Σε σαστίζει τούτος ο δρόμος. Οι ροδιές μοιάζουν σαν βάρος στις πλάτες του. Να σε φοβίσει θέλει. Η γκρίζα παντοκρατορία του Ιονέσκο μπροστά σου. Λέει μόνο ιστορίες για εξατάξια γυμνάσια, για τα γράμματα που έφερνε από την ξενιτιά και για το άτσαλο βήμα κοντραξυρισμένων φαντάρων. Όταν σε βλέπει να κουράζεσαι σου ψιθυρίζει ψέματα πως μετά την επόμενη στροφή θα βρεις πέτρα χωριά πέτρα, πανηγύρι με το κλαρίνο στο αυτί, τζάκι να καίει και γλυκό κυδώνι. Μπερδεύει τα χρόνια και κάθε μέρα φοβάται όλο και πιο πολύ τη λησμονιά.
Θα ήθελε κάποιος να πεθάνει πάνω του, θα ήθελε να έχει δίπλα του έναν γκρεμό. Ίσως να πίστεψε κάποτε πως η άκρη του είναι η άκρη του κόσμου. Ίσως ακόμα να το πιστεύει. Τις γόπες που του πετάς τις μαζεύει μετά σ ένα μυστικό ημερολόγιο και κάθε φορά που το κοιτάζει τρέμει .Έπαψε πια να τις μετρά. Όταν σε βλέπει να κοιτάς έξω από αυτόν σπρώχνει στις στροφές του, φτηνοπραμάτεια, τις πιο καλοσχηματισμένες πέτρες του. Πού και πού αναρωτιέται γιατί αυτοί που αφήνουν τα χνάρια τους πάνω του τα τελευταία χρόνια μοιάζουν με λαβωμένους λιποτάκτες και θέλουν πάνω από μια μπόρα για να δροσίσει το βλέμμα τους και να ξεδιψάσουν. Γιατί δεν μιλάνε; Εντάσσονται μόνο στην άπνοια του χώρου. Θυμάται λόγια από παλιά… άψυχα συρσίματα στο χρόνο. Απόηχοι. Άψυχα σώματα, μαύρες κουρτίνες, άμισθοι ήρωες. Δεν μιλάνε. Τώρα πια είναι σίγουρος πως δεν τον ακούνε κιόλας. Τον ξέρω τούτον τον δρόμο Παύλο. Κάποτε τον άφησα να στενάζει μόνος του λίγο πριν το πανηγύρι με το κλαρίνο στο αυτί και το γλυκό κυδώνι. Οι δρόμοι είναι ψεύτες και χωρίς προοπτική σαν και αυτούς που μόνοι τους τούς διαβαίνουν. Η ζωή σε πληγώνει κι αν προλάβει σου πλένει τις πληγές. Το ίδιο ισχύει και για τους δρόμους.
*η φωτογραφία είναι μια ευγενική παραχώρηση του Παύλου Φωτόπουλου