Ποια, αλήθεια, είναι η λογική με βάση την οποία μπορεί κάποιος να υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος από την πολύ μικρή ηλικία θα πρέπει να εκτίθεται σε ένα περιβάλλον στο οποίο οφείλει –και διαπαιδαγωγείται με τέτοιον τρόπο ώστε– να κινείται ανταγωνιστικά και με στόχο τη διάκριση μέσω της αρίστευσης;
Θα υπάρχει κάποια βαθύτερη αιτία η οποία υποχρεώνει τους θιασώτες του ανταγωνισμού να επιμένουν, διότι η αιτιολόγηση και νομιμοποίηση της ανταγωνιστικής θέσης υποχρεούται να παραβλέψει πλήθος αντίθετων δεδομένων. Πρέπει, για παράδειγμα, να παραβλέψει την ειδολογική ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου είδους, αυτή της παρατεταμένης παιδικής ηλικίας, βιολογικό δεδομένο που καθιστά τον άνθρωπο απόλυτα εξαρτώμενο από τους άλλους για την επιβίωσή του. Οφείλει να παραβλέψει, επίσης, τις ανακαλύψεις των επιστημών της βιολογίας, οι οποίες τείνουν, όλο και περισσότερο, να δίνουν χώρο στη συνεργασία και την αλληλεγγύη, αφαιρώντας παράλληλα εδάφη που κατείχε αποκλειστικά η αρχή του ανταγωνισμού. Υποχρεούται, επιπλέον, να παραμείνει απαθής απέναντι στις νέες παιδαγωγικές θεωρίες που απορρίπτουν το ανταγωνιστικό μοντέλο προς όφελος της συνεργατικής και κυκλικής μάθησης, αλλά και στην έμπρακτη επιβεβαίωσή τους στα καλύτερα παιδαγωγικά συστήματα.
Και αν ο ανταγωνισμός φαίνεται να είναι, και είναι, η δομική ιδέα που νομιμοποιεί την ανταγωνιστική συμπεριφορά σε κρίσιμους τομείς, όπως στο πεδίο της οικονομίας και της επιχειρηματικής δράσης, πώς μπορεί η ίδια ιδέα να μεταφερθεί αυτούσια στο πεδίο της εκπαίδευσης; Παρεμπιπτόντως εδώ, όποιος έχει έστω και μια ελαφρά εξοικείωση με τους τρόπους και τις διαδικασίες της αναπαραγωγής της γνώσης γνωρίζει ότι αυτή είναι κατορθωτή μέσω της επιβεβαιωτικής, απορριπτικής και διορθωτικής αλληλόδρασης ιδεών και θεωριών. Και οι νάνοι, αλλά και οι γίγαντες, πατούν ο ένας στους ώμους του άλλου για να δουν πιο μακριά!
Η επιμονή σε μια αρχή αστήρικτη, αντιπαιδαγωγική και εν τέλει ανήθικη πρέπει να οφείλεται κάπου αλλού, και αυτό το «αλλού» ίσως μπορούμε να το εξαγάγουμε από τις έννοιες από τις οποίες συνοδεύεται ο ανταγωνισμός, όπως αυτές της αριστείας και της διάκρισης. Τούτη η δέσμη εννοιών –ανταγωνισμός, αριστεία, διάκριση– στη μακρά πορεία της στον χώρο των ιδεών αποτελούσε το αμυντικό όρυγμα, αλλά και την επιθετική αιχμή, της αντίδρασης απέναντι σε μια αντίπαλη δέσμη, αυτή των εννοιών της συνεργασίας, του συλλογικού επιτεύγματος και του εξισωτισμού. Με άλλα λόγια, των εννοιών που συγκροτούν τη δημοκρατική αρχή. Διότι η δημοκρατία είναι αδύνατον να εννοηθεί δίχως τη συνεργασία και τη συμμετοχή όλων σε όλα, δίχως δηλαδή τον αντιελιτίστικο εξισωτισμό. Ο καθένας οφείλει, και το κυριότερο, μπορεί να προσφέρει τις ιδιαίτερες ικανότητες του στη διαχείριση των κοινών υποθέσεων διακρινόμενος όχι για την ποιότητα των δυνάμεών του αλλά για την επιθυμία του να προσφέρει στο κοινό καλό. Όταν ο πολίτης έθετε τις ξεχωριστές ικανότητες του στην υπηρεσία του ατομικού οφέλους η αρχαία δημοκρατία ενεργοποιούσε τη θεσμική θωράκισή της, τον οστρακισμό – καθώς η πολιτεία δεν προφυλάσσονταν από την ιδιαιτερότητα και τη διάκριση αλλά από την ιδιοτέλεια.
Ο αντιελιτίστικος εξισωτισμός διέσχισε τον ιστορικό χρόνο, μέχρις ότου ο σοσιαλισμός υποσχέθηκε να ολοκληρώσει το δημοκρατικό αίτημα εισάγοντας την τελική απαίτηση που θα διασφάλιζε ουσιαστικά την ισότητα, τον οικονομικό εξισωτισμό. Η σοσιαλιστική ιδέα θεμελιώθηκε επάνω στην κλασική αντίληψη περί της κοινωνικής φύσης του ανθρώπου, του ατόμου που αποτελεί συλλογικό δημιούργημα και δεν μπορεί να νοηθεί εκτός του κοινωνικού πλαισίου. Απέναντι όμως στις δημοκρατικές ιδέες της καθολικής συμμετοχής και της οικονομικής ισότητας ορθώθηκε μια αντίληψη που απέρριπτε μερικώς την πρώτη και ολικώς τη δεύτερη: η φιλελεύθερη ιδέα του ατόμου ως μοναχικού δρώντα, που κινητοποιεί τις δυνάμεις του για το δικό του ατομικό συμφέρον, υπηρετεί τη σκοπιμότητα αυτή. Καθώς δεν είναι δυνατόν όλοι να φτάσουν στο ίδιο σημείο, διότι δεν έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες, όσοι μένουν πίσω θα πρέπει να εξαιρεθούν, ή να μετριαστεί η συμμετοχή τους στη διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Οι περιορισμοί στο εκλογικό δικαίωμα με βάση την περιουσία, μια θεσμική εγγύηση που οι φιλελεύθεροι υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους, αντανακλούσαν ακριβώς την οικονομική πλευρά της διαφοροποίησης και του διαχωρισμού των ατόμων – των αρίστων, των ικανών, της ελίτ από αυτούς που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν.
Πέραν του γεγονότος ότι τα καταστροφικά αποτελέσματα της ανταγωνιστικής αρχής, που νομιμοποιεί τον καπιταλισμό, είναι για άλλη μια φορά καταφανέστατα, οι υποστηρικτές του ανταγωνισμού πρέπει να ξεπεράσουν και μια επιπλέον δυσκολία: η επίκληση της ανταγωνιστικής φύσης του ανθρώπινου είδους πλέον δεν αρκεί! Και τι προσφορότερος τρόπος να επιβάλεις ολικά στους ανθρώπους μια αρχή αφύσικη, αντιδημοκρατική και ανήθικη από το να αρχίζεις στην πιο τρυφερή ηλικία τους, εξ απαλών ονύχων!
Η κεντρική εικόνα του άρθρου είναι ο πίνακας του Paul Klee In the Style of Kairouan (1914).