Πώς μια χρηματοοικονομική κατάρρευση μεταφράζεται σήμερα σε συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και ελάττωση των δημόσιων δαπανών; Με ποιον τρόπο κατορθώνει ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνο να εξέρχεται αλώβητος από την παγκόσμιας διάστασης οικονομική κρίση, αλλά να ενδυναμώνεται κιόλας; Ενώ, Ο περίεργος μη θάνατος του Νεοφιλελευθερισμού[1] αποτελεί ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα που απασχολούν τους κύκλους της συγκαιρινής διανόησης, τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Φουκώ επιχειρεί να αποσαφηνίσει τους όρους ανάδυσης αυτού του νέου διακυβερνησιακού προτάγματος. Έτσι, το 1978, λίγο πριν από την εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ και την επίσημη εγκαθίδρυση του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος στη Μεγάλη Βρετανία, ο φιλόσοφος ξεκινά στο Collège de France έναν κύκλο παραδόσεων με μοναδικό του μέλημα να διαυγάσει τη γέννηση της βιοπολιτικής.[2] Στο παρόν κείμενο, ακολουθώντας το επιχείρημα του Φουκώ, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε πώς αυτό που δεν υπήρξε κατάφερε να πάρει υπόσταση κάτω από ένα συγκεκριμένο καθεστώς αλήθειας. Θα αποπειραθούμε, δηλαδή, να παρακολουθήσουμε εκ του σύνεγγυς τις μεταμορφώσεις της αλήθειας μέσα στο χωροχρόνο, να ρίξουμε φως στο δυσερμήνευτο κοινωνικό πεδίο και να κατανοήσουμε το παρόν μας.
Πώς γίναμε αυτό που γίναμε; Πώς η ιστορία μάς οδηγεί στο να θεσμοθετήσουμε τους εαυτούς μας ως υποκείμενα;[3] Κάτι το οποίο φαίνεται προφανές και φαντάζει πραγματικό ο Φουκώ το προβληματοποιεί, θεωρώντας ότι οι έννοιες είναι γινόμενες, το καθεστώς γνώσης αλλάζει και η πραγματικότητα μορφοποιείται.[4] Από αυτό το σημείο εκκίνησης προβαίνει στην ανατομία του φιλελευθερισμού, τον οποίο αναλύει αποκλειστικά ως μια καινούργια «τέχνη διακυβέρνησης».[5] Η ρηξικέλευθη διακυβερνησιακή τέχνη, που έχει στο νου του ο Φουκώ, αφορά όλες εκείνες τις γλώσσες, τις μεθόδους και τις τακτικές, επί των οποίων προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται, πώς ασκείται και επί ποιων ασκείται η εξουσία. Για τον Φουκώ η έλευση της νεωτερικότητας σήμανε το άνοιγμα της εξίσωσης της εξουσίας, καθώς τα άλλοτε κραταιά σκήπτρα του βασιλιά αντικαθίστανται από μια νέα τέχνη διακυβέρνησης, η οποία αναπτύσσεται και εξαπλώνεται σε όλο τον κοινωνικό ιστό.[6] Αυτή η νέα τέχνη δεν αποτελεί μια μονομερή πρακτική καταστολής και απαγόρευσης, αφού αποκτά θετικό πρόσημο διαχειριζόμενη την επαύξηση της ζωής. Παράλληλα, επιδεικνύει μια πληθωρικότητα που από τη μεριά των λόγων και των πρακτικών καταλήγει σε μια σύνθετη, οριζόντια, γειωμένη και επίβουλη στρατηγική κατάσταση.[7]
Υποστηρίζοντας ότι «ζούμε στην εποχή μιας “κυβερνητικότητας” που ανακαλύφθηκε το 18ο αιώνα»,[8] ο Φουκώ ξεκινά με την ανάλυση του φιλελευθερισμού, τον οποίο δεν αντιμετωπίζει ως άλλη μια οικονομική θεωρία ή ως μια ιδεολογία, αλλά ως μια εμπειρία και έναν τρόπο δράσης.[9] Όμως, τι εννοεί ο Φουκώ με τον όρο «κυβερνητικότητα» (gouvernementalité); Συναρθρώνοντας μέσα σε μία μόνο λέξη τις όψεις της γνώσης με τις σχέσεις εξουσίας και τη διαδικασία υποκειμενικοποίησης,[10] ο Φουκώ ορίζει το κυβερνάν ως «αγωγή της αγωγής» (conduct of conduct).[11] Πρόκειται, επομένως, για μια δραστηριότητα δόμησης του πεδίου δράσης των ατόμων, για μια πρακτική ενέργεια που αποσκοπεί στην καθοδήγηση της συμπεριφοράς των ανθρώπων.[12] Με το νεοεισαχθέντα όρο ο Φουκώ την ίδια στιγμή που νοηματοδοτεί, την ίδια στιγμή ανοίγει τη συζήτηση περί εξουσίας. Από τη μια, αναφέρεται στο σύνολο των λόγων και στο άθροισμα των κυβερνητικών μηχανισμών που επιτρέπουν την άσκηση της εξουσίας επί του πληθυσμού.[13] Από την άλλη, θέτει ένα ερώτημα, το οποίο αφορά τη βέλτιστη τεχνική του κυβερνάν και σχετίζεται με τον τρόπο που καθίσταται νοήσιμο το κυβερνάσθαι.[14] Κατά αυτό τον τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν ο Φουκώ εξετάζει τη φιλελεύθερη διακυβερνησιακή πρακτική, αυτό που κάνει ουσιαστικά είναι να αποκωδικοποιεί τις σχέσεις εξουσίας, περνώντας όμως πλέον από το επίπεδο της μικροφυσικής σε αυτό της μακροφυσικής.[15]
Laissez-faire
Ο Φουκώ προχωρά μελετώντας τον τρόπο με τον οποίο ο φιλελευθερισμός λειτουργεί ως πολιτική της αλήθειας, ανακαλύπτοντας νέες έννοιες που συμβάλλουν στη διακυβέρνηση και παρεμβαίνουν σε όλους τους τομείς της ζωής.[16] Βλέπει, λοιπόν, ότι με πρωτεργάτη τον Adam Smith (1723-1790) οι φυσιοκράτες διαβαίνουν το κατώφλι της βιοπολιτικής.[17] Η περίφημη αόρατος χειρ του Άγγλου οικονομολόγου, η οποία τονίζει την αδιαφάνεια και περιπλοκότητα του οικονομικού κόσμου, γίνεται η βάση πάνω στην οποία δημιουργείται ένα νέο καθεστώς λόγου και εγκαθιδρύονται νέες μορφές γνώσης.[18] Πιο αναλυτικά, οι φιλελεύθεροι θωρούν την αγορά ως τόπο επαλήθευσης-διάψευσης της διακυβερνησιακής πρακτικής, ως χώρο εκδήλωσης της αλήθειας. Έτσι, ανάγοντας την αγορά σε «κανόνα και νόρμα της διακυβερνησιακής πρακτικής», προχωρούν σε ένα νέο κομφορμισμό. Τι σημαίνει όμως για την πρακτική και το στοχασμό της φιλελεύθερης διακυβέρνησης, το ότι ο φυσικός μηχανισμός της αγοράς αποτελεί «τόπο αληθολογίας» και αντικειμενικό κριτήριο προσδιορισμού της διακυβερνησιακής πρακτικής;[19] Ο Φουκώ υποστηρίζει πως το γεγονός αυτό παρέχει στους φιλελεύθερους την αυτοπεποίθηση να πιστεύουν ότι είναι πλέον σε θέση να επιλέξουν με ορθολογικό τρόπο τα μέτρα και τους κανόνες που πρέπει να λάβει η κυβέρνηση, ώστε να επιτευχθεί η «κοινωνία της ευημερίας». Ως εκ τούτου, βάζοντας στο παιχνίδι την Πολιτική Οικονομία, οι φιλελεύθεροι όχι μόνο μετακυλίουν το ζήτημα από τη νομιμότητα του καθεστώτος στην επιτυχία ή αποτυχία του, αλλά επίσης φέρουν τη μετατόπιση του διακυβεύματος της εξουσίας από το επίπεδο της πολιτικής σε αυτό της οικονομίας.[20]
Ο Φουκώ επεξηγεί ότι ο λόγος των φιλελεύθερων συναρθρώνεται ως απάντηση στα προβλήματα που δεν μπορούσε να διαχειριστεί η διακυβέρνηση στο πλαίσιο του «Κρατικού Συμφέροντος» (Raison d’ Etat), του καθεστώτος που αναδύεται κατά την Πρώιμη Νεότερη Περίοδο.[21] Σε αντίθεση με τη λογική του «Κρατικού Συμφέροντος» που έχει στον πυρήνα της σκέψης του την ενίσχυση της κρατικής μηχανής, υψώνεται ο φιλελεύθερος λόγος διακυβέρνησης που ασπάζεται την αρχή του αυτοπεριορισμού, σύμφωνα με την οποία η διακυβέρνηση είναι πάντα υπερβολική.[22] Ωστόσο, ο Φουκώ σπεύδει να αποσαφηνίσει ότι παρότι ο φιλελευθερισμός είναι διαποτισμένος από την αρχή του «λιγότερου Κράτους», δεν είναι αναγκαστικά επιλήσμων του κρατικού συμφέροντος. Για να γίνεται από όλους σεβαστή η ελευθερία των συναλλασσομένων και να μπορεί να συνεχίζει ανενόχλητος την πορεία του ο homo economicus, οι φιλελεύθεροι ζητούν από το κράτος να λειτουργεί ως νυχτοφύλακας και να επιτηρεί την ορθή πορεία της αγοράς.[23] Συγκεφαλαιώνοντας, η διερώτηση του φιλελευθερισμού γύρω από την αναγκαιότητα της διακυβέρνησης δεν εξαντλείται στην κριτική του στάση έναντι της προγενέστερης μορφής κυβερνητικότητας, αλλά αποτελεί ακατάπαυστο μοχλό αναθεώρησης και εξορθολογισμού της δικής του συγκαιρινής τέχνης διακυβέρνησης. Κατά τον Φουκώ, μια σειρά ορθολογικοτήτων των κυβερνώντων και κυβερνωμένων αλληλεπικαλύπτονται και αντιμάχονται, με αποτέλεσμα να απαλλάσσουν το φιλελευθερισμό από κάθε στατικότητα και να του επιτρέπουν να εμφανίζεται ως νέος Ιανός.[24]
