Το να ζητά κανείς τη λήψη μιας απόφασης "με πλειοψηφία" σε θέματα που αφορούν αξίες, "αρχές", γνώσεις, είναι ανοησία. Αρνούμαι να συμμετάσχω σε μια ψηφοφορία στην οποία θα έπρεπε να αποφασιστεί αν η ελευθερία είναι προτιμότερη από τη σκλαβιά ή αν η ανοσολογική θεώρηση της "κλωνικής επιλογής" είναι αληθής.
Ε.Colombo, Η ψήφος και η καθολική ψηφοφορία
(…)τόσο η θέληση όσο και τα συμφέροντα του λαού μπορούν να ικανοποιηθούν, όπως συνέβη σε πάμπολλες ιστορικές περιπτώσεις, εξίσου καλά ή καλύτερα, από κυβερνήσεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως δημοκρατικές με καμία αποδεκτή χρήση του όρου.
J. Schumpeter, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία
Παραδόξως, όταν, μιλώντας για την άμεση δημοκρατία, υπερασπιζόμαστε την αρχή της πλειοψηφίας, βρισκόμαστε στην πάντα γόνιμη και ευχάριστη θέση να πρέπει να αποκρούσουμε κριτικές που προέρχονται από εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις: τόσο από αναρχικούς, όσο και από συντηρητικούς κάθε είδους. Θέση γόνιμη, γιατί, καθώς τα βέλη φτάνουν από πολλές μεριές, αναγκαζόμαστε να στηριχτούμε μόνο στον στοχασμό μας και να διαυγάσουμε την ιδέα μας από μόνοι μας, χωρίς το βολικό αποκούμπι μιας κάποιας ιδεολογικής συμμαχίας. Θέση ευχάριστη, γιατί, όταν μας βάλλουν από παντού, έχουμε όχι μια απόδειξη, αλλά τουλάχιστον μια ένδειξη, ότι δεν ανήκουμε σε κάποιο δόγμα, αλλά διατηρούμε τη σκέψη μας ανοιχτή και ελεύθερη: δεν επιτρέπουμε να μας μπει ο θεός από την πίσω πόρτα, όπως λέει και ένας φίλος μου.
Ας δούμε, αρχικά, τις αναρχικές ενστάσεις ενάντια στην πλειοψηφική αρχή, που θα λέγαμε ότι είναι κυρίως δύο. Η πρώτη λέει: γιατί οι λίγοι να καταπιεστούν από τους πολλούς; Αυτό είναι βίαιο, ανελεύθερο, καταπιεστικό, εξουσιαστικό, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του κράτους, απέναντι στο οποίο μαχόμαστε. Ως εναλλακτική λύση προτείνεται είτε η αρχή της ομοφωνίας ή της σύνθεσης είτε αυτή της μη δεσμευτικότητας της πλειοψηφικής απόφασης.
η αρχή της πλειοψηφίας επικρίνεται τόσο από τους αναρχικούς στοχαστές, όσο και από τους συντηρητικούς. Οι πρώτοι λένε: "γιατί η πλειοψηφία να καταπιέσει τη μειοψηφία;" και οι δεύτεροι: "και πού ξέρει η πλειοψηφία να αποφασίσει;"
Μπορούμε ήδη από τώρα να σημειώσουμε πως αυτή η ατομικιστική λογική της μη καταπίεσης κάθε επιμέρους βούλησης, που θυμίζει τον Στίρνερ ή τον Αναρχικό Τραπεζίτη του Πεσόα, φαίνεται να παραγνωρίζει βασικά χαρακτηριστικά κάθε κοινωνίας. Πριν μπούμε όμως στο πολιτικό ζουμί της υπόθεσης, μια σύντομη εξέταση της βάσης αυτού του εγωιστικού αναρχισμού ίσως δεν είναι ανούσια. Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι ο «ένας μόνος του» δεν μπορεί να αποτελέσει βάση του πολιτικού στοχασμού μας, επειδή, πρώτα πρώτα, αυστηρά μιλώντας, "ένας μόνος του" δεν υπάρχει καν. Καθένας μας αναγκαστικά έχει μέσα του τον άλλον και μάλιστα, υπό μία έννοια, ολόκληρη την κοινωνία: το άτομο είναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, προϊόν της κοινωνικής θέσμισης. Ας δούμε το πιο απλό παράδειγμα: η γλώσσα που χρησιμοποιούμε, ακόμη κι αν είμαστε θιασώτες του ατομικιστικού αναρχισμού, αναγκαστικά φέρει μέσα της τις φαντασιακές σημασίες της κοινωνίας στην οποία έτυχε να γεννηθεί ο καθένας. Δεν υπάρχει, λοιπόν, υποκείμενο στεγανό και αδιαπέραστο από την κοινωνία, που τάχα μπορεί να ληφθεί ως βάση για την οικοδόμηση μιας πολιτικής θεωρίας. Η κοινωνία δεν είναι ένα απλό άθροισμα των ατόμων που την αποτελούν. Έχει αξίες, θεσμούς, στόχους, φαντασιακές σημασίες που τη συνέχουν, που ξεπερνούν τα άτομα και μάλιστα τα διαμορφώνουν.
Αλλά πέρα από τη φιλοσοφική δικαιολόγηση της άρνησης αυτού του ατομικιστικού αναρχισμού, ο οποίος στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να είναι ηθική φιλοσοφία, αλλά πάντως όχι πολιτική θεωρία, υπάρχουν και πολιτικοί και πρακτικοί, αν θέλετε, λόγοι για την απόρριψη των σχετικών επιχειρημάτων που προβάλλονται από την αναρχική σκοπιά έναντι της αρχής της πλειοψηφίας. Οποιοσδήποτε δεν ζει στον κόσμο των ιδεών και ιδίως οποιοσδήποτε έχει συμμετάσχει σε πολιτικές διαδικασίες ή έχει διαβάσει βιβλία σαν αυτά του Θουκυδίδη, θα πρέπει να έχει καταλάβει ότι υπάρχουν φορές που μια πολιτική κοινότητα είναι αναγκασμένη να πάρει μια απόφαση, η οποία μάλιστα οφείλει να εφαρμοστεί και από τους διαφωνούντες, γιατί σε διαφορετική περίπτωση η κοινότητα ή οι στόχοι της απειλούνται με κατάρρευση. Όπως μάλιστα γνωρίζει όποιος έχει έστω και ελάχιστη πείρα από συλλογικές διαδικασίες, όσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός των συμμετεχόντων σε ένα εγχείρημα, τόσο πιο συχνά εμφανίζονται διαφωνίες, αποκλίσεις και προστριβές, με αποτέλεσμα να είναι απολύτως αδύνατο να επιτευχθεί ομοφωνία. Το ίδιο ισχύει και για την περιβόητη «σύνθεση», την άλλη εναλλακτική που προτείνουν συχνά οι αναρχικοί: πολλές φορές είναι εξίσου ανέφικτη, γιατί η σύνθεση προϋποθέτει, φυσικά, ότι οι δύο αντιτιθέμενες προτάσεις μπορούν να συντεθούν με κάποιο τρόπο. Η εμπειρία όμως μας δείχνει ότι ούτε αυτό μπορεί να συμβεί πάντα, όπως για παράδειγμα όταν αποφασίζει μια κοινωνία για το αν θα πάει σε πόλεμο ή όχι, για το αν θα χτίσει ένα κτίριο ή όχι και ούτω καθεξής. Το να λέμε ότι μπορεί πάντα να προκύψει μια σύνθεση θυμίζει εκείνες τις παλιές ελληνικές ταινίες στις οποίες ρωτούσαν αν ένας χαρακτήρας πέθανε εντελώς ή αν μια γυναίκα είναι πολύ ή λίγο έγκυος.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να μιλάμε για την πολιτική με στόχο να αλλάξουμε την κοινωνία και όχι να καμαρώνουμε για την ακραιφνή επαναστατικότητά μας, μένοντας έτσι μια ζωή στη θεωρία, θα πρέπει να δούμε καθαρά το εξής: ότι οι αρχές της ομοφωνίας, της σύνθεσης και της μη δεσμευτικότητας της απόφασης της πλειοψηφίας, όσο χρήσιμες κι αν είναι μερικές φορές για τα μικρά εγχειρήματα, αποδεικνύονται εντελώς ανεφάρμοστες, όταν θέλουμε να μιλήσουμε όχι μόνο για μια κοινωνία 10.000.000 ανθρώπων, αλλά και για μια αποκεντρωμένη κοινότητα των 10.000 πολιτών. Αντιθέτως, η αρχή της πλειοψηφίας, παρόλα τα θεωρητικής και πρακτικής φύσης προβλήματά της, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, από τη σκοπιά τουλάχιστον που μιλάμε εδώ, παρουσιάζεται αποτελεσματική.
Η δεύτερη ένσταση που προβάλλεται από αναρχικούς είναι η εξής: υπάρχουν αξίες που είναι για εμάς τόσο απαραβίαστες, που δεν δεχόμαστε να τεθούν υπό την κρίση μιας πλειοψηφίας. Όπως μου είπε πρόσφατα ένας φίλος μου, «θα έπρεπε άραγε να αποφασίσει η πλειοψηφία για το αν θα πνίγουμε τους μετανάστες στο Αιγαίο;» Το ζήτημα είναι όντως πολύ σοβαρό και, υπό μία έννοια, δεν επιδέχεται απάντησης. Πράγματι, κι εγώ θεωρώ κάποιες αξίες τόσο θεμελιώδεις, που δεν θα ήθελα να τις δω να τίθενται σε δημοψήφισμα ή στην κρίση μιας συνέλευσης. Όμως αυτή η προσωπική μου άποψη και επιθυμία, τι αντίκτυπο μπορεί άραγε να έχει στην πολιτική πράξη, εκτός από το ότι εγώ θα μάχομαι για αυτές τις αξίες, προσπαθώντας να πείσω και τους άλλους ανθρώπους για την υπέρτατη σημασία τους;
υπάρχει πάντα μια τραγική διάσταση στη δημοκρατία, όπως άλλωστε και στη ζωή μας: πάντα καιροφυλακτεί η ύβρις, η υπέρβαση των ορίων που θέτει ο αυτοπεριορισμός, το λάθος, η καταστροφή, εν τέλει η τραγωδία.
Στο βάθος, τίποτα δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι τέτοια ζητήματα δεν θα τεθούν στο τραπέζι. Μπορούν φυσικά να υπάρξουν σε μια δημοκρατία ασφαλιστικές δικλείδες (η σημαντικότερη από τις οποίες, σε αντίθεση με ό,τι λέγεται, δεν είναι κάποιο Σύνταγμα, αλλά η παιδεία, με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου, δηλαδή η πολιτική και πολιτιστική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων μέσα σε μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία) που δύνανται σε έναν βαθμό να αποτρέψουν τους πολίτες από το να πάρουν καταστροφικές αποφάσεις για τους ίδιους ή τους συνανθρώπους τους. Όμως και πάλι, είναι σαφές ότι αυτές οι δικλείδες δεν μας διασφαλίζουν ποτέ απόλυτα. Αν λοιπόν πράγματι τεθούν στη συνέλευση του λαού τέτοια ζητήματα, όσο και να το απευχόμαστε, τι θα πετύχουμε άραγε με το να επαναλαμβάνουμε μονότονα ότι είμαστε αντίθετοι στην ψηφοφορία; Αν θέλουμε να μιλήσουμε όχι από την αυστηρά ηθική σκοπιά, που, όταν αφεθεί μόνη της καταλήγει πάντα εντελώς απολιτική, αλλά από την πραγματικά πολιτική, θα δούμε ότι η δεύτερη αναρχική ένσταση δεν στρέφεται στην πραγματικότητα κατά της αρχής της πλειοψηφίας, γιατί δεν έχει καμιά σχέση με αυτή· δεν μας εξηγεί γιατί η πλειοψηφία είναι λανθασμένος τρόπος λήψης αποφάσεων, απλώς εντοπίζει ένα εγγενές πρόβλημα της δημοκρατίας: το ότι, όπως έλεγε ο Καστοριάδης, υπάρχει πάντα μια τραγική διάσταση στη δημοκρατία, όπως άλλωστε και στη ζωή μας: πάντα καιροφυλακτεί η ύβρις, η υπέρβαση των ορίων που θέτει ο αυτοπεριορισμός, το λάθος, η καταστροφή, εν τέλει η τραγωδία.
Όμως, αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα πολιτικά και όχι προστατευμένοι στον πύργο της αφ' υψηλού ηθικής κριτικής, ποια είναι άραγε η εναλλακτική λύση που προβάλλουμε; Ποια είναι η κοινωνία στην οποία αποκλείεται να τεθούν στην κρίση της πλειοψηφίας τέτοια ζητήματα που αφορούν απαραβίαστες, κατά τη γνώμη μας, αξίες; Ας είμαστε ξεκάθαροι: είναι μια κοινωνία με αφέντες που τυχαίνει να ασπάζονται τις ίδιες αξίες με εμάς. Αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα στην ύψιστη αφαίρεσή τους, θα καταλάβουμε ότι εν προκειμένω άλλες λύσεις σε αυτό το δίλημμα δεν υπάρχουν: είτε αυτονομία και κίνδυνος είτε ετερονομία και ασφάλεια. Και όποιος λέει ότι δεν θέλει ούτε το ένα ούτε το άλλο, φοβάμαι ότι, για ακόμη μια φορά, δεν σκέφτεται πολιτικά.
Ας περάσουμε τώρα στην εξέταση του επιχειρήματος που αρθρώνεται κατά της πλειοψηφίας από τη συντηρητική πολιτική παράδοση και που, παραδόξως σε μια πρώτη εξέταση, πολύ λογικά όμως σε μια βαθύτερη, χρησιμοποιείται τόσο από δεξιούς όσο και από λάτρεις του Λένιν και κυρίως του Στάλιν. Το επιχείρημα λέει περίπου: πού ξέρει ο κόσμος να αποφασίσει; Είναι δυνατόν να αφήσουμε την πολιτική στα χέρια των αμόρφωτων, των ανειδίκευτων, των τυχαίων κλπ;
Εδώ, για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στην πρόκληση που μας θέτει αυτή η συλλογιστική, θα πρέπει αρχικά να απαντήσουμε στο ερώτημα αν υπάρχει μια "επιστήμη" των πολιτικών πραγμάτων, μια απόλυτη γνώση για τις πολιτικές υποθέσεις την οποία μπορεί κανείς να αποκτήσει όπως ο πολιτικός μηχανικός που μαθαίνει να κάνει τα κτίρια και τις γέφυρες να στέκονται. Ή, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, αν υφίσταται μια απόλυτη γνώση σαν αυτή που κατακτούν οι φιλόσοφοι κυβερνήτες του Πλάτωνα, οι οποίοι, έχοντας γνωρίσει την Ιδέα του Αγαθού, μπορούν πλέον με αλάθητο τρόπο να μας πουν πώς πρέπει να οργανώσουμε την πόλη, πώς να ζήσουμε τη ζωή μας και ούτω καθεξής.
η λήψη των αποφάσεων με πλειοψηφικό τρόπο παίζει έναν παιδευτικό ρόλο για την κοινότητα που αποφασίζει με αυτόν τον τρόπο. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή τους παίρνοντάς τες
Η απάντηση που δίνω προσωπικά είναι όχι, δεν υπάρχει μια τέτοια γνώση. Δεν γίνεται η επιστήμη να μας υποδείξει τι πρέπει να γίνει σε μια πολιτική υπόθεση, παρά μόνο, όπως έλεγε ο Μαξ Βέμπερ, να διαυγάσει τις πιθανές συνέπειες της μιας ή της άλλης αναπόδεικτης επιλογής μας. Δεν γίνεται, συνελόντι ειπείν, να διαλέξει κάποιου είδους επιστήμη στη θέση μας τις αξίες με βάση τις οποίες θέλουμε να ζήσουμε και τις οποίες κρινουμε σωστό να επιδιώξουμε με την πολιτική μας δραστηριότητα. Αλήθεια, τι είδους γνώση θα ήταν αυτή που θα μπορούσε να μας υποδείξει αν είναι σωστό να προτιμούμε την "οικονομία της αγοράς" από την κοινωνική αλληλεγγύη; Ή, για να φέρουμε ένα ακόμη πιο πρακτικό παράδειγμα, ποια επιστημονική γνώση θα μπορούσε τάχα να είχε βοηθήσει τους Αθηναίους να αποφασίσουν αν θα έπρεπε ή όχι να βοηθήσουν τους Κερκυραίους ενάντια στους Κορινθίους λίγο πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου;
Αυτή είναι βέβαια απλώς η προσωπική μου γνώμη επί του θέματος, αλλά θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι όποιος συνηγορεί υπέρ της δημοκρατίας, ακόμη και του κακεκτύπου της που λέγεται "κοινοβουλευτισμός", παραδέχεται την ίδια άποψη, ακόμη και χωρίς να το συνειδητοποιεί. Γιατί, αν υπήρχε μια τέτοια επιστήμη, δεν θα έπρεπε να ψηφίζουμε, αλλά να αναθέτουμε μια για πάντα στον ειδικό επιστήμονα να μας κυβερνά.
Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, συνειδητοποιούμε ότι οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται εκ των πραγμάτων με κάποιον τρόπο που δεν μπορεί να είναι επιστημονικός. Το αντιδραστικό επιχείρημα κατά της πλειοψηφίας δεν στέκει, γιατί κανείς δεν ξέρει τι πρέπει να γίνει σε ένα πολιτικό δίλημμα, πράγμα που άλλωστε φαίνεται από το γεγονός ότι ακόμη και ανάμεσα στους τεχνοκράτες, που τάχα αποφασίζουν "επιστημονικά" παρουσιάζονται πολλές διαφωνίες. Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε νομπελίστες οικονομολόγους να καταθέτουν αντιδιαμετρικά αντίθετες προτάσεις για την προσέγγιση ενός ζητήματος. Θα πρέπει άραγε να υποθέσουμε ότι κάποιος από τους δύο δεν είναι καλός επιστήμονας ή μήπως ότι στο πεδίο της πολιτικής δεν υπάρχει κάποιου είδους επιστημονική βεβαιότητα που να μας εξασφαλίζει την ορθότητα των πολιτικών αποφάσεων, είτε αυτές προέρχονται από τον λαό είτε από το συμβούλιο των σοφών;
Από την άλλη, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς και να μην κρυβόμαστε από τις συνέπειες των ίδιων μας των παρατηρήσεων, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι, σύμφωνα με τα παραπάνω, η αρχή της πλειοψηφίας εμφανίζεται, σε ένα πρώτο επίπεδο, το ίδιο δικαιολογημένη ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, το ίδιο αυθαίρετη με άλλους τρόπους λήψης αποφάσεων. Γιατί, λοιπόν, να την προτιμήσουμε; Με άλλα λόγια, δείξαμε την αβασιμότητα των ισχυρισμών των επικριτών της πλειοψηφικής αρχής. Μπορούμε όμως να την επικυρώσουμε και θετικά;
Εδώ μπορούν να δοθούν, πιστεύω, δύο απαντήσεις. Η μία έχει ηθική χροιά και η άλλη πολιτική.
Σύμφωνα με το ηθικό επιχείρημα, από τη στιγμή που θεωρούμε όλους τους ανθρώπους ίσα ηθικά υποκείμενα και γι' αυτό θέλουμε να είναι ελεύθεροι, τους αναγνωρίζουμε και το δικαίωμα να συνδιαμορφώνουν την κατεύθυνση της πολιτικής κοινότητας μέσα στην οποία διάγουν τον βίο τους. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποιο ηθικό οντολογικό προνόμιο σε μία κατηγορία ανθρώπων, θεωρούμε ότι αυτή η ηθική ισότητα και η αξίωση για ελευθερία μετουσιώνονται στο πεδίο της πολιτικής πράξης στη δυνατότητα όλων να εκφράζονται εξίσου, να επηρεάζουν κατ' αρχήν ισομερώς τις ιδιαιτέρως σημαντικές για τη ζωή τους πολιτικές υποθέσεις. Πράγματι, δεν μπορούμε να φανταστούμε μια αληθινή δημοκρατία στην οποία η ψήφος των πολιτών δεν θα μετρούσε το ίδιο, γιατί η δημοκρατική ελευθερία δεν νοείται όπως η ελευθερία του φιλελευθερισμού, ως αξία δηλαδή αντιπαραθετική προς την ισότητα, αλλά αντίθετα ως αξία απολύτως συνυφασμένη με την ισότητα: στη δημοκρατία η ισότητα και η ελευθερία τρέφουν η μία την άλλη*.
το να λέμε ότι η δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου οι πολίτες αποφασίζουν με μία ψήφο ο καθένας είναι ανεπαρκές. Πρέπει να συμπληρώσουμε: δημοκρατία είναι εκείνη η κοινωνική θέσμιση που διαμορφώνει ανθρώπους ικανούς να αποφασίζουν.
Βέβαια, ακριβώς επειδή το επιχείρημα είναι κυρίως ηθικό, μπορεί να αρθρωθεί και μία όχι ευκαταφρόνητη αντίρρηση. Κάποιος μπορεί να μας πει: αν η πλειοψηφία μιας κοινότητας αποφασίσει κάτι πραγματικά απαράδεκτο, όπως τη δολοφονία των ανθρώπων που κατάγονται από άλλες χώρες, τότε πού τη βλέπετε την ηθική; Τι συμβαίνει τότε με τα άλλα "ίσα ηθικά υποκείμενα" που κινδυνεύουν με θάνατο; Πράγματι, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και τίποτα δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει εντελώς απέναντί του. Αυτή είναι η τραγωδία της ανθρώπινης ζωής γενικά, αν θέλετε: ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Σε όσους όμως αρθρώνουν αυτό το επιχείρημα, που είναι περίπου το ίδιο με τη δεύτερη αναρχική ένσταση που πραγματευτήκαμε παραπάνω, θέτουμε το εξής (ειλικρινό) ερώτημα: υπάρχει άραγε μια αντιπρόταση που και να μπορεί να σταθεί πολιτικά και να λύνει πλήρως και το (πράγματι υπαρκτό) ηθικό πρόβλημα που εντοπίζετε;
Η δεύτερη απάντηση είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο ισχυρή, γιατί βασίζεται στην πραγματικότητα της πολιτικής πράξης. Σύμφωνα με αυτή, η λήψη των αποφάσεων με πλειοψηφικό τρόπο παίζει έναν παιδευτικό ρόλο για την κοινότητα που αποφασίζει με αυτόν τον τρόπο. Όπως έλεγε ο Καστοριάδης, οι άνθρωποι μαθαίνουν να παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή τους παίρνοντάς τες. Μπαίνοντας στη διαδικασία της επιχειρηματολογίας, της στάθμισης, της δικαιολόγησης της θέσης μας, γενικότερα δηλαδή της διαβούλευσης που απαιτεί μια αληθινά δημοκρατική συνέλευση, εθιζόμαστε σε αυτό τον τρόπο σκέψης και απόφασης, με αποτέλεσμα να μπορούμε να παίρνουμε υπεύθυνη στάση απέναντι στα πολιτικά ζητήματα που μας απασχολούν. Ας ενδώσουμε στον πειρασμό να κάνουμε μια αναλογία με την εκμάθηση του ποδηλάτου: μια, δυο, τρεις φορές θα πέσουμε και θα χτυπήσουμε, στο τέλος όμως μαθαίνουμε να ισορροπούμε, ακριβώς μέσα από την εξάσκηση της ισορροπίας. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι δεν θα ξαναπέσουμε ποτέ από μόνοι μας, ούτε, πολύ περισσότερο, ότι θα μπορέσουμε να αποφύγουμε τα λάθη των άλλων οδηγών και τις λακούβες των δρόμων. Θα είμαστε, όμως, καλύτερα προετοιμασμένοι και θα αποδεχθούμε τον κίνδυνο, που στο βάθος είναι ο κίνδυνος ο σύμφυτος με τη ζωή: μόνο οι νεκροί είναι σίγουροι ότι δεν θα πάθουν τίποτα, μόνο οι υποδουλωμένοι λαοί ότι δεν θα κάνουν λάθος. Γιατί το λάθος προϋποθέτει, βέβαια, την ελευθερία της πράξης.
Κλείνοντας, θα ανακεφαλαιώσουμε τις σκέψεις μας. Είδαμε ότι η αρχή της πλειοψηφίας επικρίνεται τόσο από τους αναρχικούς στοχαστές, όσο και από τους συντηρητικούς. Οι πρώτοι λένε: "γιατί η πλειοψηφία να καταπιέσει τη μειοψηφία;" και οι δεύτεροι: "και πού ξέρει η πλειοψηφία να αποφασίσει;". Στους πρώτους απαντήσαμε ότι η φύση των πολιτικών κοινοτήτων υπαγορεύει πολλές φορές να ληφθεί μια απόφαση που να αφορά όλους και να γίνει σεβαστή από όλους. Στους δεύτερους ότι η πολιτική δεν είναι επιστήμη με την αυστηρή έννοια του όρου και ότι κανένας δεν ξέρει τι πρέπει να γίνει σε κάθε περίσταση.
Μετά την αναίρεση των επικρίσεων, περάσαμε και στη θετική υποστήριξη της αρχής της πλειοψηφίας. Προσοχή όμως: ποτέ δεν είπαμε ότι η αρχή αυτή είναι αποδείξιμη ή τέλεια ή ότι εξασφαλίζει τη λήψη των ορθών αποφάσεων. Έχουμε από καιρό παραιτηθεί από την αυταπάτη σύμφωνα με την οποία μπορούμε να βρούμε ένα τέλειο πολιτικό σύστημα που θα λύσει όλα τα προβλήματα, θα συμφιλιώσει τους πάντες, θα εξαλείψει την τραγωδία από την ανθρώπινη ζωή και ούτω καθεξής. Ίσα ίσα, είναι σαφές ότι οι δημοκρατίες συχνά διαπράττουν εγκλήματα και κάνουν τραγικά λάθη. Ποιες όμως είναι οι κοινωνίες που δεν κάνουν;
Αναγνωρίσαμε λοιπόν τους κινδύνους της δημοκρατίας, αλλά, ξέροντας ότι ο αυτοπεριορισμός και η παιδεία (όχι απλώς η εκπαίδευση, αλλά και η παιδεία που προσφέρουν οι πολιτικοί θεσμοί και γενικότερα, όλη η ζωή μέσα σε μια πολιτική κοινότητα) είναι η μόνη -μερική έστω- ασπίδα μας απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους, τονίσαμε τον προς αυτή την κατεύθυνση παιδευτικό ρόλο των αποφάσεων μέσω της πλειοψηφίας: οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες διδάσκονται στην πράξη το πώς να διαβουλεύεται και να αποφασίζει κανείς. Ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για τη ζωή του μαθαίνει αναγκαστικά να κρατάει τη ζωή του στα χέρια του.
Υπό αυτήν την έννοια, το να λέμε ότι η δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου οι πολίτες αποφασίζουν με μία ψήφο ο καθένας είναι ανεπαρκές. Πρέπει να συμπληρώσουμε: δημοκρατία είναι εκείνη η κοινωνική θέσμιση που διαμορφώνει ανθρώπους ικανούς να αποφασίζουν.
*Για διεξοδική ανάλυση της σχέσης ισότητας και ελευθερίας στη δημοκρατία βλ. Κ. Καστοριάδης, Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς, E. Anderson, What is the point of equality, Γ.Ν. Οικονόμου, Τα επιχειρήματα της δημοκρατίας στο Άμεση Δημοκρατία. Αρχές, επιχειρήματα, δυνατότητες
[Τα αποσπάσματα που προτάχθηκαν στην αρχή του κειμένου προέρχονται από τα εξής βιβλία: Εd. Colombo, η βούληση του λαού, εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες και J. Schumpeter, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, εκδόσεις Παπαζήση]