Θεωρία

Η πορεία προς την ναζιστική βία: από τον 19ο αιώνα μέχρι το Άουσβιτς

Ο Ραούλ Χίλμπεργκ, το 1961, στην αρχή του βιβλίου του «Η καταστροφή των Ευρωπαίων Εβραίων», υπενθυμίζει το προφανές, ότι «ούτε οι πολιτικές ούτε οι πράξεις οι αντιεβραϊκές εμφανίστηκαν ξαφνικά το 1933» και ότι «από πολλούς αιώνες και σε πολλές χώρες, οι Εβραίοι ήταν θύματα καταστροφικών πράξεων» [1]. Για να στηρίξει περαιτέρω τον ισχυρισμό του, παραθέτει ένα επεξηγηματικό σχήμα για τις αντιεβραϊκές πολιτικές και την διαχρονικότητά τους ξεχωρίζοντας ιστορικά και ποιοτικά τρεις διαδοχικές φάσεις υλοποίησης τους: Η πρώτη φάση είναι αυτή του προσηλυτισμού, ορόσημο της οποίας αποτελεί ο 4ο αι. μ.χ., ο αιώνας που ο χριστιανισμός θεσμοθετείται ως η επίσημη θρησκεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά την βασιλεία του Μ. Κωνσταντίνου. Τον χριστιανικό προσηλυτισμό διαδέχεται η φάση της απέλασης, η οποία εμφανίζεται με την σύσταση των ευρωπαϊκών κρατών-εθνών τον 19ο αιώνα. Οι Εβραίοι πλέον θεωρούνται αμετάβλητοι και ουσιακά «επιβλαβείς» λόγω των φυλετικών ιδιαιτεροτήτων τους, ανάγονται στο στάτους του εσωτερικού εχθρού και δεν μπορούν παρά να διωχθούν εκτός εθνικού εδάφους. H περίοδος αυτή συμπίπτει έτσι με την αναβάθμιση του μίσους κατά των Εβραίων και την μετάβαση από έναν παγανιστικό θρησκευτικό αντιεβραϊσμό σε έναν νεωτερικό φυλετικό αντισημιτισμό, όπως μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε στους επιστημονικοφανείς λίβελους του Μαρ στην Γερμανία και του Ντρυμόν στην Γαλλία. «Εβραϊκό ζήτημα θα υπάρχει ακόμα και αν όλοι οι Εβραίοι εγκατέλειπαν την θρησκεία τους για να ενταχθούν στις κυρίαρχες Εκκλησίες μας», γράφει ο τελευταίος. Τέλος, καταλήγουμε στην τρίτη ιστορική φάση του παραπάνω σχήματος, αυτή του αφανισμού των Εβραίων. Όπως γλαφυρά περιγράφει το σχήμα αυτό ο Χίλμπεργκ:

Οι ιεραπόστολοι του χριστιανισμού κατέληξαν να λένε: «Δεν έχετε το δικαίωμα να ζείτε ανάμεσά μας αν παραμένετε Eβραίοι. Μετά από αυτό οι κοσμικοί άρχοντες διακήρυτταν: «Δεν έχετε το δικαίωμα να ζείτε ανάμεσά μας». Τέλος, οι γερμανοί ναζί διατάσσουν: «Δεν έχετε το δικαίωμα να ζείτε».

Παρότι, όπως σωστά επισημαίνει Πιέρ-Αντρέ Ταγκυέφ στο έργο του «Τι είναι αντισημιτισμός;» [2], οφείλουμε να σταθούμε κριτικά στην γραμμική εξέλιξη της ιστορίας και στο τελεολογικό σχήμα που βρίσκουμε στον Χίλμπεργκ, «αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι αποκλείουμε την έρευνα ενδεχόμενων σταθερών, θεματικής ή ρητορικής τάξης» με τελικό τους αποτέλεσμα το Ολοκαύτωμα. «Έτσι μπορούμε να αναγάγουμε το πολύχρωμο σύνολο αρνητικών αναπαραστάσεων, σε ένα μικρό αριθμό αφηγήσεων, που μπορούμε να θεωρήσουμε ως μύθους». Πρόκειται για έξι απωθητικούς μύθους που προσάπτονται στον ουσιοποιημένο, και επομένως αποϊστορικοποιημένο εβραϊκό λαό: 1) το μίσος για το ανθρώπινο είδος, 2) την διάπραξη τελετουργικών φόνων, ή στην γλώσσα τον ναζί μετέπειτα, την κατηγορία των «κληρονομικών δολοφόνων», 3) την θεοκτονία, κεντρική κατηγορία του χριστιανικού αντιεβραϊσμού, 4) την τοκογλυφία, 5) την τάση να συνωμοτούν, κινούμενοι από την έμφυτη δίψα τους να κυριαρχούν και 6) την πίστη τους ότι είναι ο «εκλεκτός λαός».

Ο αντισημιτισμός λοιπόν, κάπου εδώ, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν εμφανίστηκε ταυτόχρονα με τους νάζι, δεν παρουσιάστηκε ένα πρωί στο κατώφλι της Ευρώπης και χτύπησε την πόρτα, αλλά ενυπάρχει και κατοικοεδρεύει διαχρονικά στον πυρήνα της δυτικής ιστορίας, τόσο στην συνέχεια όσο και στις ρήξεις της. Πώς όμως αυτό το ιστορικό μίσος, παρατηρώντας την πορεία του, έφτασε στην εξολοθρευτική του μορφή, σε αυτή της ναζιστικής βίας; Τα ερωτήματα παραμένουν: Ποιοι παράγοντες συντελέσαν ώστε να καταλήξουμε στην Σοα; Πώς εν τέλει μπορούμε να σκεφτούμε και να κατανοήσουμε τι έγινε στο Άουσβιτς;

Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθώ με τα παραπάνω ερωτήματα διαβάζοντας το βιβλίο του Enzo Traverso «Οι ρίζες της ναζιστικής βίας» [3]. Πρόκειται στην ουσία για μια ευρωπαϊκή γενεαλογία της οποίας στόχος  δεν είναι να αποκαλύψει τα αίτια -με την αυστηρή έννοια- του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά, όπως προδίδει και ο τίτλος, τις ρίζες του. Τις ρίζες του, με την σημασία που έδινε η Χάννα Άρεντ στην λέξη ρίζα [4], δηλαδή τα στοιχεία που γίνονται ουσιώδη συστατικά ενός ιστορικού γεγονότος μόνο αφού αυτό έχει αποκρυσταλλωθεί εντός του. Το γεγονός φωτίζει το παρελθόν του, δεν συνεπάγεται όμως από αυτό αιτιοκρατικά, ή όπως εύστοχα επισημαίνει και ο Μαρκ Μπλοκ κριτικάροντας την εμμονή των ιστορικών στην προέλευση, «ένα ιστορικό φαινόμενο δεν εξηγείται πλήρως έξω από την μελέτη της δικής του στιγμής». Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για την Σοα... Το ζήτημα εδώ λοιπόν είναι να κατανοήσουμε το Άουσβιτς μέσα από μια αλληλουχία στοιχείων που το κάνανε εφικτό, και όχι να το εξάγουμε με κάποιο αυτοματισμό από αυτά, με κάποια μοιραία και ανελέητη αιτιότητα.

Οι σημειώσεις μου έτσι από το βιβλίο αυτό και ο εμπλουτισμός τους με παρατηρήσεις άλλων στοχαστών και ιστορικών φιλοδοξώ να δώσουν μόνο μερικούς οδοδείκτες για την ερμηνεία της ναζιστικής γενοκτονίας, αποφεύγοντας την ατελέσφορη προσπάθεια για μια πλήρη εξήγηση της καταγωγής της. Η επιχειρηματολογία θα κινηθεί σε δυο επίπεδα, όπως και στο έργο του Traverso. Για αυτόν οι πολιτισμικές ρίζες τις οποίες σκοπεύουμε να συζητήσουμε δεν περιορίζονται μόνο στον Αντιδιαφωτισμό, την volkish [5] ιδεολογία και τον φυλετικό αντισημιτισμό της εποχής. Έτσι, ο συγγραφέας επιδιώκοντας να διευρύνει το πεδίο της έρευνάς του προχωράει σε μια διττή απόπειρα: από την μια να ανασυστήσει τις υλικές προϋποθέσεις της ναζιστικής εξόντωσης: «τον εκσυγχρονισμό και την σειριοποίηση  των τεχνολογικών μηχανισμών θανάτωσης ανάμεσα στην βιομηχανική επανάσταση και τον Α’ Π.Πόλεμο. Οι θάλαμοι αερίων και οι φούρνοι των κρεματορίων είναι η απόληξη μιας μακράς διαδικασίας απανθρωποποίησης του θανάτου που ενσωματώνει την εργαλειακή ορθολογικότητα, παραγωγική και διοικητική, του σύγχρονου δυτικού κόσμου (το εργοστάσιο, την γραφειοκρατία, την φυλακή)». Από την άλλη, μελετάει την κατασκευή των αντισημιτικών στερεοτύπων που αντλούν κατά πολύ στοιχεία από τον επιστημονισμό του fin de siecle: «αρχικά την άνοδο ενός «ταξικού ρατσισμού» που ξαναγράφει σε όρους φυλής τις κοινωνικές συγκρούσεις του βιομηχανικού κόσμου και ταυτίζει τις εργαζόμενες τάξεις με τους «αγρίους» του αποικιακού κόσμου, στην συνέχεια τη διάδοση μιας νέας ερμηνείας του πολιτισμού πάνω σε ευγονικά μοντέλα και τέλος την ανάδυση μιας νέας εικόνας του Εβραίου». Η σύγκλιση ανάμεσα σε αυτά τα δύο επίπεδα, το ένα ιδεολογικό και το άλλο υλικό, σκιαγραφείται στη διάρκεια του Α’ Π.Π. και βρίσκει τελικά την σύνθεσή της στον εθνικοσοσιαλισμό.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν, εξερευνώντας όμως πρώτα το μεθοδολογικό μονοπάτι που ακολουθεί το βιβλίο.


i. Περί μεθοδολογίας
Αρχικά ο ιστορικός μας προσπαθεί να τοποθετήσει τον εαυτό του σε σχέση με την διαμάχη των δύο κυρίαρχων σχολών στον χώρο των σπουδών του Ολοκαυτώματος -τον ιντενσιοναλισμό και τον φονξιοναλισμό. Οι ιντενσιοναλιστές υποστηρίζουν ότι η Τελική Λύση ήταν εξ αρχής στα πλάνα των ναζί. Οι οπαδοί του ιντενσιοναλισμού πιστεύουν έτσι ότι το Ολοκαύτωμα ήταν το αποτέλεσμα ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου που προήλθε από τον Χίτλερ, και ότι ο Χίτλερ ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτό. Οι φονξιοναλιστές, από την άλλη, υποστηρίζουν ότι ο Χίτλερ ήταν αντισημίτης, αλλά δεν είχε καταστρώσει σχέδιο γενοκτονίας, τονίζοντας το ότι η αντισημιτική πολιτική των Ναζί εξελισσόταν δομικά συνεχώς σε ολοένα και πιο ακραίες κατευθύνσεις και το τελικό προϊόν της ήταν η Σόα. Για τον Traverso και οι δύο αυτές ερμηνείες πάσχουν: η μεν πρώτη, σε τελευταία ανάλυση, τοποθετεί την ιουδαιοκτονία στην τάξη του μεταφυσικού και του ακατάληπτου, σαν ένα παρανοϊκό σχέδιο ενός ή μερικών ατόμων, ή δε δεύτερη την ερμηνεύει, μέσω μιας μεθοδολογικής αναδίπλωση στην περιγραφή των δομών, με τρόπο που «διαλύει» το έγκλημα μέσα σε μια μακρά ιστορική διαδικασία. Η τάση να ερμηνεύεται η Τελική Λύση απλά ως το προϊόν μιας ριζοσπαστικοποίησης του χιτλερικού καθεστώτος κατά την πορεία του πολέμου περιορίζει το έγκλημα στην κατηγορία ενός γεγονότος χωρίς υποκείμενο.

Αφού ξεκαθαρίζει λοιπόν την θέση του ο Traverso, πριν ξεκινήσει το κυρίως κομμάτι της δουλειάς του, θέτει δύο ερωτήματα στον εαυτό του που οφείλει να απαντήσει: γιατί το Ολοκαύτωμα είναι μοναδικό; Και γιατί απορρίπτει τις αναλύσεις εκείνες που τοποθετούν τις καταβολές του εκτός του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στρέφοντας έτσι το βλέμμα του αποκλειστικά στην γηραιά ήπειρο;

«Υπάρχει μια ιστορική μοναδικότητα της εβραϊκής γενοκτονίας που διαπράχθηκε με στόχο μια βιολογική αναμόρφωση της ανθρωπότητας, δίχως εργαλειακή φύση, καθώς αποτελούσε όχι μέσο αλλά αυτοσκοπό.», γράφει. Οι ναζί, πράγματι, είχαν θελήσει ουσιαστικά να αποφασίσουν για το ποιος μπορεί και ποιος όχι να ζει σε αυτό τον πλανήτη, χωρίς να υπολογίζουν τόσο τα υλικά τους οφέλη, κινούμενοι πολύ περισσότερο υπό το βάρος της ιδεολογίας. Ο Νόμπερτ Έλιας, αναπτύσσοντας ένα κομμάτι της κοινωνιολογίας του στο «Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας» [6], επισημαίνει ότι «ελάχιστα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η απόφαση να φονευθεί το σύνολο των Εβραίων βασίζεται σε πραγματικής φύσεως συμφέροντα». Ο Γιούργκεν Χαμπερμάς προχωράει ακόμα παραπέρα τον συλλογισμό αυτό, διατυπώνοντας μια νέα ανθρωπολογική διάσταση που διάνοιξε το Άουσβιτς [7]:

Εκεί κάτω συνέβη κάτι που κανένας ως τότε δε θα μπορούσε να το θεωρήσει πιθανό. Θίχτηκε εκεί κάτω μια βαθιά σφαίρα της αλληλεγγύης που υπάρχει σε ό,τι έχει ανθρώπινο πρόσωπο –σε πείσμα όσων περιστατικών ωμής κτηνωδίας είχε γνωρίσει η παγκόσμια ιστορία, γινόταν ως τότε ανεξέταστα δεκτό ότι η ακεραιότητα αυτής της βαθιάς σφαίρας είχε μείνει άθιχτη. Από τότε έσπασε ένας δεσμός αθωότητας που μας ένωνε –μιας αθωότητας από την οποία οι παραδόσεις, αγνοώντας την αμφιβολία, αντλούσαν από το κύρος τους και η οποία, με γενικό τρόπο έτρεφε τις συνέχειες. Το Άουσβιτς άλλαξε τις συνθήκες που επέτρεπαν στους ιστορικούς ιστούς της ζωής να διαιωνίζονται αυθόρμητα -και αυτό όχι μόνο στην Γερμανία.

Το Άουσβιτς είναι εκείνο που καθιέρωσε τη λέξη γενοκτονία στο λεξιλόγιό μας· ο ναζισμός μέσα σε τριάμισι χρόνια έσβησε μια κοινότητα ενταγμένη στην ιστορία της Ευρώπης για δύο χιλιετίες. Για τον Traverso, ο Άρνο Μάγερ έχει δίκιο όταν επικρίνει την μεθοδολογία του Μπροντέλ, που αντιλαμβάνεται το συμβάν σαν μια απλή διαταραχή της επιφάνειας, σαν τον «αφρό που σηκώνουν οι παλίρροιες στην παντοδύναμη κίνησή τους»: «Κάθε απόπειρα να κατανοηθεί η ιουδαιοκτονία πρέπει να παίρνει υπόψη της τη μη αναγώγιμη μοναδικότητα του συμβάντος και την ανάγκη να μελετηθούν οι προϋποθέσεις του σε μακρά διάρκεια».

Παρ’ αυτά είναι διαδεδομένη σήμερα η τάση, σε πολλούς ιστορικούς να εξωθούνται τα εγκλήματα των ναζί πέρα από την τροχιά του δυτικού κόσμου. Ο συγγραφέας εξετάζει τρεις από τις γνωστότερες τέτοιες ερμηνείες των τελευταίων δεκαετιών ώστε να τις κριτικάρει: α) τον ναζισμό ως αντιμπολσεβικισμό, β) τον ναζισμό ως αντιφιλελεύθερη αντίδραση, συμμετρική ως προς τον κομμουνισμό, γ) τον ναζισμό ως γερμανική παθολογία. Αυτές οι τρεις αναγνώσεις στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα, όμως τα προβάλλουν με μονόπλευρο τρόπο και δίνουν μια μονοαιτιακή ερμηνεία που για τον Traverso στέκεται απολογητικά στην Δύση: Άλλοτε αυτή είναι ο φορέας μιας εθνικιστικής παράδοσης που αναδύεται αποκλειστικά ως αντανακλαστική αντίδραση στον «ξενόφερτο» κομμουνισμό, άλλοτε η πηγή μιας «αθώας» φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων που η Γερμανία απλά παρέκκλινε και άλλοτε ως ο θεραπευτής των ναζί που ξέφυγαν προς τον δικό τους, τον λεγόμενο γερμανικό δρόμο. «Ο ναζισμός όμως δεν περιορίζεται στην απόρριψη της πολιτικής νεοτερικότητας και στον Αντιδιαφωτισμό· η κοσμοθεωρία του ενσωμάτωνε επίσης μια ιδέα της επιστήμης και της τεχνολογίας που δεν είχε τίποτα το αρχαϊκό και που έβρισκε πολλά σημεία επαφής με την κουλτούρα της φιλελεύθερης Ευρώπης του 19ου αιώνα», καταλήγει.

Τώρα λοιπόν, αφού βάλαμε όλα τα εισαγωγικά πράγματα του ιστορικού σε μια σειρά, μπορούμε να εμβαθύνουμε στην βαθιά αγκύρωση της Σοα στη ιστορία της Ευρώπης, του βιομηχανικού καπιταλισμού και του φορντισμού, του ιμπεριαλισμού, της σύγχρονης επιστήμης και του κοινωνικού δαρβινισμού της, ακολουθώντας την σκέψη του.

ii. Από την γκιλοτίνα στους θαλάμους αερίων: η μηχανοποίηση του θανάτου
H Γαλλική Επανάσταση σηματοδοτεί μια καμπή στις μεταμορφώσεις της βίας στην Δύση. Η γκιλοτίνα, που εμφανίζεται εκείνη την περίοδο και αντικαθιστά την δημόσια εκτέλεση, μαρτυρά την έλευση της νεοτερικότητας στην κουλτούρα και τις πρακτικές του θανάτου. Η βιομηχανική επανάσταση εισέρχεται στον χώρο της θανατικής ποινής και η «μηχανοποιημένη εκτέλεση θα πάψει σύντομα να αποτελεί θέαμα, μια τελετουργία της οδύνης, για να γίνει τεχνολογική μέθοδος θανάτωσης σε αλυσίδα, απρόσωπη, αποτελεσματική, σιωπηλή και γρήγορη». Δεν είναι τυχαίες λοιπόν οι τέσσερις φιγούρες που συντροφεύουν την ανάπτυξη αυτή της μεθόδου: ο μηχανικός, που επαγρυπνά για την αποτελεσματικότητα της μηχανής, ο γιατρός, που φροντίζει να εξαλείψει τον πόνο των συνανθρώπων του, ο δικαστής, που αποφασίζει επί της ζωής, και τέλος ο δήμιος που από βασιλικός δολοφόνος χάνει την αποτρόπαια αύρα του και μετατρέπεται σε έναν «απλό επαγγελματία», που το μόνο που κάνει είναι να πυροδοτεί μια μηχανική διαδικασία. Αυτές οι τέσσερις μορφές πρόκειται να διανύσουν μαζί ένα μακρύ δρόμο μέχρι το Γ’ Ράιχ, οπού θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην «επιχείρηση Τ4», στην ευθανασία των διανοητικά ασθενών και των ζωών που δεν είναι άξιες να βιωθούν. Μπορεί έτσι αρχικά η γκιλοτίνα να χαιρετίστηκε σαν πρόοδος της ανθρωπιάς και της λογικής αλλά δεν πρέπει να μας ξεγελάει: «εγκαινιάζει μια νέα εποχή, την εποχή του σειριοποιημένου θανάτου, που σύντομα θα ενσαρκωθεί σε μια σιωπηλή και ανώνυμη στρατιά μικρών λειτουργιών της κοινοτοπίας του κακού».

Η τιμωρητική γιορτή της εκτέλεσης λοιπόν, παραχωρεί την θέση της στην αθέατη δολοφονία, αλλά, ταυτόχρονα, και στην μεταμόρφωση της φυλακής, όπως την παρατηρεί να συντελείται ο Φουκώ [8]: Η φυλακή μετατρέπεται σε ένα κλειστό τόπο μιας «τεχνικής εξαναγκασμού των ατόμων». Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η κοινωνική περιθωριακότητα, λόγω της εξάρθρωσης των αγροτικών κοινοτήτων και της κοινωνικής αντίστασης στο εργοστασιακό σύστημα, συναντάει την μείωση της αποδοτικότητας της καταναγκαστικής εργασίας λόγω της ανάπτυξης των μηχανών, και έτσι ο θεσμός της φυλακής αναδιαρθρώνεται· η μαζική επαναφορά τιμωρητικών και εξευτελιστικών μέτρων είναι γεγονός. Η σύνθεση της πανοπτικής (ολοκληρωτικός έλεγχος του κρατουμένου), όπως την οραματίστηκε ο Μπένθαμ, με την μηχανική (υποταγή του σώματος στον τιμωρητικό μηχανισμό) πειθαρχία δημιουργούν φυλακές, αυστηρές στην ορθολογικότητά τους σαν εργοστάσιο, όπου η εργασία όμως δεν αντιμετωπίζεται σαν πηγή κέρδους παρά σαν μέθοδος βασανισμού. Όλη η συζήτηση για τις φυλακές της περιόδου τότε «σημαδεύεται από την συνάντηση ανάμεσα στην φιλοσοφία του Διαφωτισμού, τον οικονομικό υπολογισμό και κάτι πιο ανησυχητικό, μια παλιά αγριότητα που έπαιρνε τώρα νέες μορφές, πιο ορθολογικές». Η φυλακή θυμίζει έτσι εδώ, τηρουμένων των αναλογιών, τον ορισμό του Πρίμο Λέβι για την εργασία στο Αούσβιτς [9]: «Βασανιστήριο του σώματος και του πνεύματος, μυθικό και δαντικό».

Αν η γκιλοτίνα με βάση το παραπάνω σκεπτικό αποτελεί το πρώτο βήμα προς στις σειριοποιημένες τεχνικές θανάτωσης, το Άουσβιτς είναι ο βιομηχανοποιημένος του επίλογος, στην εποχή του φορντικού καπιταλισμού. Η λογική των στρατοπέδων εξόντωσης σίγουρα ήταν διαφορετική από αυτή της καπιταλιστικής επιχείρησης, στο βαθμό που δεν παρήγαν εμπορεύματα και κέρδος, η δομή και η λειτουργία τους όμως υιοθετούν τις αντίστοιχες του εργοστάσιου. Εκεί μέσα, στο Άουσβιτς, δεν γίνανε σφαγές με την παραδοσιακή μέχρι τότε έννοια, εκεί μέσα έγινε μια αθέατη από το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού «παραγωγή θανάτου», και μάλιστα ακολουθώντας τις αρχές του scientific management, όπως το διατύπωσε ο Τέηλορ: κατάτμηση της παραγωγής σε κομμάτια ώστε την κατανόηση της να έχει μόνο η διοίκηση (η μέθοδος της αλυσίδας), ολική υποταγή των εργαζομένων σε αυτή, αντικατάσταση της παλιάς, επαγγελματικής εργατικής τάξης με τους unskilled εργάτες. Στα στρατόπεδα του θανάτου, υπερθεματίζει ο Γκύντερ Άντερς, πραγματοποιούνταν η «μεταμόρφωση των ανθρώπων σε πρώτη ύλη». Η βιομηχανική σφαγή, προσθέτει, δεν συνέβαινε σαν θανάτωση ανθρώπων όπως γινόταν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά σαν «παραγωγή πτωμάτων».

Ο τρόπος αυτός που λειτούργησαν τα στρατόπεδα εξόντωσης, εξηγεί μερικώς έτσι και τη σύλληψη της ιδέας των Sonderkommandos. Οι ειδικές ομάδες αυτές στα στρατόπεδα, αποτελούμενες από εκτοπισμένους Εβραίους επιφορτισμένους να εκτελούν τα καθήκοντα που συνδέονταν με την διαδικασία θανάτωσης των υπόλοιπων συνανθρώπων τους –το γδύσιμο των θυμάτων, την οργάνωση των σειρών προς τους θαλάμους αερίων, την εξαγωγή των πτωμάτων, την αφαίρεση των χρυσών δοντιών και των μαλλιών, την ταξινόμηση των ρούχων και των παπουτσιών, την μεταφορά των σωμάτων στα κρεματόρια, την αποτέφρωση, τον διασκορπισμό της στάχτης, όλα σε συγκεκριμένους χρόνους και με μια καθορισμένη προτεραιότητα των ενεργειών- σηματοδοτούν κάπως έτσι τον απαίσιο θρίαμβο, σε μορφή τραγωδίας, του τεηλοριστικού παραδείγματος. Εδώ χρειάζεται να επισημάνουμε ότι, παράλληλα με τις ομάδες αυτές, τα στρατόπεδα εξόντωσης διέθεταν μια ορθολογική διοίκηση που έλεγχε την βιομηχανοποιημένη διαδικασία που επιτελούσαν και ήταν βασισμένη στις αρχές της εξειδίκευσης, του υπολογισμού και του συντονισμού των πράξεων, όπως δηλαδή σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση. Στις ολοκληρωμένες μορφές της, η γραφειοκρατία στηρίζεται στην απανθρωποποίηση της, στην εξάλειψη όλων των συναισθημάτων και των ανορθολογικών συγκινήσεων από την διαχείριση των διοικητικών υποθέσεων· έτσι έγινε και στο Άουσβιτς. Ο ζήλος των γραφειοκρατών της ναζιστικής εξόντωσης δεν οφειλόταν τόσο στον αντισημιτισμό τους… Όχι ότι τους έλειπε, ο ζήλος τους όμως οφειλόταν κυρίως σε αυτό το επαγγελματικό habitus και την γενικευμένη αδιαφορία του γραφειοκράτη που δεν νιώθει υπεύθυνος, δε φέρει ευθύνες για ό,τι γίνεται [10].

Στον Τέηλορ και στον αντισημίτη [11] Φόρντ ο ναζισμός βρήκε έτσι τον τρόπο και τα μέσα να εφαρμόσει με τον πιο αποδοτικό τρόπο το πλάνο της Τελικής Λύσης. Κατάφερε όμως ταυτόχρονα και κάτι άλλο. Κατάφερε να ικανοποιήσει: α) τόσο την θέλησή του για κυριαρχία (ζωοποίηση του εργάτη, στρατόπεδα εργασίας), β) όσο και την κοινοτική του φιλοδοξία (την ενότητα μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας). Η ζωοποίηση της εργασίας αφορούσε τους έγκλειστους στα στρατόπεδα εργασίας, αυτούς που δεν προορίστηκαν για θάνατο. Μεταξύ αυτών βρίσκονταν μερικοί Εβραίοι, Πολωνοί, Σοβιετικοί, αιχμάλωτοι πολέμου, ομοφυλόφιλοι, Τσιγγάνοι, Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η ενότητα κεφαλαίου-εργασίας, από την άλλη, θεμελίωνε την άρια κοσμοθεωρία: ο γερμανός εργαζόμενος στην ουσία είχε την ύψιστη αποστολή να οικοδομήσει το χιλιόχρονο Ράιχ και να προετοιμάσει το νέο άνθρωπο. Στην κοσμοθεωρία τούτη ο καταμερισμός της εργασίας συνέπεσε έτσι με έναν φυλετικό διαχωρισμό που ταυτίστηκε με τον εσωτερικό, παραγωγικό διαχωρισμό του εργάτη (γερμανού πολίτη) από τον δούλο (τον έγκλειστο «άνθρωπο β’ κατηγορίας»).

Η διαδρομή αυτή των δύο αιώνων που ενώνει την γκιλοτίνα και την φυλακή με την ναζιστική κτηνωδία ευελπιστώ να εμφανίζεται τώρα κάτω από ένα νέο φως. Οι ναζί ενσωμάτωσαν τα δύο αυτά μοντέλα που υποβάσταξαν την νεοτερική Δύση συγχωνεύοντάς τα με βάση το καπιταλιστικό βιομηχανικό σύστημα, τον εξορθολογισμό της διοίκησης, την σύγχρονη τεχνολογία και τον καταμερισμό της εργασίας. Το νέο αυτό κατώφλι για την Ευρώπη του ’40, αυτό των θαλάμων αερίων, μπορούμε πλέον να πούμε πως προέρχεται από μια μακρά ιστορική διαδικασία που ξεκινάει ούτε λίγο ούτε πολύ τον 18ο αιώνα.

iii. Ιμπεριαλισμός και κοινωνικός δαρβινισμός
Η ακμή του βιομηχανικού πολιτισμού και ο Διαφωτισμός δεν πρέπει να ξεχνάμε εδώ ότι συνοδεύτηκαν από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και την κατάκτηση του υπόλοιπου κόσμου. Αυτά τα δύο έγιναν αξεδιάλυτα στο ευρωπαϊκό φαντασιακό –οι «αξίες» και η πνευματική πρόοδος της Δύσης, οι μηχανές της, τα τρένα και η βιομηχανία της, δε θα γινόντουσαν ποτέ κατανοητά σε όλη την σημασία τους αν δεν έμπαιναν στο κάδρο αντιπαραθετικά με τις «καθυστερημένες» πολιτισμικά και τεχνολογικά αποικίες.

Όπως είναι φυσικό λοιπόν, η αναβάθμιση και οι απεικονίσεις του ρατσισμού στον 19ο αιώνα δεν μπορούν με την σειρά τους παρά να μελετηθούν αδιαχώριστα με τους δυτικούς ιμπεριαλισμούς της περιόδου. Τότε είναι που οι ρατσιστές της εποχής εγκαινιάζουν νέες μεθόδους και σχήματα (την επιλογή των φυλών, την εξόντωση των νικημένων λαών ως «φυσική επιλογή» της ιστορίας) τα οποία βρίσκουν τον χώρο εφαρμογής και ανάπτυξής τους στην αποικισμένη Αφρική και την Ασία. Ο βιολογικός ρατσισμός και η δημιουργία των αποικιών γνωρίζουν μια παράλληλη άνθηση και οι αγορεύσεις του συνδυάζονται: η εκποτιλιστική αποστολή της Ευρώπης συνυφαίνεται με την κατάκτηση, μέσω της εξόντωσης, των «κατώτερων φυλών». Για τον Traverso «ο Έντουαρντ Σαϊντ και ο Μαίκλ Άντας έχουν δίκιο όταν υπογραμμίζουν ότι η αποικιακή κουλτούρα δεν είναι απλή μορφή προπαγάνδας και ότι πρέπει να πάρουμε την ιμπεριαλιστική ιδεολογία στα σοβαρά: η Ευρώπη του 19ου αιώνα ήταν πραγματικά πεισμένη ότι εκπλήρωνε μια εκπολιτιστική αποστολή στην Ασία και στην Αφρική». Αυτή η κουλτούρα λησμονήθηκε στην συνέχεια, και παραμένει τρόπον τινά απωθημένη και στο τώρα. Για τον συγγραφέα όμως, η κατανόηση του 20ου αιώνα θα είχε πολλά να κερδίσει από το τέλος αυτής της λήθης. Ο δεσμός του εθνικοσοσιαλισμού με τον κλασσικό ιμπεριαλισμό δε θα ήταν πλέον, όπως είναι σήμερα, πρακτικά αθέατος.

Η Άρεντ πρώτη, υποστηρίζει ότι η πολιτική της αποικιακής κυριαρχίας ήταν η αρχική φάση της σύνθεσης ανάμεσα σε σφαγή και διοίκηση, της οποίας τα ναζιστικά στρατόπεδα είναι η ολοκληρωμένη της μορφή [12]. Ο σύγχρονος ρατσισμός και η γραφειοκρατία συναντήθηκαν πρώτη φορά στην Αφρική: η κατάκτηση αυτής της ηπείρου αποκάλυψε ένα άγνωστο ως τότε δυναμικό καλοσχεδιασμένης και προμελετημένης βίας, τόσο με την βοήθεια της βιομηχανικής επανάστασης και διοίκησης (που αναμόρφωσε ποιοτικά το οπλικό σύστημα και τις στρατιωτικές τεχνικές και συντέλεσε στην ορθολογική οργάνωση των αποικιακών μονάδων διατηρώντας τις σχέσεις τους με την μητρόπολη), όσο και με την χρήση των νέων μύθων περί φυλετικής ανωτερότητας του λευκού ανθρώπου.

Η –ακόμα και ολική- εξολόθρευση αυτών των φυλών για τις οποίες μιλάμε, ενσωματώνεται στο δυτικό σκέπτεσθαι του 19ο αιώνα και ο κοινωνικός δαρβινισμός αναλαμβάνει να την θεμελιώσει επιστημονικά. Το 1888, ο Έντμον Περιέ, ένας από τους πάμπολλους κοινωνικούς δαρβινιστές της εποχής, γράφει χαρακτηριστικά: «όπως τα ζώα εξαφανίζονται μπροστά στον άνθρωπο, αυτό το προνομιούχο πλάσμα, έτσι και ο άγριος χάνεται μπροστά στον Ευρωπαίο, πριν προλάβει να τον κερδίσει ο πολιτισμός». Ο βρετανός ανθρωπολόγος Μπέντζαμιν Κιντ κινούμενος στο ίδιο μοτίβο υπογραμμίζει στο έργο του Social Evolution, ότι είναι εντελώς ανώφελο για τον λευκό άνθρωπο να επιδεικνύει τις φιλανθρωπικές του αρετές, γιατί ο αφανισμός των «αγρίων φυλών» είναι νομοτελειακός και ανεξάρτητος από την θέλησή του, χάρη σε ένα ανθρωπολογικό και ιστορικό νόμο. Η βιολογικοποίηση της ιστορίας, οι θεωρίες για «φυσική επιλογή», ο ευγονισμός και όλα τα ρατσιστικά αυτά στερεότυπα που διατυπώνονται στην γλώσσα της επιστήμης, της ηθικής, της φιλοσοφίας και της τέχνης οπλίζουν την ιδεολογική φαρέτρα της Ευρώπης για να δικαιολογήσει τα ζοφερά εγκλήματά της.

Η έννοια του «ζωτικού χώρου» έτσι, του εδαφικού χώρου που χρειάζεται η άρια φυλή εις βάρος άλλων φυλών για να αναπτυχθεί, φτάνοντας πλέον στην περίοδο της ηγεμονίας του Χίτλερ, δεν είναι ναζιστική καινοτομία, είναι η γερμανική προχωρημένη εκδοχή της μέχρι τότε ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής κουλτούρας· μιας κουλτούρας που αξίωνε ιεραρχίες στο δικαίωμα ύπαρξης, που γινόταν προνόμιο των κυρίαρχων εθνών ή φυλών, μιας κουλτούρας που συγχώνευσε τoν κοινωνικό δαρβινισμό με την επεκτατική βιομηχανική γεωπολιτική. Το ναζιστικό Blitzkrieg προς την ΕΣΣΔ εικονογραφεί τους δεσμούς που συνδέουν την χιτλερική κοσμοθεωρία με την αποικιοκρατία της Ευρώπης. Το σχέδιο για την εκκένωση 40 εκατομμυρίων Σλάβων και στην συνέχεια την μετεγκατάσταση εκεί 10 εκατομμυρίων γερμανών προοριζόμενων να βασιλέψουν πάνω στους εναπομείναντες γηγενείς, σε συνδυασμό με τον αφανισμό των Εβραίων, τον «εγκέφαλο του διεθνούς κομμουνισμού», και αυτόν των τσιγγάνων, αποτελούν ένα επεκτατικό πλάνο που έπρεπε να ολοκληρωθεί στην διάρκεια της σύγκρουσης αυτής, με κάθε δυνατό μέσο. Ο στρατηγός Χέπνερ γράφει χαρακτηριστικά:

Ο πόλεμος ενάντια στην Ρωσία είναι ουσιαστικό στοιχείο του αγώνα για την ύπαρξη του γερμανικού λαού. Είναι η αρχαία πάλη των Γερμανών εναντίον των Σλάβων, η υπεράσπιση του ευρωπαϊκού πολιτισμού εναντίον της μοσχοβίτικης-ασιατικής επιδρομής, η αντίσταση εναντίον του εβραϊκού μπολσεβικισμού.

Το 1941, οι βλέψεις του Χίτλερ είναι ακόμα πιο διαφωτιστικές: «Σε είκοσι χρόνια η Ουκρανία θα έχει είκοσι εκατομμύρια κατοίκους που δε θα είναι αυτόχθονες. Σε τριακόσια χρόνια αυτή η χώρα θα γίνει ένας από τους ομορφότερους κήπους του κόσμου». Τέλος, το 1942, οι SS μοιράζουν σε 4 εκατομμύρια μια μπροσούρα οπού οι Εβραίοι εμφανίζονται ως ο εγκέφαλος για την δημιουργία ενός κράτους υπανθρώπων, στο οποίο η Γερμανία οφείλει να αντισταθεί, στο όνομα βεβαίως πάντα της ίδιας της Δύσης.

Εδώ για να κρατήσουμε τις ισορροπίες χρειάζεται να επισημάνουμε τις θεμελιώδεις διαφορές του ναζιστικού επεκτατισμού από τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό: ο πρώτος σε αντίθεση με τον δεύτερο εφαρμόστηκε κυρίως σε ευρωπαϊκά φύλα και είχε ως πρωταρχικό στόχο την διεύρυνση, σε βιολογικές και φυλετικές βάσεις, της γερμανικής κυριαρχίας και τον εκγερμανισμό των εδαφών, όχι την οικονομική εκμετάλλευσή τους. Παρ’ αυτά οι ρίζες και η αγκύρωση του ενός στο άλλο, αυτά δηλαδή που μας ενδιαφέρουν εδώ, μπορούν να εντοπισθούν εύκολα. Η καταστροφή των Εβραίων είχε σχεδιαστεί ως σταυροφορία, ως απελευθερωτικός πόλεμος αναγκαίος για την κατάκτηση της ανατολικής Ευρώπης και τον αποικισμό της από την «ανώτερη φυλή».

iv. O ολοκληρωτικός πόλεμος: το εργαστήρι του φασισμού
Ο πρώτος πραγματικά ολοκληρωτικός πόλεμος την εποχή της μαζικής κοινωνίας, στον οποίο βρήκαν το θάνατο 13 εκατομμύρια άτομα, είναι ο Α’ Π. Πόλεμος, η ιδρυτική πράξη του ευρωπαϊκού 20ου αιώνα. Χαιρετίστηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες σαν μια ευκαιρία να επανεπιβεβαιωθούν οι αξίες του εθνικιστικού ήθους –η ανδρεία, ο ηρωισμός, η ιερή ένωση μέσα από την μάχη- αλλά έμελε να πνίξει τον κόσμο τότε στην βία και την καταστροφή. Ο νεοτερικός μαζικός θάνατος ήταν πλέον εδώ και άπλωνε την φρίκη του σε ολόκληρη την ήπειρο.

Πολύ μακριά από την προηγούμενη μυθική εικόνα του πολεμιστή-ήρωα, οι στρατιώτες στον πόλεμο αυτό προλεταριοποιήθηκαν, έγιναν εργάτες στην υπηρεσία μιας πολεμικής μηχανής. Ο Traverso γράφει: «Ο στρατιώτης έκανε πόλεμο με τον τρόπο που ο εργάτης παράγει σε αλυσίδα, σε ένα περιβάλλον όπου η μάχη είχε χάσει κάθε επική διάσταση για να μεταμορφωθεί σε σχεδιοποιημένο μαζικό σκοτωμό. Ο στρατός μεταμορφώθηκε και αυτός σε ορθολογική επιχείρηση, ιεραρχημένη, γραφειοκρατικοποιημένη και μηχανοποιημένη, με συντονισμό των διαφόρων τομέων και λειτουργική κατανομή των ενεργειών». Ο Μαξ Βέμπερ το 1918, υπογραμμίζοντας τα κοινά στοιχεία στην κρατική διοίκηση, το στρατό και το εργοστάσιο των σύγχρονων κοινωνιών, διαπιστώνει στους τρεις αυτούς τομείς τον ίδιο διαχωρισμό του εργαζομένου από τα υλικά μέσα της επιχείρησης: «μέσα παραγωγής στην οικονομία, πολεμικά εργαλεία στο στρατό και υλικά μέσα διαχείρισης στην δημόσια διοίκηση» [13]. Δεν είναι τυχαίο μετά από αυτά, πως στο στρατό οι διάφοροι εργονόμοι, υγιεινολόγοι και οι ψυχολόγοι που ήταν μέχρι πρότινος ειδικοί για την κόπωση των εργατών λόγω της εργοστασιακής δουλειάς, σκύψανε πάνω από τους φαντάρους για να πειραματιστούν σχετικά με τις νέες θεωρίες και θεραπείες τους και για να εμπλουτίσουν το ιατρικό και ψυχικό λεξιλόγιο της εποχής.

Ο Μαρξ είχε συγκρίνει τους βιομηχανικούς εργάτες του 19ου αιώνα με στρατιώτες [14], το μοντέλο εδώ όμως αντιστράφηκε: ο στρατός ήταν εκείνος που υιοθετούσε τις αρχές του φορντικού βιομηχανοποιημένου εργοστασίου και το μυδραλιοβόλο έγινε ο απαραίτητος μηχανισμός για την παραγωγή του θανάτου. Η δύναμη πυρός του είχε δοκιμαστεί στους αποικιακούς πολέμους, όμως οι ρατσιστικές προκαταλήψεις δεν είχαν επιτρέψει στους ευρωπαίους να αντλήσουν τα σωστά συμπεράσματα για την τρομακτική φονική του ισχύ. Ποιος μπορούσε να δώσει σημασία τότε στην περιγραφή ενός πολεμιστή των Ματαμπέλε, που στην πρώτη μάχη του ενάντια στα μυδράλια μιας βρετανικής μονάδας κατέγραψε πως «έριχναν σφαίρες όπως ο ουρανός πετάει κεραυνούς»;

Ο Τζον Ριντ, σταλμένος στο δυτικό μέτωπο σαν ανταποκριτής γράφει το 1915 ότι παρακολουθούσε «έναν πόλεμο μεταξύ βιομηχανικών εργαστηρίων», στον οποίο «τα χαρακώματα είναι τα εργοστάσια που παράγουν καταστροφή, τόσο των πνευμάτων όσο και των σωμάτων, πραγματικό θάνατο». Ο θάνατος αυτός δε, πολύ συχνά δεν ερχόταν από κάποιο εχθρό, αλλά από μια εχθρική μηχανή, ψυχρή και απρόσωπη. Η καταστροφή στα χαρακώματα συνέβαινε με μαζικές μεθόδους και σύμφωνα με τους τρόπους ενός συστήματος παραγωγής. Οι άμαχοι, για πρώτη φορά στα χρονικά μετά τον Διαφωτισμό, πιανόντουσαν αιχμάλωτοι και εκτοπιζόντουσαν ή θανατώνονταν. Πολλοί από τους αιχμαλώτους πολέμου,  υποχρεώθηκαν έτσι να προσφέρουν εργασία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιουργήθηκαν τότε -ένα τοπίο που έγινε οικείο, στην αποκρουστικότερή του μορφή, στις επόμενες δεκαετίες σε εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτός ο πόλεμος εγκαινίασε λοιπόν μια αρχή, μια αρχή που έμελλε να βρει το παροξυστικό της φινάλε στα ναζιστικά στρατόπεδα. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος είχε γεννήσει μια νέα σύλληψη τη δόξας: στους αντίποδες του μύθου του θανάτου του ήρωα στο πεδίο της τιμής, είχε γεννήσει στρατιώτες–εργάτες της καταστροφής και «διαχωρισμένα πλάσματα συνηθισμένα σε μια σχιζοφρενική συνύπαρξη της φυσιολογικότητας και του σκοτωμού. Τα θέατρα, τα καφενεία, τα εστιατόρια των αστικών κέντρων, βρίσκονταν, μερικές φορές, μόνο λίγες δεκάδες χιλιόμετρα από την γραμμή του μετώπου».

Όπως είναι αναμενόμενο λοιπόν, ο Α’ Π.Π. φέρνει μαζί του έναν νέο άνθρωπο και ένα νέο ήθος. Στις αλλαγές αυτές που συντελούνται ταυτόχρονα και μετά από αυτόν, πρέπει να συνυπολογίσουμε πλέον τόσο την εξοικείωση των υποκειμένων στην βία και στην αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, όσο και την άνοδο της εθνικιστικής προπαγάνδας που εγκαταλείπει κάθε επιχειρηματολογία για τις αιτίες του πολέμου και στρέφεται σε εκκλήσεις για ομοψυχία του έθνους και τυφλή υποταγή απέναντι σε εχθρούς-βαρβάρους. Η βία κυριαρχεί στην πολιτική ζωή και υιοθετεί ένα πολεμικό λεξιλόγιο κληρονομημένο από τα χαρακώματα. Από τα Freikorps ως τα fasci di combattimento, ο πόλεμος εισβάλλει στην πολιτική ζωή μέσα από τον πολλαπλασιασμό των ενόπλων ακροδεξιών σχημάτων, τη φασιστική αισθητική και τον εθνικισμό. Μιλάμε για έναν εθνικισμό πλέον που γίνεται επιθετικός και ανατρεπτικός, που αποβλέπει στην εγκαθίδρυση ενός νέου κόσμου. Η αντεπανάσταση, όπως χαρακτηρίστηκε αυτή η διαδικασία της φασιστοποίησης της Ευρώπης, παύει να είναι καθαρά αντιδραστική και μεταβάλλεται σε μια «επαναστατική αντίδραση» ή καλύτερα σε μια «επανάσταση ενάντια στην επανάσταση»: «Αντιδραστική ενάντια στο εργατικό κίνημα και τον μπολσεβικισμό, γινόταν επαναστατική με την έννοια ότι δεν απέβλεπε πια να παλινορθώσει το παρελθόν αλλά να δημιουργήσει μια νέα τάξη πραγμάτων, εθνικιστική, αντιδημοκρατική και αυταρχική». Δεν είναι τυχαίο πως ο Χίτλερ ανακάλυψε το ταλέντο του ως χαρισματικός ηγέτης σε διαδηλώσεις παλαιών πολεμιστών ή πως ο Μουσολίνι έγινε τότε από σοσιαλιστής, φασίστας. «Η κοινή γνώμη στην Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1930 δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αντίθετη με την  ιδέα μιας αυταρχικής ανασυγκρότησης της ηπείρου υπό γερμανική ηγεσία», μας πληροφορεί ο Μαζάουερ [15].

Ας συνοψίσουμε. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος στάθηκε πρωταρχικής σημασίας ιστορική καμπή στον 20ο αιώνα και σε αυτόν δοκιμάστηκαν και διαμορφώθηκαν πολλά στοιχεία που εξελιχθήκαν σε συστατικά του εθνικοσοσιαλισμού. Ο τεηλορικός στρατός ενσωμάτωσε τις αρχές της ιεραρχίας και της πειθαρχίας των βιομηχανικών κοινωνιών και έδωσε μια γεύση για το πού μπορεί να φτάσει ο μαζικός σκοτωμός. Η έλλειψη διάκρισης μεταξύ στρατιώτη και αμάχου, σε συνδυασμό με τα στρατόπεδα εργασίας των αιχμαλώτων είναι ένας απαραίτητος κρίκος που οδηγεί από τις πανοπτικές φυλακές που ασχοληθήκαμε πιο πάνω στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης των ναζί. Ο «επαναστατικός» φασισμός, ο βιταλισμός, ο φουτουρισμός, η βία και η φυλετική προπαγάνδα αφήνουν μια πικρή πρόγευση για το που μπορεί να φτάσει ο δυτικός πολιτισμός. Χωρίς φυσικά να μπορούμε να συγκρίνουμε τον Μεγάλο Πόλεμο με το Ολοκαύτωμα -όσα συζητάμε εδώ για αυτόν εμφανίζονται στην Σόα στην ακραία τους μορφή και τα εγκλήματα του διαπράττονται εν είδη πολέμου και όχι γενοκτονίας- τα τραύματα από την οδύνη του παρ’ αυτά έχουν ένα κοινό με αυτά των επιζώντων της Σόα: την βουβαμάρα, την παγωμάρα, την αδυναμία έκφρασης μπροστά στην θύμηση της φρίκης και του πόνου. Όπως υποστήριξε και ο Μπένγιαμιν, ο πόλεμος αυτός αποτελεί μια ιστορική ρήξη στις παραδόσεις των σύγχρονων κοινωνιών, οι συνέπειες της όποιας ήταν η εγκατάλειψη των πατρογονικών μορφών μεταβίβασης της μνήμης, η αδυναμία μετάδοσης της βιωμένης εμπειρίας. Μιας εμπειρίας που ως τότε διαιωνιζόταν και εμπλουτιζόταν από το ένα στόμα στο άλλο.

 v. Ιουδαιομπολσεβικισμός, «ταξικός ρατσισμός» και η ναζιστική σύνθεση
Τον Οκτώβρη του 1941 κοινοποιείται η εξής εντολή στους στρατιώτες της Βερμάχτ: «Ως φορείς του μπολσεβικισμού και πνευματικοί οδηγοί της κομμουνιστικής ιδέας, οι Εβραίοι είναι θανάσιμοι εχθροί μας. Πρέπει να τους εξαφανίσουμε».

Ο μύθος του ιουδαιομπολεβικισμού γνώρισε μεγάλη διάδοση μετά τον Α’ Π. Πόλεμο. «Η άποψη ότι ο μπολσεβικισμός ήταν ένα είδος ίου, μια μεταδοτική ασθένεια με βακίλους της
τους Εβραίους επαναστάτες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, ξεριζωμένους, κοσμοπολίτες, κρυμμένους στις ανώνυμες μητροπόλεις του σύγχρονου βιομηχανικού κόσμου, εχθρούς της ίδιας της ιδέας του έθνους και της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων, ήταν κοινός τόπος της συντηρητικής κουλτούρας.
» καταλήγει ο Traverso. Οι εκδηλώσεις  αυτής της απεικόνισης στη λογοτεχνία, τα μέσα και την προπαγάνδα της εποχής είναι πολυάριθμες: Το 1920 μέχρι και οι Times του Λονδίνου δημοσιεύουν ένα άρθρο με τίτλο «Ο εβραϊκός κίνδυνος», ενώ, δύο μόλις χρόνια πριν, ο Τόμας Μαν περιγράφει την ρώσικη επανάσταση σαν ένα «εκρηκτικό μίγμα του εβραϊκού διανοητικού ριζοσπαστισμού και του σλάβικου χριστιανικού μυστικισμού». Στην Γερμανία, την Ουγγαρία και την Πολωνία οι αντικομμουνιστικές αφίσες εικονογραφούν τον μπολσεβικισμό σαν ένα φριχτό, σημιτικό τέρας που συμβολίζει την ενσάρκωση μιας ωμής και άγριας βίας, ενώ στις βαλτικές χώρες η θεωρία αυτή ήταν ένας από τους βασικούς πυλώνες της αντεπανάστασης. Η ιδεολογία του Εβραίου ως κινητήρα του κομμουνισμού ήταν, σίγουρα έτσι, ένα από τα βασικά θεμέλια της ναζιστικής ιδεολογίας.

Δεν είναι όμως η ρωσική επανάσταση που γέννησε το ναζιστικό αντισημιτισμό. Ο αντιμπολσεβικισμός πράγματι υπήρξε, έρχεται όμως να προστεθεί σε έναν γερμανικό εθνικισμό, για τον οποίο ο αντισημιτισμός και ο πανγερμανισμός ήταν παλιά και βασικά του στοιχεία. Η ναζιστική καινοτομία έγκειται αλλού: στην  πρόσμιξη των τριών αυτών θεματικών –του αντικομμουνισμού, του γερμανικός επεκτατισμού και του αντισημιτισμού- σε συνδυασμό με την βιολογικοποίηση του Εβραίου στην τάξη του ιού ή του παρασίτου. Τούτη δε η επικράτηση της ιατρικής και επιδημιολογικής γλώσσας στην πολιτική προπαγάνδα ήταν προϊόν μιας διαδικασίας που ξεκινάει χρόνια πριν και στην οποία η υιοθέτηση πολιτικών μεταφορών από τους ανθρώπους της επιστήμης πολλαπλασιάστηκε. «Αν η συνάντηση της αντεπανάστασης και του αντισημητισμού κατασκευάζει μια νέα συγκριτική κατηγορία –τον ιουδαιομπολσεβικισμό- που αποτελεί ιδιαιτερότητα της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, ο ορισμός του ταξικού εχθρού με φυλετικούς όρους, η θεώρηση της πολιτικής εξέγερσης ως εκδήλωσης μιας ασθένειας του κοινωνικού σώματος και ο στιγματισμός του επαναστάτη ως φορέα μεταδοτικού ιού ήταν πολύ παλιότερα φαινόμενα».