Μια πετρελαϊκή κρίση φαίνεται πως είναι αρκετή για να αλλάξει τον Λόγο, το λόγο, τις μεθόδους, τους μηχανισμούς και τις τεχνικές σε παγκόσμιο επίπεδο.[25] Ο Φουκώ προβληματίζεται από τις αδιόρατες αλλαγές που βιώνει και διερωτάται επί της εκφοράς του νέου λόγου. Επισημαίνει για παράδειγμα: «Για ποιο πράγμα πρόκειται, όταν μιλάμε για φιλελευθερισμό, όταν ασκείται σ’ εμάς, στις μέρες μας, μια φιλελεύθερη πολιτική, και τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με εκείνα τα ζητήματα δικαίου που αποκαλούνται ελευθερίες;».[26] Αναρωτιέται, λοιπόν, αν ο πολιτικός φιλελευθερισμός αποτελεί τη λογική βάση του κόσμου ή ο νεοφιλελευθερισμός έχει προβεί σε τέτοιες αναδιαρθρώσεις ώστε έχει τελικά κατορθώσει να εισβάλει και να αλλοιώσει τον πυρήνα του πρώτου.[27] Για να μπορέσει να απαντήσει εστιάζει σε δύο παραδείγματα της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης λογικής και πρακτικής, με το ένα να έχει τις ρίζες του στη γερμανική Σχολή του Φράιμπουργκ (ορντοφιλελευθερισμός)[28] και το άλλο στην αμερικανική Σχολή του Σικάγου (αναρχοκαπιταλισμός).[29]
Ο Φουκώ πιστεύει ότι ο πολιτικός φιλελευθερισμός και ο νεοφιλελευθερισμός είναι δύο ετερόκλητα συστήματα διακυβέρνησης, τα οποία οφείλουμε να μην τα εξετάζουμε υπό το ίδιο πρίσμα. Αν το πρόβλημα των κλασικών φιλελεύθερων άπτονταν του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να περιορίσουν το κράτος που υπήρχε νόμιμα προκειμένου να δοθεί χώρος στην αναγκαία οικονομική ελευθερία, για τους διανοητές της Σχολής του Φράιμπουργκ, υποστηρίζει ο Φουκώ, το πρόβλημα αφορά πλέον τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να κάνουν ένα κράτος που δεν υπάρχει να υπάρξει βάσει των αρχών της οικονομικής ελευθερίας, ούτως ώστε η ύπαρξή του να είναι νόμιμη και αποδεκτή.[30] Είναι σαφές ότι αλλάζει η προβληματική και από εκεί που το κράτος λειτουργούσε ως εγγυητής της οικονομικής ελευθερίας, τώρα η οικονομική ελευθερία αποτελεί το θεμέλιο και την πηγή νομιμοποίησης του κράτους. Έτσι, αποσαφηνίζει ο Φουκώ, το κοσμοείδωλο εμφανίζεται εντελώς αντεστραμμένο: Ενώ στην αυγή της νεωτερικότητας οι φιλελεύθεροι αιτούνταν περισσότερο κράτος, λιγότερη διακυβέρνηση, στο κατώφλι της μετανεωτερικότητας οι νεοφιλελεύθεροι ζητούν μια «διακυβέρνηση χωρίς κυβέρνηση», με το κράτος να νοείται ως κομιστής ελαττωμάτων και η αγορά ως η μόνη κανονιστική αρχή.[31] Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομία της αγοράς όχι μόνο αθωώνεται πανηγυρικά, αλλά ορίζοντας τον πολιτικό λόγο συλλαμβάνεται ως ρυθμιστής του πλανήτη.[32]
Ο Φουκώ αντιλαμβάνεται ότι ο ορντοφιλελευθερισμός πραγματοποιεί μια σημαντική μετατόπιση, όταν παύει να πιστεύει στο φιλελεύθερο μοντέλο της «ανταλλαγής» και αποκωδικοποιεί τον κοινωνικό κόσμο σύμφωνα με το μοντέλο του «ανταγωνισμού». Ο ανταγωνισμός, πλέον, προβάλλεται ως εγγυητής για την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς, την ελεύθερη επιλογή των καταναλωτών και τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.[33] Ο Φουκώ επεξηγεί ότι για τους ορντοφιλελεύθερους το φιλελεύθερο δόγμα του laissez-faire δεν είναι παρά μια «νατουραλιστική αφέλεια», αφού ο ανταγωνισμός οφείλεται σε μια ορισμένη λογική, η οποία έχει τη δική της δομή που πρέπει να γίνεται αποδεκτή από όλους, ώστε να παράγονται τα επιθυμητά οικονομικά αποτελέσματα.[34] Από τα παραπάνω, ο Φουκώ συμπεραίνει ότι η αποφυσικοποίηση του ανταγωνισμού οδηγεί τους ορντοφιλελεύθερους σε ένα είδος κυβερνητικότητας που δεν αντιλαμβάνεται πια τον οικονομικό ανταγωνισμό και το κράτος ως αλληλοαποκλειόμενα. Ο καθαρός ανταγωνισμός αποτελεί τον ατελεύτητο σκοπό μιας ενεργούς κυβερνητικότητας, όπως ίσως αποτελούσε το διαφωτιστικό καντιανό «ρυθμιστικό ιδεώδες».[35] Ακολούθως, ο ορντοφιλελευθερισμός προτάσσει μια Gesellschaftspolitik, δηλαδή μια «πολιτική της κοινωνίας», η οποία αποτελεί το συγκερασμό της οικονομίας της αγοράς και ενός άγρυπνου πανταχού παρόντα κοινωνικού παρεμβατισμού.[36] Τελικά, ο φιλόσοφος ξεκαθαρίζει ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος δικαίου προωθεί έναν οικονομικό-νομικό καπιταλισμό, όπου θεσπίζει μεν τους μηχανισμούς που αποτρέπουν τα μονοπώλια ή τα φαινόμενα ενίσχυσης της κεντρικής εξουσίας, παραμένει δε τυφλό στις οικονομικές διαδικασίες για να αφήσει όλον το χώρο στην οικονομία να επιδοθεί ανενόχλητη στο παιχνίδι της.[37]
Ο Φουκώ στην προσπάθειά του να ξετυλίξει ακόμα περισσότερο το νήμα του νεοφιλελευθερισμού εξετάζει τις αρχές του αναρχοκαπιταλισμού.[38] Αρχικά, καταπιάνεται με το έργο του Ludwig Von Mises (1881-1973), ο οποίος βλέπει να μπολιάζεται ο φιλελευθερισμός με σοσιαλιστικές ιδέες. Το κράτος, λέει ο οικονομολόγος, υπάρχει μόνο για να προστατεύει τη ζωή, την υγεία, την ελευθερία και την ατομική ιδιοκτησία από βίαιες επιθέσεις. Ως εκ τούτου, απαιτεί απόλυτο σεβασμό στους κανόνες της αγοράς.[39] Παίρνοντας τη σκυτάλη ο μαθητής του, Fiedrich Hayek (1899-1992), υποστηρίζει ότι από τη στιγμή που τα όρια του ανθρώπου στη γνώση είναι περιορισμένα, αντίστοιχα πεπερασμένα είναι και τα γνωστικά όρια μιας κυβέρνησης.[40] Έτσι, στον κεντρικό σχεδιασμό αντιπροτείνει τον «ανταγωνισμό», ένα αποκεντρωμένο δηλαδή πρόγραμμα, όπου ο ατομικός πράττων βρίσκεται σε συγκριτικό πλεονέκτημα, αφού δύναται να κατέχει μια μοναδική πληροφορία για το συγκεκριμένο χωροχρόνο και περίσταση. Καταληκτικά, για τον Hayek το κράτος είναι πλήρως αναρμόδιο για τον κεντρικό σχεδιασμό, εξ ου και αιτείται την αναδόμηση της κυβέρνησης με μοναδικό γνώμονα λειτουργίας το όφελος της αγοράς.[41] Για τον Φουκώ, ουραγός και κεντρικός φορέας του αμερικανικού νεοφιλελεύθερου λόγου είναι η Σχολή του Σικάγου, όπου στις αναλύσεις της εισάγει την έννοια του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η αμερικάνικη σχολή αποκωδικοποιεί κοινωνικές σχέσεις και ατομικές συμπεριφορές με όρους προσφοράς και ζήτησης, δηλαδή με όρους οικονομίας. Τελικά, δια στόματος Milton Friedman (1912-2006), οι αναρχοκαπιταλιστές οικονομικοποιούν το σύμπαν και ισχυρίζονται ότι η οικονομική ελευθερία αποτελεί αυτοσκοπό. Με μια αγορά ηθικά αποχρωματισμένη και ένα δημόσιο τομέα γεμάτο πολιτικές αντιπαραθέσεις, η Σχολή του Σικάγου παραμένει, σύμφωνα με τον Φουκώ, βαθιά καχύποπτη έναντι της διακυβέρνησης και χρησιμοποιεί το νόμο για να περιχαρακώσει την αγορά.[42]
Τελικά, τι καινοτομίες εισάγει ο νεοφιλελευθερισμός και τι είδους κοινωνικούς μετασχηματισμούς φέρει, ώστε ο Φουκώ να υποστηρίζει ότι δεν αποτελεί απλώς μια οικονομική και πολιτική επιλογή, αλλά «έναν ολόκληρο τρόπο του είναι και του σκέπτεσθαι»;[43] Ο Φουκώ ξεκινά αναγνωρίζοντας ότι οι νεοφιλελεύθεροι προβαίνουν σε μικρές και τομεακές αλλαγές. Ωστόσο, ο ίδιος πιστεύει ότι καινοτομούν από τη στιγμή που αντιλαμβάνονται τον ανταγωνισμό, όχι ως κάτι φυσικό, αλλά ως ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, το οποίο οφείλει το κράτος να του εξασφαλίζει τις συνθήκες επιβίωσής του.[44] Όταν όμως, αναρωτιέται ο Φουκώ, η κυβέρνηση είναι σε μια μόνιμη επαγρύπνηση για να κρατά ζωντανό τον ανταγωνισμό, στην ουσία δεν εργάζεται για την αγορά; Το κράτος, αποφαίνεται ο ίδιος, όχι μόνο λειτουργεί για λογαριασμό της αγοράς, αλλά γίνεται μια επιχείρηση στην υπηρεσία των επιχειρήσεων. Έτσι, μια νέα διακυβερνησιακή λογική σύμφωνα με το επιχειρησιακό μοντέλο αναδύεται.[45] Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η διακυβερνησιακή δράση αναλύεται και αξιολογείται με όρους αγοράς, δηλαδή προσφοράς, ζήτησης, κόστους, κέρδους και αποτελεσματικότητας. Η μαζική επιχορήγηση των τραπεζών από το κράτος, ο χορός των ιδιωτικοποιήσεων των κρατικών επιχειρήσεων, η συνδιαχείριση δημόσιου- ιδιωτικού, είναι κάποιες από τις στρατηγικές κινήσεις που τοποθετούν σε κοινή θέα το νέο επιχειρηματικό κρατικό προφίλ.[46] Συνεπώς, με την απεριόριστη γενίκευση της μορφής της αγοράς, αφενός το ίδιο το κράτος κατανοείται ως άλλη μια επιχείρηση, αφετέρου η κριτική αποτίμηση της διακυβερνησιακής δράσης του γίνεται με όρους αγοράς.[47]
Στον Φουκώ είναι πλέον εμφανές ότι μπορεί οι νεοφιλελεύθεροι να κάνουν λόγο για διακυβέρνηση χωρίς κυβέρνηση¸ ωστόσο η πράξη δείχνει ότι δεν ζούμε σε κοινωνίες με λιγότερη διακυβέρνηση, αλλά σε κοινωνίες με διαφορετικού τύπου διακυβέρνηση. Οι αλλαγές στη λειτουργία των νόμων και των δικαστηρίων απλώς δημιουργούν νέα πεδία δράσης, νέες εφαρμογές της εξουσίας και τελικά ένα νέο καθεστώς αλήθειας που έχει νέες απαιτήσεις συμπεριφοράς.[48] Κατά τον Φουκώ στη νεοφιλελεύθερη θεωρία ενυπάρχει μια υπόκωφη δομική λογική, η οποία καλεί και συμπαρασύρει όλα τα δρώντα υποκείμενα στην τάξη.[49] Οι όποιες τακτικές και πολιτικές ακολουθεί η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση, έχουν σκοπό να παράγουν υποκείμενα του συμφέροντος κλειδωμένα μέσα στον ανταγωνισμό.[50] Ως εκ τούτου, το κέντρο βάρους φεύγει πια από το φιλελεύθερο homo economicus, ένα παραγωγικό ή καταναλωτικό υποκείμενο που ζει μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον ανταλλαγής, και πάει στο νεοφιλελεύθερο homo entrepreneur, ένα υποκείμενο δικαίου που ζει μέσα σε ένα τεχνητό περιβάλλον ανταγωνισμού.[51] Αν σε μας αυτή η αποίκηση της ζωής από το μοντέλο της αγοράς μπορεί να προκαλεί αποστροφή, για τους νεοφιλελεύθερους, η ανάδειξη της επιχείρησης σε οικουμενικά γενικευμένο κοινωνικό μοντέλο αποτελεί αντιστάθμισμα του ψυχρού, απαθούς, υπολογιστικού, ορθολογιστικού μηχανισμού που δημιουργείται μέσα στο πλαίσιο του καθαρά οικονομικού ανταγωνισμού.[52]
Τελικά, μια μικρή κοπερνίκεια επανάσταση λαμβάνει χώρα στη σκέψη των νεοφιλελεύθερων, που οραματίζονται ένα κράτος συνάμα δυνατό και περιορισμένο. Ο Φουκώ φωτίζει το παρόν μας, καθώς μας επισημαίνει πρώιμα ότι ένα νέο καθεστώς λόγου κατισχύει του παλαιού, το οποίο προάγει νέες μορφές γνώσης και δημιουργεί νέες υποκειμενικότητες.[53] Μας εξηγεί ότι αιτούμενοι οι νεοφιλελεύθεροι μια ελεύθερη οικονομία εγκαθιδρύουν στην ουσία μια κοινωνία της αγοράς, όπου γενικεύουν την επιχειρησιακή λογική, εγκαθιδρύουν ένα νομικό πλαίσιο που προωθεί τον ανταγωνισμό, ενώ παράλληλα εφαρμόζουν μια κοινωνική πολιτική που έχει μοναδικό στόχο την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας.[54] Έτσι, επανερχόμενοι στο αρχικό μας ερώτημα, μπορούμε να αντιληφθούμε τον τρόπο που η λογική της αγοράς οδηγεί στον κατακερματισμό του κράτους πρόνοιας και των δημοκρατικών πολιτικών στόχων. Στα μάτια του Φουκώ υπάρχει τεράστια απόσταση ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και το νεοφιλελευθερισμό, με το δεύτερο να αναπτύσσει τέτοιους λόγους, μηχανισμούς και τακτικές που επαναφέρει συντηρητικές και απολυταρχικές δομές και φτιάχνει ακόμα πιο πειθαρχικές κοινωνίες του ελέγχου.[55] Και μπορεί το φιλελεύθερο πρόταγμα της δημοκρατίας και οι κοινωνίες της ευμάρειας να επικαλούνται ακόμα στη νεοφιλελεύθερη θεωρία, ωστόσο το δημοκρατικό έλλειμμα είναι εμφανές, αφού τα άνω προτάγματα εγκαταλείπονται στην πράξη.[56] Το νεοσύστατο καθεστώς αλήθειας αποτελεί μια νέα ολβιόδωρη πραγματικότητα, όπου η εξουσία με τη λάμψη της δόξας και το ζυγό του νόμου μαγεύει τους ανθρώπους και τους δεσμεύει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.[57] Ωστόσο, ενώ από τη μια, ο Φουκώ αντιλαμβάνεται ότι όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος, από την άλλη ο ίδιος υποστηρίζει ότι η νεωτερικότητα γεννήθηκε μέσα από την κριτική αμφισβήτηση, γεγονός που αφήνει πάντα ένα παράθυρο ανοιχτό μέσα στο ολόκλειστα δομημένο σύμπαν.[58] Η φουκωϊκή αποκωδικοποίηση του παρόντος δεν μπορεί παρά να μας αφήσει με ανοιχτά ερωτήματα για το ποια μπορεί να είναι η πορεία μας από εδώ και πέρα. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, από τη στιγμή που τα υποκείμενα είναι ήδη συγκροτημένα μέσα από ένα νεοφιλελεύθερο διακυβερνησιακό καθεστώς, κατά πόσο είναι σε θέση να αναπτύξουν νέους λόγους, μηχανισμούς και τακτικές, ώστε να ξεφύγουν από τη δομή του ανταγωνιστικού νεοφιλελεύθερου υποκειμένου.
Παραπομπές
[1] Αναφορά στο βιβλίο του Colin Crouch, Ο περίεργος μη θάνατος του Νεοφιλελευθερισμού, (μτφρ.: Α. Κιουπκιολής), Αθήνα: Εκκρεμές, 2014.
[2] Όπως δηλώνει ο τίτλος των μαθημάτων, αντικείμενο διαπραγμάτευσης είναι η γέννηση της βιοπολιτικής κατά τον 18ο αιώνα και μετά. Ως βιοπολιτική ο Φουκώ εννοεί τον τρόπο με τον οποίο η «διακυβερνησιακή πρακτική» επιχειρεί να αντιμετωπίσει με ορθολογικό τρόπο μία σειρά προβλημάτων (υγεία, υγιεινή, γεννητικότητα, μακροζωία) που σχετίζονται με τον «πληθυσμό». Παρόλα αυτά, στη συγκεκριμένη σειρά μαθημάτων δεν θα καταφέρει να αναλύσει τη βιοπολιτική αυτή καθεαυτή, αλλά θα καταπιαστεί με το φιλελευθερισμό ως μια νέα τέχνη διακυβέρνησης. Και αυτό διότι θεωρεί ότι η ανάλυση της βιοπολιτικής προϋποθέτει την κατανόηση της νέας διακυβερνησιακής λογικής του φιλελευθερισμού. Τελικά, ο σκοπός του Φουκώ, εντός του πλαισίου των συγκεκριμένων μαθημάτων, τον οποίο και δεν κατάφερε να ολοκληρώσει, ήταν η μελέτη του τρόπου με τον οποίο «τα ειδικά προβλήματα της ζωής και του πληθυσμού» θέτονται εντός της φιλελεύθερης τέχνης διακυβέρνησης. Βλ. Michel Foucault, Η γέννηση της Βιοπολιτικής, (μτφρ.: Β. Πατσογιάννης), Αθήνα: Πλέθρον, 2012, σσ. 37-38, 289, 296. (Από εδώ και στο εξής επειδή αποτελεί το κύριο βιβλίο αναφοράς για την εκπόνηση της μελέτης θα αναγράφεται με τη συντομογραφία ΓΒ).
[3] Michel Foucault, Τι είναι διαφωτισμός, (μτφρ.: Σ. Ροζάνης), Αθήνα: Έρασμος, 1988, σ. 24.
[4] Paul Veyne, Φουκώ, η σκέψη του, η προσωπικότητά του, (μτφρ.: Γ. Καράμπελας), Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011, σ. 28.
[5] Michel Foucault, Security, Territory, Population: Lectures at the Collège de France, 1977-1978, (μτφρ.: G. Burchell), UK: Palgrave Macmillan, 2009, σ. 9.
[6]Arnault Scornicki, «Généalogie de la morale néolibérale», στον ιστότοπο: http://www.laviedesidees.fr/Genealogie-de-la-morale.html, σ. 1.
[7] Michel, Foucault, Ιστορία της σεξουαλικότητας 1: Η βούληση για γνώση, (μτφρ.: Τ. Μπέτζελος), Αθήνα: Πλέθρον, 2011, σ. 159.
[8] Foucault, Security, Territory, Population, σ. 109.
[9] ΓΒ, 293 & Andrew Barry, Thomas Osborne & Nicolas Rose, Foucault and Political Reason, Liberalism, neo-liberalism and rationalities of government, Great Britain: The University of Chicago Press, 1996, σ. 2.
[10] Frédéric Gros, Μισέλ Φουκό, (μτφρ.: Α. Κλαμπατσέα), Αθήνα: Νήσος, 2007, σ. 95.
[11] Thomas Lemke, «Foucault, Governmentality, and Critique», Rethinking Marxism, Vol. 14, No. 3, Fall 2002, σ. 50.
[12] ΓΒ, 174 & Michel Foucault, «Δύο δοκίμια για το υποκείμενο και την εξουσία», στο Η μικροφυσική της εξουσίας, (μτφρ.: Λ. Τρουλινού), Αθήνα: Ύψιλον, 1991, σ. 91.
[13] Πέτρος Μετάφας, «Η πολιτική του Μ. Foucault», Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), στον ιστότοπο:
http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/21785#page/1/mode/2up, σ. 89.
[14] Κύρκος Δοξιάδης, Η έννοια της κριτικής στο Foucault, Εισήγηση στο Σεμινάριο Διαλεκτικής (διατμηματικό σεμινάριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Παντείου Πανεπιστημίου), Δεκέμβριος 2009, σ. 4.
[15] Σε κείμενά του όπως το Επιτήρηση και τιμωρία ο Φουκώ εξετάζει το εξουσιαστικό φαινόμενο κυρίως ως πρακτική πειθάρχησης και επιτήρησης, η οποία παράγεται μέσα από πληθώρα μικροεξουσιών. Βγάζοντας μια εικόνα απαισιοδοξίας καταδεικνύει πώς δημιουργούνται δικτυωτά και μοριακά συστήματα εξουσίας παντού. Δεχόμενος μομφές, όμως, για το ότι δεν μελετά το κράτος, ο «ύστερος» Φουκώ χωρίς να διαφοροποιείται μεθοδολογικά θέτει στο επίκεντρο της μελέτης του το ζήτημα του κυβερνάν σε μακροεπίπεδο. Δίχως να φτάνει σε μια συμβατική θεωρία του κράτους, τελικά το βλέπει ως μια τερματική μορφή εξουσίας, η οποία πατά πάνω στις προαναφερόμενες μικροεξουσίες. Άρα, για το διανοητή το κράτος είναι άνευ ουσίας, άσπλαχνο, συνιστώντας απλά ένα επεισόδιο της κυβερνητικότητας. ΓΒ 17, 87 & Terry Flew, «Michel Foucault’s The Birth of Biopolitics and contemporary neo-liberalism debates», Thesis Eleven, Vol. 108, No. 1, February 2014, σ. 61.
[16] Lemke, «Foucault, Governmentality, and Critique», ό.π., σ. 57.
[17] Ο Φουκώ εξετάζει την εξουσία όχι από την αρνητική της όψη, ως νομικό καταναγκασμό, αλλά από τη θετική της, ως μηχανισμό που οργανώνει την ανθρώπινη ζωή και συμβάλλει στην αναπαραγωγή της. Μέσα στο πλαίσιο της βιοπολιτικής, υποστηρίζει, αναπτύσσονται τεχνικές εξουσίας που επενδύουν στο έμβιο ον. Τελικά, η νέα μορφολογία της εξουσίας έχει να κάνει με τη διαχείριση και την ενίσχυση των σωμάτων και δυνάμεων. Michel Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, (μτφρ.: Τ. Δημητρούλια), Αθήνα: Ψυχογιός, 2002, σ. 230.
[18] Michel Foucault, «Αλήθεια και εξουσία», στου ιδίου, Εξουσία, γνώση και ηθική, (μτφρ.: Ζ. Σαρίκας), Αθήνα: Ύψιλον, 1987, σ. 15.
[19] ΓΒ, 74 & Barry Hindess, «Liberalism – What’s in a Name?», στον ιστότοπο:
https://digitalcollections.anu.edu.au/bitstream/1885/40386/4/bhindess.pdf, (τελευταία επίσκεψη 10.01.2015), σ. 5.
[20] Terry Flew, «Michel Foucault’s The Birth of Biopolitics», ό.π., σ. 50.
[21] ΓΒ, 18 & Terry Flew, «Michel Foucault’s The Birth of Biopolitics», ό.π., σσ. 49-50.
[22] ΓΒ, 290.
[23] ΓΒ, 61.
[24] ΓΒ, 293 & Μετάφας, ό.π., σ. 103.
[25] Το 1970 η οικονομία βιώνει την πρώτη μεγάλη μεταπολεμική κρίση και μόλις εννιά χρόνια αργότερα οι Βρετανοί δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στη Θάτσερ, η οποία τραβάει μέσα από σκιές του παρελθόντος ένα ιδιόμορφο δόγμα, που ακούει στο όνομα νεοφιλελευθερισμός. (Γιώργος Σταμάτης, Περί Νεοφιλελευθερισμού, Αθήνα: ΚΨΜ, 2007, σ. 9).
[26] ΓΒ, 38.
[27] Stephen Collier, «Foucault’s analysis of political government beyond ‘governmentality’», Theory, Culture & Society, Vol. 26, No. 6, November 2009, σ. 93.
[28] Ο γερμανικός φιλελευθερισμός ή ορντοφιλελευθερισμός εμφανίζεται την περίοδο 1928-1930 από διανοητές της Σχολής του Φράιμπουργκ και αργότερα το 1948-1962 εκφράζεται μέσω του περιοδικού Ordo. ΓΒ, 294.
[29] Ο Φουκώ ξεκινά με την παραδοχή ότι ο πολιτικός φιλελευθερισμός και ο νεοφιλελευθερισμός διαθέτουν κοινά σημεία, αφού πρόκειται για «οικονομικές διακυβερνήσεις» που συναρθρώνουν το λόγο τους γύρω από τις λειτουργίες της αγοράς. Επίσης, αναγνωρίζει ότι δίνουν προτεραιότητα στο άτομο και υπερθεματίζουν την επαύξηση του προσωπικού οφέλους. Επίσης, θεωρεί ότι μέσα στο πλαίσιο και των δύο συντελείται μια διπλή κίνηση, αυτή της κυβερνητικοποίησης και αυτή της κριτικής, αφού αφενός τα άτομα καθυποτάσσονται μέσω των μηχανισμών εξουσίας που κρατούν την αλήθεια, αφετέρου τα υποκείμενα αμφισβητούν την αλήθεια αυτή. Τέλος, ο Φουκώ δεν παραβλέπει ότι και οι δύο αυτοαποκαλούνται «φιλελεύθεροι». (Tiziana Terranova, «Another Life: The nature of political economy in Foucault’s genealogy of biopolitics», Theory, Culture & Society, Vol. 26, No. 6, November 2009, σσ. 243, 245).
[30] ΓΒ, 97.
[31] Mike Gane, «Foucault on Governmentality and Liberalism», Theory, Culture & Society, Vol. 25, No. 7-8, December 2008, σ. 360.
[32] ΓΒ, 122 & Scornicki, ό.π., σ. 1.
[33] Crouch, ό.π., σ. 22.
[34] ΓΒ, 125-126.
[35] ΓΒ, 127.
[36] ΓΒ, 151.
[37] ΓΒ, 166.
[38] Ο διανοητής επισημαίνει ότι ο αμερικανικός νεοφιλελευθερισμός διαμορφώνεται και αναπτύσσεται μέσω της εναντίωσής του στην κεϋνσιανή πολιτική, τα κοινωνικά σύμφωνα πολέμου και τη γραφειοκρατική διόγκωση βάσει της πολιτικής του New Deal. Ο όρος New Deal περιγράφει μια σειρά οικονομικών προγραμμάτων που θεσπίστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, για το εσωτερικό της χώρας, μεταξύ 1933 και 1936, μέσω προεδρικών διαταγμάτων και νόμων ψηφισμένων από το Κογκρέσο, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ως απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Τα προγράμματα στόχευαν στην επίτευξη της ανακούφισης των φτωχότερων και των ανέργων, την ανάκαμψη της οικονομίας σε φυσιολογικά επίπεδα και την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. (Ivan Berend, Οικονομική ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου αιώνα, (μτφρ.: Θ. Βασιλείου), Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg, 2009, σσ. 109-112). Στο συγκεκριμένο βιβλίο αναλύει αρχικά τον αμερικανικό νεοφιλελευθερισμό σε συνδυασμό με το γαλλικό, αφού τα συμφραζόμενα στα οποία εμφανίζονται είναι παρόμοια, (εναντίωση στις κεϋνσιανές μεταπολεμικές πολιτικές και τον οικονομικό σχεδιασμό). Εντούτοις, επεξηγεί ότι ο αμερικανικός και ο γαλλικός νεοφιλελευθερισμός δεν μοιράζονται το ίδιο ιστορικό παρελθόν και στη συνέχεια προβαίνει σε μια μικρού μήκους εξέταση των διαφορών τους. ΓΒ, 200-202.
[39] Nicholas Gane, «The emergence of Neoliberalism: Thinking through and beyond Michel Foucault’s Lectures on biopolitics», Theory, Culture & Society, Vol. 31, No. 4, November 2014, σσ. 6-11.
[40] Folkers, ό.π., σ. 13.
[41] Gane, «The emergence of Neoliberalism», ό.π., σσ. 15-17.
[42] Rob Van Horn & Philip Mirowski, «The rise of the Chicago School of Economics and the Birth of Neoliberalism», στο συλ. The road from Mont Pelerin: The making of the Neoliberal Thought, επιμ. Mirowski, Philip & Plehwe, Dieter, London: Harvard University Press, 2009, σ. 167.
[43] ΓΒ, 202.
[44] Gane, «The emergence of Neoliberalism», ό.π., σσ. 18-20.
[45] Scornicki, ό.π., σ. 6.
[46] ΓΒ, 226 & Scornicki, ό.π., σ. 5.
[47] ΓΒ, 227.
[48] Gane, «Foucault on Governmentality and Liberalism», ό.π., σ. 358.
[49] Michael Hardt & Antonio Negri, Αυτοκρατορία, (μτφρ.: Ν. Καλαϊτζής), Αθήνα: Scripta, 2002, σ. 37.
[50] Gane, «The emergence of Neoliberalism», ό.π., σ. 30.
[51] ΓΒ, 252 & Read, ό.π., σ. 28.
[52] ΓΒ, 222.
[53] Michel, Foucault, Επιτήρηση και τιμωρία, (μτφρ.: Τ. Μπέτζελος), Αθήνα: Πλέθρον, 2011, σ. 38.
[54] Flew, «Michel Foucault’s The Birth of Biopolitics, ό.π., σ. 56.
[55] Scornicki, ό.π., σ. 6 & Christian Laval, «Ultraliberalism, liberalism and neoliberalism», στον ιστότοπο: http://blogs.mediapart.fr/blog/christian-laval/120414/ultraliberalisme-liberalisme-et-neoliberalisme, (τελευταία επίσκεψη 10.01.2015), σ. 1.
[56] Δοξιάδης, «Από τον πολιτικό φιλελευθερισμό στον νεοφιλελευθερισμό», ό.π., σ. 3.
[57] Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, ό.π., σ. 87.
[58] Toni Negri, «Ο Φουκώ μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος», (μτφρ.: Τ. Μπέτζελος), Ουτοπία, Αφιέρωμα στον Μισέλ Φουκώ, τευχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σ. 169.