Πιστεύω πως κάθε σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία οφείλει να λάβει υπ' όψιν της την ψυχανάλυση. Γιατί, ενώ είναι αλήθεια ότι η κοινωνία είναι κάτι παραπάνω από το σύνολο των ατόμων που την αποτελούν, είναι επίσης αλήθεια ότι δεν υπάρχει παρά μέσω αυτών των ατόμων, ότι κάθε πολιτική πράξη δε συμβαίνει παρά μόνο στο μέτρο που την κάνουν οι άνθρωποι, τους οποίους οι μελέτες του Φρόυντ και των μαθητών του μας έκαναν να δούμε πολύ διαφορετικά.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι ο πολιτικός φιλόσοφος που ενσωμάτωσε με τον πιο επιτυχημένο τρόπο τη μελέτη της ψυχανάλυσης στο έργο του. Μανιώδης, κατά δήλωσή του, αναγνώστης του Φρόυντ, χρησιμοποίησε τα κείμενα του πατέρα της ψυχανάλυσης αλλά και μεταγενέστερων ψυχαναλυτών τόσο για να διαμορφώσει τις θέσεις του, όσο και για να τους ασκήσει κριτική. Είναι πάντως ασφαλές να πούμε ότι χωρίς την ψυχανάλυση το έργο του Καστοριάδη δε θα ήταν το ίδιο, ούτε θα ήταν τόσο σημαντικό όσο είναι.
Με ποιον όμως τρόπο χρησιμοποίησε την ψυχαναλυτική θεωρία; Νομίζω ότι μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η σχέση του καστοριαδικού έργου με την ψυχανάλυση:
1)Η ανθρωπολογική σημασία της ψυχανάλυσης. Η ψυχανάλυση χρησιμοποιείται για να αντληθούν συμπεράσματα για τη φύση του ανθρώπου και κατά συνέπεια για την πολιτική φιλοσοφία. Παραδείγματος χάρη, το γεγονός ότι στον άνθρωπο ενυπάρχει η καταστροφική ενόρμηση οδηγεί τον φιλόσοφο στην άποψη ότι υπάρχουν όρια στις δυνατές βελτιώσεις της κοινωνίας και ότι η περίφημη διακήρυξη του Μαρξ για συμφιλίωση όλων με όλους και με τον εαυτό τους "είναι μια ουτοπία με την κακή έννοια της λέξης". Άλλο παράδειγμα, η οιδιπόδεια κατάσταση, δηλαδή ο φραγμός που βάζει ο πατέρας ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί, εκλαμβάνεται από τον Καστοριάδη ως η πρώτη πράξη εκκοινωνισμού της ψυχής, η γενέθλια πράξη του κοινωνικού ατόμου, η απαγόρευση που κάνει το παιδί να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν και άλλα αυτόνομα όντα πέρα από αυτό το ίδιο, με δικούς τους πόθους, που μπορεί να μην το συμπεριλαμβάνουν. Σημαντική, αναφορικά με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, και η λειτουργία της απαγόρευσης, του ευνουχισμού, του νόμου που επιβάλλεται στο παιδί. Ο Καστοριάδης, παρόλο που είναι επαναστάτης, δεν είναι αναρχικός στοχαστής και θεωρεί ότι η κοινωνία πρέπει να καταπιέζει ως ένα βαθμό κάποιες τάσεις της ανθρώπινης ψυχής. Χαρακτηριστική είναι εδώ η κριτική που ασκεί στο Μαρκούζε και άλλους στοχαστές που τάχθηκαν υπέρ της απόλυτης απελευθέρωσης των ενστίκτων. Ο Καστοριάδης γράφει ότι αυτό δε θα ήταν η απόλυτη ελευθερία, αλλά η απόλυτη σφαγή, η επιστροφή στο προκοινωνικό.
2) Η ψυχανάλυση ως οντολογικό αντιπαράδειγμα ή, ακριβέστερα, το ασυνείδητο ως οντολογικό αντιπαράδειγμα. Μεγάλο μέρος της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας αφιερώνεται στην απόδειξη ότι το είναι διαρθρώνεται σε στιβάδες, στην καθεμία από τις οποίες ισχύουν διαφορετικοί οντολογικοί κανόνες. Για να ενισχύσει τη θέση του ο Καστοριάδης χρησιμοποιεί παραδείγματα από τη φυσική, τη γλωσσολογία και την ψυχανάλυση. Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο "ο τρόπος του είναι του ασυνειδήτου", επικαλείται τις θέσεις του Φρόυντ ότι το ασυνείδητο δε γνωρίζει χρόνο ή ότι δεν ισχύει για το ασυνείδητο η λογική της διάζευξης του τύπου "ή αυτό ή εκείνο". Χαρακτηριστικό είναι ένα ευφυολόγημα που άρεσε στο Φρόυντ να αναφέρει συχνά: ένας άνθρωπος δανείστηκε μια χύτρα και την επέστρεψε τρυπημένη· όταν του ζήτησαν αποζημίωση αυτός είπε ότι πρώτον επέστρεψε τη χύτρα άθικτη, δεύτερον ότι ήταν ήδη τρύπια όταν τη δανείστηκε και τρίτον ότι δεν τη δανείστηκε ποτέ. Δηλαδή δίνει δικαιολογίες που ανεξάρτητες θα έστεκαν, όμως συμπαρατιθέμενες αναιρούν η μία την άλλη. Στην ξυπνητή ζωή αυτό μας κάνει να γελάμε, όμως ο Φρόυντ ισχυρίζεται ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει στην πραγματικότητα σε πολλά όνειρα, ότι αυτή η οντολογία ισχύει στο ασυνείδητο. Χρησιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχαναλυτική θεωρία ο Καστοριάδης δείχνει ότι δεν ισχύουν σε όλα τα οντολογικά επίπεδα οι ίδιοι κανόνες, πράγμα που του είναι πολύ χρήσιμο για να απορρίψει ιδέες όπως η αιτιότητα στην ιστορική διαδικασία. Ακόμη περισσότερο, ισχυρίζεται ότι ο τρόπος του είναι του ασυνειδήτου είναι ο τρόπος του μάγματος, δηλαδή "αυτού από το οποίο μπορουμε να εξαγάγουμε συνολιστικές οργανώσεις απροσδιορίστου αριθμού, αλλά που δεν μπορεί ποτέ να ανασυγκροτηθεί ιδεατά με συνολιστική σύνθεση αυτών των οργανώσεων", όμοιος δηλαδή με τον τρόπο του είναι του κοινωνικού φαντασιακού.
3)Η ψυχανάλυση ως το αντίστοιχο της κοινωνική αυτονομίας για το άτομο. Ο φιλόσοφος θεωρεί τη δημοκρατία και την ψυχανάλυση ως διαδικασίες που τείνουν προς κοινό στόχο. Η μεν δημοκρατία προς την αυτονομία της κοινότητας, με την έννοια ότι το σώμα των πολιτών δημιουργεί τους νόμους που διέπουν τη ζωή της κοινότητας, έχοντας επίγνωση ότι αυτοί οι νόμοι είναι ανθρώπινα δημιουργήματα, όχι θέσφατα, αλλά δικές του αποφάσεις που μπορούν ανά πάσα στιγμή να αμφισβητηθούν και να αλλάξουν, έτσι ώστε κάθε πολίτης να μπορεί να πει ότι ο δικαιϊκός νόμος είναι και δικός του νόμος, όχι επειδή θα περάσει πάντα το δικό του, αλλά επειδή είχε τη δυνατότητα να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία παραγωγής του· η δε ψυχανάλυση προς την αυτονομία του ατόμου, με την έννοια ότι το άτομο πρέπει να αναγνωρίσει την ασυνείδητη επιθυμία του και μετά να δώσει το ίδιο ένα νόμο στον εαυτό του (αυτο-νομία) σχετικό με το πώς θα κινηθεί ή δε θα κινηθεί για την πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας. Πρέπει δηλαδή το άτομο να αλλάξει τη σχέση του με το ασυνείδητό του, όχι ξεριζώνοντας το ασυνείδητο (πράγματα αδύνατο), αλλά προσπαθώντας να αποκτήσει επίγνωση των ασυνείδητων ενορμήσεων, επιθυμιών και σκέψεών του, ώστε αυτές να μην απωθούνται, αλλά να μπορεί το άτομο να στοχαστεί πάνω σε αυτές. Ο Καστοριάδης συμπληρώνει την έκφραση του Φρόυντ "όπου είναι Αυτό, Εγώ να υπάρξω", με την προσθήκη "και όπου είμαι Εγώ, Αυτό να αναδυθεί".
Φυσικά, μπορεί κανείς να προσθέσει κανείς πολλά στοιχεία στον παρόν κείμενο, που δε φιλοδοξεί να είναι πλήρες. Ίσως το πιο βασικό από αυτά να είναι ότι η ίδια η σύλληψη της φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας θέτει ως αναγκαίες συνθήκες κάποιες ιδιότητες της ανθρώπινης ψυχής, όπως είναι η απολειτουργικοποίηση των ψυχικών διαδικασιών σε σχέση με το βιολογικό υπόστρωμα του ανθρώπου, η αυτονόμηση της φαντασίας και η επακόλουθη ικανότητα συμβολισμού και ομιλίας, η ικανότητα μετουσίωσης των ενορμήσεων κλπ. Ιδιότητες για τις οποίες η ψυχανάλυση έχει πολλά να πει κι ο Καστοριάδης το γνωρίζει, χωρίς όμως να ακολουθεί πιστά εν προκειμένω τις απόψεις των ψυχαναλυτών και μάλιστα τολμώντας ενίοτε να τους διορθώσει.
Η εδώ προτεινόμενη, λοιπόν, ταξινόμηση δεν είναι η μία και μοναδική, έχει όμως, ελπίζω, την εξής αξία: χαράσσει κάποιες αδρές γραμμές για το πώς η ψυχανάλυση μπορεί -και πρέπει, αν με ρωτάτε- να μας βοηθήσει στον πολιτικό στοχασμό: αναιρώντας τις αντιλήψεις περί εκ φύσεως καλού ανθρώπου και συλλαμβάνοντας τον τρόπο του είναι της ανθρώπινης ψυχής· μαχόμενη κατά του ακραίου θετικισμού και του βιολογικού ντετερμινισμού που σήμερα προσπαθεί να εξηγήσει τα πάντα με τις δικές του έννοιες και τα δικά του εργαλεία, χωρίς να λαμβάνει υπ'όψιν την παρατήρηση του Αριστοτέλη, ότι δηλαδή μελετάμε το κάθε αντικείμενο με τον τρόπο και την ακρίβεια που του αρμόζει· τέλος, δείχνοντας ότι η ατομική και η κοινωνική απελευθέρωση πηγαίνουν μαζί και δίνοντάς μας, ως έναν βαθμό, ένα χρήσιμο μέσο για την πρώτη.