(ή ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας)
του Κώστα Σβόλη
Έχει χυθεί πολύ μελάνι για την πολιτική εκμετάλλευση της πανδημίας από τη μεριά του κράτους και του κεφαλαίου. Τα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν με την καραντίνα σαφώς και εργαλειοποιήθηκαν για σκοπούς πέρα από τον υγειονομικό στόχο του περιορισμού της εξάπλωσης του COVID-19 και ήρθαν να προστεθούν στη φαρέτρα της κρατικής καταστολής και επιτήρησης. Ταυτόχρονα, ο ιδεολογικός λόγος των κυρίαρχων μέσα από τα πολύμορφα κανάλια, με τα οποία τον διοχετεύουν προς το κοινωνικό σώμα, προσπάθησε να ριζώσει τον φόβο και την ενοχή σε κάθε άτομο ξεχωριστά, καθιστώντας το αποκλειστικό φορέα της ευθύνης – αν θα κολλήσει το ίδιο ή θα μεταδώσει τον ιό στους οικείους του.
Η κοινωνική «αποστασιοποίηση», η καχυποψία απέναντι στον άλλον, το κλείσιμο σε έναν εαυτό περιχαρακωμένο μέσα σε τεχνολογικά μέσα εικονικής επικοινωνίας και υποκατάστατα της συλλογικής ανθρώπινης δραστηριότητας εντάθηκαν όσο ποτέ στο περιβάλλον του σύγχρονου virtual, αλλά συνάμα άτεγκτα υλικού καπιταλισμού.
Το να αποδώσουμε ωστόσο την αναδίπλωση των κοινωνικών αντιστάσεων, των κινημάτων και της συλλογικής πολιτικής πράξης αποκλειστικά σε εξωτερικούς παράγοντες, επιβαλλόμενους από «έξω και από τα πάνω» στην κοινωνία, και κυρίως σε εκείνα τα τμήματά της που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δρουν ανταγωνιστικά ή έστω διεκδικητικά απέναντι στην κυρίαρχη τάξη, θα ήταν κατά την άποψή μας μια μονοσήμαντη ερμηνεία: βάσει μιας τέτοιας συλλογιστικής, τα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα λειτουργούν μονοσήμαντα ως παθητικοί δέκτες των κινήσεων της εξουσίας και των ιδεολογικών της προσταγών.
Θα επιχειρήσουμε μέσα από αυτό το κείμενο να προσεγγίσουμε δυο διαφορετικά ζητήματα, που θεωρούμε ότι όλο αυτό το διάστημα έμειναν εκτός του πολιτικού προβληματισμού του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού πολιτικού χώρου. Το πρώτο, έχει να κάνει με τους λόγους και τις συνθήκες που από τα «μέσα και από τα κάτω» έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο κινηματικό lockdown. Το δεύτερο, κι ας μοιάζει αντιφατικό με το πρώτο –και είναι, αφού τα πάντα κινούνται πάνω στις αντιφάσεις τους ή διαφορετικά, αφού ακριβώς η υπέρβαση των αντιφάσεων αποτελεί την κινητήρια δύναμή μας– είναι οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώθηκε και εκδηλώνεται η κινηματική δράση και το πολιτικό πράττειν στον καιρό της πανδημίας. Ο στόχος μας δεν είναι απλώς να καταγράψουμε, αλλά να προσπαθήσουμε να αναστοχαστούμε προς τα πού πρέπει να βαδίσουμε, ώστε το ξεπέρασμα του καπιταλισμού –αναγκαίο όσο ποτέ– να γίνει και πάλι επίκαιρο μέσα στον 21ο αιώνα και το φαντασιακό της κοινωνικής χειραφέτησης να μην είναι τόσο απομακρυσμένο από τη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας, όσο μοιάζει σήμερα.
Απορρίπτουμε εξαρχής όλες εκείνες τις προσεγγίσεις της πανδημίας που την παρουσιάζουν ως «σχέδιο» ενός καπιταλιστικού κέντρου-«εγκεφάλου», επιδιδόμενου στην κατασκευή υγειονομικών κρίσεων για να υπηρετήσει τους «σκοτεινούς» του στόχους. Η απόρριψη έχει δύο βασικές παραμέτρους. Ας ξεκινήσουμε από το κομβικό: ο καπιταλισμός είναι πρωτίστως σχέση και όχι «σχέδιο». Η πρόσληψη του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού ως «σκοτεινού κέντρου» λήψης αποφάσεων, συνωμοσιών ή ό,τι άλλου μπορούμε να του αποδώσουμε, κυριαρχεί στο φαντασιακό μεγάλων κομματιών των σύγχρονων ανθρώπινων κοινωνιών. Απλώνεται σε ένα ευρύτατο ιδεολογικό φάσμα, το οποίο μπορεί να ξεκινάει από τους οπαδούς του Τραμπ και τους ομοίους τους (στην περίπτωση αυτή, βεβαίως, το διευθυντήριο ανήκει στους Κινέζους, στους κομμουνιστές και στους Εβραίους – κατά τη βούληση του καθενός) και να φτάνει μέχρι και σε τμήματα που διακηρυκτικά συγκαταλέγονται στο ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα. Τέτοιες αντιλήψεις βρίσκουν πρόσφορο έδαφος όταν η πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων δεν αφήνει χώρο σε εύκολες ερμηνείες και ταυτίσεις, όταν αυτό απέναντι στο οποίο πρέπει να συγκροτήσουμε άμυνες και αντιστάσεις δεν μας είναι πάντα τόσο ορατό και ξεκάθαρο.
Ο καπιταλισμός ωστόσο δεν κινείται με βάση κάποιο προαποφασισμένο σχέδιο, ούτε από κάποιους «σιδερένιους νόμους της ιστορίας». Στηρίζεται στις σχέσεις της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στην απόσπαση της υπεραξίας και στη μεγιστοποίηση του οικονομικού κέρδους, στη μετατροπή του ανθρώπου σε ιδιώτη, στην πραγμοποίηση της φύσης και της ίδιας της ζωής και στην άσκηση της διαχωρισμένης εξουσίας μέσω του μηχανισμού του κράτους – το τελευταίο, παρά τις όποιες μεταλλάξεις του, συνεχίζει να είναι ο βασικός πυλώνας εμπέδωσης της συγκεκριμένης ταξικής κυριαρχίας και της ιδεολογικής ηγεμονίας της. Με βάση τις κοινωνικές-παραγωγικές σχέσεις που δομούνται στα παραπάνω πεδία πρέπει να συνεχίζουμε να βλέπουμε τον καπιταλισμό ως πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα και όχι ως «σχέδιο»: να τον βλέπουμε στη διαρκή κίνηση για την αναπαραγωγή του και άρα ως μια διαρκή αντίφαση, ως ένα δίχτυ σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που ξηλώνεται, μπαλώνεται, επεκτείνεται, αυτοϋπονομεύεται, μεταλλάσσεται, υποχωρεί σε ένα πεδίο για να αναπτυχθεί σε κάποιο άλλο. Ο καπιταλισμός δεν χρειάζεται να κατασκευάσει την πανδημία, έχει όμως την ανάγκη να αξιοποιήσει όποιες δυνατότητες ανοίγονται στο διάβα του ώστε να συνεχίσει να αναπαράγεται και ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει τα τεράστια προβλήματα που του δημιουργεί η ίδια ακριβώς τάση διαιώνισής του. Αξιοποιώντας την πανδημία ο καπιταλισμός μεταλλάσσεται –καθόλου ανώδυνα– κατατρώγοντας τις σάρκες του: καταστρέφονται ολόκληροι τομείς που είχε αναπτύξει και βρίσκεται αντιμέτωπος με την πτώση της κερδοφορίας του σε σημαντικά τμήματα της δραστηριότητάς του. Προκειμένου λοιπόν να βρει νέα πεδία ανάπτυξης και κερδοφορίας, μετακυλίει, όσο περισσότερο γίνεται, το κόστος αυτής της καταστροφής στους «από κάτω».
