#1 Η αβάσταχτη ελαφρότητα του καλοκαιριού

Μονεμβάσια, Μονεμβασία, Μονεμβασιά

 

Ο Γιάννης Ρίτσος, όταν κοίταζε τον Βράχο, φανταζότανε ένα «πέτρινο καράβι». Εμένα όμως, ο Βράχος μού θυμίζει περισσότερο τη Σφίγγα. Μία Σφίγγα λοιπόν που φέρει κι αυτή το δικό της αίνιγμα: ποιό είναι το όνομα αυτό που το πρωί τονίζεται στην προπαραλήγουσα, το μεσημέρι στην παραλήγουσα και το βράδυ στη λήγουσα;

«Μονεμβασιά το λένε οι ξένοι» θα σου πουν οι ντόπιοι, ενώ η δική τους, ενδολακωνική, διχογνωμία μεταξύ Μονεμβάσιας και Μονεμβασίας μοιάζει να μην τους απασχολεί πλέον και τόσο πολύ. Προσωπικά όμως, έχοντας αφιερώσει δώδεκα συναπτά καλοκαίρια σ’αυτόν τον τόπο και όντας έτοιμος για το δέκατο τρίτο, εντόπισα μέσα σ’αυτόν τον πολυτονισμό την εξής παράξενη ιδιότητα: διαφορετικά πράγματα ανακαλούνται στη μνήμη μου όταν βάζω τον τόνο στη συλλαβή –βά, απ’όταν τον βάζω στη συλλαβή –σί και τέλος στη συλλαβή –σιά. 

Προπαροξύτονα λοιπόν, θυμάμαι τον θρυλικό μπάρμαν Άγγελο. Ο Άγγελος, του οποίου ο πατέρας ήταν φιλόλογος κι έτσι του δικαιολογούσαμε την ιδιαίτερη φλυαρία που τον χαρακτήριζε, μία νύχτα μας μίλησε για τα φαντάσματα του Κάστρου: «Υπάρχει το φάντασμα του Γουλιέλμου Β’ του Βιλλεαρδουίνου ο οποίος εμφανίζεται, λίγο πριν τα ξημερώματα, καβάλα στο άλογό του, πίσω από τα πιο ψηλά τείχη, στη βορειο-δυτική μεριά, να αγναντεύει τις πρώτες γραμμές φωτός στο βάθος του ορίζοντα. Το φάντασμά του είναι εντελώς άκακο, σε αντίθεση με αυτό της Κυρίας με τα άσπρα. Η ιστορία λοιπόν είναι ότι τη δεκαετία του ’60, το βράδυ της παραμονής ενός γάμου, ο μέλλων γαμπρός ξαφνικά πέθανε και η μέλλουσα νύφη, μέσα στην απόλυτη απελπισία της, πήδηξε από τα τείχη και χάθηκε στη θάλασσα. Έκτοτε, κάθε πανσέληνο, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στέκεται όρθια, ντυμένη στα άσπρα, πάνω στο πεζούλι του νεκροταφείου που βρίσκεται πενήντα βήματα πιο κάτω από την πύλη του Κάστρου. Κι όταν λοιπόν κάποιο ζευγάρι νιόπαντρων κατεβαίνει τον δρόμο, εκείνη φωνάζει τον άντρα με το μικρό του όνομα. Αν γυρίσεις και τη δεις, λέει ο μύθος, τρελαίνεσαι. Θέλει προσοχή, διότι έχουν σημειωθεί δύο εξαφανίσεις αντρών, το 1989 και το 1991...»

Παροξύτονα, μου έρχεται στο μυαλό η μεταμεσονύκτια ατμόσφαιρα της Παλιάς Μονεμβασιάς. Βρίσκεται στην περιοχή της αρχαίας πόλης Επιδαύρου Λιμηράς, δέκα περίπου χιλιόμετρα μακριά από το Κάστρο. Μία τρομακτικά ερημική τοποθεσία, σβησμένη μέσα στo έρεβος, με περαστικές μικρές αλεπούδες και τους ήχους που αφήνουν τα ήρεμα κύματα όταν το νερό τους εκκενώνει τις τρύπες των βράχων. Σε μία τέτοια λοιπόν ατμόσφαιρα, φανταστείτε να ακούτε το Snakeblood των Leftfieldπροσπαθώντας να αναγνωρίσετε την Αφροδίτη μέσα σ’έναν ουράνιο θόλο ο οποίος μοιάζει να αιωρείται σε απόσταση αναπνοής πάνω από το κεφάλι σας.

Τέλος, οξύτονα, δεν μπορώ να σκεφτώ παρά τα μεσημεριανά τραπέζια στην ταβέρνα του Διαμαντή, στο λιμάνι του Γέρακα. Ο Γέρακας, με τον περίφημο υδροβιότοπό του, βρίσκεται δέκα χιλιόμετα ακόμα πιο μακριά και ο ελάχιστος οικισμός της περιοχής του λιμανιού είναι χτισμένος γύρω από μία λιμνοθάλασσα. Η αστακο-μακαρονάδα, όπως επίσης οι γαρίδες σαγανάκι, γαρίδες στα κάρβουνα, γαρίδες τηγανητές, γαριδομακαρονάδες και γαριδοκεφτέδες, πείθουν τους γευστικούς κάλυκες ότι βρισκόμαστε στον Παράδεισο.

Μονεμβάσια, Μονεμβασία, Μονεμβασιά: μία και μόνο έμπαση για τρεις διαφορετικούς όμως τόπους. Καλό μας καλοκαίρι! 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Αχιλλέας Πηχιών

Μπορείτε να στείλετε το squiggle σας στη διεύθυνση: [email protected]