Περιμένοντας το μετρό

Ένα βράδυ σ’ ένα κλαμπ.

Πριν δύο εβδομάδες περίπου, μπήκε ένας φίλος στο στρατό. Πριν μπει, αποφασίστηκε ομαδική αποχαιρετιστήρια έξοδος σε σκατομάγαζο στο κέντρο με μόνο σκοπό το μεθύσι και την ξεφτίλα. Αν εξαιρέσουμε τον ανθρωπολογικό τύπο που συναντά κανείς σε τέτοια μέρη, τη μουσική και το χώρο, ήταν καλά.

Για να με προστατέψει η παρέα μου, δεν μου είχε εξηγήσει ακριβώς σε τι είδους μέρος θα πηγαίναμε. Μπαίνοντας λοιπόν στο μαγαζί, ήρθε το πρώτο σοκ. Επρόκειτο για κλαμπ, το οποίο στην πορεία της νύχτας μεταμορφώνεται σε ελληνάδικο (πόσο άσχημη λέξη...), όπως το ενενήντα εννιά τοις εκατό των κλαμπ στη σιχαμένη χώρα μας. Είχα να μπω σε τέτοιο μαγαζί από τα δεκαοκτώ μου, αλλά δεν πτοήθηκα. Θα περνούσα καλά. Και όντως έτσι έγινε.

Πράγματι, εκείνο το βράδυ παρακολούθησα την τέλεια κωμωδία. Σκληροί άντρες, σχεδόν αμούστακοι οι περισσότεροι, εκτός από τον κλασσικό σαραντάρη γλόμπο-σφίχτη που ντύνεται σαν εικοσάρης και βρίθει σε τέτοια μέρη, και ελαφρά μα κυρίως εξαιρετικά κακόγουστα ντυμένες bimbo με φριχτό βάψιμο, στέκονταν αγέρωχοι με το ποτό στο χέρι και προσπαθούσαν να φαίνονται ωραίοι. Και κάποιοι ίσως να το κατάφερναν αν δεν επισκίαζε τα κάλλη τους η ακραία γελοιότητά τους. Ήταν σαν να είχαν όλοι ορκιστεί να μην χορέψουν ούτε στο ελάχιστο, παρά την πολύ δυνατή και χορευτική μουσική. Ή ίσως κάτι να περίμεναν.

Τελικά μάλλον κάτι περίμεναν, όπως φάνηκε, όταν ώρα –και πολλά δικά μου ποτά, ευτυχώς- αργότερα, άρχισαν τα σκυλάδικα. Ξαφνικά, από κουλ wannabe μοντέλα περιοδικού, έγιναν όλοι μια ορδή χουλιγκάνων που σήκωνε χέρια στον αέρα, ούρλιαζε και καύλωνε. Το γελοίο πλήθος άρχισε να μου γίνεται απεχθές. Το φοβερό είναι πως ενώ η δική μου παρέα το έπαιρνε στην πλάκα και κανιβάλιζε γελώντας με τις μαλακίες που έβλεπε και άκουγε κανείς, ασχέτως με το αν εμένα κάθε τόσο με έσφιγγε η θλίψη με την κατάντια των διπλανών μου, οι υπόλοιποι εκεί μέσα επιδίδονταν στις γελοιότητές τους με απόλυτη σοβαρότητα. Ήταν φανερό πως αυτή ήταν η συνήθης διασκέδασή τους, όλα τους τα ενδιαφέροντα σταμάταγαν στο τσιφτετέλι και την καγκουριά. Δεν είχαν καμία συνείδηση της θλιβερότητάς τους.

Πίνοντας το ποτό μου είχα τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσω τον dj να κάνει τα μαγικά του. Όρθιος μπροστά στην τεράστια κονσόλα, πατούσε άπειρα κουμπάκια που αναβόσβηναν και γυρνούσε διακόπτες απόλυτα αφοσιωμένος. Το τρομερό ήταν ότι παρ’ όλα αυτά, ο ήχος δεν άλλαζε στο ελάχιστο! Το σημαντικό πάντως είναι πως έδειχνε απασχολημένος και πολυάσχολος. Και αυτό είναι που μετράει! Εν τω μεταξύ, από πάνω του δέσποζε μια τεράστια αφίσα που από μακριά έδειχνε να απεικονίζει κάποια ρεμπετοκομπανία. Με ένα προσεκτικότερο βλέμμα όμως, συνειδητοποίησα ότι ήταν οι τρεις djs του μαγαζιού, καθισμένοι με φόντο έναν τούβλινο τοίχο, ο ένας εκ των οποίων φορούσε τα ακουστικά σαν κορδέλα γύρω από το μέτωπό του… Έξοχη επιλογή δικέ μου, φαίνεσαι γαμάτος έτσι, ενώ το στυλ σου δένει απίστευτα με τα γράμματα σε γαλανόλευκο χρώμα που περνούν από πάνω σας και γράφουν ‘Σόδομα και Γόμορρα’. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στο γραφίστα και στον εμπνευστή αυτού του αριστουργήματος! Δυστυχώς όμως, η παρατήρηση αυτού του μνημείου καλαισθησίας διακόπηκε από κάτι σαν καπνό που κατέκλυσε ξαφνικά το χώρο. Ψάχνοντας γύρω με το βλέμμα μου, αντιλήφθηκα πως τα παιδιά του μαγαζιού άνοιξαν έναν πυροσβεστήρα για να δείξουν πόσο όμορφα περνάμε! Τι εμπνευσμένο!

Τότε μου ήρθε η ιδέα. Αν ποτέ βγάλω πολλά λεφτά, θα αγοράσω το μαγαζί για μια νύχτα. Θα βάλω τον καραγκιόζη που έχουν για dj να παίζει τις μαλακίες του και όταν ο χώρος γεμίσει από το γυφταριό που περιμένει να ακούσει τα ελληνικά, θα κλειδώσουν οι πόρτες ώστε να μην μπορεί να βγει κανένας. Τότε, θα αναγκαστούν να ακούσουν μέχρι το πρωί τη μουσική που εγώ θέλω. Είτε θα τους αρέσει, οπότε θα αποδειχτεί πως αυτές οι ορδές ηλιθίων είναι ικανές να χορεύουν ο,τιδήποτε τους σερβίρουν στα μαγαζιά που πάνε, είτε κάποιοι θα ψηθούν και θα αναθεωρήσουν τα γούστα τους στη μουσική (με τίποτα, αλλά τι να κάνω που είμαι και ρομαντικός;), ή στην χειρότερη των περιπτώσεων (ή μήπως στην καλύτερη;) θα βιώσουν το βασανιστήριο που βιώνω εγώ τόσα χρόνια! Οι μαλακίες επιστρέφονται γαμημένοι! Ακούω τις παπαριές σας στα μαγαζιά, στα ραδιόφωνα, στα ταξί, παντού σχεδόν. Έχετε κάνει τον κόσμο ανυπόφορο. Φτάνει πια! Έστω εσείς οι λίγοι άτυχοι που βρεθήκατε εδώ μέσα θα υποφέρετε! Και θα είναι η καλύτερη νύχτα της ζωής μου ανθρωπόμορφα περιττώματα! Ικανοποιημένος από το σατανικό μου σχέδιο, έγινα τύφλα και χόρεψα ό,τι σκατά έπαιξε ο λοβοτομημένος που παρίστανε τον dj για το υπόλοιπο της βραδιάς.

Βέβαια, εύλογα θα ρωτήσει κανείς γιατί πήγα εκεί αν ήταν να υποφέρω τόσο. Ή και δεν θα ρωτήσει, γιατί δεν δίνει δεκάρα για το παραλήρημα ενός γραφικού. Αν πάντως ρωτήσει, θα λάβει την εξής απάντηση .Ή δεν θα τη λάβει, εξαρτάται απ’ το κέφι μου. Τέλος πάντων, αν είναι τυχερός, θα ακούσει τα εξής. Εντελώς ειλικρινά πιστεύω πως είναι καλό να πηγαίνει κανείς που και που σε τέτοια μέρη για δύο λόγους. Πρώτον γιατί αυτή η κουλτούρα κυριαρχεί και σίγουρα κάθε τόσο θα μας χτυπάει στη μούρη, οπότε καλό είναι να μάθει κανείς να περνάει όσο γίνεται καλύτερα μέσα στα αναπόφευκτα σκατά. Και δεύτερον και σημαντικότερο, γιατί έτσι θυμόμαστε πως υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι γύρω μας και συνειδητοποιούμε πως θα είμαστε για πάντα η μειοψηφία. Και είναι πάντα χρήσιμο να ξέρει κανείς πού στέκεται.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Καπετάνιος Σούπας