Η δεύτερη ένστασή μας απέναντι σε όλες τις θεωρίες συνωμοσίας και τις αντιλήψεις περί «κατασκευής και επικοινωνιακής επιβολής» της πανδημίας –είτε πρόκειται για όσες υποστηρίζουν ότι ο ιός φτιάχτηκε σκόπιμα σε κάποιο εργαστήριο, είτε αφορούν όσες αμφισβητούν τις διαστάσεις της εξάπλωσής του, θεωρώντας τις προϊόν στοχευμένα κατασκευασμένης παραπληροφόρησης– έγκειται στο ότι αφήνουν έξω από το κάδρο της κριτικής τον ουσιαστικό πυρήνα της λειτουργίας του καπιταλισμού. Μπορεί να πασχίζουν να παρουσιαστούν ως ρηξικέλευθες, είναι όμως τόσο επιφανειακές, όσο κι εκείνες οι κριτικές της αριστεράς που μένουν απλώς στην αδυναμία διαχείρισης της πανδημίας από τον καπιταλισμό λόγω της αφοσίωσής του στο «αόρατο χέρι της αγοράς». Και οι δυο αυτές όψεις της κριτικής παραγνωρίζουν τη βάση για την εμφάνιση και τη διάδοση τέτοιων πανδημιών, με πολύ μεγαλύτερη ένταση και ταχύτητα διάδοσης σε πλανητική κλίμακα σε σύγκριση με προηγούμενες: με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού.[1] Ας επισημάνουμε επιγραμματικά, ότι ο καπιταλισμός γεννάει τέτοιου τύπου υγειονομικές κρίσεις λόγω των συνθηκών αναπαραγωγής του (τρόπος και ένταση αγροτοβιομηχανικής παραγωγής, μεγαπόλεις, μαζικές μετακινήσεις, μαζικοί χώροι εργασίας, κατοικίας και διασκέδασης, αντίληψη για την υγεία κ.λπ.) και δεν τις κατασκευάζει για να επιβάλει τα «σκοτεινά του σχέδια». Πλήττεται από αυτές και την ίδια στιγμή επιχειρεί να τις χρησιμοποιήσει ως όχημα ριζικών και πάντα προς όφελός του αναδιαρθρώσεων.
Και εμείς;
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οφείλουμε να δούμε πώς η κοινωνία αντιλήφθηκε την πανδημία και στάθηκε απέναντι σε αυτήν και σ’ αυτό καθόλου δεν βοηθά μια στατική, αλλά μια εν κινήσει προσέγγιση (π.χ. πάρα πολλά έχουν αλλάξει από την περασμένη άνοιξη και την πρώτη καραντίνα), η οποία ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη την πολυπλοκότητα των υλικών συνθηκών και των αντιλήψεων που διαπερνούν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Το «θα λογαριαστούμε μετά», ήταν ένα από τα βασικά συνθήματα που κυριάρχησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την περίοδο του πρώτου lockdown και συμπύκνωνε σε κάποιον βαθμό τη στάση τόσο των πολιτικών σχηματισμών της αριστεράς και του αναρχικού χώρου, όσο και των αγωνιζόμενων τμημάτων της κοινωνίας. Για κάποιους/ες δεν ήταν παρά μια παράδοση άνευ όρων στα σχέδια του εγκλεισμού που είχε επιβάλει η κυβέρνηση, όμως θα μπορούσαμε να δούμε και ορισμένες τελείως διαφορετικές ερμηνείες. Το πρωτόγνωρο του φαινομένου μαζί με μια αναδυόμενη ενσυναίσθηση –ότι από την προσωπική μας συμπεριφορά εξαρτάται η υγεία και η ζωή, όχι μόνο και όχι τόσο η δική μας, όσο των οικείων μας– αλλά και η ελπίδα ότι ίσως και να καταφέρουμε να ξεμπερδέψουμε γρήγορα με την πανδημία, δημιούργησαν έντονα χαρακτηριστικά αυτοσυγκράτησης και στάση αναμονής σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Όσοι/ες μιλάνε μονάχα για επιβολή και για εσωτερίκευση του φόβου, αγνοούν πλήρως τη ριζικά διαφορετική ψυχολογία που αναπτύσσουν οι άνθρωποι όταν τα ρίσκα και η διακινδύνευση δεν αφορούν αποκλειστικά ή πρωτίστως τους ίδιους (όπως η διακινδύνευση μιας σύλληψης ή ενός τραυματισμού σε μια συγκρουσιακή διαδήλωση), αλλά κάποιους άλλους και ιδιαίτερα τους δικούς μας ανθρώπους, που μπορεί να είναι πολύ πιο ευάλωτοι από εμάς. Η αυτοσυγκράτηση λοιπόν δεν έχει να κάνει μόνο με την επιβολή του νόμου και της τάξης ή με την εσωτερίκευση του φόβου και την εμπέδωση της κυρίαρχης προπαγάνδας· έχει να κάνει και με τους σχεσιακούς δεσμούς, που ευτυχώς αφήνουν ακόμα έντονο το στίγμα τους στις κοινωνίες μας.
Ταυτόχρονα, σε αυτήν την πρώτη φάση της πανδημίας η κινηματική δράση, πέρα από την εικονική και σε μεγάλο βαθμό ανέξοδη «διέξοδο» στα social media, περιορίστηκε στην υπεράσπιση του δημόσιου συστήματος υγείας και στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθούν μέσα στις νέες συνθήκες, με διαμαρτυρίες συμβολικού τύπου και δια αντιπροσώπων, δομές και πρακτικές κοινωνικής αλληλεγγύης που είχαν δοκιμαστεί τα χρόνια της έντασης της οικονομικής κρίσης. Η ελπίδα ότι μέσα σε έναν-δυο, άντε, τρεις μήνες θα έχουμε ξεμπερδέψει με τους περιορισμούς της πανδημίας, οδήγησε στη μετάθεση της αναμέτρησης για όταν θα μπορούμε να βγούμε και πάλι στους δρόμους.
Όπως είναι φυσικό, ο εγκλεισμός οδηγεί στην αδράνεια, στο βούλιαγμα, στην κατάθλιψη. Το cocooning που μας συνέστησε ο πρωθυπουργός, εκδοχή μιας ιδεατής χαλάρωσης ή ενός γόνιμου αναστοχασμού, δεν ήταν επιλογή μας, αλλά ο μονόδρομος ενός καταπιεστικού περιορισμού και η βίαιη παράλυση όλης της κοινωνικής δραστηριότητας – πέρα από δουλειά (για όσους, βεβαίως, δεν την έχασαν) και κατανάλωση (διαμεσολαβούμενης από το διαδίκτυο). Είναι αλήθεια ότι σε αυτήν τη φάση έγιναν κάποιες προσπάθειες να μετατοπιστεί το βάρος της ανταγωνιστικής πολιτικής δραστηριότητας στη θεωρητική αναζήτηση, στην ανασυγκρότηση των πολιτικών εργαλείων κατανόησης της πραγματικότητας ή στην προσπάθεια να ανοίξει και πάλι και η συζήτηση για το ποιοι/ες είμαστε και πού πάμε. Πολλές, πάρα πολλές ώρες διαδικτυακών συνελεύσεων και δεκάδες εκδηλώσεις μέσω πλατφορμών προσπάθησαν να καλύψουν τα κενά που άφηνε η δια ζώσης πολιτική ώσμωση και δράση. Σίγουρα δεν μπόρεσαν να υποκαταστήσουν τον πραγματικό δημόσιο χώρο μέσα στον οποίον αναπτύσσονται τα κινήματα, προχωράνε οι πολιτικές επεξεργασίες, συντελείται η ώσμωση αντιλήψεων, συναντιούνται τα πρόσωπα. Εν τέλει δεν λειτούργησαν στην κατεύθυνση της ανασυγκρότησης και της προετοιμασίας για τη μεγάλη μάχη που θα δινόταν με το τέλος της καραντίνας. Ήταν, μέσα στη θάλασσα του NETFLIX, μια απόπειρα διατήρησης της δικής μας συλλογικοποιημένης κουλτούρας για το πώς θέλουμε να ζούμε και ένα ανάχωμα στην ακατάσχετη γκρίνια μας στο facebook, δεν μπόρεσαν όμως να ξεφύγουν από την καθήλωση που είχε επικρατήσει σε όλα τα πεδία της πραγματικής ζωής.
Όπως και σε κάθε πραγματικό πόλεμο, έτσι και στο πεδίο του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού, καμία μονομερής εκεχειρία δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ καιρό. Σε παγκόσμιο επίπεδο η πανδημία οδήγησε σε όξυνση τόσο των κοινωνικών ανισοτήτων, όσο και της αυταρχικοποίησης του κράτους και της περιστολής των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Μετά το αρχικό μούδιασμα και τη στάση αναμονής, τα κοινωνικά κινήματα αρχίζουν να κάνουν την επανεμφάνισή τους στον φυσικό τους χώρο, στους δρόμους και τις πλατείες, μέσα σ’ ένα δυσμενές περιβάλλον που δεν ευνοεί καθόλου τις κινηματικές διεργασίες. Είδαμε την κρατική εξουσία να θέτει πολλούς, παράλογους και τιμωρητικούς περιορισμούς στην παρουσία στον δημόσιο χώρο και να επιχειρεί κάθε φορά να ενοχοποιήσει τις κινητοποιήσεις για περαιτέρω διασπορά του ιού – με τη συνεπικουρία όλων των συστημικών Μ.Μ.Ε., καλοταϊσμένων καιρό τώρα από το δημόσιο χρήμα. Χαρακτηριστική είναι η επανεμφάνιση στην Ελλάδα του φοιτητικού κινήματος· αν και με κλειστά πανεπιστήμια, έδωσε το παρών με μαζικές πορείες που ξεπέρασαν κατά τα πολύ το επίπεδο των συμβολικών διαμαρτυριών.
Ένα άλλο πεδίο προσπάθειας ανασυγκρότησης της συλλογικής δράσης και διεκδίκησης εμφανίστηκε στον χώρο του πολιτισμού, με τη συσπείρωση πολλών ανθρώπων γύρω από τα σωματεία τους, αλλά και την εμφάνιση νέων πρωτοβουλιών. Οι τελευταίες ξεπήδησαν στο περιβάλλον των social media, σύντομα όμως επεδίωξαν και κατάφεραν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και στους δρόμους, μέσα από κινητοποιήσεις και δράσεις συχνά εμπνευσμένες και με ευρεία κοινωνική απεύθυνση. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να δούμε τόσο την επανοηματοδότηση του ταξικού προσδιορισμού (εργάτες του πολιτισμού), όσο και την οικειοποίηση των επαγγελματικών δεξιοτήτων για τις ανάγκες του αγώνα και την έκφραση της αλληλεγγύης.[2]
Το επόμενο διάστημα θα πλεύσουμε μέσα σε αχαρτογράφητα νερά, η λάβα της αγανάκτησης θα βρει τις ρηγματώσεις και θα αναδυθεί καυτή και ορμητική σε χρόνους και τόπους που ίσως να μην μπορούμε από τώρα να προβλέψουμε. Ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθεί η υγειονομική κρίση, το σίγουρο είναι ότι και άλλες κατηγορίες εργαζομένων θα μπουν στον δρόμο του αγώνα και της διεκδίκησης, καθώς το αποτύπωμα της πανδημίας στα εισοδήματα και στα εργατικά δικαιώματα θα είναι τουλάχιστον αντίστοιχο με εκείνο που άφησε η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010. Το πλήγμα στους αυτοαπασχολούμενους και στη μικρή επιχειρηματικότητα θα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Με δεδομένο ότι πρόκειται για ένα τμήμα της κοινωνίας χωρίς κινηματικές εμπειρίες και χώρους συλλογικής συγκρότησης, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν και πώς θα εκφραστεί σε επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Η επανεμφάνιση της μαζικής πολιτικοκοινωνικής δράσης είναι πλέον
γεγονός και παρά την καταστολή και τον μιντιακό εκφοβισμό δεν πρόκειται να
υπαναχωρήσει, ακόμα κι αν ενταθούν τα περιοριστικά μέτρα. Το έλλειμμα πολιτικής
δράσης λοιπόν από εδώ και πέρα δεν εντοπίζεται στις κινητοποιήσεις και στους
αγώνες, αλλά στο πώς θα δημιουργήσουμε έναν προταγματικό ορίζοντα και
στρατηγικούς στόχους που να ξεπερνάνε την καταγγελία και τη διεκδίκηση.
Απαραίτητος όρος για να δοθούν προοπτικές στην κινηματική δράση είναι η δημόσια
σφαίρα του κινήματος, η «πολιτική πιάτσα» – κι αυτή σε αναστολή με την
καραντίνα– να βρει τους τρόπους και τους τόπους για την επανεμφάνισή της μέσα
στις νέες συνθήκες. Είναι σίγουρο, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη την εμπειρία των
προηγούμενων μηνών, ότι δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τα διάφορα διαδικτυακά
εργαλεία, χωρίς βέβαια να υποτιμούμε τη χρησιμότητά τους. Από αυτήν τη σκοπιά,
δεν έχουμε σε καμιά περίπτωση την πολυτέλεια μιας ακόμα «χαμένης άνοιξης»· το
ακριβώς αντίθετο: θα πρέπει να δημιουργήσουμε τους όρους για την εκ του
συστάδην ανασυγκρότηση της δημόσιας σφαίρας-πολιτικής «πιάτσας» και της
ζωογόνου αύρας της.
[1] Για το συγκεκριμένο ζήτημα παραπέμπουμε σε δύο πρόσφατες σχετικές αναρτήσεις, διαθέσιμες εδώ και εδώ.
[2] Χαρακτηριστικό είναι το βίντεο αλληλεγγύης στο τουρκικό μουσικό συγκρότημα Grup Yorum που αναρτήθηκε στο YouTube.