Βιβλίο

Βιβλιοκριτική: Οι οικονομικοί μας μύθοι, του Éloi Laurent

Τον Οκτώβριο του 2016 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το βιβλίο του  Éloi Laurent Οι οικονομικοί μας μύθοι (πρωτότυπος τίτλος: Nos mythologies économiques, εκδόσεις Les liens qui libèrent, 2016) σε μετάφραση της Σ. Τριανταφύλλου. Το σύντομο αυτό βιβλίο (115 σελίδες μικρού σχήματος) παρουσιάζει αρκετές αρετές, αλλά και ορισμένες αδυναμίες, οι οποίες πάντως μπορούν να αποδοθούν στο μικρό του μέγεθος και στον εκλαϊκευτικό του χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό αποτέλεσμα κρίνεται ικανοποιητικό και αξιόλογο, γι' αυτό και θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τα κύρια σημεία του στις επόμενες γραμμές.

Το βιογραφικό του συγγραφέα είναι εντυπωσιακό, καθώς ως οικονομολόγος διδάσκει όχι μόνο στο Science Po στο Παρίσι, αλλά και στο Χάρβαρντ και στο Στάνφορντ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται μεταξύ άλλων με το κράτος πρόνοιας, τους νέους δείκτες της ευημερίας, την κοινωνική οικολογία και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Παράλληλα, αναπτύσσει μια ενδιαφέρουσα κριτική του σύγχρονου οικονομικού καπιταλιστικού φαντασιακού, την οποία εκθέτει με συντομία και στο υπό εξέταση βιβλίο.

Ευθύς εξ αρχής, ο Laurent υπερασπίζεται την ιδέα ότι δεν υπάρχει αμιγής οικονομία, καθαρή από πολιτικές παραμέτρους. Σε αυτό το πλαίσιο, ασκεί έντονη κριτική στην πλήρη επικράτηση της οικονομικής λογικής στην πολιτική συζήτηση, στην αναγωγή όλων των πολιτικών ζητημάτων στο πρόβλημα της οικονομικής ανάπτυξης και τελικά στην υποταγή της πολιτικής στις οικονομικές αναγκαιότητες. Όπως γράφει ο ίδιος «Η οικονομία έγινε η γραμματική της πολιτικής. Πλαισιώνει τον πολιτικό λόγο με τους κανόνες και με τις χρήσεις της, με αποτέλεσμα η ελεύθερη βούληση του πολιτικού λόγου να περιορίζεται πλέον στην επιλογή του λεξιλογίου, στη ρητορική και στον τονισμό. Σήμερα, η πολιτική μιλάει υπό τον όρο της οικονομικής επικύρωσης και την ανακαλούμε στην τάξη μόλις ο λόγος της απελευθερωθεί από την τυραννία των αριθμών.» (σ.11) Καταλαβαίνει κανείς ότι ο Laurent, όπως άλλωστε και ο πιο διάσημος συμπατριώτης του Thomas Piketty, ανήκει στους οικονομολόγους που αντιστέκονται στην τεχνοκρατική λογική της εποχής μας και διεκδικούν για την πολιτική ένα αυτόνομο πεδίο ύπαρξης, προσπαθώντας παράλληλα να εκθρονίσουν την οικονομία από τη θέση της λυδίας λίθου για κάθε τι.

Έτσι, ο συγγραφέας δηλώνει ότι ο στόχος του θα είναι να αποδομήσει κάποιους βασικούς οικονομικούς μύθους, κάποιες κυρίαρχες φαντασιακές σημασίες της σύγχρονης οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που ενώ θέλουν να παρουσιάζονται ως αυτονόητες και ορθολογικές, κατά τη γνώμη του δεν είναι τέτοιες. Αυτοί οι οικονομικοί μύθοι είναι στα μάτια του Laurent κυρίως τρεις, και αφιερώνει σε καθέναν από αυτούς ένα κεφάλαιο: 1) Η νεοφιλελεύθερη μυθολογία 2) Η κοινωνικο-ξενοφοβική μυθολογία 3)Η οικοσκεπτικιστική μυθολογία.

Στο πρώτο κεφάλαιο, που είναι κατά τη γνώμη μου και το πιο ενδιαφέρον, προσπαθεί αρχικά να αναιρέσει την ιδέα ότι ο καπιταλισμός διαμορφώθηκε ή μπορεί να διαμορφωθεί ως μια πλήρως ελεύθερη αγορά, με την έννοια της έλλειψης της κρατικής ή νομοθετικής παρέμβασης. Χαρακτηριστικό είναι σε αυτό το σημείο ότι αναφέρεται ρητά στον Πολάνυι: και ο ίδιος ο Laurent βλέπει την καπιταλιστική οικονομία ως ένα πεδίο που επηρεάζεται και μάλιστα διαμορφώνεται από τις πολιτικές αποφάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές λαμβάνουν τη μορφή πράξης ή παράλειψης. Όπως το θέτει ο ίδιος: «Οι κρατικές ρυθμίσεις της αγοράς παίρνουν δύο μορφές: παρέμβαση και μη-παρέμβαση» (σ.26). Έτσι, αναπτύσσει με πειστικότητα την ενδιαφέρουσα ιδέα ότι  λόγου χάρη η έλλειψη μεγάλης φορολόγησης στις ρυπογόνες πηγές ενέργειας συνιστά προώθηση της χρήσης τους και άρα, κατά κάποιον τρόπο, επιδότησή τους.

Ως αδύναμο σημείο, όμως, της σχετικής επιχειρηματολογίας, θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει το ότι δεν υπογραμμίζονται οι δυσκολίες πολιτικής επέμβασης στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό πλαίσιο. Μπορεί να φτάσαμε ως εδώ μέσα από μια σειρά εν μέρει πολιτικών πράξεων ή παραλείψεων, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε και να βγούμε από τον λαβύρινθο απλώς παίρνοντας αντίστοιχες αποφάσεις. Σίγουρα, το αποτέλεσμα των πράξεών μας, πριν τις κάνουμε, ανήκει στη σφαίρα του ενδεχομενικού, άπαξ όμως και συμβούν οι πράξεις, τα αποτελέσματα ανήκουν πια στον χώρο του αναγκαίου και επιβάλλουν όρια στις επόμενες κινήσεις μας. Υπό αυτή τη σκοπιά, το πρόβλημα παρουσιάζεται από τον Laurent κάπως απλουστευτικά (βλ. πχ στη σ. 30, «αν το κράτος είναι ανήμπορο, η ανημποριά του είναι εκούσια και αναστρέψιμη οποιαδήποτε στιγμή»). Πιστεύω όμως ότι αν είχε περισσότερο χώρο θα μπορούσε να προσεγγίσει το ζήτημα πιο εμπεριστατωμένα.

Στο ίδιο κεφάλαιο, ο συγγραφέας κατακρίνει ως παράλογη την πολιτική της λιτότητας, κατηγορώντας την ότι βαθαίνει την ύφεση αντί να την αμβλύνει. Όπως σημειώνει, το κράτος δεν μπορεί να διοικείται με την ίδια λογική που οργανώνεται ένα νοικοκυριό, και προτείνει μια τρόπον τινά κεϊνσιανή στρατηγική δημόσιων επενδύσεων, στο ίδιο μήκος κύματος με τον Paul Krugman, ο οποίος άλλωστε αναφέρεται ρητά (σ. 48).

Το εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης

Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Laurent αναφέρεται σε ένα ακόμη φλέγον θέμα της εποχής μας, αυτό της μετανάστευσης. Με ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία προσπαθεί να παρουσιάσει τις θετικές οικονομικές όψεις του φαινομένου, σημειώνοντας παράλληλα σωστά ότι η αλληλεγγύη προς τους ανθρώπους δεν πηγάζει από αυτές τις όψεις, αλλά από μια αξιακή επιλογή. Δεν δείχνουμε αλληλεγγύη επειδή μας χρησιμεύει, αλλά επειδή κρίνουμε ότι αυτό είναι ηθικά σωστό. Έτσι, οι οικονομικές πλευρές εντάσσονται σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης. Και εδώ, πάντως, δεν αποφεύγονται κάποιες απλουστεύσεις ή και σοφιστείες, όπως όταν λόγου χάρη ο συγγραφέας επικρίνει ως λογικά αντιφατικό τον φόβο των Γάλλων ότι οι μετανάστες θα καταστρέψουν τη γαλλική οικονομία. Ο εν λόγω φόβος μπορεί να είναι πολιτικά κατακριτέος και αντιδραστικός, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι υπάρχει σε αυτόν η λογική αντίφαση που του προσάπτει ο συγγραφέας, ότι δηλαδή τάχα από τη μία παρουσιάζεται η Γαλλία ως υπερβολικά εύρωστη, ώστε να προσελκύει μετανάστες, και από την άλλη ως υπερβολικά αδύναμη, ώστε να μπορεί να καταρρεύσει από τη μετανάστευση (σ. 64). Γιατί απλούστατα θα μπορούσε μια δυτική χώρα και κατ' επέκταση οικονομία να επιλέγεται από τους μετανάστες όχι επειδή θεωρείται άριστη, αλλά απλώς συγκριτικά καλύτερη, μόνο και μόνο για τον λόγο, παραδείγματος χάρη, ότι δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση (και πράγματι, προφανώς αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό). Κατά τη γνώμη μου, τέτοιες εύκολα αναιρέσιμες επιχειρηματολογίες κάνουν μάλλον κακό παρά καλό στον κατά τα άλλα αξιόλογο στόχο του Laurent.

Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εξετάζει τις οικολογικές κρίσεις που προκαλεί η ξέφρενη ανάπτυξη, τονίζοντας ότι υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ των οικολογικών κρίσεων και των κοινωνικών ανισοτήτων. Σε αυτό το κεφάλαιο, εντόπισα πολλές συνάφειες με τους στοχαστές της αποανάπτυξης, όπως ο Σερζ Λατούς, ο Κάρλος Τάιμπο ή ο Γιώργος Καλλής, οι οποίοι επίσης τοποθετούν τις οικολογικές συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε πρώτο πλάνο. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η υποσημείωση της σελίδας 105, όπου ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι πρέπει να κάνουμε λόγο για «πράσινη οικονομία» και όχι για «πράσινη ανάπτυξη», καθώς «ο έσχατος στόχος των κοινωνιών δεν είναι η αύξηση του ΑΕΠ».

Πράγματι, το ζήτημα των οικολογικών επιπτώσεων του σύγχρονου οικονομικού φαντασιακού, αλλά και των αντίστοιχων οικονομικών πρακτικών στις οποίες αυτό ενσαρκώνεται, είναι πολύ σημαντικό, καθώς βλέπουμε σήμερα να αναδύεται ένα τρόπον τινά φυσικό όριο στον καπιταλισμό, ένα όριο που αφορά κάτι το «αντικειμενικό», ένα δεδομένο που θα πρέπει οπωσδήποτε να υπολογίσουμε, επί ποινή εξαφάνισης της ζωής στον πλανήτη. Με άλλα λόγια, ενδέχεται στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον το καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα να κριθεί με βάση διαφορετικά δεδομένα, δηλαδή λαμβάνοντας εκ των πραγμάτων υπ' όψιν μια φυσική αναγκαιότητα, και όχι απλώς στη βάση μιας «αυθαίρετης» αξιακής επιλογής του τύπου καπιταλισμός/σοσιαλισμός.

Συνολικά, το «βιβλιαράκι» του Éloi Laurent, όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος το πόνημά του, κρίνεται άξιο ανάγνωσης, παρά τα όποια αδύναμα σημεία του. Εγγράφεται σε μια λογική που θέλει την οικονομική γνώση να συνομιλεί με την κοινωνική σκέψη και να αναγνωρίζει τα όριά της ως επιστήμης. Ο προβληματισμός του συγγραφέα, που είναι ταυτόχρονα οικονομικός και κοινωνικός, αλλά και η οξυμένη πολιτική του αντίληψη, γίνεται φανερή σε ένα ωραίο απόσπασμα (σ.115), με το οποίο και θα κλείσουμε:

«Οι οικονομικές μυθολογίες που απογοητεύουν τον κόσμο προκαλούν, ή μάλλον αφυπνίζουν, επικίνδυνους πολιτισμικούς μύθους. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να καταβάλλουμε προσπάθεια οικοδόμησης νέων θετικών αφηγήσεων, όπως ήταν, για παράδειγμα, εκείνες της ελληνικής μυθολογίας, όπου η λογική και το όνειρο αλληλοτροφοδοτούνταν προκειμένου να δώσουν νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη.»

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς