Τα λόγια αδυνατούν να περιγράψουν την κορυφαία εκτέλεση του 2ου Rachmaninoff.
Φέτος συμπληρώνεται 1 αιώνας από την γέννηση του θρυλικού πιανίστα. Παρότι προερχόταν από Γερμανική μουσική οικογένεια, ήταν σχεδόν αυτοδίδακτος στα πρώτα του βήματα· τουλάχιστον μέχρι τα 22 του, που αποφάσισε να πάρει μαθήματα από τον δάσκαλο του Gilels, ο οποίος δεν είχε και πολλά να τον διδάξει (ούτως ή άλλως αποβλήθηκε 2 φορές την πρώτη χρονιά του στο ωδείο). Ο ίδιος ο Gilels, μετά την μεγάλη επιτυχία των συναυλιών του στην Αμερική, είχε να δηλώσει μόνο: ''Περιμένετε μέχρι να ακούσετε Richter''. Όμως 25 χρόνια (από την αρχή της καριέρας του) χρειάστηκαν για να διασχίσει τον Ατλαντικό, σε ένα ντεμπούτο στο Carnegie Hall το '60 που αποδείχτηκε αντάξιο των προσδοκιών. Οι βασικές αιτίες της αργοπορίας του ήταν ότι μισούσε τα αεροπορικά ταξίδια, και η τρικυμιώδης σχέση που διατηρούσε με το Κομμουνιστικό Κόμμα – παρότι δεν ήταν αντικαθεστωτικός, κατά καιρούς προκαλούσε με τα έργα που επέλεγε να ερμηνεύσει. Το κόμμα με την σειρά του, του απαγόρευε την έξοδο από την χώρα· πάντως στην κηδεία του Stalin, έπαιξε την πρώτη Σονάτα για βιολί του Prokofiev με τον Oistrakh (ο συνθέτης, που αφιέρωσε πολλά έργα στον Richter, είχε πεθάνει την ίδια μέρα).
Η προσωπικότητά του ήταν τουλάχιστον αινιγματική, με συμπεριφορές άλλοτε κυκλοθυμικές, ιδιότροπες ή εσωστρεφείς. Προτιμούσε να ηχογραφεί ζωντανά στις περιοδίες του παρά στο studio· βέβαια δεν ήθελε να βλέπει τα μικρόφωνα και οι τεχνικοί αναγκάζονταν να τα κρύβουν πίσω από βάζα λουλουδιών. Πολλές φορές οι συναυλιακές αίθουσες που τον φιλοξενούσαν καλύπτονταν από απόλυτο σκοτάδι, εκτός από μια μικρή λάμπα που φώτιζε την παρτιτούρα, έτσι ώστε το κοινό να συγκεντρώνεται στην μουσική και όχι σε εξωτερικά ασήμαντα γεγονότα. Δείγμα του πόσο ανικανοποίητος αισθανόταν με τον εαυτό του είναι ότι κάποια έργα τα ηχογραφούσε πολλές φορές στη σειρά για να διατηρήσει τον αυθορμητισμό της απόδοσης, ή ότι αφού ολοκλήρωσε την (μισάωρη) ηχογράφηση της Φαντασίας του Schumann σε πιάνο Bosendolfer, ενημέρωσε τον ηχολήπτη ότι, τελικά, πρέπει να την κάνουν στο Steinway. Η ανασφάλεια του έλαμπε, επίσης, και πριν από σημαντικά ρεσιτάλ, όπου εξασκούνταν μέχρι και 12 ώρες. Δεν δίδαξε ποτέ – μάλιστα θεωρούσε ότι ο ίδιος θα έπρεπε να πάρει μερικά μαθήματα –, και σταμάτησε εν καιρώ να συνθέτει ''για να μην προσθέσει στην κακή μουσική του κόσμου''. Αφού ανακάλυψε ότι έπαιζε μία λάθος νότα στο Ιταλικό Κοντσέρτο του Bach, συμπεριέλαβε επίσημες απολογίες στους δίσκους. Παρά όλα αυτά τα τερτίπια, παρέμενε ιδιαίτερα αγαπητός, τόσο στο κοινό, όσο και στους συναδέλφους του - ο Boulez θαύμαζε την αυτοκριτική στον χαρακτήρα του. Συχνά αποσυρόταν από τα εγκόσμια στην αγαπημένη του εξοχική dacha για να επιδοθεί στον ρόλο του επίδοξου κινηματογραφιστή, του ερασιτέχνη ζωγράφου (ιμπρεσιονιστικού ρεύματος) και του φανατικού βιβλιοφάγου -κάποτε έκλεισε συναυλία στο Aachen, γενέτειρα του Καρλομάγνου, αφού διάβασε την βιογραφία του.
Από τα τεράστια χέρια του (μπορούσε να καλύψει διάστημα 12ης!) –που μάλιστα του δημιουργούσαν προβλήματα στους λεπτούς χειρισμούς που χρειάζεται ο Chopin– πέρασε ένα τεράστιο φάσμα του πιανιστικού ρεπερτορίου: Bartok, Handel, Beethoven, Hindemith, Tchaikovsky, Mendelssohn, Ravel, Debussy, Gershwin, Webern και Liszt είναι μόνο μερικοί συνθέτες στους οποίους εντρύφησε. Ανάμεσα στα επιτεύγματά του συγκαταλέγονται ντουέτα μουσικής δωματίου με τον Rostropovich και τον Britten, συνεργασίες με κορυφαίους μαέστρους της εποχής σε πρεμιέρες και μια ασύγκριτη – ποιοτικά και ποσοτικά – δισκογραφία. Μπορεί να μην έπαιξε ποτέ τις Goldberg, αλλά νηφάλιος, προς το τέλος της ζωής του, αναμετρήθηκε με το Καλά Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο, αναδεικνύοντας την καθαρότητα της φόρμας -άλλωστε πίστευε ότι ο Bach κάνει καλό στην υγεία.
Εξαιρετική τεχνική (που ποτέ δεν αξιοποιούσε για χάρη της επίδειξης), χαρακτηριστική ευκολία στους χρωματισμούς (κατείχε βαθιά τα μυστικά του πεντάλ), πλαστικότητα στον σχηματισμό φράσεων –σε αυστηρά ελεγχόμενα πλαίσια αντικειμενικότητας, χωρίς ίχνος των συναισθηματικών υπερβολών του ρομαντισμού– και ένας πολυδιάστατος, σχεδόν τραγουδιστός, λυρισμός προήλθαν από τις ατρόμητες ανασκαφές που έκανε στην αναζήτηση της αρμονίας ως ιδανικό. Θεωρούσε κάθε σύνθεση σαν ένα απέραντο τοπίο που το επιτηρούσε από ψηλά, λαμβάνοντας το όλον και τις λεπτομέρειες ταυτόχρονα. Μόνο ένας ολοκληρωμένος βιρτουόζος σαν τον Richter θα μπορούσε, παρά την μανιώδη επιμονή του για πιστότητα στο κείμενο, να ξανα-ανακαλύψει και να κάνει κτήμα του πασίγνωστα έργα (όπως οι Εικόνες σε μια Έκθεση του Mussorgsky). Μπορεί να μην έπαιζε για το κοινό, αλλά για τον εαυτό του (sic), όμως οι ιδιοφυείς ενορμήσεις του έσπασαν τις συμβάσεις του ανθρώπινου, και ανύψωσαν την μουσική σε υπερφυσικά επίπεδα, δίνοντας στην κάθε ακρόαση μια αποκαλυπτική χροιά.
Η εκτίμησή του από άλλους πιανίστες και συνθέτες φαίνεται σε παρατηρήσεις αποφθεγματικού χαρακτήρα όπως αυτή του Shostakovich, που είχε γράψει ότι όλα τα φαινόμενα της μουσικής πράξης είναι προσβάσιμα σε αυτόν. Ο Glenn Gould όταν τον άκουσε για πρώτη φορά να παίζει (την τελευταία σονάτα του Schubert σε σι ύφεση μείζονα), έγραφε ότι παρά τις προκαταλήψεις του όσον αφορά τις επαναλαμβανόμενες δομές του συνθέτη, βρέθηκε σε μια κατάσταση υπνωτικής έκστασης, στην οποία οι καλλωπιστικές λεπτομέρειες μετατράπηκαν σε οργανικά στοιχεία της μουσικής μέσω της ένωσης του αυθορμητισμού με την αναλυτική προπαρασκευή. Ο ίδιος επαναλάμβανε πως δεν είχε ταλέντο για σκέψη, πως ήταν ένας καθρέφτης που αντανακλούσε φευγαλέα πάνω του η αλήθεια των έργων. Μια αλήθεια που ποτέ δεν κατάφερε να βρει στην ζωή, παρά μόνο στην τέχνη.