Πανδημία

Οι αιμορροΐδες του Μαρξ και ένα στομωμένο έντερο

από kaboomzine

του Κώστα Γαλανόπουλου

Ήταν μόλις τις προάλλες που διάβαζα κάτι που με προβλημάτισε αρκετά. Ήταν δύο επιστολές των Δημαρχείων Κέρκυρας και Ζακύνθου, συνταγμένες το έτος 1797, οκτώ μόλις χρόνια μετά το, πραγματικά, σωτήριο έτος 1789, όταν οι Ιόνιοι Νήσοι βρίσκονταν υπό Γαλλική κυριαρχία. Έτσι στεγνή τούτη η πληροφορία, «υπό Γαλλική κυριαρχία», δεν μας προετοιμάζει για κάτι το αξιοπερίεργο ή το συναρπαστικό. Και όμως, «υπό Γαλλική κυριαρχία» σημαίνει ότι κατά τη διετία 1797-1799 στα νησιά του Ιονίου συνέβη η Γαλλική Επανάσταση! Αν το σκεφτούμε λίγο πρόκειται για ένα απίθανο γεγονός· σε ένα μέρος του ελληνόφωνου χώρου, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, Γάλλοι και Έλληνες επαναστάτες ρεπουμπλικάνοι, ανάμεσά τους και μερικοί Ιακωβίνοι σύντροφοι του Σεν-Ζυστ και του Ροβεσπιέρου, ανέτρεψαν την κοινωνική τάξη, έκαψαν τις χρυσόβιβλους, απέδωσαν στους χωριάτες και τους Εβραίους πολιτικά δικαιώματα και φύτεψαν στις κεντρικές πλατείες Δέντρα της Ελευθερίας. Λοιπόν, τα Δημαρχεία αυτά ήταν προσωρινές δομές διοίκησης, επιβεβλημένες από τους Γάλλους, που κατά βάση στελεχώνονταν από θιασώτες των νέων ιδεών.[1] Πολιτικά οι δύο εγκύκλιοι χρονολογούνταν με βάση το «πρώτο έτος της Ιονικής Ελευθερίας», έφεραν ως προμετωπίδα το δίπτυχο Ελευθερία-Ισότητα και με χαρακτηριστικά ρεπουμπλικανικό τρόπο απευθύνονταν στους νησιώτες ως πολίτες της Ιόνιας Πολιτείας. Μέχρις εδώ όλα καλά, όλα τούτα είναι χαροποιά και συναρπαστικά, αυτό όμως που στη συνέχεια με προβλημάτισε είναι ότι οι δύο εγκύκλιοι κατέληγαν με το εξής προτρεπτικό δίπτυχο: υγεία και αδελφοσύνη! Μα, δεν είναι περίεργο δίπλα στην αδελφοσύνη να μη βρίσκεται ούτε η ισότητα ούτε η ελευθερία, ούτε κάποια άλλη πολιτική αξία, αλλά η υγεία; Ποια μπορεί να είναι η απάντηση σε αυτήν την περίεργη επιλογή, διερωτήθηκα; Αν οι επιστολές ξεκινούν με την πολιτική προμετωπίδα της Ελευθερίας και της Ισότητας, ως την ηθική και αξιακή πλαισίωση της Επανάστασης, δεν είναι απρόσμενο το να καταλήγουν με την προτροπή, την ευχή ακόμα, για υγεία και αδελφοσύνη. Να μια καλή απάντηση σκέφτηκα. Γιατί, όμως; Μα γιατί και η αδελφοσύνη και η υγεία αποτελούν τις απολύτως αναγκαίες πραγματικές προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση του αξιακού και ηθικού περιεχομένου της Επανάστασης. Η αδελφοσύνη για να πληρώσει την Ισότητα, η υγεία για να διασφαλίσει την Ελευθερία. Αν και η συνάρτηση υγείας-ελευθερίας φαίνεται κάπως παρακινδυνευμένη ή