Θεωρία

Επιλύοντας το pourtant του Rousseau

 

Τον Απρίλιο του 2011 o Eduardo Colombo, αναρχικός στοχαστής, ψυχίατρος και προσωπικός γνώριμος του Καστοριάδη, ρωτήθηκε στο πλαίσιο μιας συνέντευξης αν συμμερίζεται τον καστοριαδικό προσδιορισμό του στόχου της ψυχανάλυσης ως ατομικής αυτονομίας. Απάντησε ως εξής: "Δεν ξέρω μέχρι ποιο σημείο ο ίδιος ο Καστοριάδης θα συμφωνούσε με αυτή τη διατύπωση αν δεν συμπληρωθεί. Είναι σίγουρο ότι σκοπός της ψυχανάλυσης είναι η αυτονομία του υποκειμένου. Συγχρόνως όμως, γνωρίζουμε ότι ο βαθμός της αυτονομίας που μπορεί να προσδοκά ένα υποκείμενο περιορίζεται από τη δομή μιας ετερόνομης κοινωνίας. Δηλαδή η αυτονομία του υποκειμένου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αυτονομία της κοινωνίας". [1]

Πράγματι, εκτός από τη φιλοσοφική συσχέτιση της ατομικής και της συλλογικής αυτονομίας, που προκύπτει, όπως δείξαμε σε προηγούμενο κείμενο, από το γεγονός ότι το άτομο πάντα σχετίζεται με τους άλλους στο πλαίσιο μιας κοινωνίας και συγκροτείται ως υποκείμενο χρησιμοποιώντας τη γλώσσα τους, τις σημασίες τους, τους θεσμούς τους, η στενή σύνδεση μεταξύ των δύο διαστάσεων της αυτονομίας εντοπίζεται και μέσα στο πεδίο της πράξης, της ζωής. Όπως το θέτει ο ίδιος ο Καστοριάδης, "σε μια ξενωτική κοινωνία, ακόμη και για τα σπάνια άτομα για τα οποία η αυτονομία έχει νόημα, δεν μπορεί παρά να παραμείνει ακρωτηριασμένη, γιατί συναντά, στις υλικές συνθήκες και στα άλλα άτομα, εμπόδια συνεχώς ανανεούμενα". [2] Το ζήτημα, λοιπόν, του τι μπορεί να σημαίνει αυτονομία για μια κοινωνία τίθεται εκ των πραγμάτων στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας.

Γίνεται αμέσως σαφές ότι η αυτονομία στο επίπεδο της κοινωνίας δεν μπορεί να είναι ακριβώς ταυτόσημη με αυτή στο επίπεδο του ατόμου, ακριβώς γιατί μέσα σε μια κοινωνία ζουν πολλά άτομα, το καθένα από τα οποία έχει τις δικές του βλέψεις και προτιμήσεις, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν στόχοι, δραστηριότητες, ζητήματα και αποφάσεις που απαιτούν τη συμμετοχή και μάλιστα τη συνεργασία των περισσότερων ή και όλων αυτών των ατόμων. Υπάρχουν αναρίθμητες περιπτώσεις στη ζωή που υπερβαίνουν τα όρια της ατομικής απόφασης και ευθύνης. Είναι επομένως αφελές να θεωρήσουμε ότι η αυτονομία στο κοινωνικό επίπεδο θα σήμαινε να κάνει το κάθε άτομο ξεχωριστά ό,τι θέλει, δίνοντας τάχα έτσι τον νόμο στον εαυτό του. Παρόλη την απλοϊκότητά του αυτός ο τρόπος σκέψης, που παραγνωρίζει βασικές συλλογικές λειτουργίες κάθε κοινωνίας, έχει γοητεύσει, με διαφορετικό τρόπο, τόσο φιλελεύθερους όσο και αναρχικούς στοχαστές. Οι πρώτοι βλέπουν την κοινωνία σαν ένα κενό μέσα στο οποίο κάθε άτομο είναι ελεύθερο να επιδιώξει το δικό του αγαθό, παραβλέποντας ότι η κοινωνία δεν είναι απλώς ένα άθροισμα ατόμων, ενώ πολλοί από τους δεύτερους, όπως ο Στίρνερ, καταλήγουν να θεωρήσουν ότι η ελευθερία είναι αδύνατη μέσα στην κοινωνία και στους θεσμούς, ως εάν να μπορούσαμε να διανοηθούμε -και μάλιστα να επιδιώξουμε!- μια εξωκοινωνική κατάσταση.

Πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσουμε τη λύση με άλλον τρόπο. Αν θα θέλαμε να αποδώσουμε σχηματικά τη λύση του Καστοριάδη σε αυτό το ζήτημα, θα λέγαμε ότι κάνει περίπου τον εξής συλλογισμό: ο άνθρωπος υπάρχει μόνο μέσα στην κοινωνία και δεν νοείται κοινωνία χωρίς νόμους και χωρίς θεσμούς· επομένως αυτόνομος ως μέλος μιας κοινωνίας μπορώ να πω ότι είμαι όταν ο κοινωνικός νόμος είναι και δικός μου νόμος, όχι με την έννοια ότι τον επιβάλλω μόνος μου ή ότι γίνεται πάντα αυτό που θέλω (τότε θα ήμουν τύραννος), αλλά με την έννοια ότι συμμετέχω πραγματικά και ουσιαστικά στη διαδικασία συζήτησης και ψήφισης του νόμου.

Το ζήτημα, δηλαδή, της κοινωνικής αυτονομίας είναι το ζήτημα της ελευθερίας μέσα στην κοινωνία. Πώς μπορώ να είμαι ελεύθερος ενώ ζω αναγκαστικά μέσα σε μια κοινωνία, η οποία έχει θεσμούς, που από τη φύση τους είναι σε έναν βαθμό περιοριστικοί; Όπως το έθεσε ο Ρουσώ, πώς γίνεται, ενώ ζω με άλλους ανθρώπους, να είμαι παρόλ' αυτά (pourtant) το ίδιο ελεύθερος όσο και αν ζούσα χωρίς αυτούς; [3] Η απάντηση του Καστοριάδη εδώ είναι, σε ένα πρώτο επίπεδο, ότι δεν γίνεται ή, καλύτερα, ότι το ερώτημα δεν έχει καν νόημα γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος έξω από την κοινωνία, δεν υπάρχει εξωκοινωνική, φυσική κατάσταση στην οποία δεν θα ήμουν αναγκασμένος να ζω με άλλους ανθρώπους. Στον βαθμό όμως που παραχωρούμε στον Ρουσώ την ποιητική άδεια και εκλαμβάνουμε τη φράση του όχι κυριολεκτικά, αλλά ως διερώτηση σχετικά με την κοινωνική ελευθερία, ο Καστοριάδης απαντάει: η ελευθερία βρίσκεται στην αυτονομία, που είναι η ρητή και συλλογική αυτοθέσμιση της κοινωνίας. Πράγμα που μας φέρνει στην ανάγκη να φωτίσουμε αυτές τις κεντρικές έννοιες του καστοριαδικού έργου.

Πρώτα πρώτα, τι σημαίνει θέσμιση; Θέσμιση είναι όχι μόνο οι επί μέρους θεσμοί, όπως το χρήμα, τα δικαστήρια, ο πρόεδρος της δημοκρατίας ή οι Ολυμπιακοί αγώνες, αλλά επίσης και ό,τι μέσα στην Ιστορία δεν είναι φυσικό, αλλά προέρχεται από την κοινωνία. Θέσμιση είναι τα εργαλεία, θέσμιση είναι η γλώσσα, θέσμιση οι αξίες και οι κοινωνικές νόρμες, θέσμιση είναι το περιεχόμενο του φαγητού μας (όχι οι θερμίδες που πρέπει να πάρει ένας άνθρωπος για να ζήσει, αλλά το από πού θα τις πάρει). Η λέξη θέσμιση, λοιπόν, χρησιμοποιείται με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου, για να συμπεριλάβει "όλα όσα, με ή χωρίς τυπική κύρωση, επιβάλλουν τρόπους του δραν και του σκέπτεσθαι". [4]

Αυτή, λοιπόν, η θέσμιση, η οργάνωση της κοινωνίας, είναι για τον Καστοριάδη πάντα έργο της ίδιας της κοινωνίας, της φαντασίας και της δημιουργικότητας των ανθρώπων. Είναι, με μια λέξη, αυτοθέσμιση: τους νόμους δεν τους έδωσε ο θεός στον Μωυσή. Στη συντριπτική όμως πλειονότητα των ιστορικών κοινωνιών, η αυτοδημιουργία της κοινωνίας συγκαλύπτεται από την ίδια την κοινωνία και η προέλευση των θεσμών αποδίδεται σε μία εξωκοινωνική κατασκευή, σε ένα ον ή, εν πάση περιπτώσει, σε μία αιτία που υπάρχει έξω και πέραν της κοινωνίας. Πολλά τέτοια εξωκοινωνικά νάματα των κοινωνικών κανόνων έχουν επινοηθεί στην ιστορία των κοινωνιών, αλλά και των ιδεών: ο θεός (Η Έξοδος της Παλαιάς Διαθήκης ή το Κοράνι, λόγου χάρη, περιέχουν ένα νόμο κατά κυριολεξία θέσφατο), το φυσικό δίκαιο, ο ορθός λόγος (πράγμα που το βλέπουμε σε πολλούς διαφωτιστές κι έκτοτε στους σύγχρονους νομικούς), οι "νόμοι της ιστορίας", το "αόρατο χέρι της αγοράς". Ιδιαίτερη θέση ανάμεσά τους καταλαμβάνει φυσικά η θεωρία που αναπτύσσει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία, κατά με τον οποίο η κοινωνία πρέπει να οργανωθεί σύμφωνα με τα όσα υπαγορεύει η θέαση της Ιδέας του Αγαθού από τους φιλοσόφους-κυβερνήτες- θα επανέλθουμε άλλωστε σε αυτή τη θεώρηση στη συνέχεια.

Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η εθελούσια τύφλωση της κοινωνίας είναι η βάση της κοινωνικής ετερονομίας. Οι άνθρωποι αυτοθεσμίζονται αλλά δεν το ξέρουν, καθώς αρνούνται να επωμιστούν την πατρότητα των θεσμών και των νόμων τους. Από το να αντικρύσουν την αλήθεια, ότι δηλαδή οι κοινωνικές νόρμες είναι ανθρώπινα δημιουργήματα και άρα εν πολλοίς αυθαίρετα, υποκείμενα στη φθορά και στον θάνατο, προτιμούν την ασφάλεια που τους παρέχει η καθιέρωση των θεσμών ως απόρροια της δήθεν αιώνιας και υπερβατικής προέλευσής τους. Με αυτόν τον τρόπο, η κοινωνία ξενώνεται στους ίδιους της τους θεσμούς, θεσμίζει την ετερονομία της. [5] Το προνόμιο που αποκτούν οι κοινωνίες από αυτή την εθελοδουλία δεν είναι ευκαταφρόνητο, καθώς ικανοποιεί πολύ βαθιές ανάγκες του ανθρώπινου ψυχισμού: οι θεσμοί, προερχόμενοι τάχα από μια ιερή και αναλλοίωτη πηγή, ντύνονται το κύρος της και έτσι δεν απειλούνται με κατάρρευση. Μια αιώνια αλήθεια επικυρώνει το νόημα της ζωής των ανθρώπων και καθαγιάζει τους θεσμούς τους, παίρνοντας μια τεράστια ευθύνη από τους ώμους τους.

Αυτή όμως η δειλία δεν συνάδει με το πνεύμα της ελευθερίας. Όπως το έθετε ο Καστοριάδης αναφερόμενος στον Θουκυδίδη: ή θα είστε ελεύθεροι ή θα είστε ήσυχοι. Η κοινωνία, λοιπόν, προκειμένου να είναι αυτόνομη πρέπει πρώτα απ' όλα να συνειδητοποιήσει το γεγονός της αυτοθέσμισής της, αναγνωρίζοντας έτσι στον εαυτό της το δικαίωμα της αμφισβήτησης των υπαρχόντων θεσμών. Αν τους νόμους μάς τους δίνει ο θεός, πώς θα μπορούσαμε εμείς να τους αλλάξουμε; Πώς θα μπορούσαμε να διανοηθούμε καν ότι δεν είναι καλοί και δίκαιοι; Αν όμως οι νόμοι είναι δικά μας δημιουργήματα, μπορούμε κατ' αρχήν να τους αμφισβητήσουμε. Στην περίπτωση της αυτονομίας έχουμε επομένως να κάνουμε με ρητή αυτοθέσμιση, με αυτοθέσμιση που έχει συνείδηση του εαυτού της: οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι η πηγή του νόμου είναι οι ίδιοι και κανένας άλλος. Δεν αρκεί όμως η αυτή η γνώση, αλλά χρειάζεται και συμμετοχή ολόκληρης της κοινωνίας στο έργο της αυτοαλλοίωσής της.

Δεν φτάνει οι άνθρωποι να ξέρουν ότι οι θεσμοί έχουν ανθρώπινη προέλευση, πράγμα που είναι λίγο-πολύ γνωστό στις σύγχρονες κοινωνίες δυτικού τύπου. Πρέπει επίσης να υπάρχει πραγματική συμμετοχή από όλους τους ανθρώπους στη θέσμιση της κοινωνίας, πράγμα που σήμερα δεν συμβαίνει. Η ετερονομία στις μέρες μας έχει εν πολλοίς διαρρηχθεί στον δυτικό κυρίως κόσμο, καθώς οι περισσότεροι δεν θεωρούν ότι οι θεσμοί έχουν θεϊκή προέλευση. Υπάρχουν όμως άλλοι παράγοντες ετερονομίας, όπως είναι η φαντασιακή παρουσίαση της καπιταλιστικής οργάνωσης της οικονομίας ως φυσικής, η θεώρηση της πολιτικής ως πεδίου εξειδικευμένης και τεχνοκρατικής γνώσης, οι τεράστιες οικονομικές ανισότητες και, φυσικά, η μεγάλη παθητικότητα της πλειονότητας των ανθρώπων, που έχουν αναθέσει τη μοίρα τους στα χέρια άλλων: παλιότερα τη συνοχή των θεσμών την εξασφάλιζε ο θεός, σήμερα οι "ειδικοί" και οι "αγορές". Όλα αυτά φανερώνουν ότι η άρνηση της θεϊκής καταγωγής των νόμων είναι μια αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη για την κοινωνική αυτονομία.

Ας επιστρέψουμε. Η κοινωνική αυτονομία μπορεί, λοιπόν, να οριστεί ως αναστοχασμός της κοινωνίας πάνω στους θεσμούς και τους νόμους της, αναστοχασμός συλλογικός, συντελούμενος από το πολιτικό σώμα, από το σύνολο δηλαδή των ανδρών και των γυναικών που ζουν στην κοινωνία, και παράλληλα ως αυτοαλλοίωση της κοινωνίας με βάση τα αποτελέσματα αυτού του αναστοχασμού. Η αυτόνομη κοινωνία είναι αυτή που δεν ξενώνεται στους θεσμούς της, καθώς στοχάζεται συνειδητά πάνω σε αυτούς και διατηρεί για τον εαυτό της το δικαίωμα να τους αμφισβητεί και να τους αλλάζει, όποτε το κρίνει σωστό. Προκειμένου, όμως, αυτό το δικαίωμα αλλαγής των θεσμών να μη μένει απλή διακήρυξη ή φενάκη, πρέπει να συμπληρώσουμε ότι αυτόνομη κοινωνία είναι αυτή που φροντίζει να φτιάξει θεσμούς μέσα από τους οποίους καθιστά ευχερή στην πράξη τη διαδικασία της ρητής αυτοθέσμισής της, θεσμούς μέσα στους οποίους μπορεί να αναδυθεί η δημιουργικότητα και η φαντασία των ανθρώπων που την αποτελούν: συνελεύσεις, συζητήσεις στον δημόσιο χώρο, συνεργατικά εγχειρήματα στους τομείς της εργασίας, της εκπαίδευσης, της παραγωγής.

Ας συνοψίσουμε με τα λόγια του ίδιου του Καστοριάδη: αυτόνομη είναι "μια κοινωνία η οποία όχι μόνο ξέρει ρητά ότι η ίδια δημιούργησε τους θεσμούς της, αλλά έχει θεσμίσει τον εαυτό της κατά τέτοιον τρόπο ώστε να ελευθερώσει το ριζικό της φαντασιακό, και να είναι ικανή να αλλοιώσει τους θεσμούς της, με μια δραστηριότητα συλλογική αυτοανακλαστική ή αυτοστοχαστική, και διαβουλευτική· [6] μια κοινωνία που “αν και ζει υπό νόμους και ξέρει ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νόμο, δεν υποδουλώνεται στους ίδιους της τους νόμους”, μια κοινωνία “στην οποία το ερώτημα: ποιος είναι ο δίκαιος νόμος; παραμένει πάντοτε πραγματικά ανοικτό.” [7]

Γίνεται επομένως σαφές ότι η κοινωνική αυτονομία προϋποθέτει μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι στοχάζονται πάνω στον νόμο και δημιουργούν οι ίδιοι τον νόμο, συμμετέχοντας στη διαβούλευση και στη συζήτηση γύρω από αυτόν, στη διαμόρφωση και τελικά στην ψήφισή του· με άλλα λόγια, μια άμεση δημοκρατία.

 

Βιβλιογραφικές παραπομπές

  1. Ε.Colombo, η βούληση του λαού, στάσει εκπίπτοντες, σελ 153
  2. Κ. Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, Ράππας, σελ 160
  3. J.J. Rousseau, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, Δαμιανός, σελ 35
  4. Κ. Καστοριάδης, Ακυβέρνητη Κοινωνία, Ευρασία, σελ 91
  5. Κ. Καστοριάδης, Η ψυχανάλυση και το πρόταγμα της αυτονομίας, ύψιλον, σελ 96
  6. Κ. Καστοριάδης, Η ψυχανάλυση και το πρόταγμα της αυτονομίας, ύψιλον, σελ 98
  7. Κ. Καστοριάδης, Χώροι του ανθρώπου, ύψιλον, σελ 223-224

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς