του Christopher Castiglia[1]
Μετάφραση και πρόλογος: Γιώργος Περτσάς
Πολλοί αναρωτιούνται στις μέρες μας για το περιεχόμενο και τις δυναμικές της κριτικής στάσης. Κατά πόσον έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της; Μήπως βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια αδιέξοδη θέση, καταδικασμένη να αναπαράγει αυτό στο οποίο ρηματικά εναντιώνεται;
Σε αυτούς τους προβληματισμούς συνεισφέρει και το παρακάτω κείμενο του Christopher Castiglia. Ο συγγραφέας αναδεικνύει την υπαρξιακή και συναισθηματική διάσταση που σφραγίζει κάθε κριτική προσέγγιση. Η κριτική ορίζεται εδώ κυρίως ως μια προδιάθεση σε σχέση με την εκάστοτε πραγματικότητα και τις δυνατότητες αλλαγής της. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζεται η ψυχροπολεμική καταγωγή της κριτικής προδιάθεσης που απαντάται στο δικό μας ιστορικό συγκείμενο. Βάσει αυτής της καταγωγής, η κριτική στάση φαίνεται να διαποτίζεται από ένα αίσθημα νευρικής καχυποψίας που ωθεί όσους σκέπτονται και πράττουν κριτικά σε μια προδιάθεση μόνιμης καταγγελίας και σε μια στρατοπεδικού τύπου περιχαράκωση. Αυτό που τη σφραγίζει μοιάζει να είναι η κρατικά υποβεβλημένη αναπαράσταση μιας περίπλοκης πραγματικότητας στη βάση χοντροκομμένων διπόλων και η εκ των προτέρων ηθικά δικαιωμένη στράτευση σε μία από τις δύο πλευρές. Αν δεν είστε μαζί μας, θα είστε σίγουρα εναντίον μας.
Σε αυτή την κυρίαρχη προδιάθεση, που ο συγγραφέας αποκαλεί επικριτικότητα, αντιτείνει μιαν άλλη κριτική στάση. Αυτή κινείται μεταξύ πραγματικότητας και ευφάνταστου ιδεαλισμού, φέρνοντας στην επιφάνεια ασύμμετρες εκδοχές του πραγματικού, που συνυπάρχουν ταυτόχρονα και μαρτυρούν τον ανοικτό και ριζικά μη ταυτοτικό χαρακτήρα του κόσμου. Αυτή η άλλη κριτική προδιάθεση οφείλει να καλλιεργηθεί συστηματικά και επίμονα ως ένα σύνολο πρακτικών που θέτουν όρια στον σκεπτικισμό και την καχυποψία που χαρακτηρίζουν την επικριτικότητα. Την ίδια στιγμή, μας προσφέρουν την κρίσιμη εμπειρία της απαντοχής για μια διαφορετική εκδοχή του κόσμου, πέρα από την αδιέξοδη αίσθηση της αναπόφευκτης πορείας του.
Έτσι, το σύντομο αυτό κείμενο συνομιλεί γόνιμα και με έναν από τους προβληματισμούς του τρέχοντος 8ου τεύχους μας σχετικά με τα όρια, τους τρόπους και τις προδιαθέσεις της κριτικής στάσης.
* * *
Η ταχύτατη διάδοση της φράσης «μετακριτική» −όπως και η τάση να μετατραπεί σε κανόνα η αναφορά στο άρθρο του Bruno Latour «Why Has Critique Run out of Steam?»– σηματοδοτεί μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια ως προς τους τρόπους λογοτεχνικής και πολιτισμικής κριτικής που έχουν επικρατήσει από τη στιγμή της εμφάνισης του Νέου Ιστορικισμού.[2] Για τον Latour, η κριτική στάση [criticism] έχει «εξαντληθεί» περιορίζοντας τον εαυτό της, δίχως επαρκή αυτοκριτική, στη διάγνωση της σχέσης ανάμεσα στα κείμενα και τις δομές εξουσίας, τις οποίες αυτά μοιάζουν είτε να συνεπικουρούν κατά τρόπο μη συνειδητό είτε να υπονομεύουν εμπρόθετα.[3] Ο Latour δεν είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται ότι αυτό το είδος κριτικής έχει εξαντληθεί. Αλλά μπορεί εξίσου να εξαντληθούμε από τη βιασύνη μας να βρεθούμε «μετά» την κριτική, δίχως να κατανοούμε πλήρως τι ήταν αυτό που εξαρχής μας έκανε να κινηθούμε στην κατεύθυνση του «μετά».
Αυτό που πρέπει περισσότερο να κινηθεί προς το «μετά» δεν είναι η μεθοδολογία της κριτικής (το να σκάβει κανείς κάτω από την επιφάνεια ενός κειμένου, ώστε να βρει τα καταποντισμένα του «βάθη») ούτε τα συχνά προβλέψιμα και αυτοεπιβεβαιωτικά συμπεράσματά της. Ό,τι προηγείται αυτών των δύο είναι ένα ζήτημα προδιάθεσης, ένας συνδυασμός καχυποψίας, αυτοπεποίθησης και αγανάκτησης τον οποίον αποκαλώ επικριτικότητα [critiquiness].
Οι προδιαθέσεις [disposition], όπως χρησιμοποιώ εδώ τον όρο, δεν είναι ούτε φυσικά γνωρίσματα του χαρακτήρα ούτε απλώς ζήτημα των εκάστοτε συνθηκών (είτε «κάποιος έχει απλά γεννηθεί χαρούμενος» είτε «σίγουρα, αν είχα και εγώ ό,τι έχει αυτός θα ήμουν εξίσου χαρούμενος»), αλλά μια κατάσταση του νου, ένας προσανατολισμός προς το κείμενο, λιγότερο συνειδητός από τη μέθοδο και πιο σταθερός από την αισθηματικότητα. Οι προδιαθέσεις είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε ότι ορισμένες επιστημολογίες είναι σωστές για εμάς· το γεγονός ότι μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη για το τι είναι σωστό, όπως και το ότι μεγάλος αριθμός ακαδημαϊκών αλλάζει ταυτόχρονα τη γνώμη του, μας δείχνει ότι οι προδιαθέσεις είναι την ίδια στιγμή ιστορικά γειωμένες και αντικείμενο εμπρόθετων πρακτικών, οι οποίες μετασχηματίζουν τη σχέση μας με τη λογοτεχνία πολύ πιο ριζικά σε σχέση με τις αλλαγές στις ερμηνευτικές μεθοδολογίες. Η ίδια μεθοδολογία, αν προσεγγιστεί μέσα από διαφορετικές προδιαθέσεις, θα οδηγήσει σε αποτελέσματα που διαφέρουν δραματικά μεταξύ τους. Μια στάση, μια κλίση, ένας τρόπος αντίληψης: πρόκειται για διαφορετικούς τρόπους να μιλήσει κανείς για την προδιάθεση.
Έτσι, η αλλαγή της κριτικής μας προδιάθεσης πρέπει να είναι το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να κάνουμε, πηγαίνοντας «μετά» την κριτική, από φόβο μήπως οδηγηθούμε σε αυτό που ο John Gilroy αποκαλεί «αυθόρμητες φιλοσοφίες».[4] Καθώς ανταποκρινόμαστε σε μια κρίση που θεωρούμε ότι πλήττει τον τρόπο που διαβάζουμε σήμερα, διατρέχουμε τον κίνδυνο της ακούσιας αναπαραγωγής ορισμένων εκ των λιγότερο ευεργετικών γνωρισμάτων της κριτικής: της δυαδικής λογικής, των αναντίρρητων και αναμφίλογων συμπερασμάτων, της απουσίας ιστορικής πλαισίωσης του εαυτού μας, της άρνησης επιρροών από τα κριτικά εγχειρήματα που θέλουμε να ξεπεράσουμε. Αν οι «μετακριτικοί» μετατρέψουν την κριτική σε αντικείμενο του καχύποπτου εξονυχιστικού τους ελέγχου, νιώθοντας ότι οι ίδιοι είναι ανώτεροι και χωρίς καμία εμπλοκή με αυτό από το οποίο βρίσκονται «μετά», το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι μια κριτική aprѐs la lettre· ο ταχυδρόμος [«post»man] που χτυπά ξανά δύο φορές.[5]
Το πρώτο βήμα για την αλλαγή των κριτικών προδιαθέσεων έγκειται στην κατανόηση του γιατί προέκυψε ιστορικά η επικριτικότητα και γιατί εξακολουθεί να υφίσταται. Οι ιστορικές εξηγήσεις είναι περίπλοκες, αλλά σε αδρές γραμμές, η επικριτικότητα, στον βαθμό που αποτελεί μια μεθοδολογία της καχυποψίας, είναι, όπως υποστήριξε ο Tobin Siebers, βαθιά ριζωμένη στην ψυχροπολεμική αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη.[6] Οι κομμουνιστές θα μπορούσαν να βρίσκονται παντού, ακόμα και μεταξύ των φίλων και μέσα στην οικογένεια, επομένως το καθήκον του πολίτη ήταν να τους ξετρυπώσει, να τους καταγγείλει και να είναι περήφανος ως εκπρόσωπος της ασφάλειας του έθνους, χωρίς να νιώθει την ανάγκη να διερευνήσει ή να φανταστεί εναλλακτικές στάσεις στις επιτακτικές λογικές του εθνικισμού. Με ανάλογο τρόπο, στις κριτικές προσεγγίσεις που εντάσσονται στο είδος της «μετακριτικής», όσοι ασκούν κριτική αντιμετωπίζουν την επιφάνεια του κειμένου ως κάποιου είδους συγκάλυψη κάτω από την οποία ανακαλύπτουν και φανερώνουν επικίνδυνες ιδεολογικές συνενοχές, στις οποίες οι ίδιοι δεν εμπλέκονται καθόλου.
Σκεπτόμενοι πάνω στον παραλληλισμό μεταξύ κριτικής και ψυχροπολεμικής ιδιότητας του πολίτη, μπορούμε να κατανοήσουμε τη στάση αφ’ υψηλού καχυποψίας της κριτικής ως μια μελαγχολική λαχτάρα για τις εξηγητικές δυνάμεις του κράτους, που απαρχαιώθηκαν με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι δυνάμεις αυτές ήρθαν ξανά στην επιφάνεια με τη μορφή της επιστημολογικής αυθεντίας που πυροδότησε την άνοδο του Νέου Ιστορικισμού, καθόλου τυχαία, κατά τη διάρκεια των ετών διαπραγμάτευσης μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικών, που έθεσε επίσημο τέλος στον Ψυχρό Πόλεμο κατά τη διάσκεψη της Μάλτας το 1989. Το βασικό ζήτημα, ωστόσο, είναι η επικέντρωση στις προδιαθέσεις. Όπως υποστηρίζει ο John Lewis Gaddis, ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια μάχη προδιαθέσεων, ένας αγώνας μεταξύ ελπίδας και φόβου, χαράς και αγωνίας, μνησικακίας και έμπνευσης.[7] Σε αντίθεση με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που απαίτησε την ενεργό συμμετοχή των Αμερικανών πολιτών (μέσα από τη διανομή φαγητού με δελτίο, το πλέξιμο, τη δουλειά στα εργοστάσια κ.λπ.), o Ψυχρός Πόλεμος, όντας ο πρώτος πόλεμος όπου οι βασικοί ανταγωνιστές δεν ήρθαν ποτέ σε άμεση στρατιωτική επαφή, δεν απαιτούσε τίποτε άλλο από τους πολίτες πέρα από προδιαθέσεις, που θα μπορούσαν να χειραγωγηθούν χάριν εκείνου που ο Gaddis αποκαλεί «άμεσα ψυχολογικά οφέλη».[8]
Αναλύοντας τον Ψυχρό Πόλεμο ως σύγκρουση προδιαθέσεων, ο Gaddis περιγράφει την έναρξη του Σχεδίου Marshall ως μια προσπάθεια της κυβέρνησης να αντικαταστήσει την αγωνία με την ελπίδα, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή των Αμερικανών από την αυξανόμενη φτώχεια στο εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο, καθώς το Σχέδιο Marshall διέρρευσε στη Σοβιετική Ένωση, αποτέλεσε δικαιολογία για τον στενότερο έλεγχο των Σοβιετικών στην ανατολική Ευρώπη, που αποτελούσε τη νευρική τους απάντηση στην αναμενόμενη επέκταση της αμερικανικής επιρροής στη δυτική Ευρώπη. Σε συνέχεια της μετέπειτα βίας στην Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία και του αποκλεισμού του Βερολίνου, το αμερικανικό Κογκρέσο, που ως τότε είχε κινηθεί απρόθυμα, ενέκρινε εσπευσμένα το Σχέδιο καθώς και την ανάμειξη των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Μεγαλώνοντας τον κίνδυνο, η αμοιβαία καχυποψία Σοβιετικών και Αμερικανών δικαιολόγησε την ανάπτυξη του πυρηνικού οπλοστασίου, που με τη σειρά της δημιούργησε νευρικότητα και μυστικοπάθεια. Οι πολίτες έμαθαν αυτές τις προδιαθέσεις σε τελετουργίες όπως οι ασκήσεις «duck and cover» στα αμερικανικά σχολεία, που δεν δημιουργούσαν ασφάλεια ενόψει της πυρηνικής επίθεσης (το να σκύβει κανείς κάτω από ξύλινα θρανία πολύ δύσκολα μπορούσε να θεωρηθεί ως «μέτρο ασφαλείας»), αλλά νευρική καχυποψία που δικαιολογούσε τη διάδοση των πυρηνικών ως «προστατευτικού μέτρου». Η ίδια η δημοκρατία, ο πιο σημαντικός λόγος ύπαρξης του Ψυχρού Πολέμου, υποστηρίζει ο Gaddis, είναι μια φιλοσοφία της αναμονής: το να γίνει ο κόσμος ασφαλής για τη δημοκρατία σήμαινε ότι η «ελευθερία» δεν βιωνόταν ως ελευθερία, αλλά ως μια προδιάθεση για αυτήν, ως ετοιμότητα για ελευθερία. Έτσι, μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η πολιτική έγινε αντιληπτή όχι βάσει των όσων ζητούσαν οι κυβερνήσεις από τους πολίτες να κάνουν, αλλά σύμφωνα με τις προδιαθέσεις που τους ενθάρρυναν να υιοθετήσουν.
Δεδομένης της δύναμης του συλλογισμού του Gaddis, το ερώτημα που προκύπτει δεν είναι εάν ο Ψυχρός Πόλεμος έπλεξε αξεδιάλυτα τις προδιαθέσεις με την πολιτική, κατά τέτοιον τρόπο ώστε η «πολιτική» κριτική να πάρει τη μορφή μιας επιστημολογίας των προδιαθέσεων, αλλά το εάν αυτές οι προδιαθέσεις τελείωσαν με τη διάσκεψη της Μάλτας ή με την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ο Donald E. Pease υποστηρίζει πειστικά στο βιβλίο του The New American Exceptionalism ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη, αλλά μάλλον ότι το ψυχροπολεμικό κράτος μετατόπισε τον χειρισμό των προδιαθέσεων από μια αφαίρεση (Κομμουνισμός) σε μία άλλη (Τρόμος).[9] Ο στόχος του «Πολέμου ενάντια στην Τρομοκρατία» δεν είναι η εξάπλωση της δημοκρατίας, κάτι που θα μπορούσε να γεννήσει ελπιδοφόρες προσδοκίες στους αμερικανούς πολίτες, αλλά η εξασφάλιση της «ασφάλειας», γεγονός που καθιστά τους πολίτες που βρίσκονται σε θέση άμυνας, όπως εκείνοι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, νευρικά καχύποπτους. Η αποεθνικοποίηση του τρόμου (προέρχεται από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Πακιστάν, την Οκλαχόμα, τη Βοστώνη;) επιτρέπει στο κράτος να δημιουργεί κατ’ επανάληψη προδιαθέσεις καχυποψίας (με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις ανακοινώσεις στα αεροδρόμια, στους υπόγειους σιδηρόδρομους και σε άλλους δημόσιους χώρους: «αν αντιληφθείτε οτιδήποτε ύποπτο αναφέρετέ το στις αρμόδιες αρχές»). Αν η επικριτικότητα είναι το αποτέλεσμα των επιστημολογιών του Ψυχρού Πολέμου και αν ο Pease έχει δίκιο ότι οι φαντασιώσεις του ψυχροπολεμικού κράτους τελούν ακόμα σε ισχύ, τότε μπορούμε να αναρωτηθούμε αν οι επιταγές που επιβάλλουν μια επικριτική προδιάθεση έχουν, έστω και ελάχιστα, τερματιστεί ή περάσει σε κάποιο «μετά».
Ωστόσο, θέτοντας την προσέγγιση του Gaddis για τις ψυχροπολεμικές προδιαθέσεις ως πλαίσιο για την άνοδο (και τη συνέχιση) της επικριτικότητας, δεν θέλω να πω ότι η ιστορία είναι το πεπρωμένο των προδιαθέσεων. Όπου ασκούν εξουσία οι λόγοι [discourses] των προδιαθέσεων, ισχύει το ίδιο και για τους αντιλόγους τους [counter-discourses]. Η αφήγηση του Gaddis για τις προδιαθέσεις του Ψυχρού Πολέμου παίρνει μια σημαντική τροπή όταν αναφέρεται στον ακαδημαϊκό κόσμο. Ανάμεσα στο 1955 και το 1970, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέτρεψε μεγάλες αυξήσεις στον αριθμό των πολιτών που μπορούσαν να γραφτούν στο κολλέγιο (θεωρώντας πιθανότατα την ανώτατη εκπαίδευση ως εργαλείο για την κρατική ιδεολογία). Αλλά, όπως θέτει το ερώτημα ο Gaddis, «πώς προετοιμάζει κανείς τους φοιτητές να σκέφτονται» −μια προδιάθεση της σκέψης− «για σκοπούς εγκεκριμένους από το κράτος −ή από τους γονείς τους− χωρίς να τους εξοπλίζει συγχρόνως ώστε να σκέφτονται μόνοι τους;»[10] Αναπτύσσοντας τις προδιαθέσεις που προωθούνταν από το κράτος −αποξένωση, έμπνευση, καχυποψία−, αλλά στρέφοντάς τες ενάντια στο κράτος, οι φοιτητές επιδόθηκαν σε αντιπολεμικές διαμαρτυρίες που με τη σειρά τους, όπως υποστηρίζει ο Gaddis, οδήγησαν σε μεγαλύτερη αμυντική συνεργασία ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση, με αποκορύφωμα την επίσκεψη του Nixon στην Κίνα, την Ostpolitik[11] του Willy Brandt και τελικά την αποκλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου. Η απάντηση σε έναν πόλεμο που διεξαγόταν μέσω προδιαθέσεων ήταν η αντίσταση μέσα από προδιαθέσεις, οι οποίες, όπως ισχυρίζεται ο Gaddis, βοήθησαν στον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου.
Οι αντιστροφές των προδιαθέσεων, χαρακτηριστικές των αντιπολεμικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60, συνέβαλαν οπωσδήποτε στη δημιουργία πολλών από τα καλύτερα στοιχεία της σύγχρονης κριτικής. Κι αν ο Pease έχει δίκιο −και εγώ πιστεύω πως έχει− όταν ισχυρίζεται ότι ζούμε ακόμη εντός μιας κρατικής φαντασίωσης ψυχροπολεμικού τύπου, τότε παρόμοιες αντιστροφές των προδιαθέσεων θα πρέπει να μας είναι σήμερα προσιτές ως μέσο για την αναζωογόνηση της κριτικής. Έχοντας αυτό το τελευταίο ως σκοπό, θα πρότεινα την απαντοχή [hopefulness] ως μια θεμιτή αντιπροδιάθεση. Η απαντοχή, όπως την εννοώ εδώ, δεν είναι ένα νέο παράδειγμα ανάγνωσης, αλλά μια προδιάθεση που απελευθερώνει την κριτική από την καχυποψία και τη συνδέει ξανά με τον ευφάνταστο ιδεαλισμό. Η κριτική και ο ιδεαλισμός δεν βρίσκονται ποτέ χώρια, αλλά δρουν μαζί. Δίνοντας όνομα στα ιδανικά μας, ασκούμε εμμέσως κριτική στις συνθήκες που καθιστούν την ελπίδα αναγκαία. Προβαίνοντας σε κριτικά διαβήματα, κρίνουμε το παρόν ή το παρελθόν με κριτήριο τα ιδανικά που υπονοούνται και εκδηλώνονται στις ελπίδες μας. Η μία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλον, αν και πολύ συχνά, με το να ταυτίζουμε την κριτική με την καχυποψία, συγκαλύπτεται αυτή η αμοιβαία συγκροτητική σχέση.
Διατηρώντας τις κριτικές της ικανότητες, η απαντοχή δεν είναι ούτε τυφλή αισιοδοξία ούτε αφοσίωση σε ευχάριστα συναισθήματα, αλλά η προδιάθεση που συνδέεται με την πεποίθηση ότι τα πράγματα μπορούν και θα έπρεπε να είναι καλύτερα σε σχέση με το πώς είναι τώρα (με τη διαφορά ανάμεσα σε ένα πρόγραμμα και μια προδιάθεση να είναι ότι η τελευταία συνεπάγεται μια συνεχή μεταβολή του τι είναι αυτά τα «πράγματα» και του τι συνιστά βελτίωση, χωρίς να ικανοποιείται από οποιαδήποτε μεμονωμένη μεταρρύθμιση). Εν προκειμένω, αντλώ από τις αναπτύξεις του Ernst Bloch για την ελπίδα ως κοινωνική δύναμη.[12] Η απαντοχή, για τον Bloch, είναι η αφοσίωση στο «όχι-ακόμη» [not-yet], σε σχέση με το οποίο η ελπίδα είναι πάντοτε επικείμενη και ποτέ πλήρως ικανοποιημένη. Η ελπίδα που προσκολλάται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο –η ελπίδα για– μετατρέπεται σε επιθυμία, γίνεται εγκατάλειψη της αυτοδιαιωνιζόμενης ώθησης για καλυτέρευση, προς όφελος μιας αναδιάταξης των υφιστάμενων συνθηκών. Ο ορισμός που δίνει ο Bloch στην ελπίδα ως το όχι-ακόμα-υπαρκτό [not-yetness] έχει σημαντικές συνέπειες για τους μελετητές της λογοτεχνίας, η οποία συχνά απαρνιέται την «πραγματικότητα» για χάρη της φαντασίας, των ονειροπολήσεων, των αντιγεγονοτικών αφηγήσεων [counterfactuals] ή άλλων ευφάνταστων πλασματικοτήτων, στις οποίες αποτυπώνεται η δυσαρέσκεια με το εδώ-και-τώρα. Η λογοτεχνική φαντασία, με άλλα λόγια, είναι μια δέσμευση στην απαντοχή του όχι-ακόμα. Κινούμενη πάντα προς νέα πεδία βελτίωσης και έκπληξης, η απαντοχή δεν μπορεί να διαχωριστεί ούτε από τον ιδεαλισμό ούτε από τη φαντασία που είναι αναγκαία για να συλλάβει κανείς δυνατότητες πέρα από την αποκαρδιωτική επιταγή αυτού που είναι. O συνδυασμός φαντασίας και ιδεαλισμού βρίσκεται στην καρδιά αυτού που ο Van Wyck Brooks αποκάλεσε «ζώσα αξία» [living value]· μια αυτομετασχηματιζόμενη και ευπροσάρμοστη προθυμία να τεθεί το όραμα πάνω από την αναγκαιότητα – αυτό που εγώ αποκαλώ προδιάθεση της απαντοχής.[13]
Ο τρόπος που κατανοώ την απαντοχή προέρχεται από ένα μακρόχρονο ενδιαφέρον για τις δυνατότητες κοινωνικής δέσμευσης, που τέθηκαν με τον ρομαντισμό. Όταν ο Hawthorne περιγράφει τον ρομαντισμό ως μια μίξη του θαυμαστού και του πραγματικού, μας δίνει ένα μοντέλο για να φανταστούμε τον όχι-ακόμη-υπαρκτό χαρακτήρα της ελπίδας, όχι με χρονικούς όρους, αλλά ως την ταυτοχρονία ασύμμετρων εκδοχών του «πραγματικού». Αυτό που θεωρείται πραγματικό είναι η εκδοχή που προέρχεται από θέσεις εξουσίας, και η οποία απαξιώνει τις ανταγωνιστικές εκδοχές ως «αφέλεια» ή «άγνοια». Αλλά αυτές οι φαντασιώσεις εκφράζουν τη βιωματική αίσθηση του πραγματικού που έχει κάποιος (συχνά ένας συλλογικός κάποιος), και όταν αυτές οι δύο θεωρήσεις της πραγματικότητας έρχονται αντιμέτωπες η μία με την άλλη, η ελπίδα βρίσκεται στη μεταξύ τους τριβή. Σταδιακά, καθώς οι εναντιωματικές αναφορές στη βιωματική αίσθηση του πραγματικού αρθρώνονται σε λόγο και πιέζουν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα την επίσημη εκδοχή του «πραγματικού», η απαντοχή καθιστά δυνατή την κοινωνική δέσμευση (η ελπίδα είναι αυτό που, συχνά μετά από χρόνια παραίτησης, οδηγεί τους ανθρώπους να αμφισβητήσουν τις συνθήκες που αρνούνται την εγκυρότητα της δικής τους πραγματικότητας) και, πράγμα ακόμα πιο σημαντικό, εμπνέει ανθεκτικότητα όταν η κοινωνική δέσμευση αποδεικνύεται επώδυνη και απογοητευτική. Ωστόσο, για να αποτελέσει η απαντοχή προδιάθεση ανθεκτικότητας, πρέπει να πραγματώνεται και να καλλιεργείται, μετατρεπόμενη σε πρακτική τόσο της ανάγνωσης όσο και της ζωής.
Με τα παραπάνω δεν υποστηρίζω ότι ο ρομαντισμός είναι η μόνη οδός για την απαντοχή ή ότι η απαντοχή είναι η μόνη εναλλακτική στην επικριτικότητα. Δίχως να θέλω ούτε να γενικεύσω ούτε να αποκλείσω, μπορώ να εισφέρω μόνο τη δική μου εμπειρία της απαντοχής, ώστε να δείξω ότι ο μετασχηματισμός στο επίπεδο της προδιάθεσης είναι μια συνεχής, επεισοδιακή και ενδεχομενική πρακτική, ταυτόχρονα διανοητική και συγκινησιακή. Ως πρωτοετής στο κολλέγιο, καθώς πάλευα ανάμεσα στη σχέση μου με ένα κορίτσι που δεν αγαπούσα και στην αγάπη μου για ένα αγόρι με το οποίο δεν ήξερα πώς να σχετιστώ, οι βαθμοί μου πήραν την κάτω βόλτα. Με τη γλώσσα του σήμερα, προσπαθούσα να κάνω «come out» και ο μέσος όρος των βαθμών μου πλήρωσε το τίμημα. Προσπαθώντας να ανεβάσω τον μέσο όρο μου, γράφτηκα σε ένα σεμινάριο για τον Δάντη, που μου είχαν λανθασμένα πει ότι ήταν «ευκολάκι». Προς έκπληξή μου, το μάθημα κέρδισε το ενδιαφέρον μου, παρόλο που –ή επειδή– αυτό που έκανε η καθηγήτρια με τη Vita Nuova ήταν αρκετά αποπροσανατολιστικό. Όταν τη ρώτησα σχετικά, μου δάνεισε το αντίτυπο του Περί γραμματολογίας του Jacques Derrida και μου είπε να το διαβάσω προσεκτικά. Δεν είμαι σίγουρος πόσο «προσεκτικά» διάβασα τον Derrida, αλλά είμαι βέβαιος πως η εμπειρία μου από το κείμενο –τόσο στο στυλ του όσο και στο περιεχόμενό του– με προετοίμασε για τον ρομαντισμό. Η εμπειρία αυτή επέσπευσε δύο απροσδόκητες συνέπειες: άλλαξα το βασικό αντικείμενο των σπουδών μου από πολιτική επιστήμη σε αγγλική φιλολογία και, δύο εβδομάδες αφότου άρχισα το Περί γραμματολογίας, έβγαινα με ένα αγόρι. Αυτά τα δύο αποτελέσματα συνδέονταν μεταξύ τους. Έχοντας διαμορφώσει, μέσα από την ανάγνωση του Derrida, τη ρομαντική ιδέα ότι τα σημαίνοντα, βρισκόμενα σε μια αέναη συνθήκη διαφωράς [differance], αδυνατούν να προβάλουν οποιαδήποτε αδιαφιλονίκητη αξίωση οντολογικής σταθερότητας ή επιστημολογικής βεβαιότητας, οι «αλήθειες» που εκλάμβανα ως αμετάβλητες –συμπεριλαμβανομένων και των ετεροκανονικών τρόπων ζωής− άρχισαν να μου φαίνονται τελείως σχετικές. Από τη στιγμή που βρέθηκα σε αυτό το σημείο, η λογοτεχνία –που βρισκόταν πίσω από την απολαυστική αποσταθεροποίηση της πραγματικότητας προς όφελος της ακαθόριστης δυνατότητας− μου φαινόταν ως κάτι το «πολιτικό», και μάλιστα με πολύ πιο ενδιαφέροντα τρόπο σε σχέση με οτιδήποτε είχα μάθει στο συνταγματικό δίκαιο.
Η αίσθηση που είχα για την αποδόμηση ως μια πολιτική μορφή ρομαντικής απαντοχής (και αντίστροφα) επιβεβαιώθηκε όταν, μετά την αποφοίτηση, μετακόμισα στη Νέα Υόρκη, όπου έζησα την πρώτη δεκαετία της επιδημίας του AIDS. Τη χρονιά που άρχισα να γράφω τη διατριβή μου σχηματίστηκε η ACT UP[14] και ενώ έγραφα για αιχμάλωτους που ανακάλυψαν πρακτικές ελευθερίας μέσα σε μια απέλπιδα κατάσταση, συμμετείχα συγχρόνως σε συνελεύσεις που εμπνέονταν από το είδος της πολιτικής που ασκούσε η ACT UP. Άρχισα να πιστεύω ότι ο στόχος της πολιτικής δεν είναι (μόνο) μια τελεολογία ικανοποίησης (που ολοκληρώνεται, ας πούμε, με το τέλος του AIDS), αλλά μια αναγνώριση ότι οι ιδεολογίες που κατανοούνταν ως σταθερές και κανονικές («υγεία», «ιδιωτικότητα», «ιατρική») βρίσκονται σε μια αέναη κατάσταση απο-διάρθρωσης και επανάρθρωσης. Αυτή μπορεί να μην είναι η δική σας αντίληψη –ή οποιουδήποτε άλλου– για το τι είναι η αποδόμηση, ο ρομαντισμός ή η πολιτική· εν προκειμένω το ζήτημα είναι να προσδιορίσει κανείς μια πρακτική ελπίδας, μια αέναη κίνηση ανάμεσα στη μη πραγματική φαντασία και στις απολύτως πραγματικές συνθήκες, ανάμεσα στην επιθυμία και την καταστροφή, τη θεωρία και την πράξη, κάτι που με οδήγησε –και που ακόμη με οδηγεί– στην απαντοχή ως κριτική προδιάθεση.
Πρόσφατα, έλαβα σοβαρά υπόψη μου την ιδέα του Bloch ότι το όχι-ακόμα-υπαρκτό είναι ακόμα πιο ελπιδοφόρο όταν συνδυάζει ευφάνταστες δυνατότητες στο παρόν με ιδανικά αντλημένα από μια κληρονομιά· στη δική μου περίπτωση, από μια κριτική κληρονομιά. Επιδιώκοντας κάτι τέτοιο, αναζήτησα ένα αξιοποιήσιμο παρελθόν ελπιδοφόρων προδιαθέσεων σε κριτικές φωνές που, παρά το γεγονός ότι έγραφαν καταμεσής του Ψυχρού Πολέμου, ήταν πολύ πιο ελπιδοφόρες –χωρίς να ασκούν λιγότερη κριτική στον κόσμο στον οποίον ζούσαν− απ’ ό,τι πολλές που ακούγονται σήμερα. Αυτές οι κριτικές φωνές –ο Newton Arvin, o Richard Chase, ο R.W.B. Lewis, o C.L.R. James, o Marius Bewley και ο Richard Poirier μεταξύ άλλων– υπήρξαν, καθόλου τυχαία, ενθουσιώδεις αναγνώστες του ρομαντισμού, μέσω του οποίου εισέφεραν πειστικές κριτικές ενάντια στην απεριόριστη ανάπτυξη των πυρηνικών, στην αστυνομευόμενη κοινωνική κανονιστικότητα και στον άνευ διακρίσεως σκεπτικισμό της ψυχροπολεμικής Αμερικής. Αλλά επίσης διαμόρφωσαν, αντλώντας από τον ρομαντισμό, μια αντίληψη για τη φαντασία ως έναν εννοιολογικό χώρο, εντός του οποίου θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να λάβουν αλληγορική μορφή ευφάνταστα ιδανικά. Φράσεις που μπαίνουν σε εισαγωγικά στο πλαίσιο της καχύποπτης κριτικής –ανθρωπισμός, αλληλεγγύη, βελτίωση, φιλελευθερισμός, δικαιοσύνη, ηθικές διακρίσεις, αξίες− είχαν γι’ αυτές τις κριτικές φωνές μια ζωντάνια, εμψυχώνοντας τις ελπιδοφόρες προκλήσεις τους ενάντια στον άκριτο κομφορμισμό και την επιβεβλημένη συναίνεση του αμερικάνικου τρόπου ζωής των μεσαίων τάξεων τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Είχα διδαχθεί να βλέπω τις κριτικές φωνές αυτής της εποχής μόνο ως υποστηρικτές της ψυχροπολεμικής συναίνεσης· όταν τελικά τις διάβασα (αντί να διαβάζω για αυτές), αντιλήφθηκα ότι η άλλη μου εκπαίδευση, η διαρκής πρακτική της ελπίδας, μου επέτρεψε να δω τις διανοητικές τους κινήσεις ανάμεσα στη μη πραγματικότητα της φαντασίας και την πραγματικότητα της κριτικής –ανάμεσα στον ιδεαλισμό και την κριτική− ως μια κριτική μεθοδολογία κοινωνικά δεσμευμένη, συχνά συγκρουσιακή, σε μεγάλο βαθμό διορατική, ανήσυχη στην αναζήτησή της να προσεγγίσει κάτι πέρα από το αναπόφευκτο. Η προσπάθεια ανεύρεσης ενός κριτικού παρελθόντος που να οδηγεί σε κάτι πέρα από την επικριτικότητα είναι εν μέρει ένα σύμπτωμα των καιρών (μια διαφορετική άσκηση στη «μετακριτική»), αλλά καθίσταται επίσης δυνατή από μια εκπαίδευση στις προδιαθέσεις, στην οποία φτάνει κανείς μέσα από τα παράξενα ζιγκ-ζαγκ της ιστορικής ενδεχομενικότητας και μιας διανοητικής επιλογής, που είναι διαθέσιμη σε κάθε κριτική φωνή που θα ήθελε να δώσει ξανά ενέργεια στην κριτική.
Γράφοντας τα παραπάνω, αρχίζω να νιώθω άβολα: όπως πολλοί άλλοι της γενιάς μου έμαθα να δυσπιστώ απέναντι στην ίδια μου την απαντοχή. Ένας ορισμένος βαθμός σκεπτικισμού είναι ωφέλιμος, όχι όμως αν μετατρέπεται σε αυτοσκοπό. Έως ότου αναμετρηθούμε με το πρόβλημα των προδιαθέσεων στη μελέτη της λογοτεχνίας, οι «νέες» φιλοσοφίες της ανάγνωσης –η μετά-επικριτικότητα− θα πέφτουν θύματα αυτού που ο R.W.B. Lewis αποκάλεσε «καθαρή πλήξη της ασυνείδητης επανάληψης».[15] Η ρητορική των προδιαθέσεων στην αμερικάνικη πολιτική επικεντρώθηκε στην ελπίδα, τουλάχιστον από τη «Νέα Εποχή για την Αμερική» του Ronald Reagan, με αποκορύφωμα την «Τόλμη της Ελπίδας» του Barack Obama. Αυτή η ρητορική αποδεικνύεται συστηματικά ότι είναι μια παραπλάνηση των πολιτών, ούτως ώστε να παραχωρήσουν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνικής τους φαντασίας σε μια κυβέρνηση που χειρονομεί προς την κατεύθυνση της συμπερίληψης, αλλά κατά κανόνα παράγει ακριβώς την αποξένωση που τελικά κάνει τους πολίτες να στηριχθούν σε μια τόσο σαθρή ελπίδα. Η κριτική απαντοχή είναι μια ευκαιρία για κατάληψη αυτής της προδιάθεσης που έχει αδειάσει από κάθε περιεχόμενο, προκειμένου να τη στρέψουμε ενάντια στην αλλοτρίωση, ενάντια στην αποξένωση, ενάντια στην επικριτικότητα, παράγοντας έτσι έναν αντίλογο [counter-discursive]. Η απαντοχή μπορεί να μην είναι μια προδιάθεση κατάλληλη για κάθε κριτική φωνή. Ωστόσο, κάποιου είδους εναλλακτική προδιάθεση είναι, με τα λόγια του Newton Arvin, «προσιτή, όπως πάντα, σε όσους δεν επιθυμούν απλά να “ερμηνεύσουν ποικιλοτρόπως τον κόσμο” (κατά τη ρήση του Marx), αλλά να τον αλλάξουν».[16] Κριτικές και ιδεαλιστικές, σκεπτικιστικές και ανθεκτικές, τέτοιες προδιαθέσεις ενδέχεται να μας βοηθήσουν να κινηθούμε, όχι μετά-την-κριτική, αλλά μάλλον μετά-την-επικριτικότητα, πράγμα που είναι πιο πολλά υποσχόμενο.
[1] Ο Christopher Castiglia είναι καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Pennsylvania State University των ΗΠΑ. Μεταξύ των έργων του συγκαταλέγεται και το The Practices of Hope: Literary Criticism in Disenchanted Times, Νέα Υόρκη: NYU Press, 2017. Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση English Language Notes, τχ. 51.2, Φθινόπωρο/Χειμώνας 2013 (Σ.τ.Μ.).
[2] Θεωρία της λογοτεχνίας που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’90. Βασίζεται στην παράλληλη ανάγνωση λογοτεχνικών και μη λογοτεχνικών κειμένων, συνήθως της ίδιας ιστορικής περιόδου, στα οποία αποδίδει ίση βαρύτητα και σημασία (Σ.τ.Μ.).
[3] Bruno Latour, «Why Has Critique Run Out of Steam? From Matters of Fact to Matters of Concern», Critical Inquiry, 30.2 (2004), σ. 225-248.
[4] John Guillory, «The Sokal Affrair and the History of Criticism», Critical Inquiry, (28.2), 2002, σ. 475-508. «Η αυθόρμητη φιλοσοφία όσων ασκούν κριτική», γράφει ο Gilroy, συνίσταται στην «αντίληψη ότι οι επιστημολογικές θέσεις σχετίζονται αναγκαία με τις πολιτικές θέσεις» (σ. 475).
[5] Λογοπαίγνιο με τη λέξη post-man και το «μετά» την κριτική, που δεν αποδίδεται στα ελληνικά (Σ.τ.Μ).
[6] Tobin Siebers, Cold War Criticism and the Politics of Skepticism, Νέα Υόρκη: Oxford University Press,1993.
[7] John Lewis Gaddis, The Cold War: A New History, Νέα Υόρκη: Penguin, 2006.
[8] Ό.π., σ. 32.
[9] Donald E. Pease, The New American Exceptionalism, Μινεάπολη: University of Minnesota Press, 2009.
[10] Gaddis, Cold War, ό.π. σ. 147.
[11] Πολιτική προσέγγισης των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ και ιδιαίτερα της Ανατολικής Γερμανίας από την κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Willy Brandt, τα χρόνια 1969-1974 (Σ.τ.Μ.).
[12] Στο βιβλίο του Η ουτοπική λειτουργία της τέχνης και της λογοτεχνίας, ο Ernst Bloch περιγράφει τον συνδυασμό κληρονομιάς και επινόησης ως μια «προβλεπτική φώτιση» [anticipatory illumination], μια λάμψη από ό,τι πρόκειται να γίνει αντικείμενο της συνείδησης, αλλά καθίσταται φευγαλέα ορατό υπό τους όρους του παρόντος. Έτσι, οι προβλεπτικές φωτίσεις –τις οποίες ο Bloch παρομοίαζε με τα ονειροπολήματα– εκφράζουν «αυτό που δεν έχει γίνει ακόμα, αυτό που δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, αλλά που δεν έχει αποτραπεί από το να υπάρξει», Ernst Bloch, The Utopian Function of Art and Literature: Selected Essays, μτφρ. Jack Zipes & Frank Mecklenburg, Καίμπρητζ, Μασαχουσέτη: MIT Press, 1988, σ. 50.
[13] Van Wyck Brooks, «On Creating a Usable Past», The Dial: A Semi-monthly Journal of Literary Criticism, Discussion, and Information, (LXIV,7), 11 Απριλίου 1918, σ. 339.
[14] AIDS Coalition to Unleash Power (ACT UP). Πολιτική οργάνωση για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ασθενών με AIDS και την αλλαγή της νομοθεσίας και της κρατικής πολιτικής πάνω στα ζητήματα των διαθέσιμων θεραπειών. Ιδρύθηκε το 1987 στις ΗΠΑ, αλλά απέκτησε διεθνή χαρακτήρα, καθώς αντίστοιχες οργανώσεις δημιουργήθηκαν σε πολλές άλλες χώρες, αντλώντας έμπνευση από το αμερικάνικο μοντέλο. Βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην άμεση δράση ως όχημα για την επίτευξη των στόχων της (Σ.τ.Μ.).
[15] R. W. B. Lewis, American Adam: Innocence, Tragedy, and Tradition in the Nineteenth Century, Σικάγο: University of Chicago Press, 1955, σ. 9-10.
[16] Newton Arvin, American Pantheon, Νέα Υόρκη: Delacorte Press, 1966, σ. 14.