*κείμενο-ερωτήσεις: Βασίλης Γεωργόπουλος
**φωτογραφίες: Τάκης Αναγνωστόπουλος
Τρίτη βράδυ πήγα στο BIOS για να δω μια παράσταση που κάτι μέσα μου έλεγε ότι θα είχε κάτι το διαφορετικό. Έφτασα, κάθισα κι έβγαλα το μπλοκάκι μου κατά την προσφιλή μου, εσχάτως, τακτική. Για μία και κάτι ώρα, είχα απέναντί μου 7+1 γυναίκες να αναμετρώνται με το χορό και το χρόνο, με τη βαρύτητα, τη ζωή και τα συναισθήματα, με την επίδραση της τέχνης του Χορού στη ζωή τους και την επίδραση της ζωής τους στην τέχνη (τους) του Χορού. Σ’ αυτό το σχήμα, πρωταγωνίστριες 7+1 γυναίκες, πρώην και νυν χορεύτριες –κατά βάθος πάντα και για πάντα-, σε διάφορα στάδια της ζωής τους, όλες πάντως υπέροχες και αέρινες, με κοινό σημείο μια αρκετά μεγάλη διαγεγραμμένη πορεία τέτοια που να δικαιολογεί τον τίτλο «Χορός ξανά», είτε γιατί έχουν σταματήσει μετά από χρόνια να χορεύουν λόγω δημιουργίας οικογένειας και παιδιών, είτε γιατί συνεχίζουν ως δασκάλες μόνο , είτε γιατί έχουν φτάσει σε ένα σημείο επανανοηματοδότησης της τέχνης τους ύστερα από διάφορα γεγονότα της ζωής τους.
Σ’ αυτό το γαϊτανάκι που ξετυλίγεται μπροστά μου, οι εναλλαγές του ρυθμού είναι δουλεμένες άψογα. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ένιωθα την απεύθυνση στο πρόσωπό μου όταν μου έλεγαν «Χορεύω για σένα!» σαν να ήμουν ο μοναδικός θεατής. Άλλοτε ένιωθα σαν τον προσωπικό τους ψυχοθεραπευτή, βυθισμένος στην καρέκλα μου, ανίκανος όμως να αντιπαραβάλλω το οτιδήποτε σε όσα μου έλεγαν. Για τις δυσκολίες μιας πορείας στο χορό, για τις προσδοκίες των άλλων από σένα, για την αδυναμία μιας χορεύτριας να δεχθεί το τέλος, για τη θέληση μετά το τέλος να υπάρξει νέα αρχή.
Δεν είναι ακριβώς θέατρο, δεν είναι αμιγώς χορευτική παράσταση, παρ’ ότι έχει στοιχεία και απ’ τα δύο. Περισσότερο θεατρικό ντοκιμαντέρ θα το χαρακτήριζα, με χορευτικές πινελιές. Δεν έχει σημασία να προσπαθήσεις να το ορίσεις όμως, νομίζω. Αρκεί να πιάσεις λίγο από το συναίσθημα, που υπάρχει μπόλικο. Όπως και το πάθος για αέναη κίνηση*. Άλλωστε, η πρωτοτυπία αυτού που παρακολούθησα το καθιστά από μόνο του ενδιαφέρον ως πρόταση, ακόμα κι αν δεν έχεις καμία επαφή με το χορό.
Παραδίδω τον λόγο στην αγαπημένη Γιούλα Μπούνταλη, δημιουργό και σκηνοθέτιδα του “Χορός Ξανά”, έχοντας στο μυαλό μου ως τελευταία εικόνα τις σκιές των σωμάτων των κοριτσιών που προβάλλονταν στον τοίχο του BIOS, σκοτεινές λικνιζόμενες σιλουέτες κόντρα στο φως.
*διότι, όπως έλεγε και μια απ’ τις μεγαλύτερες χορεύτριες του 20ου αιώνα, η Martha_Graham, “Οι πραγματικά σπουδαίοι χορευτές δεν είναι σπουδαίοι λόγω της τεχνικής τους. Είναι σπουδαίοι λόγω του πάθους τους”
________________________________________
Το πρώτο πράγμα που σου είπα όταν σε είδα μετά το τέλος της παράστασης είναι ότι δε θυμάμαι να έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Πες μου πώς και γιατί εμπνεύστηκες το εν λόγω project;
Κατ’ αρχάς μ’ αρέσει πολύ αυτό που λες! Λοιπόν, πώς εμπνεύστηκα το εν λόγω project: Εγώ έχω ασχοληθεί με το ντοκιμαντέρ, έχω σκηνοθετήσει ντοκιμαντέρ κι επίσης ασχολούμαι με το σενάριο και μ’ αυτό που λέμε ρεαλισμό και ειδικά σε σχέση με το αγώνα για μια ελευθερία των ανθρώπων να απαλλαγούν από στείρους και προκατασκευασμένους κοινωνικούς ρόλους – σε μεγαλώνουν όχι γι αυτό που είσαι αλλά «σαν γυναίκα», «σαν άντρα», «σαν καλό παιδί», «σαν ευαίσθητο», «σαν προβληματικό», «σαν φτωχό»... Από την άλλη σαν ηθοποιός, αλλά και λόγω του χορού και των πολεμικών τεχνών έχω χρόνια ασχοληθεί με σωματικές τεχνικές, όπως στο Λονδίνο π.χ. έψαξα για τις λεγόμενες ‘mind_and_body_centering’ τεχνικές + μια άλλη τεχνική που ονομάζεται ‘Skinner_Releasing_Technique’ (SRT) - από την Joan_Skinner- που χρησιμοποιεί πάρα πολύ εικόνες και δεν έχει καθόλου οδηγίες για το σώμα. Οι οδηγίες της είναι εικόνες. Όλα αυτά είναι λίγο ένα background και όλα αυτά έχουν να κάνουν με μια παιδεία στο σώμα με βάση το ότι το σώμα, το κάθε σώμα, έχει σκέψη, ότι το σώμα μας σκέφτεται και αφηγείται από μόνο του. Ταυτόχρονα, εκείνη την εποχή που γνώρισα την ομάδα των χορευτριών διάβαζα πάρα πολύ πάνω στο ‘Θέατρο του Ντοκιμαντέρ’, το οποίο από μια άποψη είναι καινούριο, από την άλλη όχι τόσο αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν πάρα πολλά θεατρικά κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω σε γεγονότα από την αρχαιότητα π.χ. και το ‘Μιλήτου Άλωσις’ (αρχαία τραγωδία του Φρυνίχου) που απαγορεύτηκε είναι ένα τέτοιο κείμενο, κάτι πολύ επίκαιρο.
Όταν γνώρισα, λοιπόν, την ομάδα αυτή των γυναικών, οι οποίες μου ζήτησαν να πάω να τις δω σε ένα μάθημα που έκαναν γιατί ήθελαν να κάνουν κάτι στη σκηνή αλλά δεν ήξεραν ακριβώς τι, το μόνο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου ήταν να τις δω, να δω αυτά τα σώματα να αφηγούνται και σωματικά και λεκτικά, την ιστορία τους, και τη σχέση τους με το χορό σήμερα. Αυτό έχει να κάνει και με το κομμάτι του ρεαλισμού, το ότι αυτά τα σώματα αφηγούνται μια ιστορία από τη δεκαετία ουσιαστικά των αρχών του ’80 μέχρι σήμερα, για το πώς έζησαν με μια τέχνη σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, πώς σπούδασαν, πώς δούλεψαν, ποιοι κοινωνικοί ρόλοι τους ανατέθηκαν σαν γυναίκες, σαν καλλιτέχνες και μετά γιατί σταμάτησαν. Κι απ’ την άλλη είναι και μια ιστορία της ίδιας της τέχνης τους και γι αυτό είναι ιμπρεσσιονιστική, πώς δηλαδή βάζουν σε λόγια τα αισθήματά τους, τα βιώματά τους σε σχέση με την εμπειρία του χορού. Κι έτσι ξεκινήσαμε να δουλεύουμε, μ’ αυτή τη βάση.
Η παράσταση λέγεται ‘Χορός Ξανά’. Εγώ κάλλιστα θα μπορούσαν να την χαρακτηρίσω – έστω κι αν είναι αδόκιμο- «Χορευτική Ομαδική Ψυχοθεραπεία». Επιτελεί τέτοιο ρόλο η παράσταση για ‘σας από μέσα;
Από μέσα σίγουρα. Εννοώ ότι η παράσταση έχει τη δυναμική μιας ομάδας. Και οι άνθρωποι παίζουν το ρόλο του εαυτού τους σε ένα βαθμό. Κι επίσης, σαν κάθε παράσταση βέβαια, καλύπτει μια τεράστια ανάγκη έκφρασης· κι αυτό το πράγμα είναι θεραπευτικό. Αλλά η δική μου επιθυμία ήταν να βγει μια αισθητική μέσα από αυτό και για να είμαι ειλικρινής πιο πολύ με ενδιέφερε σ’ αυτόν που θα την δει –κι αυτό ίσως ταιριάζει και με το ντοκιμαντέρ, το οποίο ούτως ή άλλως είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό, είναι μια υποκειμενική επεξεργασία της πραγματικότητας- να προκαλέσει μια ρωγμή σε οποιοδήποτε αίσθημα τακτοποίησης της ζωής, ότι τα πράγματα έχουν κουτάκια, οι φάσεις περνάνε και δεν μπορούμε να ξανακάνουμε κάτι που κάναμε παλιά ή δεν μπορούμε να διαλέξουμε κάτι αδιανόητο, και αυτό νομίζω είναι αισθητικό ζητούμενο από αυτή την παράσταση. Πέρα δηλαδή απ’ την ψυχοθεραπεία ή την οποιαδήποτε θεραπεία, για μένα έχει να κάνει πολύ μ’ αυτή την αίσθηση ότι οποιοδήποτε όνειρο έχουμε από παιδιά οφείλεται σε κάτι που έχουμε μέσα μας και νομίζω ότι αυτό συνεχώς βγαίνει στη ζωή μας ξανά και ξανά και ξανά κι έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει αυτό το πράγμα.
Ο Χορός γενικότερα μπορεί να επέχει τέτοια θέση στη ζωή ενός χορευτή; Με την έννοια ότι ‘ψυχο-θεραπεύω’ δε σημαίνει μόνο γιατρεύω την ψυχή αλλά και υπηρετώ την ψυχή.
Τελείως. Αυτό που λες είναι υπέροχο. Η αίσθησή μου με τον χορό είναι ότι επειδή είτε τον κάνεις, είτε τον βλέπεις, είτε μιλάς γι’ αυτόν, μιλάς τόσο πολύ για το σώμα που πλέον είναι σα να μιλάς για την ψυχή, την ίδια ακριβώς στιγμή.
Μια από τις αγαπημένες μου φράσεις του κειμένου που συγκράτησα είναι αυτό που λέει κάποιο απ’ τα κορίτσια ‘’Χορεύω για τη σπασμένη εικόνα της τελειότητας’’. Θες να μας το εξηγήσεις αυτό;
Έχει ενδιαφέρον αυτό· έχω παρατηρήσει ότι ο κόσμος θυμάται πάρα πολύ ατάκες. Κι έρχεται και μας λέει μετά ατάκες. Είναι τρομακτική έκπληξη για μας, θυμούνται φράσεις απ’ την πρώτη φορά που το είδαν! Η εικόνα της τελειότητας, η αναμέτρηση με την τελειότητα και την ομορφιά είναι νομίζω το μεγαλύτερο εμπόδιο στο να ασχοληθούμε με το οτιδήποτε, με τον εαυτό μας. Να ασχοληθούμε σοβαρά. Γιατί μας κάνει να μη βλέπουμε ότι πρέπει να γίνουμε καλύτεροι από αυτό που ήμασταν την προηγούμενη μέρα, συνεπώς ετεροκαθοριζόμαστε σε κάτι που είναι άπιαστο, δεν υπάρχει. Απ’ την άλλη όλοι έχουμε ένα ιδανικό, την ομορφιά και το τι είναι τελειότητα, το οποίο επίσης μας τροφοδοτεί. Νομίζω ότι εδώ είναι δύσκολο να κερδίσουμε αυτή τη μάχη. Σπασμένη, λοιπόν, εικόνα της τελειότητας για μένα είναι η παραδοχή ότι θα δουλεύω για να δείχνω ότι δε χρειάζεται να είμαι τέλειος για να είμαι καλύτερος. Είμαι καλύτερος αλλά δεν είμαι τέλειος. Κι ότι αυτό το πράγμα είναι πολύ σπουδαίο, το να είσαι καλύτερος, και στην τέχνη αυτό που θέλουμε είναι να ακούμε πρωτότυπες φωνές, πρωτότυπους δημιουργούς κι όχι τον καλύτερο. Δεν είναι αγώνας δρόμου. Είναι μια άσκηση στο να βρεις τη φωνή σου και να βρεις μια πρωτότυπη φόρμα. Γι αυτό η φράση ‘χορεύω για τη σπασμένη εικόνα της τελειότητας’ για μένα αυτό εκφράζει.
Εισπράττω μιας μορφής παράπονο στην παράσταση, ότι είναι μια τέχνη ο χορός όπου για να φτάσεις εκεί που θες και πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου πρέπει να περάσεις από μια πίστα ή από κάποιο τηλεοπτικό στούντιο;
Αυτό ήταν έτσι τότε. Αυτό που έχουμε καταφέρει τα τελευταία χρόνια και μέσα από το Φεστιβάλ Αθηνών είναι ότι έχουν έρθει ομάδες στην Ελλάδα, εκτός απ’ τα Μπολσόι και άλλες κλασσικές μεγάλες ομάδες, έχουν έρθει στην Ελλάδα ανεξάρτητοι χορογράφοι και δημιουργοί που έχουνε αλλάξει την εικόνα που έχουμε για το τι είναι χορός. Και πλέον ο σύγχρονος χορός εκφράζει κοινωνικά κινήματα, εκφράζει συναισθήματα, εκφράζει ιδέες, εκφράζει ανθρώπους με αναπηρίες, όλων των ηλικιών· γιατί ο χορός είναι η χαρά της ζωής, δεν μπορεί να στερείται από ανθρώπους. Το λέει ο Αλαίν Μπαντιού πάρα πολύ ωραία. Λέει ‘ο χορός δεν ξέρω αν είναι τέχνη, πάντως σίγουρα όταν τον βλέπεις είναι η ζωντανή απόδειξη ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι καλλιτέχνης’.
Μέσα στην παράσταση σε κάποιο σημείο προβάλλεται στον τοίχο απόσπασμα ταινίας με τον Μπαρίσνικοφ να χορεύει (από την ταινία Λευκές Νύχτες). Ανήκει στους αγαπημένους σου χορευτές; Έχεις κι άλλους που θεωρείς ότι επέδρασαν ανεξίτηλα στο Χορό και τον Πολιτισμό ή που σε επηρέασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο;
Αδιαμφισβήτητα είναι ο αγαπημένος μου χορευτής! Έχω περάσει ώρες βλέποντας τη συγκεκριμένη ταινία στην παιδική μου ηλικία. Ήτανε μια ταινία που για μένα μίλαγε ανεξάρτητα από το πολιτικό της υπόβαθρο για την ελευθερία. Αυτή η μάχη αυτού του ανθρώπου να χορεύει και να ταξιδέψει εκεί που μπορούσε ώστε να το κάνει αυτό το πράγμα με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία. Κι εγώ κάπως σαν παιδί αυτό το είχα τρομακτική ανάγκη, είναι σαν να είδα τον εαυτό μου· ότι όπως και να ‘ ναι το περιβάλλον σου, ψυχροπολεμικό ή μη, υπάρχει κάτι μέσα σου που εσύ αναζητάς και θα το αναζητήσεις οπουδήποτε το βρεις. Ο Μπαρίζνικοφ ήταν για μένα αυτή η εικόνα. Του προδότη όλων των πραγμάτων για να είναι πιστός σ’ αυτό που αγαπούσε. Συν ότι εντάξει, η σκηνική του παρουσία είναι από τις πιο σπουδαίες , δεν είμαι καν ο κατάλληλος άνθρωπος για να πω πόσο σπουδαίος χορευτής είναι. Και αυτό το κλάμα της Έλεν Μίρεν στη σκηνή αυτή είναι το ίδιο κλάμα που όλοι χύνουμε για τα χαμένα χρόνια, που δεν κάναμε αυτό που θέλαμε. Το πιστεύω και αυτό πάρα πολύ. Δηλαδή αυτή η σκηνή έχει δύο στοιχεία: από τη μία αυτόν που χορεύει και από την άλλη αυτόν που δεν αντέχει να βλέπει ότι έχει χάσει ένα μέρος της ζωής του χωρίς να κάνει αυτό που ήθελε να κάνει. Με ρώτησες και ποιοι άλλοι με επηρέασαν… Η πιο συγκλονιστική παραστατική εμπειρία της ζωής μου ήταν στο Ηρώδειο, όταν είχε έρθει η Πίνα Μπάους, που είχε φύγει φυσικά το μισό Ηρώδειο. Είναι αυτό που λέμε ότι δεν υπήρχε τότε ακόμα εικόνα σύγχρονου χορού στην Ελλάδα. Είναι αληθινό, ειδικά σε χώρους σαν το Ηρώδειο που φιλοξενούσαν μόνο μεγάλες, κλασσικές ομάδες χορού. Ε, ξαφνικά έβγαιναν οι χορευτές, έλεγαν τι αρρώστιες έχουν περάσει. Δηλαδή αυτό νομίζω είναι μια από τις πρώτες αναφορές μου και υπήρξε βάση που δουλεύει υποσυνείδητα και για το Χορός Ξανά. Το ότι είδα κάποιον να διεκδικεί το δικαίωμα του χορευτή να μιλάει καταρχάς. Και να λέει τόσο μη ιδεαλιστικά πράγματα. Δηλαδή αυτή η ιδέα του μπαλέτου ότι όλα είναι στον αέρα, όλα ίπτανται, δεν υπάρχει πόνος. Ήταν ο ίδιος χορευτής ο οποίος αντί να κάνει τριάντα πιρουέτες που μπορούσε να κάνει σου έλεγε ότι πέρασε καρκίνο. Ο σκηνικός του χώρος και χρόνος αντί να αναλώνεται στο να με διασκεδάσει, να με γαληνεύσει και να μου θυμίσει ότι το σώμα μου είναι αφρός κι εγώ να τον θαυμάσω, μ ‘έκανε να τον θαυμάσω και για την ψυχική του δύναμη σ’ αυτό που λέει. Κι ότι αυτό είναι Χορός, φυσικά!
Σε ένα καλλιτέχνη εγώ βρίσκω ενδιαφέρον να βλέπεις ολιστικά πώς τον έχουν διαμορφώσει οι διάφορες προσλαμβάνουσές του. Εσύ πέρα από σπουδές στο θέατρο και τον κινηματογράφο, έχεις σπουδές στο χορό και το τραγούδι (και όλα τα παραπάνω σε Ελλάδα, Αγγλία, Γερμανία, Αμερική, Ολλανδία), γράφεις σενάρια και σκηνοθετείς. Τι νιώθεις ότι έχεις πάρει απ’ το καθένα; Πού νιώθεις περισσότερο ο εαυτός σου;
Εεεεεεμ… τι έχω πάρει απ’ το καθένα….Ουάου….Λοιπόν, απ’ το μεταπτυχιακό που έκανα στην Κρήτη και μελέτησα Θεωρία Θεάτρου έχω πάρει κάπως μια γεύση της σκέψης του σύγχρονου κόσμου, που το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό. Το Θέατρο για μένα ήταν πάντα ένας χώρος που ένιωθα πολύ οικεία, κυρίως για να παίζω. Η σκηνοθεσία προκύπτει απ’ το ότι έχω μια άποψη για το πώς θέλω να είναι τα πράγματα- επειδή γράφω κιόλας. Δεν θέλω να είμαι αποκλειστικά σκηνοθέτης, αν και σ’ αυτή την παράσταση κατά βάση είμαι. Έχω την αίσθηση αυτής της ομαδικής δημιουργίας στο θέατρο κι ότι μπορώ σ’ αυτή την ομάδα να παίξω διάφορους ρόλους. Η ιδέα αυτή της ομάδας με συναρπάζει, την πιστεύω πολύ. Στο ‘Χορός Ξανά’ ας πούμε, ήταν συναρπαστική η συνεργασία μου με τη βοηθό σκηνοθέτη μου, την Ευγενία Δελιαλή, γιατί είχα τη χαρά να έχω έναν άνθρωπο από την αρχή των προβών ο οποίος είναι και ηθοποιός και χορεύτρια και ήμασταν μαζί σε αυτό το διπλό ρόλο του να οργανώσουμε και υποκριτικά και χορευτικά αυτή την παράσταση. Και μετά αυτή ευτυχής συνεργασία συνεχίστηκε και με τους άλλους συνεργάτες που μπήκαν στην πορεία τον Μάκη Κεντεποζίδη και τον Στέφανο Κωνσταντινίδη στη μουσική, την Μυρτώ Λάμπρου στα σκηνικά, τη Μάρλι Αλιφέρη στα κουστούμια και την Χριστίνα Θανάσουλα στο σχεδιασμό των φωτισμών. Και φυσικά τις υπέροχες Χρύσα Βαρβάκη, Αντωνία Ζαγορίτη, Μαρουσώ Καραλέκα, Βαρβάρα Παξιμαδά, Έρη Πασαλιμανιώτη, Ζωή Πολυχρονιάδη και Ιωάννα Αννίνου, που είναι στη σκηνή και μοιραζόμαστε εδώ και δύο σχεδόν χρόνια αυτό το ταξίδι του Χορός Ξανά.
Οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις σε απασχολούν; Το ρωτώ διότι φαντάζομαι ότι η τέχνη σου αλληλεπιδρά με την πραγματικότητα βιωμένη στο παρόν. Και για να το προεκτείνω, η Τέχνη κατά τη γνώμη σου πρέπει να χρησιμοποιείται για την έκφραση πολιτικών και κοινωνικών νοημάτων ή πρέπει να παραμένει αμέτοχη;
Εννοείται. Δε γίνεται να μη σε επηρεάζουν. Η Τέχνη δεν μπορεί να μένει αμέτοχη. Και να το προσπαθήσεις δεν μπορείς να το κάνεις . Όχι, αυτά που κάνω εγώ έχουν να κάνουν με μια επικοινωνία. Η Τέχνη για μένα είναι η διεκδίκηση μιας επικοινωνίας. Και η επικοινωνία δεν γίνεται σε κενό αέρος. Η επικοινωνία έχει να κάνει με τους ανθρώπους με τους οποίους είτε ζεις δίπλα, είτε πλέον οι αποστάσεις έχουν αλλάξει με πράγματα που έχεις δει και έχουν επικοινωνήσει από μακριά με σένα και τα θες και για σένα, για τη δική σου κοινωνία. Μόνο επικοινωνία είναι η Τέχνη· και η επικοινωνία θέλει να μοιραστεί πράγματα, να αλλάξει πράγματα, να βελτιώσει πράγματα ή να σταματήσει άλλα που είναι βασανιστικά για να νιώσουμε ελεύθεροι πια.
Αγαπημένος σκηνοθέτης και συγγραφέας;
Έχω πάρα πολλούς. Υπάρχει αυτή η πάρα πολύ βαθειά αγάπη με τον Ντοστογιέφσκι · καταλαβαίνει τον κόσμο με έναν τρόπο που μου είναι λυτρωτικός. Και η Ντόρις Λέσσιγκ φυσικά, από τότε που τη διάβασα αισθάνθηκα κάπως πιο άνετα σ’ αυτό τον κόσμο. Κι επίσης το ‘ Χορός Ξανά’, ο τίτλος, είναι tribute στο ‘Αγάπη Ξανά’, ένα απ’ τα μυθιστορήματά της (Love_Again), όπου περιγράφει μια μεγάλη γυναίκα η οποία ξαναμπαίνει, μετά από χρόνια μοναξιάς σ’ αυτό το «βασανιστήριο» που λέγεται έρωτας! (Γέλια). Από σκηνοθέτες με έχουν αγγίξει πάρα πολλοί που είναι μάστορες σε αυτό που κάνουν, αλλά αυτό που εμένα τα τελευταία χρόνια με έχει επηρεάσει στο θέατρο είναι την εποχή που ζούσα στην Αγγλία, όλοι αυτοί οι χώροι όπου πήγαινα και έβλεπα ανθρώπους να γράφουν πρωτότυπα κείμενα και να τα παρουσιάζουν σε σκηνές και θεατρικούς χώρους φτιαγμένους για πρωτότυπη δημιουργία. Το ‘Oh_Fuck_Moment’ (σ.σ. προηγούμενη παράσταση όπου πρωταγωνιστούσε η Γιούλα) είναι ένα απ’ αυτά τα πράγματα, είναι αυτή η μέθοδος δουλειάς που εμένα με συναρπάζει, το ότι ξεκινάς να γράψεις ένα κείμενο ψάχνοντας έναν νέο τρόπο απεύθυνσης στο κοινό, είτε αλλάζοντας τους χώρους του, είτε κάνοντας ένα μικρό θέμα μεγάλο, είτε όλα αυτά μαζί. Για μένα αυτό- έχοντας μεγαλώσει σε μια κοινωνία που το θέατρο που βλέπαμε εμείς ήταν αρκετά κλασσικό- είναι πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό, γιατί για μένα ο τρόπος απεύθυνσης είναι το θέατρο. Πού θα βάλεις εσένα, πού θα βάλεις τον άλλον και τι σχέση θα φροντίσεις να δημιουργήσεις, πώς θα χορογραφήσεις αυτή τη σχέση. Θα τη βάλεις από απόσταση; Θα τη βάλεις σε πατάρι; Θα τη βάλεις στο δρόμο;
Το επόμενο μεγάλο project (η ταινία “The_Miracle_of_the_Sargasso_Sea”) σε σενάριο δικό σου και του Σύλλα (σ.σ. Σύλλας Τζουμέρκας) ξεκίνησε δυναμικά με βραβείο development στο co-production_market της 65ης Berlinale. Ένα μικρό intro χωρίς spoilers;
Ναι. Και με επιλογή και στο Cine_Mart στο Rotterdam κι ήταν ένα από τα 3 project που επιλέχθηκαν και στα δύο αυτά market. Και παραγωγή Μαρία Δρανδάκη, πάλι. Homemade_Films. Είμαστε οι τρεις μας. Έχουμε, λοιπόν, τη χαρά να κάνουμε ένα φιλμ στο Μεσολόγγι, σε μια πόλη έτσι πολύ iconic- είναι και η μισή μου καταγωγή από ‘κεί- με θέμα την ελευθερία σε ένα απόκοσμο, όχι αναγνωρίσιμα ελληνικό τοπίο, γιατί είναι η λιμνοθάλασσα , το οποίο έχει θέμα μια μυστηριώδη αυτοκτονία. Κι έχουμε τη χαρά να κάνουμε μια ταινία με θέμα το ποιος το έκανε. Είναι θρίλερ, είναι ψυχολογικό, είναι κάτι πολύ διαφορετικό, έχει αστυνομική έρευνα, είναι πολύ πολύ διαφορετικό, με μεγάλο ensemble.
Έχεις κάτι άλλο στα σκαριά; Άλλα επαγγελματικά σχέδια για το μέλλον;
Έχω ξεκινήσει να γράφω ένα καινούριο έργο για θέατρο για ένα παράξενο ζευγάρι. Αλλά αυτό είναι για του χρόνου!
____________________________________
info: "Χορός Ξανά" στον πολυχώρο Bios κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 8.30μ.μ., μέχρι 31 Μαρτίου.
Σύλληψη - Κείμενο - Σκηνοθεσία: Γιούλα Μπούνταλη
Σκηνικά: Μυρτώ Λάμπρου
Κοστούμια: Μάρλι Αλιφέρη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ευγενία Δελιαλή
Βοηθός Σχεδιασμού Φωτισμών: Μαριάντζελα Σεφεριάν
Μουσική: Μάκης Κεντεποζίδης-Στέφανος Κωνσταντινίδης
Video intro: Ναπολέων Στρατογιαννάκης
Με τις: Χρυσάνθη Βαρβάκη, Αντωνία Ζαγορίτη, Μαρουσώ Καραλέκα, Βαρβάρα Παξιμαδά, Έρη Πασαλιμανιώτη, Ζωή Πολυχρονιάδη και την Ιωάννα Αννίνου
Φωτογραφία: Χρήστος Τζίμας
Μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου