Θεωρία

Η απομάγευση του «μάγου»

Ποιο είναι, πραγματικά, εκείνο το στοιχείο που ερεθίζει το μυαλό πολλών από εμάς ώστε να μετατρέψουν την παρακολούθηση μιας ταινίας σε ένα κείμενο; Η απάντηση αυτού του ερωτήματος, καθώς θα ελάμβανε τόσες διαφορετικές απαντήσεις όσοι και εκείνοι που την παρακολούθησαν, δεν μπορεί παρά να αναπτυχθεί προσωπικώς.

Οποιοσδήποτε μπορεί να γράψει κάποια κριτική σε μια ταινία που παρακολούθησε. Λιγότεροι είναι εκείνοι οι οποίοι, έχοντας αναζητήσει, όχι μια φορά, αλλά κατ’ επανάληψη, πληροφορίες για τον σκηνοθέτη, τον παραγωγό, τους ηθοποιούς, τον σεναριογράφο κ.λπ., μπορούν να προσφέρουν μια ανάπτυξη κειμένου που στοχεύει σε νοήματα και πτυχές τα οποία δεν είναι ορατά στο κοινό μάτι που παρακολουθεί μια ταινία για απλή διασκέδαση ή οποιονδήποτε παρόμοιο σκοπό. Αυτή η κατηγορία αποτελείται από εκείνα τα «ψαγμένα» κείμενα που συνδυάζουν ψήγματα από όλες τις ταινίες του εκάστοτε δημιουργού, μεταξύ των οποίων πραγματοποιούν συνδέσεις, και αναδεικνύουν χαρακτηριστικά που προσφέρουν σε οποιονδήποτε σινεφίλ πρόσκαιρες ηδονικές αναγνώσεις μέσα από την –αρεστή σε όλους μας– συνάθροιση πολλών στοιχείων που συμπεριλαμβάνονται σε ταινίες που μας έχουν αρέσει σε ένα άρτιο κείμενο. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις αποτελούν κάτι παρόμοιο με εκείνο που στον χώρο της αισθητικής (έναν από τους βασικότερους κλάδους της φιλοσοφίας) έχει χαρακτηριστεί ως «τέχνη για την τέχνη».

Ακόμη λιγότεροι είναι εκείνοι οι οποίοι, όντας διαβασμένοι σε διάφορα ζητήματα, όχι απαραίτητα σχετικά με τις ταινίες, πραγματοποιούν συνδέσεις οι οποίες καταλήγουν σε κείμενα που αναδεικνύουν κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα σε ταινίες και θεωρίες – όχι απαραιτήτως φιλοσοφικές. Πρόκειται για κείμενα που μέσα από το παράδειγμα των ταινιών, χρησιμοποιώντας δηλαδή εικόνες που μπορεί ο καθένας μας να κατανοήσει (σίγουρα πολύ περισσότερο από την ανάγνωση δοκιμίων και συγγραμμάτων) παρουσιάζουν διάφορα στοιχεία θεωριών φιλοσοφικών ή επιστημονικών, τα οποία μπορούν να καταστούν περισσότερο κατανοητά μέσα από την εκάστοτε αναλογία. Έτσι, μπορεί να ριχθεί πολύ φως σε θεωρίες που είναι κάπως δυσνόητες ή απλώς να γίνει κάποια θεωρία πιο κατανοητή στους όχι ακόμη μυημένους στην εκάστοτε σκέψη. Τέτοιου είδους κείμενα, παρότι στριφνά και δύσκολα, είναι χρήσιμα ως παιδευτική μέθοδος ή για την ανάδειξη της γνώσης ενός αντικειμένου και της ικανότητας αντιστοιχίας της με απλούστερα παραδείγματα.

