Πολύ συχνά έχει τονιστεί η άρρηκτη σχέση και, κατά κάποιον τρόπο, η αμοιβαία προϋπόθεση, της ατομικής και της συλλογικής αυτονομίας. Πράγματι, όχι λίγες φορές ο Καστοριάδης παρατηρεί ότι η αυτόνομη κοινωνία προϋποθέτει αυτόνομα άτομα και τα αυτόνομα άτομα προϋποθέτουν μια αυτόνομη κοινωνία. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, το θέμα που τίθεται έγκειται στο να προσδιορίσουμε πώς μπορούμε να στοχαζόμαστε, να επιθυμούμε και να επιδιώκουμε την αυτονομία ζώντας σε μια σύγχρονη «φιλελεύθερη ολιγαρχία», σύμφωνα με τη διατύπωση του φιλοσόφου αναφορικά με τα δυτικά κοινοβουλευτικά καθεστώτα. Με άλλα λόγια, η αυτονομία των ατόμων και της κοινωνίας σχηματίζει έναν κύκλο. Αφού όμως εμείς αυτή τη στιγμή δεν βρισκόμαστε εντός του, είμαστε άραγε δια παντός αποκλεισμένοι από αυτόν; Ή μήπως μπορούμε να τον σπάσουμε, ώστε να γίνουμε κομμάτι του και να αρχίσουμε να τον πραγματώνουμε πάλι από την αρχή;
Το ζήτημα είναι σημαντικό και μπορούμε ήδη εξ αρχής να σημειώσουμε ότι δεν πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία μέσα στο συνολικό έργο του Καστοριάδη. Ο φιλόσοφος έχει παρατηρήσει ότι, κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα ex nihilo οντολογική δημιουργία, γινόμαστε μάρτυρες ενός παραδόξου: η δημιουργία φαίνεται σαν να προϋποθέτει τον εαυτό της .Έτσι, παραδείγματος χάρη, το πρώτο κύτταρο που εμφανίζεται, θα πρέπει να διαθέτει ήδη και τις λειτουργίες αναπαραγωγής του. Επίσης, η πρώτη κοινωνία που δημιουργείται προϋποθέτει την ύπαρξη μιας γλώσσας, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κοινωνίας. Συναντάμε εδώ, χωρίς διάθεση αστεϊσμού, μια εκδοχή του περίφημου προβλήματος με το αυγό και την κότα. Αυτό το φαινόμενο ο φιλόσοφος το ονομάζει πρωταρχικό (ή πρωτόγονο) κύκλο της δημιουργίας (βλ πχ Η ελληνική πόλις και η δημιουργία τη δημοκρατίας, στον τόμο Χώροι του ανθρώπου, 180).
Σύμφωνα με αυτά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε χωρίς να πέφτουμε έξω ότι και στην περίπτωση της γέννησης της αυτονομίας συναντάμε έναν τέτοιο κύκλο. Υπάρχει όμως και μια διαφορά, που δεν είναι αμελητέα. Η αυτονομία τίθεται από τον Καστοριάδη όχι ως ένα απλό αντικείμενο φιλοσοφικής μελέτης, αλλά και ως πολιτικό πρόταγμα, πράγμα που σημαίνει ότι εν προκειμένω δεν μας αρκεί απλώς να μένουμε σαστισμένοι μπροστά στο παράδοξο της δημιουργίας κάποιου ριζικά νέου πράγματος, αντιθέτως μπορούμε να επιδιώξουμε μια τέτοια δημιουργία συνειδητά, να τη διεκδικήσουμε, να παλέψουμε γι’ αυτή. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει και κάποιος τρόπος εξόδου από τον σημερινό κύκλο της ετερονομίας και απαρχής σχεδιασμού του αντίστοιχου της αυτονομίας.
Πρώτα απ’ όλα, κάτι τέτοιο είναι δυνατό επειδή, παρόλο που στο πλαίσιο των ετερόνομων κοινωνιών τα άτομα θεσμίζονται ως ετερόνομα, αυτή η διάπλαση, αυτή η κοινωνική κατασκευή του υποκειμένου δεν είναι ποτέ πλήρης. Η θέσμιση του ατόμου, ο εκκοινωνισμός του με βάση τις φαντασιακές σημασίες, τις αξίες και τις πρακτικές της κοινωνίας στην οποία γεννιέται, δεν φτάνει ποτέ στο σημείο της πλήρους καθυπόταξής του. Πάντα υπάρχει μια απροθυμία υποταγής από τη μεριά κάποιων ανθρώπων κι αυτό μπορεί να αποδοθεί μάλλον στον αδάμαστο χαρακτήρα της ανθρώπινης φαντασίας και επιθυμίας. Ποτέ μια κοινωνία, όσο ετερόνομη κι αν είναι, δεν καταφέρνει να φτάσει στο σημείο που έφτασε το Κόμμα της οργουελιανής δυστοπίας του 1984, να κάνει, δηλαδή, τους αντιστεκόμενους να αγαπήσουν αληθινά τον Μεγάλο Αδερφό (πράγμα που θα σήμαινε ότι έχει καταφέρει να χαλιναγωγήσει και τις βαθύτερες επιθυμίες και ενορμήσεις τους, που διαμεσολαβούνται από τη φαντασία).
Αυτό εξηγεί και το πώς κατέστη δυνατή η πρωταρχική ανάδυση του νοήματος της αυτονομίας μέσα σε καιρούς πολύ πιο σκοτεινούς και ετερόνομους από τους δικούς μας. Μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι, για έναν αιγύπτιο δούλο που ζούσε το 900 π.Χ., η ιδέα της αμφισβήτησης της θεσμισμένης παράστασης του κόσμου και της κατεστημένης εξουσίας που ξεκίνησε σιγά σιγά λίγους αιώνες αργότερα στη γειτονική του Ελλάδα, με την απαρχή της φιλοσοφίας και σχεδόν αμέσως της δημοκρατίας, δεν θα ανήκε καν στο πλαίσιο της επιστημονικής φαντασίας. Κι όμως συνέβη.
Όμως η έλλειψη επιβολής εξαντλητικών καθορισμών των ανθρώπινων υποκειμένων από τη μεριά της εκάστοτε θεσμισμένης εξουσίας είναι απλώς το πρώτο αναγκαίο βήμα, η αναγκαία, πλην όμως όχι και ικανή, συνθήκη. Συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει η δυνατότητα της αυτονομίας, πώς όμως αυτή μπορεί να ευδοκιμήσει; Η μόνη πιθανή απάντηση φαίνεται να είναι ότι κάποια υποκείμενα, εν μέρει διαμορφωμένα στο πλαίσιο μιας ετερόνομης κοινωνίας, έχουν ωστόσο την επιθυμία να βγουν από την ετερόνομη κατάσταση και αναπτύσσουν μια από κοινού πολιτική δραστηριότητα που αποσκοπεί στη θέσμιση μιας αυτόνομης κοινωνίας. Έτσι, καλούμαστε να ασχοληθούμε με μια σειρά από σημαντικές καστοριαδικές έννοιες που επικοινωνούν μεταξύ τους: πράξη, πρόταγμα, διαύγαση.
«Αποκαλούμε πράξη αυτό το πράττειν, μέσα στο οποίο σκοπεύουμε τον άλλον ή τους άλλους ως αυτόνομα όντα, και τους θεωρούμε ως τον ουσιαστικό παράγοντα της ανάπτυξης της ίδιας τους της αυτονομίας.» (Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, 114) Η πράξη, λοιπόν, είναι μια δραστηριότητα που αναπτύσσεται με στόχο την αυτονομία των άλλων ανθρώπων και , γενικότερα, της κοινωνίας. Αυτός είναι ο τρόπος, σε ένα πρώτο επίπεδο, να βγούμε από τον κύκλο της αμοιβαίας προϋπόθεσης ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας. Κάποιοι άνθρωποι, προφανώς μέσα από τους κόλπους μιας ετερόνομης (τουλάχιστον εν μέρει) κοινωνίας, πράττουν με στόχο την αυτονομία. Βεβαίως, το λογικό είναι ότι ο αγώνας γι’ αυτή δεν θα τη στοχεύει ως απλή φόρμα, ως ένα γενικό "θέλουμε να δώσουμε τον νόμο στον εαυτό μας", αλλά θα συνοδεύεται πάντα κι από αιτήματα για ουσιαστικά περιεχόμενα των νόμων, για αξίες, σημασίες και διεκδικήσεις που αυτά τα άτομα θα θεωρούν ουσιώδεις- αυτό, όμως είναι μια άλλη συζήτηση.
Αυτή η πολιτική πράξη έχει ένα πολύ ενδιαφέρον χαρακτηριστικό, που τη διαφοροποιεί από την πράξη που στοχεύει στην εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωτικού ή ενός γραφειοκρατικού καθεστώτος: βλέπει τους άλλους ανθρώπους, τους οποίους θέλει να κάνει αυτόνομους, όχι ως ένα πλαστικό υλικό που χρειάζεται έξωθεν διαμόρφωση, αλλά ως ενεργητικούς φορείς της στοχευόμενης αυτονομίας. Οι άλλοι πρέπει να παρακινηθούν να γίνουν αυτόνομοι, αλλά δεν μπορούν να αναγκαστούν να γίνουν, όπως ακριβώς κάποιος μπορεί να παρακινηθεί να σκεφτεί ή να φιλοσοφήσει, αλλά δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να το κάνει. Η ενεργητικότητα του ανθρώπου, το γεγονός ότι δεν είναι αντικείμενο αλλά υποκείμενο, αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για τη συγκρότηση της έννοιας της πράξης.
Με άλλα λόγια, η πράξη αποτελεί ένα κάλεσμα που στοχεύει να ενεργοποιήσει τους κρυμμένους σπόρους, τις δυνατότητες για ελεύθερη σκέψη και δραστηριότητα που υπάρχουν μέσα σε κάθε άνθρωπο. Η αυτονομία δεν μπορεί να επιβληθεί, γιατί δεν είναι εξωτερική ως προς την κοινωνία, όπως ήταν, λόγου χάρη, το γραφειοκρατικό καθεστώς της ΕΣΣΔ: ή θα «ασκείται» ενεργητικά από τα υποκείμενά της ή δεν θα υπάρχει. Αν τυχόν επιβληθεί, δεν θα είναι αυτονομία.
Έτσι, για να δώσουμε ένα παράδειγμα γι’ αυτό που νομίζουμε ότι εννοεί ο Καστοριάδης, η δημιουργία ενός αυτοδιαχειριζόμενου εγχειρήματος, είτε αυτό βρίσκεται στον χώρο της εργασίας (ξέρουμε, παραδείγματος χάρη, ότι ο φιλόσοφος είχε παθιαστεί με το πείραμα αυτοδιαχείρισης στο γαλλικό εργοστάσιο ρολογιών της LIP και ότι το επισκεπτόταν συνέχεια), είτε στον χώρο της εκπαίδευσης ή άλλού, πάντα αναγκαστικά θα ξεκινήσει από μια ομάδα ατόμων που επιθυμούν την έξοδο από την ετερόνομη κατάσταση. Όμως αυτά τα άτομα, αν πράγματι αποσκοπούν στην αυτονομία, δεν θα δουν τους εαυτούς τους σαν κάποιου είδους λενινιστική πρωτοπορία, σαν επαγγελματίες επαναστάτες που πρέπει να βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά από το πλήθος και να το κάνουν να συνειδητοποιεί τα συμφέροντά του. Ακριβώς επειδή η αυτονομία δεν είναι prêt à porter ρούχο που περιμένει να φορεθεί , αλλά στηρίζεται στην ενεργητική δράση των αυτόνομων υποκειμένων, οι θεμελιωτές αυτού του εγχειρήματος θα πρέπει να προσπαθήσουν να το «ανοίξουν» στον κόσμο, στους συναδέλφους τους, ώστε όσοι εντάσσονται στους κόλπους του, να πραγματώνουν εν μέρει και να «εκπαιδεύονται» στην άσκηση της αυτονομίας, ακριβώς ασκώντας την στην πράξη (συμμετέχοντας στις αποφασιστικές συνελεύσεις, παίρνοντας τον λόγο, προτείνοντας, διαφωνώντας).
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η δράση προς την αυτονομία δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο αν οι πράξεις των αγωνιζόμενων ατόμων και ομάδων ενσαρκώνουν, συνοδεύονται και εμπνέονται από κάποιες καινούριες αξίες, στόχους, επιδιώξεις και, για να το πούμε στη γλώσσα του Καστοριάδη, από καινούριες φαντασιακές σημασίες, οι οποίες μάλιστα είναι αντιπαραθετικές προς τις ισχύουσες στο πλαίσιο της ετερόνομης κοινωνίας. Αν, όπως σημειώνει ο φιλόσοφος, "ο κύριος των φαντασιακών σημασιών έχει τον θρόνο που πιο ψηλά από τον κύριο της βίας" (Οι ομιλίες στην ελλάδα, 64), τότε είναι σαφές ότι, για να αλλάξουμε την κοινωνία, οφείλουμε πρώτα απ' όλα να αλλάξουμε το φαντασιακό της, δηλαδή να δημιουργήσουμε και να προβάλλουμε μέσα από τις πράξεις μας διαφορετικά νοήματα και νέες αξίες οι οποίες να μπορούν να ντύσουν τη ζωή και τον κόσμο.
Να συναρμόσει τα δύο στοιχεία που αναφέραμε εδώ, δηλαδή την πολιτική πράξη προς την αυτονομία και την επένδυσή της με καινούριες φαντασιακές σημασίες, προσπαθεί άλλωστε και μια απάντηση του Καστοριάδη στον Σερζ Λατούς, στο πλαίσιο μιας συζήτησης του πρώτου με την ομάδα MAUSS, που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1994. Εκεί, ο φιλόσοφος αναφέρει: "Μια αυτόνομη κοινωνία δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί παρά μόνο μέσω της αυτόνομης δράσης της κοινωνίας. Μια τέτοια δράση προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι επενδύουν ξεκάθαρα σε άλλο πράγμα από τη δυνατότητα να αγοράσουν μία καινούρια έγχρωμη τηλεόραση. Ακόμη βαθύτερα, προϋποθέτει ότι το πάθος για τη δημοκρατία και την ελευθερία, το πάθος για τα κοινά, παίρνει τη θέση της ψυχαγωγίας, του κυνισμού, του κομφορμισμού, του αγώνα δρόμου για την κατανάλωση. Με λίγα λόγια προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι το οικονομικό παύει να είναι η κυρίαρχη ή αποκλειστική αξία". (Δημοκρατία και σχετικισμός, 118).
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Νίκος Ιωάννου, σε μια ενδιαφέρουσα πρόσφατη προσπάθεια να κάνει την καστοριαδική σκέψη να συνομιλήσει με την επικαιρότητα, παρατηρεί ότι τα συνεργατικά και αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα, που έχουν πληθύνει από την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, δεν στηρίζονται στην πίστη των συμμετεχόντων ότι θα πλουτίσουν, αλλά στην ανάγκη τους να νοηματοδοτήσουν την εργασία και τη ζωή τους με έναν τρόπο ριζικά διαφορετικό σε σχέση με τον κυρίαρχο στις σημερινές κοινωνίες, "να μπουν σε μια διαδικασία όπου εκφράζουν νέα νοήματα". (Μετά τον Καστοριάδη, 187).
Τώρα, ακριβώς λόγω αυτού του ανοιχτού χαρακτήρα της αυτόνομης πολιτικής, ανοίγεται μπροστά μας ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον ζήτημα, σχετικά με το βαθμό διαφάνειας και τη δυνατότητα ακριβούς προσδιορισμού της πολιτικής πράξης, με την καστοριαδική έννοια του όρου. Σε ένα επίπεδο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πράξη «είναι βέβαια μια συνειδητή δραστηριότητα και δεν μπορεί να υπάρξει παρά μέσα στη διαύγεια». Ταυτόχρονα, όμως, «είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την εφαρμογή μιας προηγούμενης γνώσης» (ΦΘΚ, 115). Υπό αυτό το πρίσμα, εντοπίζουμε άλλη μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην αυτόνομη πολιτική δραστηριότητα και στην κλασική μαρξιστική επαναστατική θεωρία, που θεωρεί ότι κατέχει τους νόμους εξέλιξης της κοινωνίας, που πιστεύει ότι γνωρίζει ποιος είναι ο τελικός στόχος, και κατά συνέπεια προσπαθεί να επιτηρήσει ή να επισπεύσει την εφαρμογή αυτών των νόμων και αυτής της γνώσης.
Καθώς η αυτονομία δεν είναι ένα τέλος της πολιτικής, αλλά μάλλον η αρχή της, καθώς οι στόχοι δεν είναι τεθειμένοι εκ των προτέρων, αλλά ανακαλύπτονται και προκύπτουν κάθε φορά μέσα στη ζωντανή κοινωνική ζωή, πρέπει, αν θέλουμε να μείνουμε μέσα στο πλαίσιο της καστοριαδικής θεώρησης, να εγκαταλείψουμε το φάντασμα μιας πλήρους επαναστατικής θεωρίας. Από την άλλη, η πολιτική δράση δεν πρέπει να είναι τυφλή, ακυβέρνητο καράβι που δεν ξέρει προς τα πού πηγαίνει και άρα δεν μπορεί να υπολογίσει ούτε τι είναι καλό ή κακό για τους σκοπούς της. Για να συναρμόσει αυτές τις δύο παρατηρήσεις, ο Καστοριάδης εισάγει την έννοια της διαύγασης.
Στον αντίποδα της σύλληψης της πολιτικής ως μηχανικής εφαρμογής μιας ήδη υπάρχουσας γνώσης ή θεωρίας, η οποία κατά τη γνώμη του μπορεί να υπάρξει μόνο στο πεδίο της τεχνικής και όχι σε αυτό της ανθρώπινης κοινωνίας, ο Καστοριάδης προτείνει την διαυγασμένη πολιτική δράση. Θα μπορούσαμε να πούμε, παίρνοντας τη λέξη κυριολεκτικά, ότι στην πολιτική βαδίζουμε ρίχνοντας φως στα σημεία που μας αποκαλύπτει ο ίδιος ο βηματισμός μας και τα οποία δεν θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε καν συναντήσει χωρίς αυτόν τον βηματισμό. Η πράξη και η θεωρία προχωράνε χέρι χέρι, τροφοδοτούν η μία την άλλη, ενώ στο βάθος τελικός στόχος παραμένει πάντα η αλλαγή της κοινωνίας. Όπως το θέτει ο ίδιος ο φιλόσοφος, «η θεωρία θα ήταν αδύνατο να δοθεί εκ των προτέρων, εφόσον αναδύεται συνεχώς από την ίδια τη δραστηριότητα. Διαύγαση και μετασχηματισμός του πραγματικού πορεύονται, μέσα στην πράξη, σ’έναν αμοιβαίο προσδιορισμό (…) Όμως, στη λογική δομή του συνόλου που αποτελούν, η δραστηριότητα προηγείται από τη διαύγαση, διότι για την πράξη ο έσχατος βαθμός δεν είναι η διαύγαση, αλλά ο μετασχηματισμός του δεδομένου» (ΘΦΚ, 115). Για να το πούμε απλά, στην πολιτική, όσο καλά προετοιμασμένος και να είναι κάποιος, υπάρχει πάντα ένα ανεξάλειπτο «βλέποντας και κάνοντας», που ίσως θα μπορούσε καλύτερα να τεθεί ως «κάνοντας και βλέποντας».
Κάτω από αυτό το φως, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε και τι σημαίνει πρόταγμα. «Είναι μια καθορισμένη πράξη θεωρούμενη ως προς τους δεσμούς της με το πραγματικό, ως προς το συγκεκριμενοποιημένο ορισμό των στόχων της, ως προς την εξειδίκευση των μεσεύσεών της. Είναι η πρόθεση ενός μετασχηματισμού του πραγματικού που καθοδηγείται από μια παράσταση του νοήματος αυτού του μετασχηματισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές συνθήκες και εμψυχώνοντας μια δραστηριότητα.» (ΘΦΚ, 117) Κάτι τέτοιο, φυσικά, απέχει παρασάγγας από το να είναι ένα εξαντλητικό «επιστημονικό» πρόγραμμα χωρίς κενά.
Κλείνοντας, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτός ο ανοιχτός, μη εξαντλητικά προσδιορίσιμος χαρακτήρας της πολιτικής δραστηριότητας που στοχεύει στην αυτονομία δεν είναι τυχαίος, αλλά συνδέεται βαθύτατα με την ίδια την έννοια της αυτονομίας, όπως προσπαθήσαμε να το περιγράψουμε. Ακριβώς επειδή η αυτονομία δεν μπορεί να περιγραφεί πλήρως εκ των προτέρων, γιατί τότε δεν θα ήταν αυτονομία, ακριβώς επειδή το περιεχόμενων των νόμων της αυτονομίας, όπως και το νόημα της ζωής των ανθρώπων σε μια αυτόνομη κοινωνία, δεν μπορεί παρά να δοθεί από τους ίδιους και όχι από κάποιον θεωρητικό, γι’ αυτό και η πράξη, η διαυγασμένη πολιτική δραστηριότητα που στοχεύει στην αυτονομία, δεν μπορεί να περιχαρακωθεί a priori. Κι αυτή η αποσπασματικότητα , η διαρκής τροποποίησης και ανανέωση, η σχετική διαύγεια στη θέση της πλήρους θεωρίας, δεν είναι ούτε κάποιο αναγκαίο κακό, ούτε κάποιο «μη χείρον βέλτιστον» (ΘΦΚ, 116). Οφείλεται στον ελεύθερο χαρακτήρα του αυτόνομου προτάγματος, αλλά και στην αντίσταση που προβάλλει η πραγματικότητα, και μάλιστα η πολιτική, σε κάθε συνολισμό που διατείνεται ότι είναι πλήρης.
Τελικά, ο τρόπος σύνδεσης και περάσματος από την ατομική στη συλλογική αυτονομία, μέσα από τις έννοιες της πράξης, του προτάγματος και της διαύγασης, δεν είναι τυχαίος. Η αυτονομία, όταν είναι πραγματική και ζωντανή, κι όχι αυτονομία ενός διάφανου υποκειμένου του Ορθού Λόγου, όπως συμβαίνει στον Καντ, αντιστέκεται στους εκ των προτέρων καθορισμούς, και καλεί τους ανθρώπους να επιπωματίσουν αυτήν την a priori τρύπα: ασκώντας οι ίδιοι την ελευθερία τους, θα πρέπει να ανακαλύψουν τι μπορεί να σημαίνει να είναι κανείς ελεύθερος.
[Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι έργο του Wassily Kandinsky: Σύνθεση, 1923]