Ακολουθεί μετάφραση των σελίδων 156-158 του βιβλίου Nicolas Poirier, L'ontologie politique de Castoriadis- Creation et institution, Payot, Παρίσι 2011. Οι φράσεις που εγκλείονται σε αγκύλες ([...]) δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο, αλλά εισάγονται για να διευκολύνουν τη ροή του κειμένου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τα χωρία που εγκλείονται σε εισαγωγικά, προέρχονται από κείμενα του Καστοριάδη της περιόδου του «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» (1948-1965). Καθώς, όμως, ο N. Poirier παραπέμπει στις γαλλικές εκδόσεις, η αντιστοίχιση των σε εισαγωγικά χωρίων με τα κείμενα των ελληνικών εκδόσεων ανήκει ίσως σε μια μεγαλύτερη, μελλοντική εργασία.
Σε κάθε περίπτωση, αναφερόμενοι στις αναλύσεις του Marx, μπορούμε να πούμε ότι ο ταξικός χαρακτήρας των παραγωγικών σχέσεων εκδηλώνεται αφ’ ενός στο μονοπώλιο της παραγωγής από την κυρίαρχη τάξη, αφ’ ετέρου στην ιδιοποίηση από αυτήν την κυρίαρχη τάξη μιας υπεραξίας που αποσπάται από τη μισθωτή εργασία, η οποία της είναι έτσι ολοκληρωτικά υποταγμένη και [ως εκ τούτου] αλλοτριωμένη (aliéné). Συνεπώς, σε αυτό το πλαίσιο, τι συνειδητοποιούμε ότι χαρακτηρίζει τη ρωσική οικονομία; Η ιδιοποίηση της υπεραξίας από μια κοινωνική τάξη (τη γραφειοκρατία) χάρη στο μονοπώλιο που αυτή έχει πάνω στις υλικές συνθήκες της παραγωγής, η συνεπαγόμενη αλλοτρίωση (aliénation) του ρωσικού προλεταριάτου, που αποστερείται το προϊόν της εργασίας του και ο ταξικός χαρακτήρας της «σοβιετικής» οικονομίας, που απορρέει από τον πλήρη έλεγχο των μέσων και του προσανατολισμού της παραγωγής από τη γραφειοκρατία:
«Οι παραγωγικές σχέσεις στην ΕΣΣΔ, γράφει ο Καστοριάδης, είναι ταξικές σχέσεις. Εκεί, η θέση των ανθρώπων σε σχέση με τα μέσα παραγωγής διαφέρει πλήρως, ανάλογα με την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκουν. Μία κοινωνική τάξη, η γραφειοκρατία, κατέχει τα μέσα παραγωγής, ενώ το προλεταριάτο δεν έχει απολύτως τίποτα. (...) Απέναντι στη γραφειοκρατία, το προλεταριάτο δεν έχει καμία οικονομική ισχύ (pouvoir). Αφήνοντας στην άκρη τα 20.000.000 σκλάβων του καθεστώτος, [βλέπουμε ότι] ο «ελεύθερος» σοβιετικός εργάτης διαθέτει την εργατική του δύναμη προς όφελος της κατέχουσας τάξης, ακριβώς όπως και οι προλετάριοι των καπιταλιστικών χωρών. Ως μισθό γι’ αυτή του τη δυστυχία δεν παίρνει παρά μόνο ό,τι αυτή η τάξη προαιρείται να του παραχωρήσει, καθώς δεν έχει καν τη δυνατότητα να αποσπάσει μέσω αγώνα περισσότερες παραχωρήσεις.» Η απουσία ιδιωτικής περιουσίας στη Σοβιετική Ένωση δεν αλλάζει τίποτα αναφορικά με το γεγονός ότι η γραφειοκρατία, καθώς κατέχει το μονοπώλιο της παραγωγής, των μέσων, όπως η εργατική δύναμη, που εκμεταλλεύεται προς ίδιον όφελος, κατέχει και την εξουσία, όπως και η οποιαδήποτε αστική τάξη μιας καπιταλιστικής χώρας, στον βαθμό μάλιστα που στην περίπτωση της γραφειοκρατικής οικονομίας δεν υπάρχουν αντικειμενικά όρια στην εκμετάλλευση βάσει των νόμων της αξιακής θεωρίας όπως υφίστανται στον αγοραίο καπιταλισμό· επίσης, στον βαθμό που οι Ρώσοι εργάτες αποστερούνται, λόγω της απουσίας ελεύθερων συνδικάτων, κάθε μέσου αντίστασης. Ο Καστοριάδης επισημαίνει επίσης ότι η πραγμοποίηση (réification) της εργασίας των εργατών στην Ρωσία δεν έχει το αντίστοιχό της στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης της κλασικής καπιταλιστικής οικονομίας, καθώς το προλεταριάτο δεν καρπώνεται κατά κανέναν τρόπο την εργατική του δύναμη, όπως γινόταν σε ένα πιο παραδοσιακό καθεστώς εκμετάλλευσης. Και σίγουρα δεν μπορεί, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, η αξία της νομικής αρχής της «κολεκτιβοποιημένης» ιδιοκτησίας, που διακηρύσσεται στο Σύνταγμα της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα των κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής στη Ρωσία, να τροποποιήσει τον ταξικό χαρακτήρα της ρωσικής κοινωνίας, εκτός κι αν θέλει κανείς να υποπέσει στον απατηλό φορμαλισμό των νομικών αφαιρέσεων.
Μην έχοντας, λοιπόν, ποτέ εκφράσει τη βούληση των ρώσων εργατών, η ΕΣΣΔ δεν θα μπορούσε, σε αντίθεση με ό,τι πίστευε ο Trotski, να χαρακτηριστεί ως εκφυλισμένο εργατικό κράτος: αντιθέτως, θα έπρεπε να δούμε σε αυτή έναν νέο τύπο καθεστώτος, πρωτόγνωρο μέσα στην ιστορία, τον «γραφειοκρατικό καπιταλισμό»- ένα καθεστώς «καπιταλιστικό», με την έννοια ότι η εκμετάλλευση σε αυτό δεν έχει εξαλειφθεί, ούτε καν εξασθενίσει, αλλά αντιθέτως έχει οδηγηθεί στο ακρότατο σημείο της· και «γραφειοκρατικό», στο μέτρο που η εκμετάλλευση δεν είναι πράξη της αστικής τάξης, αλλά της διευθύνουσας τάξης που διαθέτει τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό. Σε αντίθεση, λοιπόν, με ό,τι διαβεβαίωνε ο Trotski, η ρωσική γραφειοκρατία δεν ήταν, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, ένα εξαιρετικό μόρφωμα μεταβατικού χαρακτήρα, ούτε ένα απλό παρασιτικό [κοινωνικό] στρώμα, «αλλά ξεκάθαρα μία κυρίαρχη τάξη, που ασκούσε απόλυτη εξουσία πάνω στο σύνολο της κοινωνικής ζωής, κι όχι μόνο στη στενά πολιτική σφαίρα.» Άλλωστε, ο προσδιορισμός αυτού του τύπου καθεστώτος θέτει στο τραπέζι μια σειρά προβλημάτων, καθώς το συγκεκριμένο καθεστώς, όπως παρατηρεί ο Καστοριάδης, ακόμη και αν παρουσιάζει περιορισμένες μόνο ομοιότητες με τον παραδοσιακό καπιταλισμό λόγω της απόλυτης εξάλειψης κάθε ιδιωτικής περιουσίας, απομακρύνεται εξίσου και από τον ιδεότυπο του καθεστώτος της σοσιαλιστικής οικονομίας, στο μέτρο που, παρά τον κεντρικό σχεδιασμό [της οικονομίας] και την εξαφάνιση της ιδιωτικής περιουσίας, δεν έχει ούτε καταργήσει την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης ούτε εγκαθιδρύσει την εργατική διαχείριση της παραγωγής. «Ούτε καπιταλιστική, ούτε σοσιαλιστική, ούτε καν βαδίζοντας προς μία εκ των δύο κατευθύνσεων, η σοβιετική οικονομία μαρτυρά ένα νέο ιστορικό είδος, του οποίου το όνομα λίγη σημασία έχει πραγματικά όταν το γνωρίσουμε σε βάθος.»
Η έννοια του «γραφειοκρατικού καπιταλισμού» καθιστά εξάλλου δυνατό να συλλάβουμε αυτή την υβριδική μορφή της οικονομίας, επανατοποθετώντας τη μελέτη του «σοβιετικού» συστήματος εκμετάλλευσης στο ευρύτερο πλαίσιο της ανάλυσης των μετασχηματισμών του δυτικού καπιταλισμού. Υπό αυτήν την έννοια, η πορεία της ρωσικής επανάστασης προς τον εκφυλισμό δεν συνιστά ένα ιστορικό ατύχημα, οφειλόμενο σε συγκυριακές αιτίες, πρέπει αντιθέτως να δούμε σε αυτή μια βασική διάσταση της εξέλιξης των μοντέρνων οικονομιών, οι οποίες περνούν από συνθήκες αγοραίου καπιταλισμού, στηριγμένου στην ιδιωτική κατοχή των μέσων παραγωγής, σε ένα στάδιο μονοπωλιακού καπιταλισμού, βασισμένου στον ολοένα και πιο προωθημένο εξορθολογισμό της παραγωγής, της οποίας η οργάνωση και η κατεύθυνση οφείλουν να επανέλθουν στον έλεγχο του ίδιου του Κράτους και όχι πια μεμονωμένων ιδιωτών επιχειρηματιών.
Μετάφραση: Γ. Κτενάς
Επιμέλεια: Β. Δαρούσος