Θέατρο Συνεντεύξεις

Πόθοι κάτω από τις λεύκες. Συνέντευξη με τον Ορέστη Τάτση.

Ο μετανάστης από την Ιρλανδία, Εφραίμ Κάμποτ, βαθιά συνδεδεμένος με τη γη του στη Νέα Αγγλία των ΗΠΑ, χρησιμοποιεί ως εργάτες στο κτήμα του τους τρεις γιους του, Πήτερ και Σιμεών από τον πρώτο του γάμο και Ήμπεν από τον δεύτερο. Ο δεσποτικός και αυταρχικός πατέρας εκμεταλλεύεται τους γιους του σαν δούλους, μην αφήνοντάς τους περιθώρια διεκδίκησης μεριδίου στην πατρική περιουσία. Μετά από τρίμηνη απουσία του Εφραίμ Κάμποτ, οι δυο του γιοι, Πήτερ και Σιμεών, αδυνατώντας πλέον να αντέξουν την πατρική καταπίεση, εγκαταλείπουν το κτήμα για να μεταναστεύσουν στην Καλιφόρνια, τη «γη της επαγγελίας» με την εύφορη γη και τα γεμάτα με χρυσό χώματα.  Πίσω μένει ο τρίτος γιος, Ήμπεν, αποφασισμένος να διεκδικήσει μέχρι τέλους την περιουσία της μητέρας του. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ο Εφραίμ παντρεύεται μια γυναίκα πολύ νεώτερή του, την Άμπυ, που φθάνει μαζί του στο κτήμα. Η Άμπυ, από την πρώτη στιγμή, διεκδικεί με μανία την περιουσία του άνδρα της, πιέζοντάς τον να της τη μεταβιβάσει, ενώ, ως αντάλλαγμα, του υπόσχεται να του χαρίσει έναν γιο. Μια έντονη διαμάχη ξεσπά ανάμεσα στην Άμπυ και τον γιο του άνδρα της Ήμπεν, η οποία δεν αργεί να μεταστραφεί σε έρωτα. Η Άμπυ γεννά τον γιο του Ήμπεν, ο οποίος την κατηγορεί ότι προσπάθησε με αυτόν τον τρόπο να εξαγοράσει την περιουσία του πατέρα του. Για να αποδείξει στον Ήμπεν τον έρωτά της, η Άμπυ, στην απελπισία της και σε μια κρίση απόλυτου παραλογισμού, σκοτώνει τον νεογέννητο γιο τους.

Σε ένα έργο πλήρες αδιεξόδων, ο Ευγένιος Ο' Νηλ ψυχογραφεί τους ήρωές του, τους οποίους παρακολουθούμε να πασχίζουν να απελευθερωθούν από την εμμονική με την ιδιοκτησία σχέση τους που αναμετράται με το απόλυτο ερωτικό πάθος.

Ο Ορέστης Τάτσης, βοηθός σκηνοθέτη στην παράσταση Πόθοι κάτω από τις λεύκες του Ευγένιου Ο' Νηλ που σκηνοθετεί ο Αντώνης Αντύπας, στην πρώτη του συνάντηση με το Εθνικό Θέατρο, μας συστήνει με τον πατέρα του μοντέρνου αμερικανικού θεάτρου.

-Σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται το έργο;

Ορέστης Τάτσης: -To έργο γράφτηκε το 1924, αλλά χρονικά τοποθετείται περίπου στο 1850 και όχι τυχαία, καθώς πρόκειται για μια περίοδο μετανάστευσης, οπότε και η Καλιφόρνια προσαρτάται στις ΗΠΑ. Ανάμεσα στην Καλιφόρνια και τις υπόλοιπες πολιτείες απλώνεται μια έρημος. Δεν υπάρχει ακόμα τρένο, οπότε μιλάμε για ένα δύσκολο και μακρινό ταξίδι από τη Νέα Αγγλία μέχρι την Καλιφόρνια. Εσκεμμένα, λοιπόν, ο Ο' Νηλ τοποθετεί το έργο στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Τον ενδιαφέρει στην ουσία να γράψει το έργο με αναφορά τις επαρχίες εκείνες, στις οποίες θα αναπτυχθεί αυτό που λίγα χρόνια αργότερα θα ονομάσουμε καπιταλισμό, αυτό που θα αποτελέσει το «αμερικανικό όνειρο». Στο βάθος, αυτό θέλει να σχολιάσει ο Ο' Νηλ.

-Η έννοια της ιδιοκτησίας αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες του έργου. Πώς νοηματοδοτεί την έννοια αυτή ο Ο' Νηλ;

Ο.Τ.: -Πρόσεξε να δεις τι λέει ο ίδιος: «Το Πόθοι κάτω από τις λεύκες περιληπτικά είναι η τραγωδία της κτητικής, της αξιολύπητης λαχτάρας του ανθρώπου να κτίσει τον δικό του παράδεισο εδώ πάνω στη γη, με το να ικανοποιεί την αίσθηση της δύναμης με την ιδιοκτησία γης, ανθρώπων, χρημάτων, αλλά κυρίως της γης και της ζωής των άλλων ανθρώπων. Είναι ο δημιουργικός πόθος του μη δημιουργικού πνεύματος, το οποίο ποτέ δεν κατορθώνει τίποτα, εκτός από το να αρπάζει προσωρινά με τα δάχτυλα την εξίσου προσωρινή πραγματικότητα...». Όλο το έργο είναι φτιαγμένο γύρω από ένα κτήμα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό, ούτε για τον ίδιο τον Ο' Νηλ προσωπικά, εννοώ για την προσωπική του ζωή, ούτε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Αυτό που στιγματίζει τον Ο' Νηλ είναι η μετανάστευση. Ο παππούς του φεύγει από την Ιρλανδία και βρίσκεται στην Αμερική. Εκεί, ο πατέρας του προσπαθεί από παιδάκι να δημιουργήσει τη νέα ζωή του. Παντρεύεται μια επίσης ιρλανδικής καταγωγής σύζυγο, γίνεται ηθοποιός, παλεύει να αποκτήσει την αμερικάνικη προφορά, για να μην ακούγεται Ιρλανδός στο θέατρο. Καταφέρνει να κάνει μια σημαντική καριέρα, αλλά όχι αυτή που θα ήθελε και μέσω του θεάτρου εξασφαλίζει ελάχιστα χρήματα. Ο μπαμπάς του Ο' Νηλ ήταν τσιγκούνης και τον κατέτρυχε ο φόβος του πτωχοκομείου, ότι κάποια στιγμή θα τα χάσει όλα και θα πεθάνει σ' ένα ίδρυμα. Αυτό στιγματίζει τη ζωή του Ο' Νηλ. Αντιδρώντας σε αυτό, φέροντας τον μετανάστη μέσα του, αντί να απεμπολεί την ιρλανδική καταγωγή, την υπερτονίζει συνεχώς. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο μιλά για την ιδιοκτησία. Γιατί ο πόθος κάθε μετανάστη είναι να αποκτήσει μια ρίζα. Η ιδιοκτησία τότε ήταν ό,τι είναι το χρήμα για εμάς σήμερα. Γι' αυτό, λοιπόν, η Άμπυ επιθυμεί τόσο πολύ το δικό της σπίτι. Ήταν πολύ σκληρό να δουλεύεις αλλού εκείνη την περίοδο. Όπως γράφει και ο Χάουαρντ Ζιν, η γυναίκα μοιάζει δύο φορές δούλος. Από τη μια, λοιπόν, ο Εφραίμ Κάμποτ, ο οποίος έχει φθάσει κατά την πρώτη ιρλανδική μετανάστευση στην Αμερική και προσπαθεί να καλλιεργήσει αυτό το κτήμα και από την άλλη, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα πέντε στον δεύτερο γάμο της, της οποία μοναδική ελπίδα είναι να αποκτήσει το δικό της σπίτι, αλλιώς θα παραμείνει διπλά δούλα για μια ζωή, και ο μικρός γιος που διεκδικεί αυτή την ιδιοκτησία, όχι για την αξία της την οικονομική, αλλά από άποψη ρίζας. Αυτό που διαφαίνεται στο έργο και δεν είναι πολύ καθαρό είναι ότι το κτήμα αυτό το διεκδίκησε και άλλη μια οικογένεια, η οικογένεια της μητέρας του Ήμπεν. Ο γάμος του Εφραίμ με τη δεύτερη γυναίκα του έγινε για να σταματήσει αυτή η διεκδίκηση. Επειδή ακριβώς υπάρχει η μνήμη αυτής της  μάνας, ο μικρότερος γιος επιθυμεί την απόκτηση αυτού του κτήματος, τιμώντας με τον τρόπο αυτό τη μνήμη της μητέρας του, πράγμα που τον κάνει δυστυχισμένο στην ουσία. Βλέπει, δηλαδή, τα πάντα υπό το πρίσμα της ιδιοκτησίας. Αν παρατηρήσει κανείς την πρώτη πράξη του έργου, εμένα μου θυμίζει πάρα πολύ την Ελλάδα του σήμερα: τρεις γιοι που βασανίζονται πάρα πολύ στον τόπο που ζουν, γιατί το σύστημα της οικογένειας με κέντρο τον πατέρα τους διαλύει πραγματικά, είναι απολύτως τυραννικό και δεν τολμούν να φύγουν, γιατί ελπίζουν ότι θα γίνουν κάποια στιγμή διάδοχοι. Οι δυο γιοι, μόλις συνειδητοποιήσουν ότι η κατάσταση δεν σώζεται, φεύγουν, εγκαταλείπουν... Ο μικρός, όμως, επιμένει... Εμένα με γοητεύει αυτό που κάνει. Όσο κι αν λέει ο Ο' Νηλ ότι η ιδιοκτησία είναι ένα χαζό πράγμα, η επιμονή αυτού του νέου ανθρώπου μου θυμίζει την επιμονή των νέων να μένουν σήμερα στην Ελλάδα, σε μια χώρα δηλαδή που είναι κατεστραμμένη. Αν δεν ήταν η ιδιοκτησία, δηλαδή, στη μέση, που καταστρέφει και αυτόν και τον έρωτά του, μου αρέσει εμένα η εμμονή του και η επιμονή του. Η ιδιοκτησία στο έργο παρουσιάζεται και είναι φυλακή. Η ιδιοκτησία, που ήταν εμμονή της μάνας και πέρασε στον γιο, ήταν η απόλυτη καταστροφή του.

-Πώς παρουσιάζεται το γυναικείο υποκείμενο μέσα στο έργο;

Ο.Τ.: -H αλήθεια είναι ότι ο Ο' Νηλ δουλεύει με μαεστρία πάνω στους ανδρικούς χαρακτήρες, ενώ στους γυναικείους δυσκολεύεται περισσότερο. Στην πραγματικότητα και στη ζωή του έχει μια καταστροφική σχέση με τις γυναίκες. Ερωτεύεται πάντοτε πολύ δυναμικές γυναίκες, τις οποίες, όμως, θέλει να τιθασεύσει και δεν τα καταφέρνει βέβαια, και καλώς δεν τα καταφέρνει. Έτσι, λοιπόν, η Άμπυ μοιάζει πολύ με τις συζύγους του Ο' Νηλ και με τις γυναίκες που τον γοήτευαν. Ερωτεύεται παράφορα μια φίλη της Έμμα Γκόλντμαν, αλλά εκείνη προτιμά έναν έτερο δημοσιογράφο με τον οποίο ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση. Λοιπόν, πράγματι, στο έργο του δεν σκιαγραφεί τόσο τη γυναίκα όσο την παρουσιάζει ως σύμβολο. Επειδή τον ενδιαφέρει και η θέση της γυναίκας, τον ενδιαφέρει να γίνει και το σύμβολο της απελευθέρωσης στο έργο, να είναι εκείνη που θα προβεί στην επαναστατική πράξη. Βαθιά επηρεασμένος από την τραγωδία, μετατρέπει τη Φαίδρα σε Μήδεια. Σίγουρα, δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή. Στην ουσία είναι αυτή που στην τελευταία σκηνή του έργου θα ανοίξει και τα μάτια στον νεώτερο γιο. Αν κάποιος προσέξει και δει πραγματικά πώς είναι στημένο το δράμα, η Άμπυ δεν έχει καμία άλλη επιλογή για να αποδείξει την αγάπη της, πέρα από το να σκοτώσει αυτό το παιδί. Ο νεαρός δεν της αφήνει καμία άλλη επιλογή. Η πρώτη πράξη απελευθέρωσής της είναι ότι ερωτεύεται έναν ελαφρώς νεώτερο άνδρα από αυτή και για να υπερασπιστεί την πρώτη αυτή πράξη ελευθερίας φθάνει στα άκρα, στη δεύτερη πράξη, σκοτώνοντας το ίδιο της το παιδί. Ο Ο' Νηλ βάζει τη γυναίκα να επαναστατεί πρώτη και δεν το κάνει τυχαία αυτό.

φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή

-Πότε η Άμπυ αρχίζει να ερωτεύεται τον Ήμπεν;

Ο.Τ.: -Γοητεύεται ακαριαία. Αρέσουν στον Ο' Νηλ τα ακαριαία συναισθήματα. Τον βλέπει και αμέσως κάτι της συμβαίνει, αλλά, όπως όλοι οι άνθρωποι, δεν παραδέχεται αμέσως ούτε εκείνη, αλλά ούτε και ο Ήμπεν τον έρωτά τους. Είναι ο ανθρώπινος εγωισμός που ενδιαφέρει τον Ο' Νηλ σε όλα του τα έργα. Όταν, όμως, αυτοί οι δύο βρίσκονται μαζί δεν υπάρχει τίποτ' άλλο. Από τη στιγμή που σμίγουνε, η Άμπυ τα ξεχνάει όλα. Με την ασφάλεια, βέβαια, που της δίνει η διαμονή σε ένα σπίτι, ότι έχει το σπίτι της. Κάνει ένα βήμα προς την ελευθερία τη στιγμή που έχει την ελάχιστη ασφάλεια. Θα μπορούσε να τα διαλύσει όλα και να φύγει μαζί του. Δεν το κάνουν, όμως... Κανένας από τους δύο. Είναι η θλιβερή ανάγκη ιδιοκτησίας που τους κρατάει εκεί. Περιμένουν να πεθάνει ο Εφραίμ για να ζήσουν την αγάπη τους στο κτήμα.

-Η απελευθέρωση από την ιδιοκτησία πότε επέρχεται για την Άμπυ και τον Ήμπεν;

Ο.Τ.: - Με τον θάνατό τους. Αυτός είναι ο ποιητικός ρεαλισμός στην περίπτωση του Ο' Νηλ. Είναι σε μια φάση που είναι πολύ απογοητευμένος από ό,τι έχει συμβεί στη Σοβιετική Ένωση, όπου γεννήθηκε μια επανάσταση στην οποία πίστευαν πάρα πολλοί, οι «κόκκινοι» Αμερικάνοι, και απογοητεύονται σύντομα από τις ανταποκρίσεις που παίρνουν από εκεί. Οπότε, αυτό συμβολίζει και μια τεράστια στροφή στα έργα του: εκεί που ήταν απολύτως ταξικά, κάνει στροφή στον άνθρωπο και σε μικρότερες κοινότητες, όπως είναι η οικογένεια. Γύρω στο 1920, κάνει τη στροφή. Αρχίζει να βλέπει τους ανθρώπους μέσα σε ένα κτήμα ή μέσα σε ένα σπίτι. Γράφει με τις επαναστατικές επιρροές που έχει ο ίδιος έργα για το πώς ο άνθρωπος θα απεγκλωβιστεί από τα πρώτα δεσμά. Διαπιστώνει ότι, αν δεν νικήσει εκεί, δεν μπορεί να περάσει στη μεγάλη επανάσταση. Στην ουσία απλώς θα αναπαράγεται η εξουσία με διαφορετικό τρόπο.

-Ο Ήμπεν διεκδικεί την Άμπυ σαν ιδιοκτησία του πατέρα του;

Ο.Τ.: -Αυτό αφήνεται να εννοηθεί στα λόγια του, αλλά όταν συναντά το φαινόμενο αυτό και ερωτεύεται δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Απλώς, συνέχεια στο έργο, ακόμα και όταν αποκτούν μαζί ένα παιδί, εκείνος ενίσταται που ούτε αυτό του ανήκει. Θα μίκραινε τον Ήμπεν αν τα είχε κάνει όλα για να εναντιωθεί στον πατέρα του. Μόνο όταν καταδώσει την Άμπυ στον σερίφη θα συνειδητοποιήσει το μέγεθος της αγάπης της, τότε μόνο θα σκεφτεί για πρώτη φορά να την πάρει και να φύγουνε.

-Το παιδί του ο Ήμπεν το αγάπησε; Γιατί με μεγάλη ευκολία το απαρνείται στο τέλος.

Ο.Τ.: -Είναι λίγο περίεργη η σχέση του, όπως περίεργη ήταν και η σχέση του Ο' Νηλ με τα παιδιά του. Τον πρώτο του γιο τον συνάντησε μετά από πάρα πολλά χρόνια. Έχω την αίσθηση ότι ο Ο' Νηλ δεν έχει ακόμη την ωριμότητα να αποδώσει την αγάπη απέναντι στο παιδί. Παρ' όλα αυτά, ο Ήμπεν, στον τελευταίο του μονόλογο και πριν οδηγηθεί στον σερίφη, μιλά με πολύ γλυκά λόγια για τον γιο του.

-Πώς υποδέχθηκε το έργο η τότε αμερικανική κοινωνία;

Ο.Τ.: -Το έργο, όταν πρωτοανέβηκε, το κατήγγειλαν οι τοπικές κοινωνίες. Κατέβηκε, απαγορεύτηκε. Όχι γιατί κατήγγειλε τον καλπάζοντα καπιταλισμό, αλλά για την αιμομιξία, η οποία δεν υπάρχει στην ουσία. Έπρεπε να περάσουν λίγα χρόνια να ανέβει στη Βοστώνη για να απογειωθεί και να θεωρηθεί ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. Το ενδιαφέρον στο έργο είναι τα στοιχεία ρεαλισμού. Ο Ο' Νηλ προσπαθεί να αναμορφώσει το αμερικάνικο θέατρο. Αν δει κανείς τα κείμενά του, έχουν απίστευτες υποσημειώσεις. Δίνει οδηγίες στον ηθοποιό και τον σκηνοθέτη, πάρα πολλές, φοβερές λεπτομέρειες. Δεν το κάνει, γιατί προσπαθεί να τους καθοδηγήσει εμμονικά, το κάνει γιατί προσπαθεί να αλλάξει το αμερικάνικο θέατρο, να το οδηγήσει σε έναν νατουραλισμό. Θέλει να βγουν πιο αληθινοί οι ηθοποιοί. Και εδώ είναι η διαφορά με την ελληνική τραγωδία και γι' αυτό σοκάρει περισσότερο. Ακούμε ότι η Φαίδρα είναι ερωτευμένη με τον Ιππόλυτο, αλλά δεν την βλέπουμε να αγκαλιάζεται και να πέφτει στο κρεβάτι μαζί του, όπως εδώ. Αυτό είναι ακόμη πιο σοκαριστικό. Το να υπαινίσσεται κάποιος κάτι ή το να ακούγεται ότι υπάρχει ένας παράνομος έρωτας είναι τελείως διαφορετικό. Εδώ τους δείχνει να φιλιούνται, να αγκαλιάζονται και σχεδόν σβήνει τα φώτα λίγο πριν κάνουν έρωτα.

-Γιατί στην Ελλάδα παρατηρείται αυτή η έντονη σχέση των ανθρώπων με την ιδιοκτησία, με το σπίτι τους;

Ο.Τ.: -Γιατί οι άνθρωποι ήταν πάρα πολύ φτωχοί και όλη η ευμάρεια περνούσε μέσα από αυτό. Η έννοια της ευτυχίας και της σιγουριάς περνούσε μέσα από το δικό τους σπίτι. Δεν μιλάμε για κοινωνίες όπου ο ελεύθερος ανταγωνισμός σού έδινε τη δυνατότητα να αλλάζεις το ένα σπίτι μετά το άλλο. Φεουδαρχικό κατάλοιπο είναι στην ουσία. Η γη είναι οικονομική δύναμη. Σκέψου ότι στην Ιρλανδία και στην Ελλάδα η κοινωνία στήθηκε με βάση καπιταλιστικούς όρους πολύ πολύ αργά. Το χρήμα στη χώρα μας ήταν ένα πράγμα χωρίς νόημα με τις υποτιμήσεις των νομισμάτων κλπ. Αυτό συμβαίνει σε κοινωνίες που δεν έχουν πολύ ισχυρό νόμισμα.

φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή

-Ο Εφραίμ αντιμετωπίζει το κτήμα σαν ερωμένη;

Ο.Τ.: -Στο έργο το λέει πολύ ωραία: «Εγώ και το κτήμα χρειαζόμαστε έναν γιο.» και λέει η Άμπυ «Εγώ χρειάζομαι έναν γιο!» κι εκείνος απαντά «Εσύ και το κτήμα είστε ένα». Της κάνει ερωτική εξομολόγηση και αναφέρεται σ' εκείνη σαν να είναι εύφορη γη.

-Πώς αντιμετωπίζεται σκηνοθετικά ένα κλασικό πια έργο;

Ο.Τ.: -Το συγκεκριμένο ανέβασμα του Αντώνη Αντύπα δεν το λες κλασικό. Είναι σε μια απολύτως μοντέρνα γραμμή, αλλά όχι μεταμοντέρνα. Δηλαδή, έχει κρατήσει το κείμενο ως έχει, την εποχή ακαθόριστα... Τα κοστούμια που θα έδιναν το στίγμα της εποχής δεν είναι του 1850 ακριβώς, είναι πάντως του παρελθόντος. Είναι ίσως πιο κοντά στην εποχή που γράφτηκε το έργο παρά στην εποχή που αναφέρεται. Επίσης, έχει αφαιρεθεί όλο το συμβολικό και άκρως νατουραλιστικό σκηνικό που περιγράφει ο Ο' Νηλ. Ο  Αντώνης Αντύπας πολύ συμβολικά μαζί με τον Γιώργο Πάτσα έχει αφήσει πάνω στη σκηνή έναν σταυρό, ένα πατάρι- σταυρό αρχαίας τραγωδίας και δύο κρεβάτια. Δεν προσπάθησε να αποδομήσει το έργο. Αφαίρεσε για να μείνουν καθαρές οι μορφές, προσπάθησε να μετατρέψει απλούς αγρότες σε σύμβολα. Δεν είναι κλασικό το ανέβασμα, απλώς έχουμε συνηθίσει τελευταία το μεταμοντέρνο, που, κατά τη γνώμη μου, χάνει και τον στόχο. Το έλεγε πολύ ωραία ο Καστοριάδης ότι όταν αποδομείς και αφήνεις απλώς συντρίμμια, δεν έχει κανένα νόημα η ίδια σου η αποδόμηση. Τους έλεγε «ξεχαρβαλωτές» τους μεταμοντέρνους. Αν είναι να προχωρήσεις σε μια αποδόμηση, θα πρέπει να έχεις έναν στόχο. Εδώ έχουμε τη χαρά του ξεχαρβαλώματος,  ειδικά στο ελληνικό θέατρο, οι Γερμανοί δεν το κάνουν πάντα έτσι.

Δεν είναι κλασικό έργο. Όλος ο χαμός σήμερα γίνεται για το χρήμα και την ιδιοκτησία. Έχουμε μια τρομοκρατία του χρήματος. Το ζήτημα είναι η ανεξαρτησία μας και όχι αν θα έχουμε λεφτά ή όχι. Μας τρομοκρατούν για το αν θα έχουμε καινούργια αυτοκίνητα. Απολύτως σύγχρονο. Αυτό μας κατατρέχει και σήμερα. Καμιά φορά, στο έργο τέχνης, όταν βλέπεις κάτι, αυτό που καταλαβαίνεις είναι ένα πράγμα. Η τέχνη κρύβεται σε αυτό που απομένει ως υπόλοιπο και μετά από χρόνια μπορεί να σου σκάσει. Αυτό το υπόλοιπο είναι το έργο τέχνης.

                                                                                                                    

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας

Σκηνοθεσία: Αντώνης Αντύπας   

Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας

Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου    

Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα

Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου

Βοηθός σκηνοθέτη: Ορέστης Τάτσης

Συνεργάτης δραματολόγος: Άννα Αγγέλου

Διανομή

Πίτερ: Νίκος  Γιαλελής    

Εφραίμ Κάμποτ: Γιώργος Κέντρος    

Αμπι Πατναμ: Μαρία Κίτσου     

Σιμεόν: Παναγιώτης Παναγόπουλος   

Ημπεν:  Γιώργος Χριστοδούλου    

Σερίφης: Σταύρος Μερμήγκης   

Βοηθοί Σερίφη: Γιώργος Ζυγούρης, Ανδρέας Παπανικόλας

Αγρότες: Μαργαρίτα Ανθίδου

Γιώργος Βερτσώνης   

Ιουλιέτα ΟυλιΘύμη    

Χριστίνα Ντέμου    

Μάρθα Λαμπίρη-Φεντόρουφ       

Αλκης Μαγγόνας     

Μάγδα Λέκκα    

Δημήτρης Τσεσμελής    

Ανθή Χαιροπούλου

Μουσικός επί σκηνής: Κώστας Λώλος , βιολί

Λήξη παραστάσεων : 9 Απριλίου 2017

Φωτογράφος παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή

Ημέρες και ώρες παραστάσεων

Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις  20:00

Κυριακή  στις  19:00

Τιμές εισιτηρίων: 15€, 10€ (φοιτητικό), κάτοχοι κάρτας ΟΑΕΔ 5€, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη ενιαία τιμή 13€

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Χρύσα Χαρίση