Σημειωματάριο

Πέτρος Αβελάρδος και Ελοΐζα: Ένα μεσαιωνικό ερωτικό δράμα

Η μεσαιωνική ιστορία έχει εντυπωθεί στο συλλογικό φαντασιακό ως μια βίαιη και μυστηριώδης περίοδος οπισθοδρόμησης, με βασιλιάδες που δολοπλοκούσαν μέσα σε σκοτεινά κάστρα, μια εικόνα που εν μέρει έχει δημιουργηθεί και από τις κινηματογραφικές απόπειρες απόδοσης της περιόδου αυτής. Παρόλο που η ιστορική έρευνα έχει αντικρούσει αυτές τις στερεοτυπικές αποδόσεις περί Μεσαίωνα, η αρνητική χροιά του όρου παραμένει μέχρι και σήμερα, όπως αποδεικνύει η συχνή χρήση του στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Η ιστορία που ακολουθεί ίσως επιβεβαιώσει σε κάποιους τις παραπάνω θεωρήσεις, όμως αυτό κάθε άλλο παρά αποτελεί σκοπό του γράφοντος.

Κατά τον 12ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη, δύο συστήματα εξουσίας, το κοσμικό και το εκκλησιαστικό, συγκρούονταν για την επιβολή τους στην κοινωνία των υπηκόων-πιστών. Κατ’ αναλογία, σε πνευματικό επίπεδο, η φιλοσοφία, ή τουλάχιστον ένα κομμάτι της, συγκρουόταν με τον μυστικισμό της θεοκρατίας, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην πίστη και τη λογική. Σε αυτό το πλαίσιο, υπήρξαν κάποιοι που προσπάθησαν να αποβάλλουν τα δεσμά των παραδεδομένων κανόνων και να προάγουν την κριτική και την αμφισβήτηση ως φιλοσοφική, αλλά και ως εκπαιδευτική αρχή.

Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Πέτρος Αβελάρδος, ο οποίος γεννήθηκε το 1079 σ’ ένα χωριό της Βρετάνης, το Le Pallet, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Nantes. Πληροφορίες για τη ζωή του αντλούμε από την αυτοβιογραφία που συνέγραψε με τίτλο «ιστορία των συμφορών μου» (σύντομα θα καταλάβετε προς τι ένας τέτοιος τίτλος). Η αγάπη του Αβελάρδου για τα γράμματα τον έκανε να παρατήσει την πολεμική τέχνη, για την οποία τον προόριζε ο ευγενής πατέρας του και να στραφεί στις σπουδές του, προτιμώντας τη φιλοσοφία και, όπως λέει ο ίδιος, «την πανοπλία των διαλεκτικών επιχειρημάτων». Μυήθηκε από νωρίς στη διαλεκτική πηγαίνοντας στο Παρίσι, ενώ ήδη πριν από τα 30 του χρόνια κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να διδάξει. Όμως η εμμονή του με τη λογική, καθώς και η ρητορική του δεινότητα τον έφερε σύντομα σε σύγκρουση ακόμα και με τους δασκάλους του, τη στιγμή που ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ήταν σαφώς ανώτερός τους στην επιχειρηματολογία, προκαλώντας το φθόνο τους, αλλά ταυτόχρονα και τον ολοένα και μεγαλύτερο θόρυβο γύρω από το όνομά του, αφού είχε καταφέρει να δημιουργήσει έναν μεγάλο κύκλο μαθητών.

Φτάνοντας στην τρίτη δεκαετία της ζωής του, δίδασκε διαλεκτική στην Παναγία των Παρισίων, ενώ αργότερα διηύθυνε τη δική του σχολή στο λόφο της Αγίας Γενεβιέβης, λίγο έξω από την πόλη. Κάπου στα 1118, ο Αβελάρδος προσελήφθη ως παιδαγωγός από τον εφημέριο της Παναγίας των Παρισίων, Φυλμπέρ, για να διδάξει την δεκαπεντάχρονη ανιψιά του, Ελοΐζα. Στο σπίτι όμως όπου γίνονταν τα ιδιαίτερα μαθήματα, γεννήθηκε ένας έρωτας μεγάλος αλλά και παράνομος, καθώς η πνευματική επαφή εξελίχθηκε αναπόφευκτα (και φυσικά κρυφά) σε σαρκική. Παραθέτοντας τα λόγια του ιδίου, «ενωθήκαμε κάτω από την ίδια στέγη... με την πρόφαση πως μελετούμε περνούσαμε ώρες ολόκληρες μέσα στη γλύκα του έρωτα... τα φιλιά μας ήσαν περισσότερα από τα λόγια μας... τα χέρια μου πιο πολύ ζητούσαν την αγκαλιά της παρά τα βιβλία... ο έρως γέμιζε τα βλέμματά μας». Το ρομάντζο όμως δεν άργησε να μεταλλαχθεί σε δράμα, όταν η έφηβη Ελοΐζα έμεινε έγκυος. Για να γλιτώσει από τον θείο της, ο Αβελάρδος τη μετέφερε στη Βρετάνη, όπου γεννήθηκε ο γιός τους, Αστρολάβος. Έπειτα, ο ίδιος τη ζήτησε σε γάμο για να νομιμοποιήσει τη σχέση τους, αλλά εκείνη, αλτρουιστικά σκεπτόμενη, αρνιόταν πεισματικά, μη θέλοντας να σταθεί εμπόδιο στη σταδιοδρομία του. Αν παντρευόταν, ο Αβελάρδος δεν θα μπορούσε να δώσει τον ιερατικό όρκο και να διοριστεί σε θέση επισκόπου ή ηγουμένου, που ήταν η ανώτερη θέση για τους ανθρώπους των γραμμάτων την εποχή εκείνη. Επιπλέον, η ίδια ισχυριζόταν ότι θα ήταν πιο τιμητικό να παραμείνει ερωμένη του, επειδή αυτό θα σήμαινε ότι το ζευγάρι μένει μαζί από έρωτα και όχι λόγω της «υποχρέωσης» του παιδιού.

Τελικά, μετά από πολλή προσπάθεια, ο Αβελάρδος την έπεισε και εκείνη επέστρεψε στο Παρίσι. Δεν μπόρεσε όμως να κρατήσει τον γάμο κρυφό από τον θείο της και έτσι, ο Φυλμπέρ, οργισμένος, διέδωσε σκόπιμα την είδηση, θέλοντας να καταστρέψει τον Αβελάρδο. Βλέποντας την άσχημη τροπή των πραγμάτων, ο ίδιος έστειλε την Ελοΐζα σε ένα μοναστήρι κοντά στο Παρίσι για να γλιτώσει από την πίεση του θείου της, ενώ ο γιός τους έμεινε με τους συγγενείς του στη Βρετάνη. Στην αλληλογραφία τους των ετών εκείνων, η Ελοΐζα εκφράζει τη βαθιά ερωτική επιθυμία της για τον Αβελάρδο, ο ίδιος όμως προσπαθεί να τη συνετίσει, παρακινώντας την να επικεντρωθεί στον πνευματικό στοχασμό. Το κυνήγι του Αβελάρδου όμως δεν είχε σταματήσει. Άνθρωποι του θείου της μπήκαν στο σπίτι του και τον ευνούχισαν, καταστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο την καριέρα του (εκτός των άλλων), αφού οι ευνούχοι δεν μπορούσαν να γίνουν ιερείς. Μπορούσαν όμως να μονάσουν και έτσι έπραξε και ο ίδιος, καταλύοντας στο αβαείο του Αγίου Διονυσίου στο Παρίσι. Εκεί, στράφηκε στη μελέτη, προσπαθώντας να επουλώσει τα τραύματά του και ξανάρχισε να διδάσκει. Εκ φύσεως ανήσυχο πνεύμα, δεν κατάφερε ούτε στον αναχωρητισμό να βρει την ηρεμία του. Τα κηρύγματά του για την αξία της αμφιβολίας ως αφετηρία της έρευνας και της επιστήμης ανησύχησαν την επίσημη Εκκλησία, η οποία καταδίκασε εκ νέου τις θεολογικές του απόψεις, κατηγορώντας τον ως αιρετικό. Κυνηγημένος ξανά από τους πάντες, το 1140 αποσύρθηκε σε ένα άλλο αβαείο στο Κλουνύ, όπου και πέθανε δύο χρόνια αργότερα. Η Ελοΐζα απεβίωσε σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, ενώ η τελευταία της επιθυμία ήταν να αναπαυθεί δίπλα στον αγαπημένο της, ό,τι δηλαδή δεν κατάφερε εν ζωή. Ο κοινός τους τάφος βρίσκεται σήμερα στο Παρίσι, στο κοιμητήριο Père Lachaise.

Ο Αβελάρδος έμεινε στην ιστορία ως ένας σπουδαίος φιλόσοφος, υπέρμαχος της διαλεκτικής, πολύ πριν αυτή καταστεί έγκυρο ρεύμα στη νεωτερικότητα. Το μοτίβο του πολύπαθου έρωτά του με την Ελοΐζα αποτέλεσε έμπνευση για πολλούς καλλιτέχνες, ενώ μια ομώνυμη παράσταση ανέβηκε και στην Ελλάδα πριν μερικά χρόνια.

Διάβασμα

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Δημήτρης Ντούρος