Θεωρία

Laruelle / Απεύθυνση

Μια μικρή μετάφραση της απεύθυνσης [Adresse] του François Laruelle που ανοίγει το βιβλίο-συλλογή κειμένων του En tant qu’Un: la «non–philosophie» expliquée auxphilosophes [Καθόσον ένα: η «μη-φιλοσοφία» εξηγημένη στους φιλοσόφους], Παρίσι, Aubier 1991, σ. 9-13. Το κείμενο που μεταφράζω, του οποίου προηγείται ένα σύντομο (και ελαφρώς παραληρηματικό) σχόλιό μου, αποτελεί στιγμή της δεύτερης (Philosophie II) περιόδου του Laruelle, κατά την οποία ο ίδιος αργότερα ομολογεί ότι τελεί ακόμη υπό την επιρροή της αρχής της αποχρώσας φιλοσοφίας υπό τον μανδύα μιας αφοσίωσης στην επιστημονική αξίωση.

~

Πάει καιρός που η φιλοσοφία παλεύει να εξαλείψει τη μεταφυσική, ό,τι κι αν καταδεικνύει τελικά αυτή η ασαφής έννοια. Μπορούμε να πάμε αρκετά μακρύτερα από τον λογικό θετικισμό ή τον Heidegger για να εντοπίσουμε αυτή τη βλέψη, η οποία είναι μάλλον εξίσου παλιά με τη φιλοσοφία την ίδια: αν μια συνήθης έγκληση κατά των φιλοσόφων είναι αυτή περί του αφηρημένου χαρακτήρα της σκέψης τους, οι πιο υποψιασμένοι εξ αυτών δεν θα αργούσαν να δανειστούν αυτό το όπλο για τους σκοπούς ενός ενδοσιναφικού ξεκαθαρίσματος. Μολαταύτα, η μεταφυσική βαστάει μια χαρά, μέχρι την πάντα-ήδη-παρούσα επόμενη φορά που θα διακηρυχθεί η νέα ανηλεής επίθεση εναντίον της και θα συγκροτηθεί μία νέα σκέψη που θα την επιτελεί (στο δικό μας πλαίσιο δυνατή υποψηφιότητα θέτει η αριθμολάγνα και απλοϊκή νευροεπιστήμη).

Έτσι, η αντιμεταφυσική συνήθεια συντροφεύεται τακτικά από άλλη μία: αυτή του αιτήματος επανεκκίνησης, που θέλει τον εκάστοτε στοχαστή να ανακαλύπτει το θεμελιώδες λάθος της μέχρι τότε σκέψης, το οποίο η δική του διορθώνει. Δεν είναι δύσκολο να φέρουμε στον νου τέτοιες περιπτώσεις, από τον Αυγουστίνο μέχρι τον Wittgenstein (ίσως γι’ αυτό να τον κοροϊδεύει στην πρώτη πρόταση των Ερευνών!) κι από τον Kant στον Πλάτωνα. Φυσικά, η αποτύπωσή του λάθους και οι επιπτώσεις της καταγγελίας στις κατοπινές πνευματικές εξελίξεις ποικίλλουν, αλλά η προσπάθεια είναι οπωσδήποτε εκεί. Αν, όπως υποστήριξε ο Heidegger -κλασική περίπτωση του σχήματος- κάθε στοχαστής σκέφτεται μία και μόνο σκέψη, πολλοί εξ αυτών μοιάζουν να σκέφτονται την ίδια: πως όλοι οι άλλοι κατά βάθος δεν ήξεραν τι έλεγαν. (Εδώ είναι που αποκτά ενδιαφέρον η προσέγγιση του Whitehead, ο οποίος διατείνεται αντιθέτως πως όλοι του Θεού είναι, και τους εντάσσει σταχυολογώντας στα δαιδαλώδη σχήματα του Process andReality· ελπίζω να επανέλθω εν καιρώ.)

Στη Γαλλία, το πάντρεμα αυτών των δύο θεωρητικών έξεων αναδύθηκε όλο και εντονότερα, σε ευθεία αναλογία με την απομάκρυνση από το φαινομενολογικό/υπαρξιστικό παράδειγμα (απλοποιώ, σταματήστε), αρχικά υπογείως, μέσα από τύπους όπως οι Bataille και Blanchot, και κατόπιν κυρίαρχα και με μεγαλύτερη θεωρητική σαφήνεια, με τη λεγόμενη στρουκτουραλιστική και μεταστρουκτουραλιστική γενιά (Foucault, Deleuze, Derrida, Althusser, Lacan, Levi-Strauss κ.λπ.). Στο πλαίσιο αυτό εγγράφονται η παράβαση και οι οριακές εμπειρίες του Bataille, η μπλανσοτική απουσία, ο στοχασμός του έξω, η ντεριντιανή αποδόμηση, η ντελεζογκουαταριανή εμμένεια καιταλοιπά, όπως και οι διάφορες αναφορές στη μη φιλοσοφία και τις σχέσεις της με τη φιλοσοφία. Αυτή η παρτίδα Γάλλων θέλει τελικά να στοχαστεί τον δρόμο της εκτός στοχασμού, να αποστοχαστικοποιήσει τον στοχασμό· ο Deleuze είναι ο μόνος που δηλώνει -με αφέλεια, όπως ο ίδιος υποστηρίζει- απερίφραστα ότι κάνει φιλοσοφία. Πάλι, το σχήμα όχι μόνο δεν είναι πρωτόγνωρο, αλλά θα υποστηρίζαμε αντιθέτως πως συνιστά μια στοιχειώδη δομή της σκέψης -μα αυτό το ζήτημα δεν είναι της παρούσης.

[Παρεμπιπτόντως, τα παραπάνω δύνανται να αναγνωστούν υπό τον αστερισμό της κατηγορίας της συνέχειας: το αίτημα επανεκκίνησης είναι ένα αίτημα του αναλογικού –η κατασκευή ενός πεδίου άνευ τομών- που επιτελείται βεβαίως από μια αμιγώς ψηφιακή στιγμή: αυτή της συνολικής απόσπασης της εκάστοτε σκέψης από τα ιστορικά δεσμά της. Βεβαίως, το πράγμα περιπλέκεται πάντα όταν σοβαρεύει, και εισέρχονται στο κάδρο έννοιες όπως το όριο, το ίχνος, η κριτική ή το δυνητικό· όμως αυτό το άτιμο το αναλογικό εμφανίζεται συχνά εκεί που δεν το περιμένει κανείς.]

~

Ο Laruelle εντασσεται με σαφήνεια σε αυτήν τη γενεαλογία, την οποία φέρνει, υπό μία έννοια, στη λογική της απόληξη. Το ωραιότερο είναι η απλότητα της ιδέας, αφού επιτέλους κάποιος εμφανίζεται και δηλώνει με παρρησία: «εγώ, κυρίες και κύριοι, κάνω μη-φιλοσοφία [non-philosophie]!». Το πρόγραμμα του γλυκού αυτού υπερήλικα, του οποίου οι μάρκες έχουν πλέον πάρει την ανιούσα -ας δούμε αν θα προλάβει να δρέψει τις δάφνες του ή θα μας αφήσει χρόνους πριν το κρίσιμο σημείο όπου αναγνωρίζεται ως μείζων γάλλος (μη-)φιλόσοφος- συνίσταται ακριβώς στην ανάπτυξη αυτού του εύγλωττου όρου.

Όπως είναι λογικό και αναπόφευκτο, δεν αρκείται στο να προσθέσει ένα non- στο philosophie και να ξεμπερδέψει έτσι εύκολα. Το non- αυτό δεν είναι άρνηση -ούτε, προφανώς, στιγμή ενός Aufhebung, αν και η καλή μηχανή όλα τα αλέθει- αλλά, όπως δηλώνει, το αντίστοιχο των μη-ευκλείδιων γεωμετριών για την ευκλείδια. Με μία πρόταση, ο Laruelle υποστηρίζει, ή μάλλον υποστήριζε καθώς το πρόγραμμα διαμορφωνόταν, πως αυτό που κάνει είναι επιστήμη της φιλοσοφίας. Κάποια σημαντικά ή/και απολαυστικά σημεία, χωρίς καμία αξίωση εμβρίθειας ή εξαντλητικότητας:

1. Η φιλοσοφία θεωρεί ότι είναι σε θέση να καλύψει το πραγματικό. Πρόκειται περί πλάνης, που συνεπάγεται επιπροσθέτως την επικυριαρχία επί του επιστητού. Ο Laruelle αποκαλεί την πλάνη αυτήν «αρχή της αποχρώσας φιλοσοφίας» [principe de philosophie suffisante]. Βλέπουμε ήδη πως εκτός της ακραίας αυστηρότητας της σκέψης, έχουμε να κάνουμε και με έναν πρώτης τάξεως θεατράνθρωπο, απαράβατη αρχή για κάθε γάλλο στοχαστή που σέβεται τον εαυτό του.

2.Η πλάνη αυτή πάει περίπατο με τη μη-φιλοσοφία, η οποία συνιστά την επιστήμη της φιλοσοφίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφία χάνει τον έκτακτο και οιονεί γενικευμένα υπερβατικό χαρακτήρα που έφερε και καθίσταται το αντικείμενο που διερευνά η μη-φιλοσοφία. Την πάτησες, φιλοσοφία!

3. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η κομβική έννοια του Ενός-Όλου (Un-Tout). Αντί του Είναι ή του Όντος, ο Laruelle θεμελιώνει το Ένα -ή το Πραγματικό- ως μη σχετιζόμενο με το Ον παρά μόνο στη βάση μιας μονόπλευρης διττότητας [dualité unilatérale], καθόσον το Ένα, ριζικά εμμενές, διαφεύγει πάντα της εποπτείας. (Ο Laruelle διέπεται από έναν απολύτως ιδιάζοντα γνωστικισμό.)

4. Παράλληλα, χρωστάει πολλά στον Althusser. Η έννοια της επιστήμης-του-επιδίκου [κατ’ αναλογία π.χ. με την επιστήμη-της-ιστορίας που ο Althusser πιστώνει στον Marx], η γενίκευση του καθορισμού σε τελευταία ανάλυση και η έννοια της αυθόρμητης φιλοσοφίας υιοθετούνται, μεταστρεφόμενες παράλληλα εντός των διαφοροποιημένων λειτουργιών του λαριελιανού στοχασμού.

Μα χρωστάει επίσης πολλά σε στοχαστές της εμμένειας όπως οι Deleuze και Michel Henry, και συνολικά στις λεγόμενες φιλοσοφίες της διαφοράς. Η κριτική του είναι αποτυπωμένη στο κομβικό και μάλλον δυσπρόσιτο Les Philosophies de la différence. Introduction critique [Φιλοσοφίες της διαφοράς: κριτική εισαγωγή], όπου αποπειράται να ξεμπερδέψει με τους Nietzsche-Deleuze, Heidegger και Derrida.

5. Ένα από τα ωραιότερα χαρακτηριστικά του Laruelle είναι η ικανότητά του να κοτσάρει ένα non- πραγματικά σε οτιδήποτε, συχνά τη στιγμή που το περιμένει κανείς λιγότερο. Τα βιβλία Introduction au nonmarxisme [2000] και NonPhotographie [2014] δεν είναι παρά η κορυφή ενός μη-παγόβουνου που έχει, πιθανώς, ήδη διευρύνει τις λειτουργίες προσπέλασης ολόκληρου του επιστητού προτού το πάρει κανείς είδηση.

6. Αν και το κείμενο που ακολουθεί δεν προδίδει αυτή την ιδιότητα, το γράψιμο του Laruelle είναι το γράψιμο του τύπου που εμφανίστηκε για να βάλει τα γυαλιά στους Derrida, Deleuze και σία σε επίπεδο στρυφνότητας του λόγου, και άρα μόνο για αποφασισμένες ή για αυτούς που έχουν άπλετο χρόνο και τον πετούν παιχνιδιάρικα από το παράθυρο (και καλά κάνουν). Το προαναφερθέν σημείο 5 του προσδίδει μια επιπλέον γοητεία, όπως και το απαραίτητο κωμικό στοιχείο. Βέβαια, όταν γράφει κανείς βιβλία όπως το Une biographie de l’homme ordinaire [1985], είναι ίσως θεμιτή μια κριτική στη βάση του ότι ο λεγόμενος κοινός άνθρωπος δεν καταλαβαίνει παναγία απ’ αυτά που γράφεις εδώ και σαράντα χρόνια· παρ’ όλ’ αυτά, οφείλει κανείς να παρακολουθήσει το λαριελιανό επιχείρημα προτού προβεί σε κριτικές που ίσως αποδειχθούν εντέλει αβάσιμες. Άλλωστε ο Laruelle έχει προλάβει μια τέτοια κριτική ήδη από την πρώτη σελίδα του κειμένου που μεταφράζεται εδώ: «Δεν μιλάμε εδώ για την "ορολογία" και την ιδιωτική τους γλώσσα -αυτό το επιχείρημα ανήκει σε φιλισταίους ή σε οκνηρούς, ακόμη κι αν πρόκειται ίσως για ένα σύμπτωμα της θεμελιώδους φροντίδας εαυτού [souci-de-soi] των φιλοσόφων- αλλά μάλλον αυτής της φροντίδας εαυτού που είναι όλη η φιλοσοφία και που αποκαλούμε "φιλοκεντρισμό" ή "αποχρώσα φιλοσοφία"».

7. Οι Deleuze-Guattari παρέπεμψαν στον τότε άγνωστο και περιθωριακό Laruelle στο Τι είναι η φιλοσοφία: «Ο François Laruelle καταγίνεται με μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσπάθειες της σύγχρονης φιλοσοφίας: επικαλείται ένα Εν-Όλον το οποίο χαρακτηρίζει "μη-φιλοσοφικό" και, περιέργως, "επιστημονικό", επί του οποίου φύεται η "φιλοσοφική απόφαση". Αυτό το Εν-Όλον μοιάζει να συγγενεύει με τον Spinoza» (Qu’est-ce que la philosophie ?, σ. 43). Για πολλά χρόνια, ο Laruelle υπήρξε ως οιονεί παρίας στο γαλλικό φιλοσοφικό γίγνεσθαι. Αλλά η μανία επιθετικής αλληλοκριτικής της γαλλικής φιλοσοφικής σκηνής φωτίζεται από άλλη μια υπέροχη στιγμή στην απάντηση του Laruelle: «“Υπάρχει λόγος για να εξεγείρεται κανείς ενάντια στους φιλοσόφους,” εκεί είναι που η φιλοσοφία, κατά τον μεγαλύτερό της θρίαμβο, ενθαρρύνει απλώς περαιτέρω τον εαυτό της. Αυτή είναι η στιγμή, όταν η φιλοσοφία ίσως δεν αναγνωρίζει πλέον την αυτονομία της επιστήμης και της τέχνης, που αρνείται την αυτονομία τους, και με τη μέγιστη λεπτότητα». (Βέβαια οι λογαριασμοί αυτοί δεν είναι εύκολο να λυθούν, και θα μπορούσε κάποιος να εξετάσει το Τι είναι η φιλοσοφία; ή το Γράμμα για μια δριμεία κριτικήγια πιθανές πρωθύστερες αντικριτικές από μεριάς των Deleuze-Guattari.)

Ακολουθεί η μετάφραση.

~

Ανήκει στα ήθη των φιλοσόφων το να απευθύνονται σε όλους τους ανθρώπους. Με μία αντιστροφή της οποίας θα εξηγήσουμε το νόημα και τα όρια, εδώ οι άνθρωποι, κάθε άνθρωπος, απευθύνονται στους φιλοσόφους με την ελπίδα να τους κάνουν να καταλάβουν μια άλλη στάση σκέψης. Πρέπει να εξηγήσουμε αυτά τα δύο σημεία.

Οι φιλόσοφοι μιλούν παραδοσιακά στους ανθρώπους μπαίνοντας στη θέση τους: ο λόγος τους είναι τουλάχιστον διάστικτος από αυτούς του καθολικούς «δείκτες». Τα κείμενα που έχουν συγκεντρωθεί εδώ εξηγούν γιατί -κατόπιν άλλων, μα για καινούριους λόγους- εμείς δεν πιστεύουμε πια αυτές τις διακηρύξεις καθολικότητας, πιστεύοντας μάλλον ότι δεν απευθύνονται παρά μόνο σ’ αυτούς τους ίδιους. Δεν μιλάμε εδώ για την «ορολογία» και την ιδιωτική τους γλώσσα -αυτό το επιχείρημα ανήκει σε φιλισταίους ή σε οκνηρούς, ακόμη κι αν πρόκειται ίσως για ένα σύμπτωμα της θεμελιώδους φροντίδας εαυτού [souci-de-soi] των φιλοσόφων- αλλά μάλλον αυτής της φροντίδας εαυτού που είναι όλη η φιλοσοφία και που αποκαλούμε «φιλοκεντρισμό» [philocentrisme] ή «αποχρώσα φιλοσοφία» [philosophie suffisante]. Δεν πιστεύουμε σε αυτό το καθολικό συμφέρον επειδή οι φιλόσοφοι έχουν την παράξενη συνήθεια, την δεσποτική αξίωση να απαιτούν από τους ανθρώπους να αφεθούν να αλλάξουν και να μην γίνουν άνθρωποι [devenir hommes] παρά στον βαθμό που γίνονται με τη σειρά τους φιλόσοφοι.

Σε αυτήν τη συνολιστική αξίωση, αντιτάσσουμε έναν άλλο τρόπο σκέψης, τη «μη-φιλοσοφία», για τον οποίο προτείνουμε ότι είναι αυτός κάθε ανθρώπου καθόσον η φιλοσοφία δεν τον ορίζει πλέον, καθόσον δεν χρειάζεται πια να γίνει φιλόσοφος, μα τον οποίο βιώνει εντός της έσχατης και ριζικής ανθρωπινότητάς του, βιωμένης με έναν τρόπο όπου είναι απολύτως δεδομένη: ως τίποτα-παρά-άνθρωπος [rien-qu’homme]. Στάση που τον καθιστά, από τη δική μας οπτική, μάλλον αίτιο της επιστήμης παρά υποκείμενο της φιλοσοφίας. Ο «κοινός άνθρωπος» [“homme ordinaire”] σίγουρα δεν είναι αυτό το καθημερινό ή σύνηθες ον μιας κακής κοινωνιολογίας ή μιας «υπαρξιακής» φιλοσοφίας, είναι ο άνθρωπος περιορισμένος στην ουσία του, μέσω της οποίας καθιστά δυνατή την επιστήμη παρά αφήνεται να καθοριστεί και να υποταχθεί στη φιλοσοφία. Να τι εξηγεί πώς τα κείμενα που δημοσιεύονται εδώ παίρνουν τον αντίστροφο δρόμο από αυτόν των φιλοσόφων και απευθύνονται σε αυτούς και, δευτερευόντως, στους επιστήμονες: ότι εμπλέκονται ήδη σε μια φιλοσοφία λίγο έως πολύ αυθόρμητη, ή αντιθέτως έχουν μια στοιχειώδη συνείδηση του ανέφικτου διαλόγου μεταξύ επιστημών και φιλοσοφίας και αυτό τους επηρεάζει.

Η κύρια ένσταση των φιλοσόφων στη μη-φιλοσοφία δεν είναι θεωρητικής φύσης -σπανίως αγγίζει αυτό το επίπεδο- μα παιδαγωγικής: η πρόσβαση σε αυτόν τον τρόπο σκέψης θα ήταν δύσκολη, η κατανόησή του αδύνατη. Η ένστασή τους δεν αφορά την ελλιπή επιχειρηματολογία, αλλά την αξίωση της αντικατάσης της φιλοσοφίας -μοναδικής καθολικότητας- από μια σκέψη ακριβώς «μη-φιλοσοφική», οπότε, όπως διατείνονται, ακατανόητη. Δεν θα μπορούσαμε να είμαστε, κατά μία έννοια, πιο ακριβείς -περί του τρόπου με τον οποίο πρόκειται ακριβώς για ένα σύμπτωμα: οι φιλόσοφοι δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί τον βαθύτερο λόγο της αντίστασης που τους κινητοποιεί. Γιατί πρόκειται περί αντίστασης. Προς υπεράσπισή τους, είναι ένα πράγμα το να θέλει κανείς, σαν τον Husserl για παράδειγμα, να εισαγάγει τη φιλοσοφία στην επιστήμη και αντιστρόφως, να αναμείξει τη μία με την άλλη μα διατηρώντας εντέλει τα κυρίαρχα μέσα της φιλοσοφίας, τις λειτουργίες της (περιορισμό, αναλυτική κ.λπ.) [réduction, analytique] και τις ουσιώδεις αξιώσεις της επί του πραγματικού· και είναι τελείως άλλο πράγμα να θέλει κανείς, όπως εδώ, να κατασκευάσει μια υπερβατολογική επιστήμη [science transcendantale] που θα συνιστά μια πραγματική επιστήμη και όχι πλέον μια φιλοσοφία-ως-επιστήμη· που αξιώνεται λοιπόν να αντικαταστήσει τη φιλοσοφία, να χρησιμοποιήσει άλλες λειτουργίες, καθαρά επιστημονικές (επαγωγή και πείραμα, αναγωγή και αξιωματική) [induction et expérimentation, déduction et axiomatique] στις φιλοσοφικές έννοιες και τη φυσική γλώσσα -να χρησιμοποιήσει μη-φιλοσοφικά τη φιλοσοφία. Αναπόφευκτο οι φιλόσοφοι να μην αναγνωρίζουν πια εκεί τον εαυτό τους, να διαμαρτύρονται και να λένε ότι όλα αυτά είναι απλώς ακατανόητα ή, για τους πιο «κειμενικούς» μεταξύ τους, «μη αναγνώσιμα»· ότι αυτή η έννοια της επιστήμης είτε δεν είναι πιστευτή είτε δεν απαντάται στη χάρτα των «θεσμικών» επιστημών, αυτών που χρηματοδοτούνται από το Κράτος κ.λπ.

Προφανώς δεν υφίσταται παρεξήγηση σε ένα ακριβές σημείο: έχουν καταλάβει τέλεια αυτό που τους ενδιαφέρει πρωτίστως στο πρόγραμμα, το τέλος των αξιώσεών τους επί του πραγματικού -την ενότητα ανθρώπου και επιστήμης-, και ο περιορισμός του φιλοσοφικού μπερδέματος στην κατάσταση του απλού υλικού μιας σκέψης πιο αυστηρής και πιο ανοιχτής. Έχουν επίσης κατανοήσει τι σημαίνει για αυτούς αφού, καθώς διαμαρτύρονται για την ανικανότητά τους να εισέλθουν σε αυτόν τον τρόπο σκέψης, τον καταδικάζουν χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό των τυπικών παραποιήσεων: πρόκειται για έναν νέο θετικισμό, για έναν νέο δογματισμό, για έναν νέο επιστημονισμό, για έναν νέο μαρξισμό, για έναν νέο «θάνατο της φιλοσοφίας» κ.λπ. Γνωρίζουμε καλά ότι στο στόμα των φιλοσόφων αυτό το «νέο» σημαίνει «παλιό» και «επιστροφή σε», και πως μ’ αυτήν προσπαθούν να ξαναβάλουν στη σειρά ό,τι ισχυρίζεται πως της ξεφεύγει. Γιατί στη φιλοσοφική τάξη, όπως σε κάθε τάξη, δεν είναι καθόλου καλό να θέλει κανείς να διαφύγει, για να αναπνεύσει έναν αέρα λιγότερο κλειστό…

Από μία άλλη οπτική, δεν έχουμε κανέναν λόγο να παραπονιόμαστε για αυτήν την αντίσταση, που έχει επαρκή και καλοθεμελιωμένα αίτια. Επιβάλλουμε στη φιλοσοφία -όχι μόνο σε κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφική θέση- έναν «κρίσιμο πειραματισμό», ένα τεστ που την ωθεί στα τελευταία της χαρακώματα, τη δοκιμασία μιας «διάψευσης» επιστημονικού τύπου, η οποία όμως, μακράν του να είναι τοπική, γίνεται εδώ από την «επιστήμη ως τέτοια» ή την «επιστήμη καθ’ εαυτή» [science elle-même]. Αυτό που αποκαλέσαμε μια «επιστήμη της φιλοσοφίας» ή ακριβέστερα μια «επιστήμη του Ενός διαμέσου της φιλοσοφίας» [science de l’Un par le moyen de la philosophie], ή ακόμη μια «μη-φιλοσοφία» είναι μια δύναμη [puissance] της σκέψης αμιγώς θετική, πιο καθολική από τις φιλοσοφίες και πιο αυστηρή θεωρητικά, μα την οποία οι φιλόσοφοι δεν μπορούν ούτε να αντιληφθούν και ούτε καν να αναγνωρίσουν, πόσο μάλλον να αποκρούσουν. Είναι γι’ αυτό που οι διαμαρτυρίες τους μας εισάγουν σε μία πολύ ιδιάζουσα βαθμίδα: δεν πρόκειται για μία διαμάχη φιλοσοφικών θέσεων, ούτε για ένα πρόβλημα επιχειρηματολογικής αυστηρότητας, μα για επήρεια, τραύμα και άρνηση, σαν η φιλοσοφία να συναντούσε, για μια φορά στα σοβαρά, κάτι σαν την ψυχανάλυσή της, ή σαν το ισοδύναμο της «ανάλυσής» της, και να χρειαζόταν να εφεύρει άλλες μορφές απώθησης. Η διαμάχη της φιλοσοφίας με την ψυχανάλυση, και ακόμα παραπέρα με τον ιουδαϊσμό, συνιστά το κρυφό ελατήριο όλης της ιστορίας της φιλοσοφίας του 20ου αιώνα, μα αυτή η διαμάχη θα μπορούσε να τερματιστεί ή να ξεπεραστεί στο θεωρητικό επίπεδο από μια διαμάχη πιο κρίσιμη, πέραν-του-διαμάχεσθαι, χαρακτηριζόμενη από την ανισότητα της αρχής των δύο αντιπάλων. Ανισότητα της φιλοσοφίας ως προς μια επιστήμη που την καθιστά άνιση στη μάχη, ακριβώς επειδή υποδαυλίζει στη φιλοσοφία την αγάπη της μάχης και την επιθυμία να θεσπίσει τη σχέση της με την επιστήμη ως σχέση διαμάχης. Μια επιστήμη, από την άλλη, δεν πολεμά το αντικείμενό της· δεν διατηρούμε καμία διαμάχη θέσεων με τη φιλοσοφία-ως-διαμάχη-θέσεων. Την αντιμετωπίζουμε την ίδια «αδιαφορία», με μη-φιλοσοφικό πνεύμα, όπως κάθε επιστήμη αντιμετωπίζει τα φαινόμενα μέσω των οποίων γνωρίζει το πραγματικό. Αφήνουμε επίσης -κατά μία έννοια- τις φιλοσοφικές αντιρρήσεις να πάρουν τον δρόμο τους χωρίς να νοιαζόμαστε πλέον για αυτά τα αποτελέσματα αντίστασης, τα οποία δεν αξιώνουμε να καταλύσουμε, και όχι περισσότερο στους άλλους όσο σε εμάς τους ίδιους, όπου είναι κατ’ ανάγκην πολύ επίμονα.

Ωστόσο ο ίδιος λόγος που παράγει αυτά τα αποτελέσματα μας υποχρεώνει να τα καταστρέψουμε με μια συγκεκριμένη έννοια αυτής της λέξης: όχι μέσα στο κεφάλι του φιλοσόφου ως τέτοιου [philosophe en tant que tel], όπου αναγεννώνται ακατάπαυστα, μα μέσα σε αυτό του ανθρώπου που είναι οπωσδήποτε καταρχήν ο φιλόσοφος -εκεί έγκειται ο «ρουσσωισμός» μας. Ο λόγος αυτός είναι ο ακόλουθος: η φιλοσοφία υφίσταται εν πάση περιπτώσει εδώ ως το «απλό αντικείμενό» μας, αντιπροσωπεύει τα «φαινόμενά» μας, τα «αντικειμενικά δεδομένα» μας ή τα δεδομένα της περιοχής του πραγματικού που μελετάμε. Και ακόμη κι αν μια αντίσταση εμπεριέχεται δικαιωματικά στη σχέση αυτής της επιστήμης με τη φιλοσοφία και αποτελεί εδώ τμήμα της γνωσιακής σχέσης, η εγκαθίδρυση και η ανάπτυξή της επιστήμης μας συνεπάγονται τη διάλυση ή τουλάχιστον τον περιορισμό της αντίστασης. Ακριβέστερα: την απομόνωση και την περιστολή της στη μοναδική φιλοσοφική θέση, αυτή που κάθε άνθρωπος είναι πρακτικά υποχρεωμένος να αποδεχθεί, μα που δεν τον καταλαμβάνει πλέον ολόκληρο, έχοντας εφεξής απωλέσει την αυθόρμητη αξίωσή [prétention spontanée] της επάνω του, έχοντας αγγιχθεί από την ενδεχομενικότητα. Τα κείμενα παρουσίασης, επεξήγησης ή υπεράσπισης που έχουν συγκεντρωθεί εδώ δεν διεκδικούν κάτι παραπάνω από αυτόν τον εντοπισμό της φιλοσοφικής αντίστασης στη μοναδική φιλοσοφία. Δεν διεκδικούν μια ολοκληρωτική «κατάκτηση» των φιλοσόφων όπως μια νέα σχολή ή «θέση», αλλά μια συνεισφορά στο να τους βάλουν κι αυτούς σε μια νέα επιστημονική στάση ή σχέση με την ίδια τους τη φιλοσοφία, στάση δια της οποίας θα κατανοούσαν ίσως καλύτερα την αναγκαία τους αντίσταση στους εαυτούς τους.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο blog fragmentary program.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

fragmentary program