παράταιρη, ας σκεφτούμε σας παρακαλώ ότι ο βασικός, θεμελιώδης, πρώτος όρος για την ελευθερία, τους καιρούς της Επανάστασης, αλλά και για πάμπολλους αιώνες πιο πριν και για πολλές δεκαετίες μετά, ήταν η απελευθέρωση ενός τεράστιου κομματιού των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τη διαρκή απειλή και το εν τέλει υπαρξιακό καταθλιπτικό άχθος της ασθένειας και του πόνου, της σωματικής ανημπόριας και του επώδυνου θανάτου.[2] Εδώ, υπήρχε μια τρανταχτή, αν και παραμελημένη, ασυγχρονία μεταξύ της απόστασης που είχε διανυθεί αναφορικά με την πρόοδο στην αγωνιώδη προσπάθεια του δυτικού ανθρώπου να εξαιρεθεί οντολογικά από τον φυσικό κόσμο, να διαχωριστεί από την υλικότητα του βιολογικού του ενδιαιτήματος, και στην πραγματική υλική και βιολογική συνθήκη του μεγαλύτερου, και κατώτερου, μέρους των δυτικών κοινωνιών, ο βίος των οποίων λίγο απείχε από αυτόν των πολύ μακρινών ανθρώπινων καταβολών της βρωμιάς και της δυσωδίας, της έκθεσης και του κινδύνου, της αρρώστιας και του πόνου. Και κυρίως, του επώδυνου, φρικτού και πρόωρου θανάτου. Δεν φαίνεται, έπειτα από όλα αυτά, τόσο απρόσμενη η πολιτική ευχή για υγεία: αυτή αποτελεί θεμελιώδη όρο της Ελευθερίας, τόσο του βιολογικού όσο και του πολιτικού σώματος – μια αιτιακή συνεπαγωγή αυτονόητη για εκείνες τις εποχές, αν και όχι τόσο αυτονόητη σήμερα. Βεβαίως, έφτασε κάποτε η στιγμή, ακόμη και με σχετική καθυστέρηση, ώστε τα άκρα της ασυγχρονίας για την οποία μόλις μιλήσαμε να συμπέσουν. Ο δυτικός άνθρωπος, συνεπεία του επιτυχούς διαχωρισμού από τη δική του υλικότητα και της εξαίρεσής του από την υλικότητα του υπόλοιπου φυσικού κόσμου, κατάφερε να επιβληθεί στην ανάγκη και τη σπάνη, στην έκθεση και τη μόλυνση, και να κορδωθεί απρόσβλητος από την ασθένεια και αδιάφορος για τον πόνο. Η ιατρική, η πιο αναγκαία, η πιο υλική, η πιο βιολογική από τις τέχνες του, ήταν εκεί για να τον προστατεύει όσο αυτός ξέκοβε από την υλικότητά του, αδιαφορούσε για τη βιολογία του, αισχυνόταν για τη σωματικότητά του. Με έναν παράδοξο τρόπο, δεν ήταν η θύμηση της ύπαρξης των εντέρων που προφύλασσε τον άνθρωπο από το να περνά τον εαυτό του για θεό, όπως χαριτολογούσε ο Νίτσε· ήταν, αντιθέτως, η ανακάλυψη του γαστροσκοπίου που επέτρεπε στον άνθρωπο να θεωρεί τον εαυτό του θεό – τι, δηλαδή; Μα, η υλικότητα. Αυτή, εντούτοις, είναι περίεργο πράγμα: είτε διαχωριστούμε απ’ αυτήν, αρνούμενοί την, ξεχνώντας την, είτε βυθιστούμε εντός της, δεχόμενοί την, λατρεύοντάς την, ο βαθμός έκθεσης μας σε αυτήν είναι πάντοτε ο ίδιος, και, κυρίως, ανεξάρτητος των προθέσεών μας· αυτή είναι η μοναδική συνθήκη των πάντων και ως τέτοια δεν μπορεί ούτε να διαιρεθεί ούτε να πολλαπλασιαστεί, είναι ήδη απαράλλαχτα παντού. Στο μεσοδιάστημα, όμως, ο δυτικός άνθρωπος, τούτη η ισόπεδη και βαλτώδης οντολογική νησίδα εκλάμβανε πολύ επιτυχημένα τον εαυτό της ως απάτητη οντολογική βουνοκορφή εξαιρούμενη από την υλικότητα του φυσικού κόσμου. Δημιούργησε, μάλιστα, περίτεχνα και δαιδαλώδη φιλοσοφικά συστήματα για να του θυμίζουν, ως άλλου Δαρείου, να ξεχνά τη λάσπη από την οποία ήταν φτιαγμένος: Δέσποτα, θυμήσου να λησμονείς τη λάσπη! Τί γίνεται όμως όταν η λάσπη σε θυμηθεί αυτή; Μήπως, αλήθεια, τόσες φορές δεν ακούσαμε τον Ρουσσώ, έναν άνθρωπο της φυσικής ζωής και περιβόητο περιπατητή, να ομολογεί ότι έπεσε για μήνες στο κρεβάτι άρρωστος; Και, δεν είδαμε τον Προυντόν, κοτσονάτο επαρχιώτη που πηγαινοερχόταν μεταξύ Παρισίων και Μπεζανσόν με τα πόδια, να ζητά την επιείκεια του εκδότη του μιας και κάθε καινούργια ασθένεια τον κρατούσε καθηλωμένο στο κρεβάτι ανίκανο να εργαστεί; Δεν εκπλαγήκαμε μαθαίνοντας ότι ο Χέγκελ πέθανε από μια ασθένεια του γαστρεντερικού και δεν αναλογιστήκαμε με λύπη τον Βέμπερ που μολύνθηκε από τον ιό της ισπανικής γρίπης και κατέληξε; Και αν όχι, θα αρκούσε να κάνουμε εικόνα τον Μαρξ να υποφέρει από τις αιμορροΐδες που τον καταταλαιπωρούσαν τις πάμπολλες ώρες που μελετούσε στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου, αγανακτώντας ότι αυτός ο πόνος τον τυραννάει «περισσότερο και από την ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης». Σήμερα, στο κρεβάτι πέφτουμε για λίγες μέρες και αυτό το βιώνουμε ως αφόρητη καθυστέρηση των υποχρεώσεων και της διασκέδασής μας, από ασθένεια του γαστρεντερικού δεν πεθαίνει σχεδόν κανείς, από τη γρίπη δεν κινδυνεύουμε γιατί μπορούμε να εμβολιαστούμε και οι αιμορροΐδες θεραπεύονται σε μια μέρα. Θα’ χε, άραγε, γραφτεί κάπως διαφορετικά το Κεφάλαιο αν ο Μαρξ μπορούσε να αγοράσει από το φαρμακείο μια Procto-synaral; Ίσως όχι, θα μπορούσε όμως να είχε επιστρέψει σε μια παλιότερη περίφημη φράση του και να τη συμπλήρωνε ως εξής: η, ιατρική, βιομηχανία είναι το ανοιχτό βιβλίο της ανθρωπότητας! Ας υπερπολλαπλασιάσουμε τώρα τον καθημερινό πόνο και τη μιζέρια τούτων των επιφανών κυρίων, ας αυξήσουμε κατακόρυφα τον αριθμό των επίπονων θανάτων, και έχουμε πεντακάθαρη την απεικόνιση του καθημερινού βίου δυστυχίας και τρόμου εκατομμύρια φτωχών ανθρώπων – και σε περιόδους πανδημίας, την απεικόνιση του καθημερινού βίου δυστυχίας και τρόμου όλων των ανθρώπων.

Και όμως, και ενάντια σε όλα αυτά, είχαμε πια καταφέρει να τοποθετήσουμε τον συλλογικό μας εαυτό, ως είδος, επάνω, κατάκορφα στην οντολογική μας βουνοκορφή και δεν ξεχνούσαμε ούτε για μια στιγμή να λησμονούμε τη λάσπη από την οποία είμαστε φτιαγμένοι. Τούτο θυμόμασταν μόνο: Πνεύμα, ή είναι, ή ύπαρξη, ή νόηση, ή γλώσσα, ή σύμβολο, ό,τι τέλος πάντων κολακεύει τον καθένα, ποτέ όμως ύλη, ποτέ σώμα, ποτέ φύση, ποτέ ζώο. Προπάντων, ποτέ ζώο! Διότι, πώς μπορεί ένα ζώο να ομιλεί, να στοχάζεται και να αναστοχάζεται, να σκέφτεται υψηλόφρονα και να ηθικολογεί, να είναι φτιαγμένο κατ’ εικόνα και, αλίμονο, καθ’ ομοίωσιν, ή να σκεφτεί ότι είναι φτιαγμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, να κάνει τέχνες, να έχει ύπαρξη πριν την ουσία, ή ουσία πριν την ύπαρξη, να τραυματίζεται τη στιγμή που ξεμυτά απ’ τη μήτρα, να ρίχνεται στον κόσμο, να υποφέρει και να αγωνιά εντός του; Και, πώς μπορεί να τα στοχάζεται όλα αυτά, και να τα γράφει; Αλήθεια, πώς μπορεί να τα γράφει; Μα, μπορεί και τα γράφει επειδή ο αντίχειράς του έχει τη δυνατότητα να αντίκειται με τρομερή επιδεξιότητα στα απέναντι δάκτυλα κάνοντας ικανό το χέρι να πιάνει το μολύβι εκτελώντας την πνευματική εργασία της γραφής. Τούτα όμως είναι πράγματα λησμονημένα, είναι από τα πράγματα που θυμόμασταν να λησμονούμε. Άλλωστε ακόμη και αν αυτό είναι όντως έτσι, ο αντίχειράς μας απέκτησε αυτήν τη δυνατότητα πολλά εκατομμύρια χρόνια πριν – και εμείς έχουμε λησμονήσει στις φιλοσοφίες μας ότι ο άνθρωπος δεν εμφανίστηκε με μιας ως το υποκείμενο της φιλοσοφίας, ως ο σοφός άνθρωπος –για την ακρίβεια, ως ο σοφός σοφός άνθρωπος– αλλά για πάρα μα πάρα πολλά χρόνια προσπαθούσε να εξελιχθεί ως εκεί. Αντιθέτως, στις φιλοσοφίες μας ο άνθρωπος παρουσιάστηκε ως είναι τώρα, σαν τους ανθρώπους μανιτάρια του Χομπς, που φύτρωσαν ήδη έτοιμοι, κακοί αλλά έλλογοι· ποιος, όμως, μπορεί να μας μεμφθεί γι’ αυτό; Ποιος δεν θα ‘θελε να φυτρώσει πλήρες και σχηματισμένο ήδη υποκείμενο της φιλοσοφίας απ’ το να σέρνεται για εκατομμύρια χρόνια στις λάσπες της παλαιοανθρωπολογίας ώσπου να γίνει είναι; Ή, ποιος θα ‘θελε να θυμάται ότι τα πάντα μας, όλα τα θαυμαστά μας έργα, οφείλονται σε μια πολύ, πολύ μακρά διαδικασία που ξεκίνησε με μια μικρή ανεπαίσθητη αρχικά κίνηση τού ενός δαχτύλου προς το μέσον της παλάμης;

Ο αντίχειράς μας όμως έπαψε να είναι απλώς ένα από τα δάχτυλά μας που μαζί με τα υπόλοιπα εννιά εκτελούν αυτόματα τις πνευματικές εντολές της γραφής, της σύνθεσης, της διεύθυνσης, της δημιουργίας. Ξάφνου, θαρρείς και απέκτησε μιαν άλλη σημασία, ομολογουμένως πρακτική, εντούτοις τραγική: είναι το δάχτυλο που πιέζει το έμβολο του εμβολίου, αυτού που πρέπει να κάνουμε για να μην πεθάνουμε από μια καινούργια μορφή γρίπης. Ξανά, πάλι! Διότι, αν εμείς λησμονήσαμε, επιτιμήσαμε την υλικότητα, αυτή δεν έκανε το ίδιο. Φώλιασε κρυμμένη στα παχνιά των ζώων μας, αποτραβήχτηκε στα βάθη των δασών, σκαρφάλωσε στις κορφές των βουνών, ταξίδεψε με τα ρεύματα του αέρα, περιμένοντας... Ώσπου τα παχνιά να γίνουν βιομηχανίες σφαγής, τα δάση να γίνουν υλοτομημένα ξέφωτα, τα βουνά να γυμνωθούν απ’ τα χιόνια τους, ο αέρας να μολυνθεί, και τότε εμφανίστηκε ξανά, τρομερή αυτήν τη φορά, παίζοντας με τη βιολογική μας ευαλωτότητα απέναντι σε ένα απίθανα μικροσκοπικό κομμάτι ύλης που μας σκοτώνει και μας χωρίζει τον έναν από τον άλλον, και όσο και αν είμαστε πνεύμα, ή ύπαρξη, ή νόηση, ή γλώσσα, ή σύμβολο, πρέπει να βρούμε τρόπο να το σκοτώσουμε πρώτοι εμείς πριν μας σκοτώσει αυτό. Ακόμη όμως και αν το καταφέρουμε, πρόσκαιρη θα ‘ναι η νίκη μας. Τούτη τη φορά η υλικότητα δεν θα ξανακρυφτεί, δεν θα αποσυρθεί, διότι τώρα έλαβε την τελική φοβερή μορφή της: η κατάρρευση του οικοσυστήματος, η απορρύθμιση του κλίματος, η εξαφάνιση του είδους, το τέλος των πραγμάτων. Είναι και αυτό ένα από τα τρομερά παιχνίδια της, το ύστατο καταπώς φαίνεται: για να δω τώρα, οντολογικές μου εξαιρέσεις, μοιάζει να λέει, τι θα την κάνετε τη θρησκεία σας, τι τη φιλοσοφία σας, μπροστά στο αναπόφευκτο του κοσμικού τέλους; Ως τα τώρα πορευόσασταν, ως τα τώρα φιλοσοφούσατε, όχι μόνο σαν να μην υπήρχε απώτατη αρχή αλλά και σαν να μην υπήρχε απώτερο τέλος – και αυτό είναι αλήθεια. Κανένα από τα συστήματα σκέψης δεν θεμελιώθηκε ποτέ επί της προϋπόθεσης ότι το ανθρώπινο είδος θα πάψει προσεχώς να υπάρχει. Πολλές, πάμπολλες, φιλοσοφίες της οδύνης και του άγχους, θεμελιώθηκαν στον ατομικό θάνατο του καθενός και στη γνώση τούτου του φοβερού αναπόφευκτου, καμιά όμως επί του αναπόφευκτου του συλλογικού μας θανάτου, και στη γνώση αυτού. Εν όψει μιας τέτοιας συνθήκης, της καθολικής εξαφάνισης του ανθρώπινου είδους, ό,τι έχουμε σκεφτεί, ό,τι και όπως έχουμε φιλοσοφήσει, θρυψαλίζεται σε μια στιγμή. Όμως...

...έτσι είναι ο άνθρωπος, συνειδητοποιεί συνήθως με τρόπο τρομερό, καταθλιπτικό, και πάντοτε καθυστερημένο. Και δεν μπορεί, όσο και όπως και να αλλάξει, να πάψει, έστω και στα τρίσβαθά του, έστω και στα ύστερά του, να πιστεύει ότι η υλικότητα έχει ένα αγαπημένο παιδί και είναι αυτός, ότι ο φυσικός κόσμος θα μεριμνά γι’ αυτόν πάντοτε σαν το χαϊδεμένο τέκνο του. Η πανδημία πρέπει να μας ταρακουνήσει, όχι όμως με τον τρόπο που τώρα ταρακουνιόμαστε, ούτε απλώς με το να αρχίσουμε πλέον να θυμόμαστε να μη λησμονούμε. Η σκέψη πρέπει να προσκολληθεί πάλι στην υλικότητα, από το απέραντα παλαιό παρελθόν, όταν ακόμη ήμασταν σκέτη, τετράποδη ύλη, έως το, δυστυχώς, σύντομο μέλλον όπου θα πάψουμε να υπάρχουμε, ακριβώς επειδή είμαστε σκέτη, δίποδη ύλη. Αν παρά ταύτα όντως είμαστε το αγαπημένο παιδί της φύσης τώρα είναι η τελευταία μας ευκαιρία να το αποδείξουμε! Και όντως, κάποιες στιγμές σκεφτήκαμε αλλιώς, είναι η αλήθεια, και κάποιες στιγμές το είπαμε, και αυτό είναι επίσης αλήθεια, και τούτο δεν είναι καθόλου λίγο. Και επειδή λάσπη από λάσπη διαφέρουν, ας ανασύρουμε απ’ τους σωρούς της κακιάς λάσπης της λησμονιάς και της υποτίμησης αυτόν που είπε το εξής: «Η υπεροχή του Λόγου δεν εξαρτάται από μια παχιά λέξη χωρίς νόημα (το άυλο), αλλά από τη δύναμη, την έκταση ή τη διαύγειά του. Έτσι μια ψυχή από λάσπη, που θα ανακάλυπτε τις σχέσεις και τις συνέπειες μιας απειρότητας ιδεών, δύσκολων να συλληφθούν, θα ήταν προτιμότερη από μια χαζή και βλακώδη ψυχή, που θα ήταν φτιαγμένη από τα πολυτιμότερα στοιχεία. Το να κοκκινίζεις, όπως ο Πλίνιος, για την αθλιότητα των καταβολών μας δεν σε καθιστά φιλόσοφο. Αυτό που φαίνεται χυδαίο είναι εδώ το πολυτιμότερο πράγμα, στο οποίο η Φύση φαίνεται να έβαλε την περισσότερη τέχνη και τους περισσότερους μηχανισμούς»! Ποιο είναι αυτό το «πολυτιμότερο πλάσμα»;[3] Μα, ο άνθρωπος φυσικά, λέει ο υλιστής φιλόσοφός μας, μόνο που αυτός είναι ένα πλάσμα που όλες του οι υψηλές ποιότητες, που συμπυκνώνονται στη λειτουργία της φαντασίας, «στομώνουν μαζί με τα έντερα»! Μα πώς μπορεί αυτό να είναι το «πολυτιμότερο πλάσμα», αυτό που οι ανώτερες λειτουργίες του συνδέονται άμεσα με το κατεξοχήν ακάθαρτο όργανο του σώματός του; Και όμως, αυτός είναι ο υλισμός που χρειαζόμαστε στο σημείο που έχουμε φτάσει, ένας υλισμός «των σωμάτων, μόνο των σωμάτων, των βρωμερών και σκωληκόβρητων» όπως με φρίκη περιέγραφε ο Έλληνας αντιδιαφωτιστής,[4] γιατί μόνο ο υλισμός, και μάλιστα ένας τέτοιος υλισμός μπορεί να είναι καθολικά συμπεριληπτικός: «Πώς μπορούμε να αρνηθούμε την ευφυΐα στα ζώα; Θνητή ή αθάνατη, και αυτή (η ψυχή των ζώων) και η δική μας (ψυχή) υπόκεινται στην ίδια μοίρα», προφητεύει οργισμένος ο υλιστής φιλόσοφος: «αν δεν τους παραχωρήσουμε ψυχή είμαστε χαμένοι»! Και, θα είμαστε χαμένοι, είμαστε χαμένοι, εκτός και αν ξαναθυμηθούμε ότι η ψυχή μας είναι λασπώδης, χωματένια, σάρκινη, σαν τη γη και τα πράγματά της. Το Ελευθερία-Ισότητα-Αδελφοσύνη μάς έσωσε μια φορά, τώρα όμως ακόμη και τούτη η καθολικότητα δεν αρκεί, πρέπει να τη φτάσουμε ως τα σύνορα της ύπαρξης και ακόμη πιο κει για να μη χαθούμε μια για πάντα:

Υγεία στον κόσμο μας και αδελφοσύνη με τα πλάσματά του!

Υ.Γ.: Και ενόσω γίνονταν όλα αυτά εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια σε τρία διαφορετικά σημεία του πλανήτη, στα δάση της βροχής της Δυτικής Αφρικής, στα δάση της Βραζιλίας και στις παραλίες της Ταϊλάνδης, ομάδες από τρία διαφορετικά είδη πρωτευόντων, χιμπατζήδες, καπουτσίνοι και μακάκοι, είχαν ήδη μπει στη Λίθινη Εποχή...


[1] Βλ. σχετικά Δ. Αρβανίτης, Η αγωγή του πολίτη. Η γαλλική παρουσία στο Ιόνιο (1797-1799) και το έθνος των Ελλήνων, Ηράκλειο: Εκδόσεις ΠΕΚ, 2020. Οι επιστολές των Δημαρχείων στις σ. 185 & 198. Τη διετία εκείνη τα νησιά του Ιονίου τα είχε χτυπήσει μια επιδημία χολέρας. Οι Γάλλοι επικυρίαρχοι προσπάθησαν να εισάγουν τις τότε καινοτόμες θεραπείες του δαμαλισμού, οι ντόπιοι πληθυσμοί όμως αντέδρασαν διότι εξέλαβαν την απόπειρα των Γάλλων ως μορφή αναίτιας επιβολής, και όλα τούτα δίχως καν να ‘χουν διαβάσει Αγκάμπεν, βλ. Χ. Δημοπούλου-Κ. Τσιάμης κ.α., «Αποικιοκρατία και ευλογιά στα Ιόνια νησιά κατά τη ''βρετανική προστασία''. Η περίπτωση του δαμαλισμού της Κέρκυρας (1852)», Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 31(1), 2014, σ. 85-96.

[2] Το πόσο σπάνιο και αξιοπερίεργο ήταν ένα, μικρό, χρονικό διάστημα συνεχούς υγιούς κατάστασης φαίνεται χαρακτηριστικά στην καταχώριση της Τρίτης 27 Νοεμβρίου στο Ημερολόγιο Πλοίου, όπου μετά από εξήντα περίπου ημέρες περιδιάβασης στα νησιά του Νέου Κόσμου, ο Κολόμβος γράφει: «Πράγματι ως τώρα, δόξα σοι ο Θεός, κανένας από τους άντρες μου δεν έχει αισθανθεί τον παραμικρό πονοκέφαλο, ούτε αναγκάστηκε να μείνει στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, με εξαίρεση έναν γέρο που υπέφερε από πέτρα και ήταν άρρωστος σε όλη του τη ζωή, και ο οποίος έγινε καλά μέσα σε δυο μέρες. Αυτό που λέω ισχύει και για τα τρία καράβια». Κάτι τέτοιο γινόταν μάλλον δύσκολα πιστευτό γιατί ο Κολόμβος συνεχίζει ως εξής: «Αν θέλει ο Θεός και οι υψηλότητές Σας στείλουν εδώ σοφούς ανθρώπους ή έρθετε οι ίδιοι, θα αναγνωρίσετε ότι όλα αυτά είναι η αλήθεια», βλ. Χρ. Κολόμβος, Η ανακάλυψη της Αμερικής. Ημερολόγιο Πλοίου, 1492-1493, μτφρ. Ντ. Βατικιώτης, Αθήνα: Αίολος, 1984, σ. 97 & 98.

[3] Τα αποσπάσματα είναι από αδημοσίευτη μετάφραση του Lʼ homme machine του La Mettrie που φιλικά μου διέθεσε ο Φρέντυ Σταϊνχάουερ.

[4] Βλ. Αθανάσιος ο Πάριος, Απολογία Χριστιανική, Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη, 2015, σ. 289.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine