Ο Ρενέ Μαγκρίτ ήταν σουρεαλιστής. Στις ζωγραφικές του συνθέσεις εμφανίζονται συνηθισμένα αντικείμενα με νέες ιδιότητες ή ερμηνείες. Άνθρωποι πετούν, βράχοι αιωρούνται, ρούχα μετατρέπονται σε σώματα και καπέλα φυτρώνουν σαν μήλα. Το έργο του είναι πέρα και πάνω από την πραγματικότητα. Με μια εξαίρεση. Το 1929 ο Μαγκρίτ ζωγραφίζει την Προδοσία των Εικόνων. Ένα έργο ρεαλιστικό. Μια πιστή και αντικειμενική απεικόνιση μιας ξύλινης πίπας σε μπεζ φόντο. Οικεία, ανεπιτήδευτη και συνηθισμένη. Σχεδόν βαρετή. Από κάτω ο ζωγράφος σημειώνει στα γαλλικά: Αυτό δεν είναι μια πίπα.
Η τέχνη του Μαγκρίτ
Οι κριτικοί έγραψαν τα χρόνια που ακολούθησαν ότι το έργο του Μαγκρίτ είναι μια εικόνα που δοκιμάζει το θεατή, προκαλεί τον κοινό νου και αμφισβητεί την πραγματικότητα. Ίσως η Προδοσία των Εικόνων να είναι κάτι παραπάνω από μια καλλιτεχνική δημιουργία. Ίσως να είναι έργο φιλοσοφικό.
Ο ζωγράφος θα μπορούσε να εκφράζει αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης περιέγραφε ως «..μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε ανάλογο στο παρελθόν…». Παρότι ο Μαγκρίτ ζωγραφίζει χωρίς καμία εξιδανίκευση ή κριτική διάθεση ένα αντικείμενο καθημερινής χρήσης, αποδίδει μία εικόνα με τρόπο που δεν μπορεί να συγκριθεί με κάτι ανάλογο στο παρελθόν. Το κλειδί βρίσκεται στην υποκείμενη πρόταση. Αυτή είναι ο «λόγος». Έγγραφος και μαθηματικός. Ως γραπτό μήνυμα περιγράφει το αντικείμενο. Ως μαθηματικό κλάσμα δημιουργεί μια σχέση που υποδηλώνει αναλογία.
Η σχέση πίπα/μη πίπα κρύβει κάτι εξαιρετικά σουρεαλιστικό. Εφόσον ο θεατής παραδεχτεί –καθ’ υπόδειξη του ζωγράφου– ότι το αντικείμενο που βλέπει, δεν είναι πίπα, διαγράφει από το μυαλό του την εικόνα που έχει για την πίπα. Η απόλυτα ρεαλιστική, σχεδόν φωτογραφική αποτύπωση της πίπας, παύει να παραπέμπει σε αυτό που ένας μέσος συνετός άνθρωπος καταλαβαίνει. Δεν είναι πίπα. Δεν είναι πράγμα. Δεν ανήκει στην πραγματικότητα. Είναι μια εικόνα, ελεύθερη να παραπέμψει σε ό,τι θέλει ο καθένας. Κατά το Μαγκρίτ άλλωστε, πρόκειται για μια εικόνα που προδίδει.
Η φιλοσοφία του Καστοριάδη
Όταν ο Καστοριάδης γράφει το 1975 για τη φαντασιακή θέσμιση, ο πίνακας του Μαγκρίτ υπάρχει ήδη. Από το 1929 αποτελεί προπομπό της φιλοσοφίας του. Στο μυαλό του Καστοριάδη, ο ρεαλισμός του πίνακα υποκρύπτει ένα σουρεαλιστικό έργο. Η στατικότητα της απεικόνισης ενέχει δυναμική και το αντικείμενο που απεικονίζεται τίθεται διαλεκτικά σε αναθεώρηση. Για το φιλόσοφο, ο Μαγκρίτ δίνει έναν οδηγό διαγραφής της συνείδησης. Τον τρόπο για μια νέα φαντασιακή δημιουργία. Καλεί το θεατή να χειραφετήσει την αντίληψή του. Να απαλλαχθεί από την κηδεμονία του κατεστημένου λόγου (σχέσης και νοήματος) μεταξύ εικόνας και λέξης. Να αναγνωρίσει πως υπάρχει μια ετερονομία μεταξύ τους. Ότι δηλαδή, κάποιος μας είπε, πως αυτή η εικόνα παραπέμπει σε μια πίπα. Εμείς όμως θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν είναι. Και στη συνέχεια ελεύθεροι να οδεύσουμε προς την αυτονομία. Να την ορίσουμε ατομικά όπως θέλουμε.
Αν ερμήνευε ο Καστοριάδης το έργο του Μαγκρίτ, θα σχολίαζε πως η επιχειρούμενη αποαποικιοποίηση του φαντασιακού αποσκοπεί στην καλλιτεχνική χειραφέτηση του θεατή.
Ο σουρεαλισμός του περιβαλλοντικού δικαίου
Η περιβαλλοντική νομοθεσία μοιάζει συχνά με ζωγραφική σε καμβά. Δεδομένου ότι ο σουρεαλισμός απεικονίζει μια κατάσταση πέρα και πάνω από την πραγματικότητα και η νομοθεσία απεικονίζει εγγράφως την πολιτική βούληση, ο νομοθέτης μπορεί να δημιουργήσει σουρεαλιστικά έργα. Νόμους δηλαδή, όπου η πολιτική βούληση βρίσκεται πέρα και πάνω από την πραγματικότητα του διοικούμενου.
Κανείς δεν περιορίζει το νομοθέτη να εμφανίζει πράγματα ή έννοιες με νέες ιδιότητες ή ερμηνείες. Το κοινόχρηστο μπορεί γίνει περιουσιακό στοιχείο. Η ισότητα μπορεί να γίνει κατάχρηση δικαιώματος. Η οικονομικοπολιτική ουδετερότητα μπορεί να γίνει ακραίος φιλελευθερισμός. Αρκεί ο νομοθέτης να κρατά τα πινέλα.
Η αποαποικιοποίηση δεν τελείται πάντα από το ίδιο το υποκείμενο, π.χ. το θεατή του πίνακα, ούτε έχει πάντα σκοπό την προσέγγιση της αλήθειας, π.χ. την αφύπνιση της κριτικής του διάθεσης.
Η αποαποικιοποίηση μπορεί να τελείται από το “υποκείμενο του υποκειμένου”. Στην περίπτωση της νομοθεσίας, υποκείμενο είναι ο διοικούμενος και “υποκείμενο του υποκειμένου” είναι η διοίκηση. Η ετερονομία μεταξύ διοίκησης και διοικούμενου είναι πρόδηλη. Άλλος φτιάχνει το νόμο, άλλος τον εφαρμόζει.
Η αποαποικιοποίηση μπορεί επίσης να τελείται προκειμένου να εποικισθεί το φαντασιακό ξανά. Με διαφορετικό περιεχόμενο. Με σκοπό όχι τη χειραφέτηση, αλλά τη χειραγώγηση. Έτσι, αόριστες νομικές έννοιες, όπως η «ισότητα», η «ανάπτυξη», η «κυριαρχία» και η «προστασία» ανανοηματοδοτούνται. Αλλάζουν περιεχόμενο. Αυτό που μέχρι χθες ήταν παράνομο, σήμερα μπορεί να είναι νόμιμο. Αυτό που διωκόταν, σήμερα αμνηστεύεται. Το αντισυνταγματικό νομοθετείται και το επιζήμιο αδειοδοτείται.
Ο Έλληνας νομοθέτης άρπαξε τα πινέλα από τα χέρια της κοινωνίας και άρχισε να ζωγραφίζει το θεσμικό καμβά από την αρχή. Σουρεαλιστικά. Εκτός της κατεστημένης νομικής πραγματικότητας.
Ζωγραφίζει το δάσος. Πινέλο η συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Εξομοιώνει τα δημόσια με τα ιδιωτικά δάση, με αποτέλεσμα να γίνει εφικτή η εμπορική τους εκμετάλλευση, η μεταβολή του προορισμού τους και η αλλαγή της δασικής μορφής. Ο νόμος επιτρέπει την εγκατάσταση μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αεροδρόμια, οδούς και σιδηροδρομικές γραμμές, αποχαρακτηρισμό και καλλιέργειες.
