#1 Η αβάσταχτη ελαφρότητα του καλοκαιριού

102 γαμημένα χιλιόμετρα

Στον Κωνσταντίνο, τον Θοδωρή, τον Στέφανο, τον Δημήτρη και τον Γιώργο

 

Ε και τι λοιπόν; Όλοι ακούτε καλοκαίρι και σχεδιάζετε εξορμήσεις σε παραλίες και νησιά. Ε εμείς όχι. Μαζευτήκαμε και πήγαμε στα βουνά. Σκηνή, σλίπινγκ μπαγκ, τρόφιμα για αρκετές μέρες, γκαζάκια, φωτογραφικές, σάκος που έφτανε τα 17 κιλά, τρία ΚΤΕΛ (το τρίτο ένα μικρό εβδομαδιαίο ΚΤΕΛ βανάκι για τους χωματόδρομους των Αγράφων) και να 'μαστε πρώτη μέρα στο φαράγγι της φτέρης κάπως χεσμένοι από ένα μουγκρητό που ακούγαμε πίσω από τις φυλλωσιές.

Τα Άγραφα είναι όπως περίπου προδίδει και το όνομά τους. Ξεχασμένα χωριά μέσα στα βουνά πολλά με δύσκολη πρόσβαση από χωματόδρομους αρκετών χιλιομέτρων. Ξεχασμένα χωριά σε άλλη εποχή με ανθρώπους περίεργους, αυθεντικούς και τρελούς σαν από ταινία του Κουστουρίτσα. Εμας πάντως έτσι μας φαινόταν. Ισως έφταιγε που εμφανιζόμασταν στο χωριό μες στην σκόνη, από το μονοπάτι που και οι ντόπιοι έχουν πια χρόνια να πάρουν και γούρλωναν τα μάτια όταν τους λέγαμε για τη διαδρομή και τα χωριά από τα οποία περάσαμε.

Πρώτο πρωινό και ξυπνάμε στην παλιά ξύλινη βεράντα του κύριου Λεωνίδα. Κοιμηθηκαμε ανάμεσα στα τραπέζια του καφενείου του. Νιώθω ότι έχω βρεθεί στις περιγραφές του παππού μου για παλιά καπηλειά και πολυήμερα ταξίδια. Κοιτάζω κάτω από το μπαλκόνι και βλέπω τον πανέμορφο μπαξέ που μας χάρισε το χτεσινοβραδινό φαγητό. Η γυναίκα του, που από νωρίς το πρωί τρέχει από εδω κ από κει για τις δουλειές του καφενείου (σπάνιο φαινόμενο για την ηλικία της), μας προσφέρει καφέ και δικό τους κατσικίσιο γάλα που ανακατέβουμε με τη βρώμη που είχαμε φέρει μαζί μας. Φορτωνόμαστε και παλι διασχίζουμε το υπέροχο μονοπάτι του ασπρορέματος (παλιό αρχοντικό πέτρινο μονοπάτι κυριολεκτικά στο γκρεμό πάνω από το ασπρόρεμα), παιδευόμαστε με τα βάτα και τις τσουκνίδες, μας κερνά δροσερό νερό η κυρία Ζαρκαδούλα (ξακουστή φιλοξενία το σπίτι της για τους ορειβάτες), τρώμε απογευματινό δίπλα στο ποτάμι παρέα με καμιά εικοσαριά μικρά επίμονα γουρουνάκια και ξεκινάμε την ανάβαση για το Ντελιδίμι κάπως αργά.

Προφανώς και βράδιασε, και εμείς με τους φακούς ο ένας πίσω από τον άλλο περπατάμε στο μικρό μονοπατάκι που διασχίζει τις απότομες σάρρες κάτω από την κορυφή. Λίγο πιο πάνω στο διάσελο στα 2000 μέτρα ακούμε κάποιους τσοπάνηδες να φωνάζουν. Είναι ο κύριος Γιώργης και ο κύριος Στέργιος που φυλάνε τα πρόβατά τους από λύκους και αρκούδες. “Μιλήστε ρε παιδιά και λέμε μην είστε οι ληστές που δραπετεύσανε και μας φάτε ζωντανούς”. “Τις προάλλες είδαμε αρκούδα στα μέρη που ήσασταν”. Διανυκτέρευση σε μια πηγή λίγο πιο κάτω από την άλλη πλευρά του βουνού και με ξυπνάει το πρωί ένα πρόβατο που βόσκει έξω από τη σκηνή. Εκεί πρέπει να κολλήσαμε και κάτι επιλεκτικούς ψύλλους που τσιμπάγανε τους μισούς της παρέας.

Έχουμε ανέβει στην κορυφή, έχει μεσημεριάσει και συζητάμε με τον Γιώργη και τον Στέργιο κάτω από την σκιά ίσως του μοναδικού δέντρου εκεί γύρω. Ο Γιώργηςς με μαύρο πουκάμισο και παντελόνι και σαγιονάρα δίχαλο, ενώ ο Στέργιος με crocs (νεκροπάπουτσα όπως σχολιάζει ο Γιώργης) περπατάνε με άνεση στις πετρες και τα βράχια. “Για δες τα, καταραμένα ζώα οι κατσίκες. Μέρα μεσημέρι μες στο λιοπύρι ανεβαίνουν τον βράχο” λεει ο Στέργιος. ”Έφυγα από τη Γερμανία. Ξαναγύρισα στις δουλειές των πατεράδων μας, τι να κάνουμε; Το καλοκαίρι φεύγουμε από τον κάμπο και ανεβάζουμε εδώ τα πρόβατα. Δύσκολο το βουνό, ζέστη πολλή τα μεσημέρια και αν πιάσει καμια καταιγίδα δεν έχεις που να κρυφτείς από τους κεραυνους”. Από την άλλη ο Γιώργης πιο παλιός στην δουλειά, χαλαρός, μόρτης και με φοβερό χιούμορ μας περιγράφει αστείες και πικάντικες ιστορίες από το καφενείο του χωριού και λυνόμαστε στα γέλια. “Δες τα που πήγαν τα χαμένα!” . Κάποια πρόβατα έχουν ξεστρατίσει πάνω στην κορυφή. “Θα πάς εσύ ή εγω;” Ο Στέργιος ξεκινάει την ανάβαση, ενώ εμείς κατεβαίνουνε προς το χωριό.

Το άλλο πρωί μετά από δύο ώρες πεζοπορίας έχουμε βρεθεί στη μονή Σπηλιάς περιτριγυρισμένοι από ένα γκρουπ από κάποια κοντινή πόλη. Κυρίες ενθουσιασμένες μας μπουκώνουν με πίτες, κέικ και κουλούρια. Γεύομαι την καλύτερη γλυκιά κολοκυθόπιτα της ζωής μου από μια κυρία που “Γουστάρει και μας κερνάει” όπως η ίδια λέει και φεύγοντας τρέχει από πίσω μας ο καντηλανάφτης να μας κεράσει και αυτός με τη σειρά του λίγο τσίπουρο για το καλό. Λίμνη, ποτάμι, μπάνιο σε καταρράκτη και το βράδυ προστίθεται και άλλος στην παρέα και μας περιγράφει τα οτοστόπ που έκανε. Για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και το φορτηγό του με τα άχυρα και για τον ταχυδρόμο των Αγράφων που τον έβαλε να κάτσει πίσω γιατί είχε για συνοδηγό μια αφίσα της Τσαλιγοπούλου, και που τρέχοντας σαν τρελός μες στα βουνά κατάφερε και πρόλαβε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο φορτηγό του οποίου είχε ξεχάσει ο φίλος μας το gps.

“Θα πάτε από το ποτάμι να βρέξτε και τα παπαράκια σας”, μας λέει ο παππούς με το τσεκούρι που τον ρωτάγαμε για την διαδρομή. “Πετάξτε τα όλα και μπείτε γυμνοί. Δεν υπάρχουν ντροπές. Άλλος την έχει τόση δα, άλλος την έχει τρανή (κάνοντας και τις αντίστοιχες κινήσεις). Αυτά είναι σωματικά φαινόμενα. Περάστε από εδώ. Από δω είχε περάσει και ο Άρης.” Ξετρελαμένοι από τις ατάκες του παππού φτάνουμε στο δίπλα χωριό όπου τρώμε σαλάτα, πίτα και βραστό από το χτεσινοβραδινό πανηγύρι και προσπαθούμε να πείσουμε έναν κύριο ότι δεν ψάχνουμε για λίρες. Συνεχίζουμε από το ποτάμι όπως μας είχε προτείνει και ο παππούς, βρίσκουμε το παλιότερο γεφύρι της Ελλάδας, ανεβαίνουμε από μια πλαγιά που λέγεται “Χοιρόλακα” αλλά τελικά ήταν “Μη-χειροτερόλακα” και διψασμένοι και κατάκοποι τρώμε, κάνουμε μπάνιο με το λάστιχο και κοιμόμαστε σε μια φιλόξενη ταβέρνα.

Έκτη μέρα και η κόπωση έχει πια συσσωρευτεί. Παρόλο που έχουμε δώσει τα πράγματά μας σε ένα παλικάρι να τα πάει στο χωριό που θα βρεθούμε το βράδυ, περπατάμε με δυσκολία. Πληγές και τραβήγματα στα πόδια, νοητική και ψυχολογική κούραση, πόνος στην πλάτη και πιάνω τον εαυτό μου να παραπατάει ώρες ώρες στις πλαγιές του όρους Χατζή, πράγμα πολύ επικίνδυνο. Ζέστη, κοντεύουμε να πέσουμε κάτω από τη δίψα (μας έχει τελειώσει το νερό από νωρίς), και κατεβαίνοντας την απόκρημνη πλαγιά μέσα σε φτέρες πιο ψηλές από εμάς βρίσκουμε μπροστά μας σαν μάννα εξ ουρανού μια αυτοσχέδια βρυσούλα. Ένα καλάμι χωμένο στο έδαφος που στάζει νερό. Εντάξει μπορεί να μην ακούγεται τρομερό, άλλα όταν ανεβοκατεβαίνεις βουνά μες στον ήλιο και έχεις έξι ώρες να πιεις νερό και βρίσκεις μια βρυσούλα που τρία μέτρα πιο πάνω η πιο κάτω να ήσουν δεν θα την έβλεπες, κλαις από χαρά και φωνάζεις σαν τρελός “Νερό!”.

Στο τελευταίο χωρίο που μείναμε χωριστήκαμε για την επιστροφή. Οι τρεις έφυγαν στις πέντε το πρωί με το Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης οδηγούσε υπερβολικά αργά και μες στη μέση του δρόμου. Έπινε από ένα μπουκαλάκι που έλεγε ότι έχει νερό με πολύ λίγο τσίπουρο (μάλλον το ανάποδο ίσχυε) και είχε μονίμως κόκκινη μύτη. Πήγαινε τα γάλατα στην Καρδίτσα και θα μπορούσε να είναι κάποιος χαρακτήρας του Ντοστογιέφσκι μέθυσος και μουσάτος, με μάτι που γυαλίζει. Οι υπόλοιποι τρεις φύγαμε με τον Σωτήρη για ένα κοντινό χωριό όπου θα παίρναμε το κτελ. Αντί για χειρόφρενο είχε μια πέτρα που την έβαλε μέσα στο αμάξι πριν ξεκινήσει. Ήταν πενηντάρης, λεπτός και σχετικά ψηλός και μας είπε την ιστορία της ζωής του στο λεπτό. Κάπως περίεργος τύπος “άμα τον έλεγες μαλάκα, τρελαινόταν” όπως μας είπε και μάλλον τρελαινόταν συχνά, γιατί είχε πλακώσει στο ξύλο το μισό χωριό απ' ό,τι καταλάβαμε. “Μέχρι και τον παπά, του έριξα μια, του έφυγε το καπέλο πέντε μέτρα μακρυά. Τι επειδή είναι παπάς θα φοβηθώ;”. Άφηνε το τιμόνι και έπιανε χαρτιά από το παρμπρίζ για να μας δείξει πιο παραστατικά αυτά που έλεγε και όταν πήγαμε να πιάσουμε το τιμόνι γιατί είχε στροφή μπροστά, “Εμένα να μην με φοβάσαι στην οδήγηση. Οδηγούσα φορτηγά πάνω στο βουνό εκεί που οι άλλοι όλοι χέζονται. Άμα φοβάσαι πίνεις μια μπυρίτσα και συνεχίζεις”. Αποκορύφωμα της βόλτας μας ήταν ότι τον αφήσαμε στην άκρη του δρόμου, κρύφτηκε σα μικρό παιδάκι, πήραμε το αμάξι του και πήγαμε και βάλαμε βενζίνη γιατί αυτός είχε βριστεί με την βενζινού και γυρίσαμε να τον ξαναπάρουμε. “Ήταν εκεί ε; Τώρα που θα περάσουμε θα της κάνω κωλοδάχτυλο.”

Σίγουρα η τρέλα πάει στα βουνά. Κάτι γίνεται μάλλον με το υψόμετρο. Και εμείς μαζί.

Έξι μέρες, εκατόν δύο γαμημένα χιλιόμετρα με τα πόδια, έξι χιλιάδες μέτρα υψομετρική. Έξι φίλοι, ήλιος, βουνά, κούραση, πόνος, γέλια, κράμπες, τοπία, σκόνη, τσουκνίδες, ποτάμια, λίμνες, καταρράχτες, φτέρες, πρόβατα, αγελάδες, φίδια, πλάκες, ατάκες, τρέλες και τρελοί τύποι. Αγραφιώτης, Ασπρόρεμα, Στεφανιάδα λίμνη, ρέμα Πλατανιάς, Αχελώος μας δρόσισαν με τα νερά τους. Επινιανά, Λεοντίτο, Πετρωτό, Καλή Κώμη, Μυρόφυλλο, Καπρό. Χωριά που φαντάζουν πύργοι του ταξιδιού μας στις αναμνήσεις μας.

Γιατί όλα αυτά; Γιατί είναι εκεί. Γιατί είμαστε λύκοι όπως φώναζε και ένας από την παρέα. Και αν νιώθετε κι εσείς κάπως τρελοί μπορείτε να δοκιμάσετε μια βόλτα στη νότια Πίνδο.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Λουκάς Οικονομάκης