Ακόμη λιγότεροι –πόσοι έμειναν;– προσπαθούν το δυσκολότερο και ίσως σημαντικότερο έργο, τη σύνδεση της ταινίας με την ίδια τη ζωή. Μπορεί να ακούγεται απλό ή και αστείο, αλλά αυτή η κατηγορία κειμένων –σπάνια στο είδος της– χρησιμοποιεί χαρακτηριστικά από όλες τις προηγούμενες. Λιγότερα όσον αφορά στους ηθοποιούς ή δημιουργούς, αλλά πολύ περισσότερα σχετικά με την αντιστοιχία. Η τελευταία αυτή κατηγορία χρειάζεται γνώσεις οι οποίες θα αντιστοιχηθούν ώστε να φανερωθεί μία σύνδεση, όμως διαφοροποιείται ως προς τη χρήση της σύνδεσης. Η ανάδειξη της ομοιότητας ενός χ στοιχείου μιας θεωρίας και ενός ψ χαρακτηριστικού μιας ταινίας βοηθά στην καλύτερη κατανόηση του πρώτου. Η διερώτηση «τι μας ενδιαφέρει, όμως, αυτό στη ζωή μας;» αποτελεί το διαφοροποιητικό στοιχείο της τελευταίας κατηγορίας κειμένων. Εκείνος που θα απαντήσει πως «δεν με νοιάζει και πολύ, απλώς βλέπω μια ταινία και το να γνωρίζω ένα-δυο στοιχεία για τη δημιουργία της κάνει την ώρα μου να περνά πιο ευχάριστα» («...και με κάνει να το παίζω "ψαγμένος" στις παρέες μου»), κατατάσσεται στην πρώτη και δεύτερη κατηγορία. Κάποιος άλλος που θα απαντήσει πως «οι ταινίες προσφέρουν παραστατικότερα παραδείγματα για την κατανόηση περισσότερο δυσνόητων στοιχείων» κατατάσσεται στην τρίτη και μας προσφέρει –και τον ευχαριστούμε– τη δυνατότητα να κατανοήσουμε πτυχές θεωριών που θα χρειάζονταν ολόκληρα συγγράμματα για να κατανοηθούν. Εκείνος, όμως, που θεωρεί πως «το δημιούργημα ενός ανθρώπου όμοιου με εμάς, που η ίδια βιώσα πραγματικότητα τού γέννησε στην σκέψη, μπορεί να προσφέρει ένα τρόπο θεώρησής της (της πραγματικότητας) που να μας βοηθά στην περαιτέρω κατανόησή της», δεν αντιστοιχεί απλώς στοιχεία της ταινίας με θεωρίες ή με την πραγματικότητα, αλλά χρησιμοποιεί την ταινία και τα χαρακτηριστικά της ως εργαλεία. Διότι αποτελεί ένα εντελώς ξεχωριστό έργο η απλή αναφορά του τι είπε ο χ ή ο ψ στοχαστής και πώς αυτό μεταφέρθηκε στον ω μεταγενέστερο (και αυτό αποτελεί ρητή κριτική σε όλους εκείνους που συνεχίζουν να συγγράφουν βιβλία για το «τι είπε ο χ»), από την ανάδειξη του γιατί χρειαζόμαστε εμείς σήμερα τα λόγια εκείνου του χ ή του ψ. Μία απλή αναφορά στο τι είπε κάποιος αρχαίος φιλόσοφος διαφέρει από την προσέγγιση σε αυτόν ως προς το σε τι μπορεί να μας είναι χρήσιμα σήμερα τα λεγόμενά του. Η πρώτη κατηγορία –εκείνη που κάνει πανεπιστημιακούς τους ασχολούμενους με αυτήν– μπορεί να οδηγήσει σε απόψεις όπως «τα είπαν όλα οι αρχαίοι», ενώ η δεύτερη αναπτύσσει στοιχεία κριτικής. Όταν, πολύ περισσότερο, η κριτική καθίσταται αυτο-κριτική (ο ίδιος λαός κοιτά με κριτική ματιά τα γραφόμενα των προγόνων του), τότε αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη μείωση –ή και εξαφάνιση– πολλών σύγχρονων προβλημάτων, διότι περί προβλημάτων πρόκειται…

Δεν προφέρονται όλες οι ταινίες για παροχή εργαλείων ως προς το σήμερα και εκείνες που το κάνουν χρειάζεται να προσεγγιστούν μέσω των γνώσεων που κάποιος απαιτείται να έχει. Με άλλα λόγια, οι ταινίες δεν είναι το κλειδί, αλλά η κλειδαριά. Ο ερμηνευτής τους αποτελεί το κλειδί, το οποίο μπορεί να έχει ένα κάποιο σχήμα ήδη πριν από την είσοδό του στην κλειδαριά, αλλά κατά τη διάρκεια της ερμηνείας πλάθεται και το ίδιο, έως ότου η πόρτα να καταστεί ανοιχτή, ή τουλάχιστον ώσπου να φτάσει το κλειδί μέχρι κάποιο βάθος. Αυτή είναι και η αιτία της σπανιότητας τέτοιων κειμένων.

Η ταινία The Prestige αποτελεί μια τέτοια κλειδαριά, προσφέροντας έδαφος για την ανάλυση ενός πολύ συγκεκριμένου στοιχείου που όχι απλώς συναντάμε στην καθημερινότητά μας, αλλά ζούμε σε αυτό: της ιδεολογίας και του τρόπου λειτουργίας της. Της ιδεολογίας, όχι απλώς ως διοχέτευσης ιδεών και κατασκευής ιδανικών τα οποία ακολουθούνται από τη μάζα, αλλά, πολύ πιο ριζικά, της ιδεολογίας ως συνεχούς ζητουμένου από τη μάζα. Και να για γίνει ακόμη πιο περίπλοκο: της ιδεολογίας ως συνεχούς ζητουμένου από τη μάζα, η οποία γνωρίζει τι κάνει και συνεχίζει να το κάνει.

Η ταινία προσφέρεται ως εργαλείο όχι διότι μπορεί κανείς να βρει αναλογίες στον τρόπο δράσης του μάγου-ταχυδακτυλουργού[1] και του εισηγητή μιας ιδεολογίας σε σχέση με το κοινό της παράστασης και της μάζας, αλλά πολύ περισσότερο γιατί παρουσιάζει –και πρέπει να περιμένει κανείς μέχρι το τέλος της ταινίας για να πραγματοποιήσει τέτοιους συνειρμούς– ένα ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό που δίνει νόημα στις παραπάνω αναλογίες. Χωρίς αυτό, το μόνο που θα μπορούσε να κάνει κανείς σε ένα κείμενο, είναι να παρουσιάσει αντιστοιχίες μεταξύ του μάγου και του ιδεολόγου. Ακούγοντας όμως από το στόμα του μάγου τη διαγνωστική έκφραση «Το κοινό ξέρει την αλήθεια. Ο κόσμος είναι απλός. Μίζερος. […] Αλλά, αν μπορούσες να τους κοροϊδέψεις ακόμη και για ένα δευτερόλεπτο, μετά θα μπορούσες να τους κάνεις να αναρωτιούνται. Μετά πρέπει να δεις κάτι πολύ ιδιαίτερο. Ήταν το βλέμμα στα πρόσωπά τους», νοηματοδοτούμε με διαφορετικό τρόπο όλη την ταινία, ώστε να μπορεί αυτή να καταστεί εργαλείο για τους ανθρώπους σήμερα.

Θέλοντας να αποφευχθεί η ερμηνεία της ταινίας ως της αποκάλυψης διάφορων ταχυδακτυλουργικών τρικ –διότι αυτή η ανάγνωση θα αποτελούσε την παράδοση στο μεγαλύτερο ταχυδακτυλουργικό τρικ που έχει ετοιμάσει για εμάς ο σκηνοθέτης–, δεν θα δοθεί καθόλου σημασία στον τρόπο με τον οποίο ο εκάστοτε μάγος προσπαθεί να ξεπεράσει τον άλλον πάνω στη σκηνή αλλά και στη ζωή, χρησιμοποιώντας διάφορα κόλπα μέσα και έξω από το πάλκο. Η εστίασή μας θα επικεντρωθεί στη μεγαλύτερη εικόνα. Εκείνη που φανερώνει τον σκοπό του ταχυδακτυλουργού και την ανάγκη του κοινού. Πρωταρχική καθίσταται η ανάλυση της προαναφερθείσας λέξης «αναρωτιούνται». Θα μπορούσε να πει κανείς πως, αφού ο μάγος θέλει να κάνει το κοινό να αναρωτηθεί, τότε η επιθυμία του κρίνεται με θετικό τρόπο, καθώς θέλει να τους «ξυπνήσει» να τους κάνει να «δουν» την αλήθεια. Όμως, στην προηγούμενη ακριβώς φράση ο μάγος είπε: «το κοινό ξέρει την αλήθεια». Επομένως, το «τους κάνεις να αναρωτιούνται» κρύβει ένα άλλο νόημα. Ένα νόημα που σχετίζεται αφενός με την ανάγκη του κοινού και αφετέρου με τη γοητεία που ασκείται στον ίδιο τον μάγο. Το έργο, πέραν των άλλων, μας δείχνει πως όλη η ζωή του μάγου είναι η προσπάθεια για την επίτευξη ολοένα και περισσότερου γοήτρου. Γι’ αυτό αντιμάχεται ο ένας μάγος τον άλλον, γι' αυτό ο καθένας θέλει να δημιουργεί καινοτόμες ιδέες ώστε να ξεπερνά τους άλλους. Αυτό το αίσθημα, το «να αναρωτιούνται» οι θεατές, έγκειται στην εγκαθίδρυση στις ψυχές τους ενός ερεθίσματος που δεν θα απαλειφθεί ποτέ και θα τους κάνει να γεμίζουν ξανά και ξανά τις θέσεις του θεάτρου, ώστε να παρακολουθήσουν και πάλι τον μάγο. Εκείνο το «βλέμμα στα μάτια τους» που αντικρίζει ο μάγος μετά από την επιτυχία του κόλπου του, είναι το βλέμμα της επίγνωσης της εξαπάτησης. Το κοινό, διερωτώμενο «τι έγινε», θα αγοράσει και πάλι εισιτήριο στην επόμενη παράσταση, διότι αναρωτιέται «πώς γίνεται αυτό;». Ξακουστός μάγος είναι εκείνος του οποίου τα κόλπα δεν έχει καταφέρει να καταλάβει κανείς. Κι όμως, το σπουδαίο σε αυτό το ζήτημα είναι η ανάγκη του κοινού να ξαναδεί, να επαναλάβει, να εξαπατηθεί ξανά. Ο μάγος κατασκευάζεται ως φημισμένος μέσα από τη διαρκή αποτυχία «ξεσκεπάσματος»του τρικ. Και περνά όλη του τη ζωή δημιουργώντας κόλπα που θα γεννήσουν στο κοινό το βλέμμα της εκούσιας έκπληξης λόγω της –για άλλη μια φορά– αποτυχίας κατανόησης και άρα της εξαπάτησής του. Αυτό είναι το ανθρωπολογικό περιεχόμενο που μπορεί να βρει κανείς στη συγκεκριμένη ταινία. Εάν οι τελευταίες φράσεις του μάγου ολοκληρώνονταν λίγες γραμμές πιο πριν, τότε η ταινία αυτή θα ήταν άλλη μία ταινία εκδίκησης και πάθους στο πλαίσιο του τέλους του 19ου αιώνα, όπου οι ταχυδακτυλουργοί και τα μαγικά απέκτησαν μία ακμή. Όμως, η αναφορά στην ανάγκη για εξαπάτηση και στην ηδονή που λαμβάνεται μέσω αυτής παρέχει ένα άλλο περιεχόμενο στις ζωές και του μάγου και του κοινού. Σχολιάζεται δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο οι μεν ζουν από εκείνον, και εκείνος ζει μέσω αυτών. Θα μπορούσε να οδηγήσει, όμως, κάπου αυτή η γνώση ότι «εκείνος ζει μέσω αυτών»;

Εδώ είναι που έρχεται να τεθεί εκείνο το ερώτημα: «τι μας προσφέρει αυτή η ταινία στη ζωή μας;» Εδώ τίθενται οι βάσεις της διερώτησης μήπως αυτός ο ένας, που αποκτά τη δύναμή του μέσα από τη συνεχή θέλησή μας να μας εξαπατά, δεν μας βοηθά πουθενά. Πώς θα νοηματοδοτούσε τη ζωή του αυτός ο ένας αν δεν είχε εκλάβει εκείνο «το βλέμμα» ως διαρκή, καθ’ όλη του τη ζωή, αντίδραση του κοινού; Και τι κοινό θα ήταν εκείνο που θα είχε, πραγματικά, κατανοήσει τη σχέση του προς αυτόν τον έναν; Που θα είχε επίγνωση, δηλαδή, ότι εκείνος ζει μέσα από αυτούς, και όχι το ανάποδο; Αυτό είναι ένα από τα προτάγματα του ίδιου του Καστοριάδη, του στοχαστή της αυτονομίας, ως προς τη λειτουργία της ψυχανάλυσης: όχι η επίτευξη της πλήρους διαύγασης και κατανόησης του περιεχομένου του ασυνειδήτου (κάτι το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί ποτέ) αλλά η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γνώση επί των προερχόμενων από το ασυνείδητο αναγκών. Έτσι, το κοινό που γνωρίζει ότι ζητά την εξαπάτηση και απολαμβάνει την αποτυχία της αποκάλυψης της απάτης καθίσταται διαφορετικό από το κοινό που γνωρίζει ότι ζητά την εξαπάτηση και έως έναν βαθμό γνωρίζει γιατί απολαμβάνει την αποτυχία της αποκάλυψης της απάτης. Μέσω αυτού επανερχόμαστε στο ζήτημα της ιδεολογίας.

Όλη αυτή η προβληματική της συνέχειας της δράσης μέσα σε ένα πλαίσιο όπου υπάρχει η γνώση του τι συμβαίνει δεν συνεπάγεται κάποια σωκρατικού τύπου βλέψη ηθικής. Το να θεωρούμε, πλέον, ότι το κακό είναι αποτέλεσμα άγνοιας και ότι η γνώση συνεπάγεται ηθική, είναι μάλλον αφελές και το αφήνουμε για κάποιους –και είναι πολλοί– αρχαιολάγνους που θεωρούν ότι «οι αρχαίοι τα είπαν όλα» (άσχετα από το ότι δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτε γι’ αυτούς) και θεωρούν τους εαυτούς τους γνήσιους απογόνους τους. Η γνώση αυτή του πλαισίου χρειάζεται να διερευνηθεί ως προς τη φύση της. Το ότι «γνωρίζω» τι κρύβεται πίσω από ένα σύστημα, ή το ότι γνωρίζω πώς λειτουργεί ο ένας ή ο άλλος μηχανισμός που μου παρέχει το χ ή ψ προϊόν, αποτελεί άραγε εκείνη τη γνώση που μπορεί να με κινητοποιήσει για κάποια αλλαγή τρόπου ζωής; Οποιονδήποτε και αν ρωτήσει κανείς σχετικά με τις αγορές του θα απαντήσει «ναι, το ξέρω, αλλά τι να γίνει», «ναι, το ξέρω, αλλά», «αλλά»…, «αλλά»… Αυτό το «ναι, το ξέρω», είναι το «ναι, το ξέρω ότι εξαπατήθηκα, μάγε, και θα έρθω και αύριο να με εξαπατήσεις, διότι ξέρω ότι δεν μπορώ να σε αποκαλύψω». Είναι το ίδιο «ναι, το ξέρω» που επιζητά το εκάστοτε σύστημα για την ιδεολογία του: «ναι, το ξέρω ότι παιδιά σε τριτοκοσμικές χώρες φτιάχνουν το παπούτσι μου, αλλά θα έρθω και αύριο να πάρω ένα ζευγάρι, γιατί είναι πολύ ωραία και η ωραιότητα είναι το ζητούμενο σήμερα». Αυτό το επιφανειακό και απλώς αναφορικό «ξέρω» δεν αποτελεί κάποια ουσιώδη γνώση. Το «ξέρω ότι με εξαπατάς» είναι διαφορετικό από το «ξέρω γιατί με εξαπατάς». Το δεύτερο χρειάζεται αυτοκριτική, χρειάζεται βλέψη για κοινωνική διάγνωση και αλλαγή. Χρειάζεται παιδεία και θέληση. Αν καταλάβουμε, έστω και λίγο, πως ο σημερινός αόρατος μάγος που διέπει τις ζωές μας ζει από εμάς, ότι εμείς τον έχουμε δημιουργήσει και τον διαιωνίζουμε, καθήμενο σε μία κενή θέση της οποίας το σχήμα –και αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε ποτέ– φτιάχνουμε εμείς, τότε μπορεί να αναδιαμορφώσουμε τη σχέση μας με αυτόν και να καταλάβουμε ότι ναι μεν μας αρέσει να μας εξαπατά, αλλά η μορφή της εξαπάτησης καθώς και η δύναμή της ορίζεται κάθε φορά από τη μορφή της απόλαυσης που εμείς θέτουμε στους εαυτούς μας.

Η ταινία, λοιπόν, όπως και αυτό το άρθρο, δεν στόχευαν στην ανάδειξη μιας λύσης σε κάποιο πρόβλημα. Όποιος ψάχνει λύση στα προβλήματα του κόσμου μας μέσα σε θεωρητικά κείμενα μόνο, και όχι στον ίδιο τον κόσμο και την ίδια την κοινωνική πρακτική, λυπάμαι, αλλά δεν θα βρει αυτό που ψάχνει. Κι εγώ ο ίδιος, αν θεωρούσα πως δίνω κάποια απάντηση σε ζητήματα που τόσο ριζικά διέπουν την πραγματικότητά μας, τότε δεν θα ήμουν τίποτα παραπάνω από ένας ταχυδακτυλουργός που οικειοθελώς κρύβει την πραγματικότητα σαν πουλί μέσα σε κλουβί, σκεπάζοντάς την με ένα φανταχτερό μαντήλι, και, αφού την εξαφανίσει με την ελπίδα ότι θα την ξαναφέρει πίσω με μία κίνηση, θεωρώντας ότι είναι του χεριού του, εκείνη κάθε φορά επιστρέφει ολοένα και πιο διαστρεβλωμένη – και όλα αυτά, μόνο και μόνο για το βλέμμα των αναγνωστών, μεταφρασμένο σε επευφημίες και όμορφα για τα κείμενά μου λόγια. Όμως, τα κείμενα, οι ταινίες και όλα τα συναφή παρέχουν μόνο ερεθίσματα που χρειάζεται να μεταφέρουμε, έστω και κρατώντας τα στο πίσω μέρος του μυαλού μας, στην καθημερινή μας διάνοιξη προς τον κόσμο, τον πραγματικό, κοινωνικό, συνεχώς μεταβαλλόμενο από εμάς κόσμο.

 

Σημείωση

[1] Εκείνο που πραγματεύεται η ταινία, εν ολίγοις, είναι η αντιζηλία μεταξύ δύο μάγων-ταχυδακτυλουργών κατά την περίοδο του τέλους του 19ου αιώνα.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Περπερίδης