Ζωγραφίζει τον αιγιαλό. Πινέλο ο νόμος 3766/2009. Τακτοποιεί λειτουργικά όλα τα τουριστικά καταλύματα χωρίς ειδικό σήμα λειτουργίας, αίρει τις επιβληθείσες διοικητικές κυρώσεις και καταργεί τις εκκρεμείς δίκες. Αιγιαλοί και παραλίες μπορούν να παραχωρηθούν με αντάλλαγμα. Η δόμησή τους μπορεί να επιτραπεί για επιχειρηματικούς σκοπούς.
Ζωγραφίζει ένα εργοστάσιο. Πινέλο ο νόμος 3894/2010. Υλοποιούνται στρατηγικές επενδύσεις. Ευνοούνται μεγάλες υποδομές. Εγκρίνονται περιβαλλοντικοί όροι με υπουργική απόφαση. Καταργείται η ακρόαση των υπηρεσιών. Η γη απαλλοτριώνεται χωρίς πλήρη αποζημίωση. Το περιβάλλον μετατρέπεται από ζωτικός χώρος σε επενδυτικό χώρο.
Ζωγραφίζει ένα σπίτι. Πινέλα οι νόμοι 4014/2011 και 4178/2013. Επιτρέπουν σε «…έργα και δραστηριότητες δίχως περιβαλλοντικούς όρους, ή κατασκευασμένα κατά παράβαση περιβαλλοντικών όρων, να αδειοδοτηθούν περιβαλλοντικά, στο σύνολο τους…».
Ζωγραφίζει ένα αγρό. Πινέλο ο νόμος 4467/17. Οι δασικές εκτάσεις που εκχερσώθηκαν πριν το 1975 για γεωργική εκμετάλλευση λαμβάνουν έγκριση επέμβασης και μετατρέπονται σε θερμοκήπιο.
Ζωγραφίζει ένα οικισμό. Πινέλο ο νόμος 4489/2017. Εξαιρούνται οι διαμορφωμένοι οικισμοί εντός δασικών περιοχών από τους δασικούς χάρτες. Διατηρούνται με την ιδιότητα του νομικού μορφώματος «οικιστικές πυκνώσεις».
Ζωγραφίζει την άγρια ζωή. Πινέλο ο νόμος 4411/2016. Προσφέρει αμνηστία σε ποινικούς για τοποθέτηση δηλητηρίων, παράνομη υλοτομία, παράνομη θήρα, μεταφορά όπλου και έκθεση νεκρών θηραμάτων σε κοινή θέα.
Ο νομοθέτης τραβιέται σαν το ζωγράφο λίγα βήματα πιο πίσω να δει το έργο που προκύπτει στον καμβά του. Βλέπει ένα καθεστώς δομικής ανομίας. Συνταγματικές αρχές που καταπατώνται. Ατομικά δικαιώματα που απαξιώνονται. Νομοταγείς πολίτες που τίθενται σε μειονεκτική μοίρα έναντι εκείνων που παραβιάζουν τη νομοθεσία. Ένα ανθρωπογενές περιβάλλον γεμάτο αδικία. Η σύνθεση του φοντάρει τους όρους διαβίωσης των αγέννητων παιδιών του. Το φυσικό περιβάλλον έχει δομηθεί. Οι ελεύθεροι χώροι έχουν χαθεί. Ο ζωτικός χώρος έχει περιορισθεί.
Αν ερμήνευε ο Καστοριάδης τη σύγχρονη περιβαλλοντική νομοθεσία, θα σχολίαζε ότι η αποαποικιοποίηση του φαντασιακού αποσκοπεί στην νομοθετική χειραγώγηση του διοικουμένου.
Το υποκείμενο του υποκειμένου
Τίποτα δεν τελειώνει. Εκεί που ο νομοθέτης θεωρεί το έργο του συντελεσμένο, εφορμά στο χώρο ένα άλλο πρόσωπο. Αρπάζει τα πινέλα από τα χέρια του, τραβά το θεσμικό καμβά και αλλάζει ξανά την εικόνα.
Ζωγραφίζει τους γενετικούς πόρους. Για χρώματα χρησιμοποιεί την Ατζέντα 21, τους Στόχους Χιλιετίας για την Αειφορία και την Ατζέντα 2030. Οι γενετικοί πόροι παύουν να αναγνωρίζονται ως παγκόσμια κληρονομιά. Γίνονται εθνικά περιουσιακά στοιχεία. Αποτιμούνται σε χρήμα και ιδιωτικοποιούνται.
Ζωγραφίζει την αρχή της προφύλαξης. Για χρώματα χρησιμοποιεί την καινοφανή αρχή της καινοτομίας. Οι συνταγματικές αρχές υποχωρούν από τις ιδιωτικές εγγυήσεις. Η πρόληψη θεωρείται αναπτυξιακό εμπόδιο. Η έννοια της διακινδύνευσης παύει να αναγνωρίζεται και ο κίνδυνος υπάρχει όχι όταν προβλεφθεί, αλλά μόνο εφόσον επέλθει ως ζημία.
Ζωγραφίζει τη νομοθεσία. Για χρώματα χρησιμοποιεί την «καλύτερη νομοθεσία». Η ρύθμιση μετακυλά στις εταιρίες. «…[Α]πό τούδε και στο εξής δικαιώματα που σχετίζονται με την οικονομική ελευθερία θα κυριαρχήσουν και θα μετριάσουν ή και αναιρέσουν τη φιλοπεριβαλλοντική στάση του ΣτΕ…». Το Συμβούλιο της Επικρατείας εμφανίζεται στη Θεωρία ως επιχειρηματίας πολιτικής στην προστασία του Περιβάλλοντος. Ο ανταγωνισμός απαιτεί θυσίες σε εργασιακά δικαιώματα, κοινωνικά αγαθά και περιβαλλοντικούς πόρους.
Μπροστά στο «υποκείμενο του υποκειμένου», έναν αδιόρατο ζωγράφο της παγκόσμιας νέας τάξης, ο νομοθέτης βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Το περιβαλλοντικό δίκαιο μια παράδοξη σύνθεση σε μια τραχιά ματιέρα. Τιτλοφορείται «Δίκαιο» και έχει στο κάτω μέρος μια δυσδιάκριτη σημείωση.
Η σημείωση
Τη σημείωση τη γράφουμε εμείς. «Αν ο θεωρητικός διακρίνει μια … όψη στις δραστηριότητες μιας … κοινωνίας, η οποία δεν τις διέκρινε, αυτό δεν οφείλεται στην πρόοδο της γνώσης ή στην αποκάθαρση και εκλέπτυνση της ratio, αλλά στο γεγονός ότι η κοινωνία μέσα στην οποία ζει, έχει θεσμίσει, από πολύ παλιά, στην πραγματικότητά της…». Ο Καστοριάδης το έγραφε στη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Εμείς θεσμίζουμε την πραγματικότητά μας, ακόμη και αν δεν το διακρίνουμε.
Είμαστε η γενιά που αμφισβήτησε τη μεταπολίτευση. Ρίξαμε κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις από το 40% στο 4%. Δεν φάγαμε γιατί δεν είχαμε κυβερνητική εξουσία. Μιλήσαμε για τη συστημική ακροδεξιά. Ενεργοποιήσαμε τα κοινωνικά ανακλαστικά μας. Στηρίξαμε το 61% της Ελληνικής άνοιξης. Διαχειριστήκαμε τη μπάσταρδη κληρονομιά μας. Χωρίς ελπίδα σταθήκαμε όρθιοι. Ελεύθεροι από ψευδαισθήσεις. Μαυρίσαμε το στρατευμένο τύπο και γράφουμε ημερολόγια πριν από τη μεγάλη έκρηξη. Επιμένουμε να μένουμε. Διατηρούμε την αξιοπρέπεια μας. Ερωτευόμαστε και κάνουμε παιδιά. Αλλάξαμε το κάτω και μας μένει το πάνω.
Αυτή είναι η αδιόρατη πραγματικότητά μας. Στον πίνακά μας σημειώνουμε˙ «Αυτό δεν είναι δίκαιο».