Ανάλυση

Ποια «κρίση»; Η ιστορία μιας έννοιας.

Η τελευταία επταετία, μετά την ένταξη της χώρας στον μηχανισμό «στήριξης» της τρόικας των θεσμών, έχει συνοψιστεί στον όρο «κρίση», ο οποίος κατέστη έτσι χρονονύμιο. Η έννοια αυτή μεταπλάστηκε από τον κυρίαρχο λόγο των ΜΜΕ και των διάφορων –έγκυρων και μη– δημοσιολογούντων και διαμόρφωσε γύρω της ένα νέο λεξιλόγιο, στο οποίο όλοι κληθήκαμε να προσαρμοστούμε, ακόμα κι αν χρειάστηκε να προστρέξουμε για βοήθεια σε λεξικά οικονομικών και λοιπών τεχνικών όρων. H νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία επιβλήθηκε ως θέσφατο που δεν χρήζει ουδεμίας αμφισβήτησης και η «κρίση» ήρθε περίπου ως φυσικό φαινόμενο για να μας τιμωρήσει για τις αμαρτίες του παρελθόντος. Εξάλλου, η γενικόλογη «κρίση», θολώνει τα όρια της έννοιας και συσκοτίζει τις επιμέρους όψεις της, καθώς δεν ξέρουμε αν μιλάμε συγκεκριμένα για την οικονομική, για την πολιτική ή για την κοινωνική όψη της. Συν τοις άλλοις, πολλοί αναφέρονται σε κρίση «ηθική» ή κρίση «αξιών», μια αναφορά που προτάσσει έναν ηθικιστικό λόγο και παραβλέπει (ίσως  σκόπιμα) την προεξάρχουσα θέση του πολιτικού στη συζήτηση για τα αίτια της κρίσης. Η διαμόρφωση του νέου αυτού ηγεμονικού λόγου καθώς και ο τρόπος επιβολής του μέσα στο ταραγμένο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι, μας προτρέπει να ψάξουμε βαθύτερα στις έννοιες των λέξεων, αλλά και στην ιστορία τους. Κάτι τέτοιο θα επιχειρήσω με το παρόν άρθρο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορικότητα των εννοιών, αλλά και την μεταβλητότητά τους διαμέσου των αιώνων.

Ας δούμε πρώτα τι μας λένε τα σύγχρονα λεξικά για την κρίση. Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό (Τεγόπουλος-Φυτράκης, 1988) «κρίση ονομάζεται η διανοητική ενέργεια που προσδιορίζει τις σχέσεις ανάμεσα στις έννοιες, συγκρίνει και ξεχωρίζει τις διαφορές/αξιολόγηση πράξεων ή καταστάσεων, η διατύπωση έγκυρης και εμπεριστατωμένης γνώμης για κάτι/διανοητική διαύγεια, ορθοφροσύνη/απόφαση δικαστή ή άλλου εντεταλμένου προσώπου για ορισμένη υπόθεση/ περίοδος ανωμαλίας με δυσχέρειες και κινδύνους/(ιατρ.) απότομη μεταβολή ή παροξυσμός». Το Ετυμολογικό Λεξικό του Γεώργιου Μπαμπινιώτη αναφέρει τα εξής: «Η λ. συνδύαζε από την Αρχαιότητα τις σημ. «απόφαση - εκλογή», «καταδίκη» και «δυσμενής έκβαση (κυρ. για νόσους)», ενώ οι σύγχρ. χρήσεις στην οικονομία, την πολιτική (π.χ. οικονομική / χρηματιστηριακή κρίση) οφείλονται σε επίδρ. των ελληνογενών γαλλ. crise, αγγλ. crisis. Ας σημειωθεί ότι η λ. πέρασε σε πολλές γλώσσες μέσω τού λατ. crisis, πβ. αγγλ. crisis, γαλλ. crise, γερμ. Krise κ.ά.»

Εξετάζοντας την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, βλέπουμε ότι η «κρίση» έλαβε συγκεκριμένες σημασίες στα πεδία της νομικής, της ιατρικής, αλλά και της θεολογίας. Στην Αρχαιότητα, η λέξη σήμαινε «διαχωρίζω», «επιλέγω», «κρίνω», «αποφασίζω», αλλά και «φιλονικώ». Σύντομα έλαβε και θεσμικό περιεχόμενο, καθώς χρησιμοποιήθηκε για τις πολιτικές αποφάσεις. Ο χριστιανισμός της έδωσε αποκαλυπτικές διαστάσεις, καθώς η «κρίση» πήρε την έννοια της δίκης και της δικαιοσύνης που αναμένεται στη Δευτέρα Παρουσία. Στα λατινικά, η έννοια εξέλαβε χρονική και μεταβατική χροιά, για την ώρα που αναμένεται μια απόφαση για κάτι σημαντικό. Όλες οι προαναφερθείσες χρήσεις της ενσωματώθηκαν αργότερα στο νεώτερο κοινωνικοπολιτικό λεξιλόγιο. Η «κρίση» μαρτυρείται ως ιατρικός όρος στα γαλλικά του 14ο αιώνα, ενώ αναλόγως παρατηρείται στα αγγλικά και στα γερμανικά δυο αιώνες αργότερα. Τον 17ο αιώνα, η «κρίση» χρησιμοποιήθηκε στη γαλλική για να παραλληλίσει το άρρωστο σώμα με τον προβληματικό πολιτικό οργανισμό που ασθενεί και θα πρέπει να επιβιώσει ή να πεθάνει, ενώ λίγο αργότερα εξέλαβε και οικονομικό περιεχόμενο, για να περιγράψει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο Λουδοβίκος ΙΔ΄. Με την επέκτασή της στην Αγγλία και τη Γερμανία, η έννοια επεκτάθηκε στη σφαίρα της πολιτικής, αλλά και της οικονομίας, ενώ από το β’ μισό του 18ου αιώνα, η «κρίση» έλαβε εκ νέου θρησκευτικές συνδηλώσεις εντασσόμενη τώρα στα πλαίσια της φιλοσοφίας, αλλά και της ιστορίας.

Σταδιακά, η «κρίση» καθίσταται βασικός τρόπος κατανόησης και ερμηνείας του ιστορικού χρόνου και σύμφωνα με τον Γερμανό θεωρητικό ιστορικό Reinhart Koselleck («Crisis», Journal of the History of Ideas, τ.2, Απρίλιος 2006) περιέχει τέσσερις ερμηνευτικές πιθανότητες: στην ιατρική, πολιτική και στρατιωτική της χρήση, κρίση είναι μια αλληλουχία γεγονότων που οδηγεί σ’ ένα καθοριστικό σημείο, σε ένα αποκορύφωμα που απαιτεί άμεση δράση, από θεολογικής σκοπιάς, αποτελεί το μοναδικό και τελικό σημείο, μετά το οποίο όλα θα αλλάξουν για πάντα, ενώ ως χρονικός και ιστορικός νεολογισμός, «κρίση» μπορεί να είναι είτε μια δυνάμει μόνιμη κατάσταση που μπορεί να επαναλαμβάνεται και στην οποία οι αποφάσεις των ανθρώπων θα είναι μνημειώδους σημασίας, είτε μια ιστορικά μεταβατική περίοδος. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η «κρίση» καθίσταται δομικό χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας. Αν κρίνουμε από τη συχνότητα της χρήσης του όρου, μετά τον 19ο αιώνα μπορούμε να μιλάμε για μια εποχή κρίσης, η οποία εκδηλώθηκε σε πολλαπλά επίπεδα, παίρνοντας έτσι τη σημασία τόσο του δομικού μετασχηματισμού, όσο και της έντονης ανάγκης για μια απόφαση.

Η έννοια δεν θα γινόταν τόσο διαδεδομένη αν δεν συνδεόταν με ένα ολοένα και πιο συχνό φαινόμενο της νεώτερης εποχής, τις οικονομικές κρίσεις. Αν και η έννοια της οικονομικής κρίσης ήταν παρούσα στην αγγλική ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, από τα μέσα του 19ου και ύστερα, αυτή άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως ένα παγκόσμιο φαινόμενο που αποτελούσε συστατικό στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος. Ο όρος σύντομα πέρασε από την οικονομία και στην κοινωνική κριτική, αλλά και στην πολιτική σφαίρα, όμως η παγκοσμιοποίηση των οικονομικών κρίσεων κατέστησε τον όρο κυρίαρχο στην οικονομική του εκδοχή, υποσκελίζοντας τις ιστορικές και τις πολιτικές του χρήσεις. Τη στιγμή που η φιλελεύθερη αισιοδοξία της εποχής έβλεπε τις οικονομικές κρίσεις ως μέσο προόδου, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, εντάσσοντάς τες στην πολιτική και ιστορική τους φιλοσοφία, τις έβλεπαν ως θεμελιώδες, κυκλικά επαναλαμβανόμενο στοιχείο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, κάτι που θα οδηγούσε μοιραία στην καταστροφή του. Έτσι, η «κρίση», η οποία θα έφερνε ως φυσικό επακόλουθο την προλεταριακή επανάσταση, έλαβε θετικό χαρακτήρα ως κινητήριος μοχλός της ιστορικής εξέλιξης.

Είναι επίσης ενδιαφέρον να δούμε πώς την αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι σε μια άλλη κρίσιμη εποχή, αυτή του Μεσοπολέμου. Στο «Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν» που εκδόθηκε από την εφημερίδα Πρωΐα το 1932, το λήμμα «κρίσις» λαμβάνει τις εξής εννοιολογήσεις: τη γραμματική (βλ. προτάσεις κρίσης), τη χριστιανική, η οποία μάλιστα είναι διττή (μερική κρίση είναι αυτή που θα αποφασίσει προς τα πού θα οδεύσει ο άνθρωπος, ανάλογα με τις πράξεις της ζωής του, ενώ γενική είναι η τελική κρίση ζώντων και νεκρών που θα συμβεί μετά τη Δευτέρα Παρουσία), αλλά και την ιατρική, όπου στην παθολογία, δηλώνει την απότομη μεταβολή της κατάστασης ενός ασθενούς. Στην πολιτική οικονομία, «καλούνται κρίσεις (οικονομικαί) αι κατά περιόδους εμφανιζόμεναι εν τω κρατούντι κεφαλαιοκρατικώ συστήματι μεγάλης εκτάσεως διαταραχαί της οικονομικής ζωής, εκδηλούμεναι ή εις ένα εκ των τομέων της παραγωγής και επεκτεινόμεναι και εις τους άλλους, ή εις πάντας ταυτοχρόνως (εμπορικαί, βιομηχανικαί, γεωργικαί, πιστωτικαί, χρηματιστιριακαί, υπερπαραγωγής, υποπαραγωγής κλπ.). Γενικόν σύμπτωμα των κρίσεων, αι οποία οφείλονται εις πολλά και πολύπλοκα αίτια, είναι η μείωσις της αγοραστικής δυνάμεως του κοινού και επομένως η αύξησις της δυσαναλογίας μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως».

Μετά τον 19ο αιώνα, με την «έκρηξη» της χρησιμοποίησης της «κρίσης», η έννοια εξέλαβε περισσότερο ασαφείς και θολές νοηματοδοτήσεις. Η κατά τον περίφημο τίτλο του Hobsbawm «εποχή των άκρων», ο 20ος αιώνας, μπορεί να χαρακτηριστεί και ως η εποχή των μεγάλων κρίσεων, λόγω των δύο παγκοσμίων πολέμων που άλλαξαν ριζικά την όψη του κόσμου μας. Η πολυσυζητημένη λοιπόν λέξη συνεχίζει να καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη κρίση της νεωτερικότητας, ως μεταβατικό στάδιο προς το μέλλον. Η θεολογική της εκδοχή ενσωματώνει την εσχατολογία στην ιστορία, εξακολουθώντας να τη βλέπει ως μια μόνιμη κατάσταση του κόσμου που βαίνει προς την Αποκάλυψη. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι στην εποχή μας, πέραν του πολυσήμαντου και πολυεπίπεδου επιστημονικού λόγου, τα ΜΜΕ έχουν συμβάλλει τα μέγιστα στην αποχαλίνωση της χρήσης του όρου στο δημόσιο λόγο, όπου χρησιμοποιείται για να περιγράψει και άλλες έννοιες όπως αναταραχή, σύγκρουση, κλπ. Είναι επίσης εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Koselleck εντόπισε την «κρίση» σε 200 περίπου συνεκδοχές. Ο ίδιος καταλήγει στο ότι ίσως η αόριστη (και πολλές φορές αλόγιστη) χρήση της λέξης να υποδηλώνει ένα σύμπτωμα μιας ιστορικής κρίσης που δεν μπορεί ακόμα να συλληφθεί στο έπακρο και να οριστεί, καθώς βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, κρίνεται απαραίτητη η προσεκτική και λελογισμένη χρήση της από ανθρώπους όπως οι ακαδημαϊκοί, τους οποίους προτρέπει να τη ζυγίζουν καταλλήλως πριν την χρησιμοποιήσουν.

Καταλήγοντας, η εποχή μας συνεχίζει να θέτει επίμονα τα ερωτήματα: πώς πρέπει να σκεφτόμαστε τη σημερινή κρίση, πώς να την προσεγγίσουμε και πώς εν τέλει μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε; Τα ζητήματα αυτά παραμένουν βέβαια ανοιχτά σε απαντήσεις και ο καθένας τα αναλύει ανάλογα με την οπτική του, το σίγουρο όμως είναι ότι η ιστορική γνώση και το επακόλουθο contextualization (η συγκειμενοποίηση, όπως θα μπορούσε να αποδοθεί ελεύθερα ο όρος), είναι χρήσιμα βοηθητικά εργαλεία για την αντιμετώπιση της δύσκολης συγκυρίας που επικρατεί στις μέρες μας.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Δημήτρης Ντούρος