Ο Λοράν Καντέ δεν είναι ένας εύκολος σκηνοθέτης. Εύκολος στις επιλογές του, εύκολος στα θέματα του, εύκολος στο αισθητικό σκηνοθετικό του όραμα. Ήδη από την πρώτη του ταινία «Ανθρώπινοι πόροι», έως την συγκλονιστική παρουσίαση του «Ανάμεσα στους τοίχους», δείχνει προς τα πού θα ήθελε να κατευθυνθεί το όλο ζήτημα που λέγεται σινεμά. Σε ένα καταγγελτικό αλλά και κριτικό βλέμμα πάνω σε σύνθετα κοινωνικοπολιτικά ρεύματα της κάθε εποχής αλλά και σε ένα κινηματογραφικό σώμα που δεν αποποιείται προς χάριν της κριτικής, την καλλιτεχνική του διάσταση και προσέγγιση. Βρέθηκε στην Αθήνα με αφορμή την επικείμενη πρεμιέρα της νέας του ταινίας «Επιστροφή στην Ιθάκη», και συμμετέχοντας στο πρόγραμμα των Νυχτών Πρεμιέρας 2015,
μοιράστηκε τις σκέψεις του μαζί μας και δέχτηκε τις ερωτήσεις μας.
Στην ερώτηση μας, για την μνήμη σχολίασε πως ολόκληρο το καθεστώς-σχέση των ηρώων του φιλμ του, έχει να κάνει με τη μνήμη, την στροφή προς αυτήν, το θέμα που αυτή εγείρει, την πρισματική της ύπαρξη. Οι χαρακτήρες της νέας του ταινίας, είχαν συμμετάσχει στο κομβικό για την δεκαετία του ‘50 και ‘60 συμβάν της κουβανικής επανάστασης. Μάτωσαν, ενέπνευσαν και εμπνεύστηκαν. Δεν μπορούμε να πούμε πως οι στόχοι επιτεύχθηκαν, παρά την νίκη της επανάστασης. Γιατί; Πολλοί λόγοι μπορούν να χαρακτηρίσουν αυτό το γεγονός. Ο δάχτυλος των Η Π.Α που δεν μπορούσε να δεχτεί την απώλεια ενός τόσο στρατηγικού εταίρου, που ήλεγχε από τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς και η συνακόλουθη υποχώρηση των κινημάτων της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70, η πτώση της κυβέρνησης του Αλιέντε στην Χιλή και το πραξικόπημα του Πινοσέτ, και φυσικά η διάλυση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και της Σ. Ένωσης. Ακόμα και τώρα κάποιοι από τους χαρακτήρες του εμφανίζονται στην ταινία, δακρύζουν σκεφτόμενοι αυτό το υλοποιημένο «εάν».
Η ματιά του σκηνοθέτη πρέπει να είναι μια διεισδυτική ματιά που να θέτει ερωτήματα. Ερωτήματα πρώτα από όλα, καθώς τα ερωτήματα δεν μπορούν να έχουν και τις απαντήσεις τους πέρα από τις θέσεις ενός σκηνοθέτη. Σε άλλη περίπτωση-όπως μας τόνισε- αυτός δεν θα ήταν σκηνοθέτης αλλά πρόεδρος της δημοκρατίας. Κάτι σαν τον Σαρκοζύ, συμπλήρωσε ανάμεσα στα γέλια.
Η ταινία του μπορεί να ειδωθεί από μια άλλη πλευρά και σαν love story. Ένα ιδιότυπο τέτοιο, καθώς εάν η αγάπη για κάποιον εραστή, είναι αυτό που είναι ικανό να παράγει απέραντη δύναμη και προσήλωση για την επίτευξη στόχων, όταν μιλάμε σε προσωπικό επίπεδο, η ίδια αγάπη για μια ιδέα ή ένα τεράστιο όραμα, μπορεί ταυτόχρονα, όπως και η διαπροσωπική όμοια της, να οδηγήσει και σε απέραντη θλίψη. Το αίσθημα της ματαίωσης, που κρύβεται σε μια ιδέα όταν οι στόχοι της δεν υλοποιούνται, μπορεί να είναι εξίσου ισχυρό με το αίσθημα της απώλειας ενος εραστή!
Που μπορεί να ελπίζουμε όμως σήμερα; Μπορούμε να ελπίζουμε στην εμφάνιση ενός μεγάλου προταγματικού νέου; Αυτό κατά τον Καντέ, είναι και το κυρίαρχο ερώτημα. Η Ευρώπη όμως μοιάζει, τουλάχιστον έτσι όπως εκφράζεται στον σκληρό της πυρήνα, αυτόν που δίπλα στις επαναστάσεις πολιτικές , κοινωνικές επιστημονικές και άλλες, είναι ο ίδιος που τροφοδότησε και τον παλαιότερο και σύγχρονο ιμπεριαλισμό, αφόρητα γερασμένη, σε ορμή και δυναμική. Είναι πιασμένη στα δίχτυα ενός μετέωρου ανάμεσα στο παλαιό και στο νέο τρόπο, που δεν της έχει αφήσει μετά το 1990 πολλά περιθώρια ελιγμών. Αυτό οδηγεί στην απογοήτευση, αλλά και ταυτόχρονα στην στροφή ενός μεγάλου μέρους των πληθυσμών της στην άκρα δεξιά, όπως συμβαίνει σήμερα και στην Γαλλία (ή στην κεντρική Ευρώπη). Αυτό είναι το θέμα των καιρών, και πιο πολύ ο Καντέ προσβλέπει στην παρουσία σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία, κινημάτων που πειραματίζονται και αμφισβητούν πράγματα εκεί, παρά σε κάποιες ανάλογες συγκροτητικές αρχές του Βορρά. Παρ’ όλα αυτά, για να μην είναι και τόσο απαισιόδοξος όπως είπε, η εκλογή του 66χρονου, νέου στο πνεύμα όμως, Κόρμπιν στην ηγεσία των Βρετανών εργατικών είναι για αυτόν έστω μια ελάχιστη ελπιδοφόρα λάμψη στο γερασμένο Βορρά.
Το «Επιστροφή στην Ιθάκη» χωρίς να έχει από ό,τι είπε μια λυτρωτική επίγνωση στο τέλος όπως συμβαίνει στην ανάλογη ομηρική, την οποία την επέλεξε ως τίτλο, θέλοντας να «μιλήσει» με μια πρώτη λογοτεχνική φράση στους θεατές για το κινηματογραφικό έργο που θα ακολουθούσε, είναι όμως πάντα μια «επιστροφή». Στο χέρι των ηρώων της ταινίας αλλά και άλλων νεότερων που θα ακολουθήσουν είναι εάν αυτή η επιστροφή θα είναι προς το παρελθόν, η –πιο αισιόδοξα- μια επιστροφή προς το μέλλον.
Τέλος ο Λ. Καντέ μας είπε για το νέο στον κινηματογραφικό κόσμο. Στην Γαλλία μπορεί να οριστεί σαν το διακύβευμα μιας ολόκληρης νέας γενιάς που αφήνει πίσω της τις ονειροπολήσεις και τα τεράστια λογύδρια των χαρακτήρων σκηνοθετών όπως ο Ρομέρ, για τις σχέσεις ή τον έρωτα, για να μιλήσει και να σκιαγραφήσει το κοινωνικό. Να αντανακλά μια κριτική πάνω στο υπάρχον και να αγαπά το διαφορετικό αρνούμενο το κανονικοποιημένο, το βλέμμα του ιδιώτη και του αποσυρμένου, προτάσσοντας τον σκηνοθέτη ως κοινωνικό-συλλογικό άτομο.
Σε όλο αυτό το νέο ρεύμα σημαντικός είναι ο τρόπος και η χρήση του διαδικτύου, είτε για τη διαφήμιση, είτε για τη συγκέντρωση χρημάτων, μέσα από ιστότοπους και μεθόδους σαν το crowdfunding. Ο ίδιος παρά το ό,τι μετά το «Ανάμεσα στους τοίχους», βρέθηκε να έχει κερδίσει αρκετά την εμπιστοσύνη των παραγωγών ώστε να πραγματοποιήσει μια καναδική παραγωγή, κατέληξε μετά την οικονομική της αποτυχία να κάνει πάλι απολύτως ελεύθερος από επεμβάσεις το σινεμά που αγαπά! Αιχμηρό, φτηνό(η τελευταία του ταινία κόστισε μόλις ένα εκατομμύριο ευρώ) και σύντομο στην αμεσότητα των λιγότερων αλλά πυκνών νοηματικά λήψεων. Χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί 17 μόνον ημέρες και ένα δυναμικό λιγότερων από είκοσι άτομα.
Το σινεμά στην τελευταία μας ερώτηση, πρέπει να μπορεί να στέκεται μπροστά ακόμα και στα δυσκολότερα και κεντρικότερα προβλήματα των καιρών. Το θέμα των μεταναστών και των προσφύγων θέτει την Ευρώπη εμπρός σε τεράστιες ευθύνες και τροφοδοτεί τις διαδικασίες για άμεση και μελλοντική εγκατάστση στην Ήπειρο εκατομμυρίων ανθρώπων. Όπως το σινεμά ήταν δίπλα στους αγώνες τους στο παρελθόν(μας θύμισε την περίπτωση των sans papiers, του κινήματος δηλαδή νομιμοποίησης ανθρώπων χωρίς χαρτιά στην Γαλλία), έτσι και τώρα πρέπει να τολμήσει. Να τολμήσει πέρα από ολιγωρίες και συμβάσεις να προβάλλει αυτό το ζήτημα. Μπορεί τα κινήματα της δεκαετίας του ‘60 να έχουν δώσει τη θέση τους σε μεγάλα ρεύματα απογοήτευσης κοινών συλλογικών οραμάτων όπως ήταν ο σοσιαλισμός, πράγμα που στην γενιά που ήταν πέντε χρόνια-δέκα χρόνια μεγαλύτερη από εκείνον, και είχε για παράδειγμα την Κούβα ή την πολιτιστική επανάσταση και το Μάη του ‘68 σαν ορόσημα, είναι ακόμα πιο έντονο, αλλά όλη αυτή η ζύμωση και η ωρίμανση που υπάρχει σε γενικές ματιές και μεμονωμένους αγώνες, είτε στο Νότο είτε στη Λατινική Αμερική, είναι σημάδι για μελλοντικές εξελίξεις και αλλαγές.