Θεωρία

Προσπάθειες προσεταιρισμού και άμβλυνσης

Αποκτώ σιγά σιγά την εντύπωση ότι στον Καστοριάδη επιφυλάσσεται η ίδια μοίρα που πλήττει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όλους σχεδόν τους μεγάλους συγγραφείς.  Εννοώ τη μοίρα να τους επικαλούνται και να τους παραθέτουν όχι μόνο άνθρωποι άσχετοι με το έργο τους, αλλά ακόμη και άνθρωποι που η στάση ζωής τους είναι ό,τι ακριβώς οι συγκεκριμένοι συγγραφείς πολεμούσαν ή σατύριζαν.

Στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό είχαμε το δυσάρεστο προνόμιο να παρατηρήσουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Ο Αντώνης Σαμαράς σε ομιλία του στους έλληνες αποφοίτους του Harvard έκανε αναφορά στον Μάρκες, κι ας είναι ο πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης που εφαρμόζει μεθόδους συγκάλυψης γεγονότων όμοιες με αυτές που κουκούλωσαν την εξέγερση στο εργοστάσιο της μπανάνας στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά. Ο ορθολογιστής και τεχνοκράτης Θάνος Τζήμερος δανείζεται ιδέες του Κάφκα και ούτω καθεξής.

Το ίδιο πράγμα συμβαίνει τον τελευταίο καιρό και με τον Καστοριάδη. Ο πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Βιομηχάνων τον επικαλέστηκε για να υπερασπιστεί την ιδιωτική πρωτοβουλία. Στο ιδρυτικό συνέδριο του Ποταμιού, ο Σταύρος Θεοδωράκης διάβασε ένα quote του φιλοσόφου που έλεγε ότι η αριστερά και η δεξιά έχουν φτάσει να είναι το ίδιο πράγμα. Η lifo τού έκανε αφιέρωμα. Την Κυριακή πάλι, τον ανέφερε ο Τάκης Θεοδορόπουλος για να παρομοιάσει τον Ράμφο μαζί του, επειδή είναι τάχα κι οι δύο παραγνωρισμένοι και ανένταχτοι.

Επειδή όμως εν προκειμένω δεν έχουμε να κάνουμε με έναν λογοτέχνη από τον οποίο δανειζόμαστε μια φράση για να διανθίσουμε το λόγο μας, αλλά με έναν πολιτικό φιλόσοφο που επιθυμούσε πολύ συγκεκριμένα πράγματα για την κοινωνία, πρέπει να είμαστε ακόμα πιο προσεκτικοί. Πριν προχωρήσω όμως στις απαραίτητες διακρίσεις και εκλεπτύνσεις, θέλω να κάνω δύο απαραίτητες παρατηρήσεις για να μην παρεξηγηθώ. Πρώτον, δεν γράφω αυτό το κείμενο για να καταθέσω τάχα τη μόνη «αληθινή» προσέγγιση του έργου του Καστοριάδη, πράγμα που άλλωστε θα πήγαινε κόντρα στο ανοιχτό και επικριτικό προς κάθε δογματισμό πνεύμα του ίδιου. Δεν γράφω για να προστατέψω από «αιρετικούς», αλλά για να απαιτήσω μια λογική συνέπεια από κάποιους ανθρώπους. Δεύτερον, καθώς ο Καστοριάδης ήταν μεγάλος φιλόσοφος και δεν ασχολήθηκε αυστηρά και μόνο με την πολιτική, κατανοώ απόλυτα ότι μπορεί κάποιος να δέχεται μερικά κομμάτια του έργου του και να απορρίπτει άλλα, να δέχεται για παράδειγμα την οντολογία του ή την έννοια του μάγματος και να απορρίπτει το πρόταγμα της αυτονομίας.

Όταν όμως κάποιος επικαλείται τον Καστοριάδη στο πλαίσιο του δημόσιου πολιτικού λόγου για να ενισχύσει την πολιτική του θέση (όπως ο Θεοδωράκης στο παράδειγμα που προαναφέρθηκε), πιστεύω ότι δεν νομιμοποιείται να αφήνει στην άκρη το πολιτικό πρόταγμα του φιλοσόφου, που ποτέ δεν έπαψε να είναι επαναστατικό. Όταν ο Καστοριάδης έλεγε ότι η αριστερά και η δεξιά δεν έχουν πια μεγάλη διαφορά, το έλεγε για να περάσουμε σε κάτι ριζοσπαστικότερο αυτής της διάκρισης, στην αυτονομία και την άμεση δημοκρατία, κι όχι για να ψηφίσουμε Ποτάμι.

Δεν μπορούμε να εξορίσουμε τον Καστοριάδη από την κοινωνία. Δε μας επιτρέπεται να τον δούμε σαν έναν καθαρό φιλόσοφο, μεγάλο αλλά κατά κάποιον τρόπο ακίνδυνο. Ο Καστοριάδης δεν ήταν Καντ. Όπως άλλωστε ο ίδιος τόνιζε «ποτέ δεν έπαψε να ασχολείται με μια κοινωνία πιο δίκαια, πιο ελεύθερη», ποτέ δεν έκρυψε ότι τασσόταν υπέρ ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, ενός μετασχηματισμού που αποσκοπεί μάλιστα σε μια κοινωνία μη κρατική, όχι βέβαια με την έννοια των αναρχικών, αλλά με την έννοια ότι δεν υπάρχει εξουσία διαχωρισμένη από την κοινωνία.

Κρίνοντας λοιπόν το αφιέρωμα της lifo και άλλα παρεμφερή, δεν θέλω σε καμία περίπτωση να πω ότι δεν πρέπει να γράφονται γιατί τάχα μολύνουν το έργο του φιλοσόφου, επιμένω όμως ότι αν κανείς εξηγήσει απλώς μερικές βασικές έννοιές του, όπως παραδείγματος χάρη «φαντασιακό» ή «δημιουργία», χωρίς να αναφερθεί στις πολιτικές τους προεκτάσεις, δεν έχει κάνει απλώς μισή δουλειά, αλλά έχει αποξενώσει τον Καστοριάδη από την ουσία του: ο Καστοριάδης θεωρούσε ότι η Ιστορία είναι το βασίλειο της ανθρώπινης δημιουργίας, ότι δεν υπόκειται σε νευτώνειους νόμους· αυτό είναι από μόνο του σωστό, αλλά ο ίδιος δεν σταματούσε εκεί. Συνέχιζε το συλλογισμό, λέγοντας ότι αυτό σημαίνει πως μπορούμε να δημιουργήσουμε τους θεσμούς που θα μας επιτρέψουν να ζήσουμε φτιάχνοντας οι ίδιοι τους νόμους μας και παίρνοντας οι ίδιοι τις πιο σημαντικές τουλάχιστον αποφάσεις για τη ζωή μας.

Τα παραπάνω δεν αποτελούν απλώς κατάδειξη της ασυνέπειας μερικών, που παίρνουν τα έργα των φιλοσόφων κατά πώς τους βολεύει· δεν αποτελούν απλώς προειδοποίηση στους αναγνώστες ότι τα κείμενα των σχολιαστών πάντα εγκυμονούν κινδύνους· ελπίζω πως είναι παράλληλα και μια συμβουλή ή, έστω, ένα έναυσμα για προβληματισμό για όσους από εμάς ασχολούνται συστηματικά με το έργο του Καστοριάδη και γράφουν για αυτό, ιδίως σε περιοδικά που δεν περιλαμβάνονται στο ευρύτερο κομμάτι της κοινωνίας που επιθυμεί τη ριζική κοινωνική αλλαγή, ιδίως σήμερα που το ενδιαφέρον για το καστοριαδικό έργο φαίνεται σταδιακά να πυκνώνει. Εξάλλου, κι εγώ ο ίδιος έχω δημοσιεύσει κείμενα για το έργο του σε έντυπα που δεν είναι ριζοσπαστικά και επομένως υπόκειμαι στην ίδια κριτική.

Θέλω λοιπόν να πω ότι ο καθένας παίρνει μια προσωπική απόφαση για το σημείο όπου βάζει την κόκκινη γραμμή (είναι, ας πούμε, προφανές ότι δε θα στέλναμε ένα τέτοιο κείμενο στην Κυριακάτικη Δημοκρατία, ούτε θα εκφωνούσαμε έναν "καστοριαδικό" λόγο στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, αλλά το αν θα έπρεπε να στείλει κανείς ένα τέτοιο κείμενο στην Καθημερινή μάς βάζει σε σκέψεις, σκέψεις που δε νομίζω ότι μπορούν να μας αποκαλύψουν το απολύτως σωστό για κάθε περίσταση). Αλλά, αφού πάρει κανείς την απόφαση να στείλει το κείμενο, δεν θα πρέπει να το ευπρεπίσει, να το κάνει να φτάσει σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, ώστε να καταλήξει ένα εντελώς θεωρητικό κείμενο που να μη λέει τίποτα για την κοινωνία, που δεν ενοχλεί κανέναν. Αντιθέτως, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να συνδέει πάντα τη θεωρία με την κοινωνική πραγματικότητα, θέτοντας το αίτημα της ρητής αυτοθέσμισης και της άμεσης δημοκρατίας, όπως έκανε κι ο ίδιος ο φιλόσοφος. Κι ακόμη, δε θα πρέπει να μιλήσει γενικά και αόριστα, αλλά να επιμείνει ότι τόποι συνειδητής αυτοθέσμισης και δημοκρατίας στις μέρες μας δεν είναι τα κοινοβούλια, αλλά τα αυτοδιαχεριζόμενα εγχειρήματα, πολλά από τα οποία είναι, σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία, παράνομα.

Απέναντι, λοιπόν, σε προβληματικές ή/και πονηρές προσπάθειες προσεταιρισμού διάφορων επαναστατικών ιδεών, που αποσκοπούν στην άμβλυνση ή την εξουδετέρωση των τελευταίων, θα πρέπει να αντιταχθεί όχι μια κάποια "ορθοδοξία", αλλά η (απαραίτητη για κάθε φιλοσοφική έρευνα) απαίτηση λογικής αυστηρότητας, καθώς και η ένταξη των διαφόρων εννοιών ή αποσπασμάτων, που συχνά σκοπίμως απομονώνονται, στο πλαίσιο του ευρύτερου έργου του κάθε στοχαστή.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς