα, ζωγράφισε στο πρόσωπό της λιγούρικο ύφος με λίγο από μπλαζέ, γιατί εντάξει κάνω κρα ότι ψήνομαι, αλλά με μάθανε από μικρή να μην φαίνομαι και εύκολη, και έχεις μια εκνευριστικότατη κατ’ εμέ παρουσία, που μόνο ελκυστική δεν βρίσκω. Πάντως αυτά δεν φαίνεται να πτοούσαν τους περισσότερους και τις περισσότερες στο νησί, το οποίο εξέπεμπε έντονη παρακμή, και όχι του είδους που μου αρέσει…

Ενώ περπατούσαμε, κράχτες μοίραζαν κουπόνια με τα οποία μπορούσες να πας στο τάδε ή δείνα μαγαζί και να πάρεις δύο ποτά και πέντε σφηνάκια με πέντε ευρώ. Δεν κάνω πλάκα. Μάλλον αυτό εξηγούσε και τη σωρεία πτωμάτων στους δρόμους της χώρας. Highlight το νυκτερινό κέντρο που επέτρεπε την είσοδο μόνο σε Έλληνες, μάλλον ως αντίδραση στο πλήθος ξένων που ζούνε κάθε καλοκαίρι όλο το νησί με τα φράγκα τους και στο οποίο φυσικά αρνηθήκαμε να μπούμε. Άλλη μεγάλη στιγμή, η συνάντηση με τον Γιαγκόναν και τον ακόμη πιο γλίτσα φίλο του, οι οποίοι πετούσαν χλαπάτσες στους κώλους των διερχομένων κοριτσιών, ελπίζοντας έτσι να τις γοητεύσουν υποθέτω.

Η παραλία όπου μέναμε ήταν πήχτρα στον κόσμο, το νερό είχε όλη την ημέρα ένα στρώμα αντιηλιακού, το οποίο πρέπει να παραδεχτώ πως είναι δύσκολο για παραλία των Κυκλάδων και μάλιστα τόσο μεγάλη (συγχαρητήρια, εντυπωσιακό το πόσο είχε γαμηθεί το μέρος) και στην άκρη της υπήρχε το οργανωμένο κάμπινγκ του νησιού. Αν κρίνω από τον μπροστινό χώρο, αυτόν του μπαρ και της πισίνας, γιατί πιο μέσα δεν πήγα, μάλλον η οργάνωση αφορούσε στο σχέδιο με το οποίο θα κολλούσαν κάποια αηδιαστική και επίπονη αρρώστια όλο το νησί, κατά προτίμηση σεξουαλικώς μεταδιδόμενη.

Για να ολοκληρωθεί η εικόνα, να ενημερώσω ότι διέμενα σε ένα δωμάτιο με όλους τους προαναφερθέντες φίλους μου. Επτά μαντράχαλοι στο σύνολο. Στο ίδιο δωμάτιο. Ειλικρινά δεν ξέρω γιατί διστάζω ακόμα να πάω στρατό. Αποκλείεται οι συνθήκες υγιεινής να είναι χειρότερες. Και όταν βγαίναμε και γλιτώναμε από τη βρώμα μας, έπρεπε να μπούμε στο λεωφορείο για να πάμε στη Χώρα, το οποίο σε high season ήταν όπως καταλαβαίνετε χειρότερα από το μετρό σε ώρα αιχμής. Μικρή λεπτομέρεια: Πριν πέντε χρόνια είχε ξεσπάσει η λεγόμενη και γρίπη των πτηνών και εγώ, ένας ελαφρώς υποχόνδριος τύπος σπρωχνόμουν σε κλαμπ και κτελ με ανθρώπους από όλη την Ευρώπη με μόνο όπλο ένα αντιβακτηριδιακό gel που προκαλούσε κάθε είδους πειράγματα από την παρέα μου..

Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες, περάσαμε γαμάτα. Κάναμε ό,τι μαλακία μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Μία από αυτές περιελάμβανε μάλιστα και ένα πλαστικό τσεκούρι προερχόμενο από τη βαλίτσα με τα παιχνίδια που οι ενήλικες δίδυμοι φίλοι μου κουβαλάνε σε κάθε διακοπές. Επίσης, μεταξύ άλλων, ζήσαμε το καλύτερο μεθύσι των διακοπών στο δωμάτιό μας με κρασί αγορασμένο από το μίνι-μάρκετ (τουλάχιστον εγώ και ο έτερος φίλος μου που κράτησε τούτη την υπόσχεση που είχαμε δώσει πριν αναχωρήσουμε για το νησί. Οι υπόλοιποι θα έπρεπε να ντρέπονται…), κρασί που την επόμενη μέρα χρησίμευσε για πυρομαχικά στο νεροπίστολο που επίσης περιελάμβανε η προαναφερθείσα βαλίτσα και που με κατέβρεξε ενώ έβγαινα ανυποψίαστος από το μπάνιο και τέλος φάγαμε το καλύτερο μεξικάνικο του πλανήτη στο ωραιότερο μαγαζί του πλανήτη μαθαίνοντας σουηδικά και δανέζικα (τι άλλο θέλουν οι Σκανδιναβές σερβιτόρες από επτά ατσούμπαλους που μόλις βγήκαν από την εφηβεία εκτός από το να επισκέπτονται σχεδόν κάθε μέρα το μαγαζί όπου δουλεύουν, να τρώνε τον περίδρομο χωρίς να αφήνουν φιλοδώρημα και να φαίνονται απελπισμένοι; Δεν καταλαβαίνω…). Εν ολίγοις, ενθυμούμενος τις συγκεκριμένες διακοπές, η μόνη αντίδραση που μου φαίνεται λογική είναι νευρικό γέλιο μέχρι δακρύων. 

Οι διακοπές αυτές πάντως δεν είναι οι καλύτερες που έχω ζήσει, ούτε και οι χειρότερες. Είναι όμως αξιομνημόνευτες γιατί πέρασα υπέροχα σε ένα μέρος που δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, κάνοντας πράγματα που δεν είχα αρχικά όρεξη να κάνω και έχοντας κακή διάθεση ήδη πριν αναχωρήσω από την Αθήνα, η οποία εξανεμίστηκε σχεδόν μαγικά όταν απλώς αφέθηκα στην παρέα των καραγκιόζηδων με τους οποίους ξέρω ότι θα κάνω διακοπές για πολλά χρόνια ακόμη κάθε καλοκαίρι.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Καπετάνιος Σούπας