Η άνθηση από το 1860 έως το 1890 νέων επιστημονικών κλάδων, όπως η μικροβιολογία, η ανθρωπολογία, ο ευγονισμός, η εγκληματολογία και η ψυχολογία των μαζών «δημιουργούσε τις προϋποθέσεις ενός αμαλγάματος μεταξύ επιστήμης και πολιτικής που θα εκφραζόταν σε μια βιολογική προσέγγιση των κοινωνικών συμπεριφορών και σε ένα είδος ιατρικοποιήσης των στρατηγικών της εξουσίας. Φαινόμενα τόσο διαφορετικά όπως η σύφιλη, ο αλκοολισμός, η πορνεία, η υστερία, η εγκληματικότητα, η ανυπακοή στις νέες κοινωνικές ιεραρχίες, οι απεργίες και οι εξεγέρσεις θεωρούνταν έτσι πολλαπλές εκφράσεις μιας και της ίδιας ασθένειας του κοινωνικού σώματος» γράφει ο Τraverso, και καταλήγει: «Το κράτος αναγορευόταν λοιπόν σε βιοεξουσία, που καλούνταν να παρέμβει στην κοινωνία σα χειρούργος επιφορτισμένος να ακρωτηριάσει το γαγγραινιασμένο μέλος ενός άρρωστου οργανισμού».

Φυσικά σε αυτή την επιστημονική και κρατική τομή του 19ου αιώνα δε θα μπορούσε να λείπει, στο πλαίσιο του ιμπεριαλισμού της εποχής, η αναγωγή των παραβατικών, των περιθωριακών και των εξεγερμένων σε μια «κατώτερη φυλή» εντός της Ευρώπης και η μεταφορά τους σε «αγρίους» των σύγχρονων πόλεων. Καθώς δεν αναγνωριζόταν ως θεμιτός πολιτικός αντίπαλος, ο ταξικός εχθρός προσεγγιζόταν φυλετικά και ζωοποιούνταν. Η πολιτική καταστολή της περιόδου, ως απολύμανση του κοινωνικού σώματος, προϋπόθετε την «απανθρωποποίηση» του εχθρού, με ένα τρόπο όπου αυτός υποβαθμίζεται είτε στο επίπεδο του βακτηρίου είτε σε αυτό του φυλετικά κατώτερου είδους. Η ανάπτυξη της ευγονικής τεχνογνωσίας και επιστήμης τα επόμενα χρόνια που προετοιμάζει την «επιχείρηση T4», το πρελούδιο της ναζιστικής συμφωνίας θανάτου, μπορεί επομένως να θεωρηθεί και η εξέλιξη αυτών των ιδεών περί υγιεινής της ευρωπαϊκής φυλής. Ενδεικτικά για όλα αυτά είναι τα λόγια του Τεν, δέκα χρόνια μετά την Παρισινή Κομμούνα, όπου την χαρακτηρίζει:

Παθολογικό μικρόβιο που, αφού εισχώρησε στο αίμα μιας καταπονημένης και βαθιά άρρωστης κοινωνίας, προκάλεσε πυρετό, παραλήρημα και επαναστατικούς σπασμούς.

Για να φτάσουμε όμως στο ερώτημα που θέλουμε να εξετάσουμε εδώ: Υπήρξε λοιπόν κάποια σχέση μεταξύ αυτού του «ταξικού ρατσισμού», τον οποίο περιγράψαμε ακριβώς παραπάνω, και της γέννησης του σύγχρονου αντισημιτισμού; Η απάντηση είναι ναι. Ο ηγετικός ρόλος που παίξανε πολλοί Εβραίοι στις σοσιαλιστικές κινητοποιήσεις της ρώσικης, της ουγγρικής και της γερμανικής επανάστασης επέτρεψε την σύνδεση αυτών των φυλετικών και πολιτισμικών στερεοτύπων, μέχρι τότε διαχωρισμένων. Μετά από εκείνη την περίοδο, το «κατώτερο ον» της Κομμούνας – σύμφωνα πάντα με τους επιστήμονες της εποχής εκείνης- παίρνει τα γνωρίσματα του Εβραίου επαναστάτη, κάτω από την σκεπή της θεωρίας του ιουδαιομπολσεβικισμού και του αντισημιτισμού. Από την στιγμή που εντοπίστηκε η μολυσματική αιτία της επανάστασης για του ναζί, ο «εβραϊκός βάκιλος» όπως έλεγε και ξαναέλεγε ο Χίτλερ, η φυλετική κάθαρση ήταν ο μόνος δρόμος για να αφαιρεθεί το κακό από την ρίζα του.

Εδώ, κλείνοντας, να ξεχωρίσουμε ότι ο αντισημιτισμός έγινε βασικό γνώρισμα του φασισμού μόνο στην Γερμανία, που η εικόνα του Εβραίου σοσιαλιστή ήταν ιδιαίτερα ορατή· ούτε στην Ιταλία του Μουσολίνι, ούτε στην Ισπανία του Φράνκο ο αντισημιτισμός δεν αποτέλεσε θεμέλιο της αντεπανάστασης και η εικόνα του Εβραίου που κυριάρχησε εκεί ήταν αυτή του πλουτοκράτη και όχι του σοσιαλιστή. Όμως, παρότι η σύνθεση ανάμεσα στην φυλετική προσέγγιση της ετερότητας του Εβραίου με την βιολογικοποίηση της πολιτικής έγινε μόνο μέσα στο γερμανικό μοντέλο, αυτά τα δύο στοιχεία εμφανίστηκαν, χωρίς ποτέ να συναντηθούν, σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Υπό αυτή την έννοια, ο ναζισμός, παρότι σίγουρα επενδύθηκε με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γερμανικού περιβάλλοντος, παραμένει πανευρωπαϊκή υπόθεση.

vi. Ο Εβραίος ως νεοτερικότητα
Μετά από αυτή την μακροσκελή και επίπονη προσπάθεια να παρουσιάσω εν είδη ραχοκοκαλιάς κάποιες βασικές στιγμές της δυτικής κουλτούρας και τεχνολογίας που συντέλεσαν, η κάθε μια με τον τρόπο της, στην άνοδο του κακού, μπαίνουμε στην τελευταία φάση του πλάνου. Σε αυτό το μικρό σχετικά κομμάτι θα ασχοληθώ με την παρουσίαση της ενσάρκωσης μιας αφηρημένης έννοιας της νεοτερικότητας στην θεώρηση του Εβραίου και πως αυτή έβαλε το λιθαράκι της στην ανάδυση της ναζιστικής βίας.

Η χειραφέτηση των Εβραίων στην Δύση την περίοδο της βιομηχανοποίησης της, οδηγεί στην κατασκευή ενός ολότελα καινούργιου στερεοτύπου: Οι πραγματικοί Εβραίοι δίνουν την θέση του στον Εβραίο, οικουμενική και αδιαφοροποίητη κατηγορία, στο πρόσωπο του οποίου απεικονίζεται η απώλεια των παραδοσιακών αξιών και η μετάβαση σε ένα κόσμο ανώνυμο και ορθολογικό, χωρίς σημεία αναφοράς και τελικά απάνθρωπο. Ο Traverso εύστοχα παρατηρεί: «Οι πρώτοι σοσιαλιστές, ιδιαίτερα στην Γαλλία, ταύτιζαν συχνά αντισημιτισμό και αντικαπιταλισμό, ενώ οι συντηρητικοί θεωρούσαν τους Εβραίους υπεύθυνους για την εξαφάνιση μιας φυσικής και πάνω στην παράδοση τάξης πραγμάτων, στην οποία οι αριστοκρατικές αξίες θα διαιωνίζονταν ανεμπόδιστα, εγγεγραμένες σε μια ιεραρχική κοινωνία». Η αντίθεση και η σύγκρουση έτσι Zivilisation και Kultur φορτώνεται στην εβραϊκή κοινότητα με την διχοτόμηση αυτή να αναβαθμίζεται στην Γερμανία στο Εβραίος/Άριος. Αν ο Zivilisation ήταν το χρήμα, η οικονομία, η συναλλαγή, ο υπολογισμός, η οργάνωση, οι ανώνυμες πόλεις και ο εξισωτικός οικουμενισμός, τότε ο Εβραίος εμφανιζόταν ως η βιολογική αποκρυστάλλωση του κόντρα στην παράδοση, την εδαφικότητα και τον ηρωισμό της Κultur. Τα γραπτά των θεωρητικών της «συντηρητικής επανάστασης» και οι κατευθύνσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι χαρακτηριστικά.

Ο Όσβαλντ Σπένγκλερ στο πιο διάσημο έργο του «Η παρακμή της Δύσης» αντιπαραθέτει την «σοφία» των παλιών εποχών με την «ευφυία» του βιομηχανικού κόσμου που έφερε όμως μαζί της κάτι άθεο, κάτι που αποτελούσε τη βάση του Zivilisation, ορθολογικό μα δίχως ρίζες. Ο οικονομολόγος Ζόμπαρτ, αναδιατυπώνοντας την παραπάνω αντίθεση σε αυτή του «εμπορικού» και «ηρωικού» λαού, δε διστάζει να πει ότι «ο ορθολογισμός είναι το βασικό γνώρισμα του ιουδαϊσμού, όπως και του καπιταλισμού», ενώ ο Σελίν ζωγραφίζει τον Εβραίο διανοούμενο ως ένα μορφωμένο ρομπότ, στερημένο από κάθε δημιουργικότητα και διαφθορέα της τέχνης. Ο Εβραίος για την εποχή, διέθετε σύμφωνα με τον Σαρτ τον «πιο αντιποιητικό εγκέφαλο» [16].

Οι κοσμοπολίτες Εβραίοι λοιπόν, μακριά από την έννοια της πατρίδας και της εντοπιότητας, τυποποιούνται και γινόνται έτσι το θύμα της «αναζωογονητικής» βίας που χρειαζόταν η γερμανική κοινωνία η οποία παρέπεε. Η νοσταλγία της παραδοσιακής κοινότητας στην Γερμανία μετά την δοκιμασία του Α’ Π. Πολέμου είχε ανακαλύψει τον εχθρό της: Αφού οι Εβραίοι κατηγορήθηκαν για τις νέες κοινωνικές σχέσεις και ενσάρκωσαν την αφαίρεση του νεοτερικού κόσμου, τότε η αντισημιτική βιολογικοποίησή τους ήταν το κλειδί για την πολυπόθητη νεοτερική εξέγερση ενάντια στη ίδια την νεοτερικότητα. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης «έπρεπε» να καταρρεύσει, αλλά μόνο για να έρθει στην θέση της το Γ’ Ράιχ.

Ο εθνικοσοσιαλισμός έτσι, δεν πρέπει να αμελήσουμε να πούμε, εδώ στο τέλος, πως οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στην γερμανική ιστορία ξεχωριστά: η ανάγκη αυτή για πολιτική και κοινωνική ανανέωση, σε συνδυασμό με την κρίση μετά την ήττα του Ράιχ του Κάιζερ και την γεωπολιτική θέση της χώρας, που την έβαζε ακριβώς στην μέση των συγκρούσεων της επανάστασης με την αντεπανάσταση, διαμορφώνουν εν πολλοίς το μίσος αυτό και το εντάσσουν στο πολιτικό πρόγραμμα της χώρας. Το Άουσβιτς πλέον φαντάζει πολύ κοντά.


Θα αναρωτηθεί κανείς ποιος ο λόγος να εξετάσουμε αυτά τα ζητήματα μισό αιώνα -και παραπάνω- μετά; Είναι η πραγματικότητα, είναι το τώρα που μας γυρνάει στο χθες, να το σκεφτούμε και να το επεξεργαστούμε. Η ναζιστική βία, παρά τις προσπάθειες της υποβάθμισης της και της απώθησης των εγκλημάτων της από την συλλογική μνήμη, έχει εγκατασταθεί στο κέντρο των αναπαραστάσεων μας για τον ευρωπαϊκό 20ο αιώνα και αποτελεί την κορυφαία και ταυτόχρονα την πιο φριχτή στιγμή του· χωρίς την προσπάθεια για την κατανόησή της, παραμένει ελλιπής η συνολική κατανόηση της πρόσφατης ιστορίας μας και έτσι η διερεύνηση του σήμερα και ο οραματισμός του αύριο. «Ένα ποιοτικά διαφορετικό μέλλον -ένα πρόταγμα που θα ξεπερνούσε και δεν θα επεξέτεινε, τόσο την κυριαρχία του παρόντος από το αλλοτριωμένο παρελθόν όσο και την δυιστική αντίθεση του αφηρημένου καθολικού και του συγκεκριμένου μερικού- είναι δυνατόν μόνο με βάση την οικειοποίηση της ιστορίας» γράφει ο Postone κλείνοντας το βιβλίο του [17]. Όλα όσα προσεγγίσαμε εδώ εξάλλου είναι και θα είναι πάντα επίκαιρα, τίποτα δεν μας αποκλείει άλλες συνθέσεις το ίδιο καταστροφικές στο μέλλον. Όπως σωστά συμφωνήσαν και οι Αντόρνο/Χορκχάιμερ «το φρικτό στο φασιστικό πρόγραμμα είναι ότι, ενώ είναι ολοφάνερο ψέμα, εξακολουθεί να υπάρχει. Ενώ δεν επιτρέπει καμιά αλήθεια με την οποία θα μπορούσε να παραβληθεί, το άμετρο του παραλογισμού του φανερώνει, με αρνητικό τρόπο, απτά την αλήθεια, από την οποία οι άκριτοι μπορούν να κρατηθούν αποχωρισμένοι μόνο με πλήρη απώλεια της σκέψης» [18].

Είναι και κάτι άλλο όμως. Υποθέτοντας ότι ο αναγνώστης μου δίνει τα παραπάνω σημεία που ανέπτυξα, τότε η έρευνα και ο λόγος για την Σόα κάνει εμφανή δύο πράγματα: αφενός την ανικανότητα να στηρίξουμε τις αναλύσεις μας για το Ολοκαύτωμα εκτός της Ευρώπης, προδίδοντας έτσι και την ηλιθιότητα κάποιων ισλαμοφαγικών φρούτων να χρεώνουν τον αντισημιτισμό και την παράδοση του στην Ανατολή, αφετέρου την ανεπάρκεια κάποιων μεμονωμένων εργαλείων με συγκεκριμένη ματιά στην ιστορία, με ιδεολογικά στεγανά και κλειστά διαλεκτικά σχήματα, να ερμηνεύσουν το παρελθόν: ούτε η μαρξιστική ιστοριογραφία, ούτε η φιλελεύθερη προφανώς, ούτε καμιά, μπορεί να σηκώσει μόνη της αυτό το βάρος χωρίς να αντιμετωπιστεί κριτικά και να συνδυαστεί με τις υπόλοιπες. Αν θέλουμε να ξαναπούμε την ιστορία όπως αυτή είναι και όχι όπως θέλουμε εμείς να είναι, έχει έρθει η ώρα να κοιτάξουμε πέρα από τις διαδεδομένες τάσεις και ιδεοληψίες του σήμερα.

 

Οι παρακάτω πηγές αφορούν τα βιβλία που χρησιμοποίησα εγώ ή όσα μπόρεσα να ελέγξω από εκείνα που χρησιμοποιούνται στο «Οι ρίζες της ναζιστικής βίας», το οποίο παρουσίασα. Οι υπόλοιπες αναφόρες που υπάρχουν στο άρθρο δεν παρατίθενται εδώ καθότι ανήκουν στο κομμάτι αυτό της βιβλιογραφίας του συγγραφέα για το οποίο δεν έχω γνώση και εποπτεία.

1. Παρατίθεται στο «Τι είναι αντισημητισμός», Πίερ-Αντρέ Ταγκυέφ, εκδόσεις Εστία.
2. Ταγκυέφ, όπως παραπάνω.
3. Εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ.
4. βλ.  «Τhe origins of totaliarism», εκδόσεις Shocken Books.
5. Το κίνημα αυτό στην Γερμανία συνδύαζε το λαϊκο χαρακτήρα του με τις έννοιες του έθνους και της φυλής, θα μπορούσε να αποδωθεί ανεπαρκώς ως εθνολαϊκο.
6. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
7. Παρατίθεται στον πρόλογο του μεταφραστή του βιβλίου «Οι ιστορικοί και το Ολοκαύτωμα», Moishe Postone, εκδόσεις Ισνάφι.
8. Εκδόσεις Πλέθρον.
9. βλ. «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν», εκδόσεις Άγρα.
10. Μάλιστα, να ανοίξω μια παρένθεση εδώ, μην ξεχνάμε πως η γερμανική γραφειοκρατική μηχανή συνάντησε και συνεργάστηκε πολλάκις με τις αντίστοιχες των κρατών που κατέλαβαν οι ναζί, πραγματοποιώντας τα σχέδια της χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερα προβλήματα. Χαρακτηριστικό για αυτά που λέμε εδώ είναι το παράδειγμα των Ιωαννίνων, όπως το παρουσιάζει ο Μαργαρίτης στο βιβλίο του «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες» από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα . Στα Γιάννενα, μετά τον εκτοπισμό της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, ο ΟΔΑΚΠΗ, μια πρωτοβουλία της μητρόπολης εκεί, σε συνεργασία με τους κατοίκους και τους γερμανούς κράτησε αναλυτικούς λογαριασμούς της διανεμηθείσας περιουσίας των Εβραίων. Για τον Μαργαρίτη σε αυτό το περιστατικό η γραφειοκρατία λειτουργεί δηλώνοντας α) ένα τελετουργικό νομιμοποίησης που έδωσε άλλοθι για το πλήθος των αυθαιρεσιών που συνόδευαν τον εκτοπισμό και β) μια προσπάθεια να τηρηθούν οι κανονικότητες μπροστά σε κάτι εξαιρετικό, να επιστρέψει η ομαλότητα και να φύγουν οι τύψεις.
11. Συγγραφέας του best-seller στην ναζιστική Γερμανία «Ο Διεθνής Εβραίος».
12. Άρεντ, όπως παραπάνω.
13. «Οικονομία και κοινωνία», εκδόσεις Σαββάλας.
14. «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
15. «Σκοτεινή ήπειρος», εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
16. «Στοχασμοί για το εβραϊκό ζήτημα», εκδόσεις Εστία.
17. Postone, όπως παραπάνω.
18. «Η διαλεκτική του διαφωτισμού», εκδόσεις Ύψιλον.

 

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Lewnidas V.