του Γιώργου Λιερού
[…] Κατά τη διάρκεια του 1917 στη Ρωσία υπήρξε περισσότερες από μία φορές μια εντελώς παράδοξη κατάσταση. Ο αγώνας μεταξύ των κομμάτων δεν σταμάτησε, αλλά αυτός ο αγώνας ήταν περισσότερο γύρω από την εξουσία παρά για την εξουσία… Υπήρχαν στιγμές που η εξουσία ήταν σχεδόν «πεταμένη στον δρόμο», και όλοι πεισματικά διαφωνούσαν για το ποιος έπρεπε να την πάρει και με ποιους όρους. […] Η πλειοψηφία των σοσιαλιστών πίστευε πως, παρά τα απατηλά φαινόμενα, ο καιρός τους δεν είχε ακόμη φτάσει, ότι ήταν απαραίτητο να κρατήσουν τις δυνάμεις τους για το μέλλον…
Βίκτορ Τσερνόφ, «Κονστρουκτιβιστικός Σοσιαλισμός»
Γιατί έχασαν οι σοσιαλεπαναστάτες από τους μπολσεβίκους; Ποιες ήταν οι συνέπειες της ήττας τους στις τύχες του σοβιετικού πειράματος;
Οι σοσιαλεπαναστάτες ήταν οι διάδοχοι του κινήματος των ναρόντνικων και της Ναρόντναγια Βόλια, αποτελούσαν το μεγαλύτερο από τα σοσιαλιστικά κόμματα που πήραν μέρος στην επανάσταση1 και εκπροσωπούσαν κυρίως τους χωρικούς. Δημιούργημα των σοσιαλεπαναστατών ήταν το αγροτικό πρόγραμμα το οποίο –με εξαίρεση την περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού– ακολούθησε η σοβιετική Ρωσία μέχρι τη μοιραία για τις τύχες του παγκόσμιου σοσιαλισμού στροφή του 1929 (κολεκτιβοποίηση, βίαιη εκβιομηχάνιση). Οι σοσιαλεπαναστάτες πρέσβευαν την κοινωνικοποίηση και όχι την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής. Ήθελαν να στηρίξουν τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Ρωσίας στην ανάπτυξη εκείνων των θεσμών αυτοδιαχείρισης, αλληλεγγύης, συνεργασίας και δημοκρατικής διαμεσολάβησης, που ήδη λειτουργούσαν στις ρωσικές λαϊκές τάξεις (εργάτες και αγρότες), έχοντας μάλιστα την επιδοκιμασία του γέρο-Μαρξ σε αυτό το σχέδιο (τα γράμματα στη Βέρα Ζάσουλιτς).
Οι σοσιαλεπαναστάτες κέρδισαν με ποσοστό 58% τις εκλογές για τη Συντακτική, οι οποίες διεξήχθησαν αμέσως μετά τον Οκτώβρη του 1917. Οι μπολσεβίκοι διέλυσαν βίαια τη Συντακτική και κατέστειλαν ανελέητα τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους, μια μερίδα από τους οποίους πέρασε στην αντεπανάσταση. Σε κάθε περίπτωση, η απουσία των σοσιαλεπαναστατών, αλλά και των μενσεβίκων, των αναρχικών και των εσωκομματικών αντιπολιτεύσεων του μπολσεβίκικου κόμματος από το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι της σοβιετικής Ρωσίας, φτώχυνε τον ρωσικό σοσιαλισμό και τον στέρησε από τις ανασχετικές δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αποτροπή της επιβολής ενός αντεργατικού γραφειοκρατικού καθεστώτος, κάτω από τα ερείπια του οποίου θάφτηκε στα τέλη του 20ου αιώνα η κομμουνιστική ιδέα.
Ο Κονστρουκτιβιστικός Σοσιαλισμός είναι το πιο σημαντικό βιβλίο του Βίκτορ Τσερνόφ, ο οποίος ήταν ο ηγέτης των σοσιαλεπαναστατών και ο πρόεδρος της Συντακτικής, ενώ συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πιο σημαντικούς μαρξιστές θεωρητικούς της εποχής του. Το πρώτο μέρος του βιβλίου κυκλοφόρησε το 1925, δηλαδή πολύ κοντά στα γεγονότα. Αποτελεί ένα σπουδαίο ντοκουμέντο για να προσεγγίσουμε τη Ρωσική Επανάσταση σαν μια πολύπλευρη διαδικασία, που συμπεριελάμβανε πολλές επαναστάσεις και κυοφορούσε μια ολόκληρη γκάμα από εναλλακτικές και να μην περιοριστούμε στην Οκτωβριανή Επανάσταση, η οποία συνιστά μόνο ένα σημαντικό επεισόδιό της. Επίσης, το βιβλίο είναι ένα σημαντικό βοήθημα για να κατανοήσουμε τους λόγους της αποτυχίας των σοσιαλεπαναστατών, ενός κόμματος που αντιπροσώπευε τις καλύτερες ρωσικές επαναστατικές παραδόσεις και είχε στη γενεαλογία του μάρτυρες όπως η Σοφία Περόφσκαγια και ο Αντρέι Γελιάμποφ.
*
Όλο το βιβλίο του Τσερνόφ διαπερνάται από μια ασυμφιλίωτη αντίφαση, η οποία χαρακτήρισε και την όλη αποτυχημένη ηγεσία του, που ήταν υπαίτια για τη συντριβή των σοσιαλεπαναστατών και την επικράτηση των μπολσεβίκων.
Από τη μια πλευρά, το βιβλίο, στο πνεύμα και της σοσιαλεπαναστατικής παράδοσης, ασκεί σφοδρή πολεμική στον εξελικτικισμό και τον κρατισμό της Β’ Διεθνούς και δηλώνει καθαρά την προτίμησή του για το αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα. Η στρατηγική του κονστρουκτιβιστικού σοσιαλισμού βασίζεται «στην οικοδόμηση εργατικής κουλτούρας και κάθε είδους εργατικών θεσμών εδώ και τώρα» (101).2 Έτσι θα υπάρξουν οι προϋποθέσεις για να καταστεί δυνατό, με την επανάσταση, η διεύθυνση της παραγωγής να περάσει στα χέρια των συνδικάτων και των καταναλωτικών συνεταιρισμών και να δρομολογηθούν οι διαδικασίες της κατάργησης του κράτους. Ο στόχος είναι η «εργοστασιακή δημοκρατία» και, σχετικά, το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη από τα κάτω προς τα πάνω της ικανότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των ενώσεων των καταναλωτών να διευθύνουν την παραγωγή και τη διανομή – μαζί με το κράτος, το οποίο θα έχει ένα συντονιστικό ρόλο «πρώτου μεταξύ ίσων», που όμως σταδιακά θα φθίνει. Τις συνθήκες για τον σοσιαλισμό δεν τις δημιουργεί η ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά η δημιουργική αυτόνομη θεσμίζουσα δραστηριότητα –σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό– των εργατών, των χωρικών κ.λπ. Πολύ περισσότερο, δεν αποτελούν σχηματισμούς μεταβατικούς προς τον σοσιαλισμό τα τραστ και οι δομές του πολεμικού καπιταλισμού, που στήθηκαν για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ιμπεριαλιστικού πολέμου (όπως υποστήριξε ο Λένιν ο οποίος επ’ αυτού αποδείχθηκε καλός μαθητής των δασκάλων του στη Β’ Διεθνή). Για το πέρασμα στο σοσιαλισμό δεν αρκεί η ανάληψη της πολιτικής εξουσίας από ένα εργατικό κόμμα, που θα χρησιμοποιήσει υπέρ του σοσιαλισμού τις συγκεντρωτικές καπιταλιστικές δομές. Χρειάζονται νέες δομές, εξ αρχής σοσιαλιστικές, τις οποίες μόνο το εργατικό κίνημα μπορεί να δημιουργήσει από τα κάτω και γι’ αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί στον ρόλο ενός παθητικού πεζικού, που θα υποστηρίζει την άνοδο στην πολιτική εξουσία του εργατικού κόμματος.
Από την άλλη, ο Τσερνόφ διακατέχεται από ένα σχεδόν παρανοϊκό φόβο απέναντι στις εξεγερμένες μάζες. Δεν εμπιστεύεται καθόλου την πλούσια θεσμίζουσα δημιουργικότητα τους, όπως εκδηλώθηκε κατά τη Ρωσική Επανάσταση, κυρίως με τη συγκρότηση των εργοστασιακών επιτροπών. Δεν αποδίδει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στα σοβιέτ, τα οποία θεωρεί κάτι ανάμεσα σε εργατικές λέσχες και μικρά εργατικά κοινοβούλια.
Ωστόσο, παραδέχεται πως οι εργοστασιακές επιτροπές είναι ξεκάθαρα ένα κίνημα από τα κάτω. Γράφει: «Οι εργοστασιακές επιτροπές ή συμβούλια, αποτελούσαν ένα γεγονός της ζωής, που δημιουργήθηκε μέσα στη φωτιά της επανάστασης και τις περισσότερες φορές ιδρύθηκαν κατά τρόπο ad hoc» (171). «Οι νέοι θεσμοί εξουσιοδοτήθηκαν όχι από τον νόμο αλλά από τη δύναμη των γεγονότων, τα οποία προέκυψαν μέσα από την επαναστατική κατάσταση – ήταν σαν ένα σύνταγμα που οι εργάτες είχαν θεσπίσει οι ίδιοι» (171). Ο Τσερνόφ πολύ σωστά αναγνωρίζει την ανάδυση αυτών των νέων θεσμών σαν ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό των απεργιακών αγώνων κατά τους πρώτους μήνες μετά την επανάσταση (του Φεβρουαρίου 1917) και παραπέμπει σχετικά στην σοβιετικό ιστορικό των εργοστασιακών επιτροπών Παγκράτοβα [А. Панкратова]: «Οι εργοστασιάρχες έκαναν παραχωρήσεις δίνοντας αυξήσεις, αλλά αρνήθηκαν κατηγορηματικά να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα των εργοστασιακών επιτροπών [στον έλεγχο της παραγωγής]. Οι απεργοί εργάτες προέβαλαν αιτήματα και υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους όχι τόσο την αύξηση των μισθών όσο την αναγνώριση των δικαιωμάτων των εκπροσώπων τους» (172). Ο Τσερνόφ, επικαλούμενος τον σοβιετικό ιστορικό Я. Фин, μας πληροφορεί πως, «ο έλεγχος από τα κάτω […] από ένα μέτριο φαινόμενο πήρε [αν και σταδιακά αλλά αρκετά γρήγορα] κολοσσιαίες διαστάσεις, αγκάλιασε με τα πλοκάμια του όλες τις πτυχές της παραγωγικής ζωής των επιχειρήσεων και οδήγησε αναπόφευκτα στην εργατική διεύθυνση από τα κάτω» (173). Αναφέρει επίσης ότι, «πάνω από τα τρία τέταρτα όλων των “εθνικοποιήσεων” δεν έγιναν από την κεντρική κυβέρνηση αλλά από διάφορες “περιφερειακές ή τοπικές οργανώσεις”» (187).
Όμως, ο Τσερνόφ δεν αναγνωρίζει κανένα «εποικοδομητικό» ρόλο σε όλη αυτή την κοσμογονία, που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του. Διαμαρτύρεται γιατί «η εθνικοποίηση […] μπορεί να γίνει και γίνεται μόνο από το έθνος, το κράτος. Το πώς κάποια τοπική αρχή μπορεί να αντικαταστήσει το κράτος από την άποψη αυτή […] είναι αδύνατο να κατανοηθεί από τη μεριά του δικαίου» (187). Ο ίδιος φρικιά μπρος στον αυθόρμητο χαρακτήρα του κινήματος. Σ’ αυτόν δεν βλέπει παρά «το αντίθετο του συνειδητού, λογικού και προγραμματισμένου» (188). Εξανίστανται αντικρίζοντας «το μαύρο λάβαρο του αναρχισμού να κυματίζει παντού δίπλα στο κόκκινο λάβαρο του σοσιαλισμού, το οποίο μονοπωλούσαν οι μπολσεβίκοι» (185). Ο Τσερνόφ μέμφεται τις εργοστασιακές επιτροπές για την κατάρρευση της εργασιακής πειθαρχίας (128, 129, 242), την αποσάθρωση της βιομηχανικής παραγωγής και προπάντων γιατί οι εργοστασιακές επιτροπές υπερασπίζονταν η κάθε μία τα συμφέροντα του δικού της εργοστασίου, ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τα καύσιμα και τις πρώτες ύλες που σπάνιζαν και είχαν μετατρέψει τα εργοστάσια σε «αυτόνομες ομοσπονδίες ημιαναρχικού τύπου» (180, 182, 183, 241).3 Πολλές από αυτές τις κατηγορίες εναντίον των εργοστασιακών επιτροπών θα τις υιοθετήσουν και οι μπολσεβίκοι, αφού βέβαια πάρουν την εξουσία, κάτι που φυσικά ο Τσερνόφ τονίζει με ιδιαίτερη χαιρεκακία και δεν κουράζεται να παραθέτει τις μεταγενέστερες τοποθετήσεις των μπολσεβίκων εναντίον των εργοστασιακών επιτροπών.
Ο Τσερνόφ δεν περιορίζεται στην καταγγελία της εξαπάτησης των εξεγερμένων μαζών από τους μπολσεβίκους, προκειμένου να ανέλθουν στην εξουσία: οι μπολσεβίκοι υιοθέτησαν ενθουσιωδώς και πλειοδότησαν σε όλες τις αυθόρμητες λαϊκές εκδηλώσεις, υποστήριξαν το πέρασμα της πολιτικής εξουσίας και της παραγωγής στους θεσμούς αυτοοργάνωσης των από τα κάτω (εργοστασιακά συμβούλια, σοβιέτ, αγροτικές κοινότητες) και γίναν ένθερμοι απολογητές των κοινωνικών πειραματισμών των λαϊκών τάξεων. Όμως, μετά τον Οκτώβρη 1917, έκαναν στροφή 180 μοιρών και άρχισαν να ακυρώνουν τη μία μετά την άλλη τις λαϊκές ελευθερίες, αρχής γενομένης με την κατάργηση της Συντακτικής. Τα σοβιέτ μετατράπηκαν σε κομματικά εργαλεία. Οι εργοστασιακές επιτροπές έχασαν την ανεξαρτησία τους και έγιναν παραρτήματα των συνδικάτων. Τα συνδικάτα έγιναν προέκταση του κρατικού μηχανισμού. Και οι μεν και τα δε έπαψαν να έχουν λόγο στη διοίκηση των επιχειρήσεων. Ο εργατικός έλεγχος καταργήθηκε. Στα εργοστάσια επιβλήθηκε η του ενός ανδρός αρχή. Η παραγωγή οργανώθηκε συγκεντρωτικά από τα πάνω υπό τον έλεγχο των γκλάβκι [главки] και των σοβναρχόζ. Επανήλθε η ιεραρχία των μισθών. Ακολούθησε η επιβολή της στρατιωτικοποίησης της εργασίας και γενικότερα των μεθόδων του πολεμικού κομμουνισμού. Η όλη κατάσταση έφτασε σε αδιέξοδο –στα όρια της κατάρρευσης–, οπότε ο Λένιν αναγκάστηκε να κάνει, το 1921, τη στροφή προς τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ).
Ως εδώ η σφοδρή κριτική του Τσερνόφ είναι σωστή, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στο πού αποδίδει την άσχημη τροπή που πήρε η Ρωσική Επανάσταση. Σύμφωνα με τον Τσερνόφ, η αιτία είναι ότι, με δεδομένη την ανωριμότητα των συνθηκών στη Ρωσία, την έλλειψη προετοιμασίας του προλεταριάτου κ.λπ., τα σοσιαλιστικά κόμματα απέτυχαν να χαλιναγωγήσουν τον μαξιμαλισμό των λαϊκών κινημάτων που σάρωσαν τη Ρωσία ανάμεσα στον Φλεβάρη και τον Οκτώβρη του 1917. Έτσι ο μπολσεβικισμός κατάφερε να μετατρέψει αυτή την κατάσταση «σε πολιορκητικό κριό, ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της αστικής τάξης και εναντίον των άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων, που ήταν έτοιμα να “κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα”, σε αυτό το θέμα, να πολεμήσουν ενάντια στις αυθόρμητες μαζικές εκδηλώσεις» (172). Η κριτική λοιπόν του Τσερνόφ όχι μόνο είναι από τα δεξιά, αλλά επίσης θέτει εν αμφιβόλω την αφετηριακή θέση του «κονστρουκτιβιστικού σοσιαλισμού», ότι δηλαδή το ίδιο το εργατικό κίνημα δημιουργεί από τα κάτω προς τα πάνω τους θεσμούς της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η σκοπιά της κριτικής του Τσερνόφ θέτει πολύ σοβαρά ερωτήματα για την εξέλιξη των σοσιαλεπαναστατών, αυτού του ιστορικού ρωσικού επαναστατικού κόμματος, και οφείλει να γίνει το πρίσμα μέσα από το οποίο θα εξετάσουμε την άποψή του για τον κονστρουκτιβιστικό σοσιαλισμό.
Στην πραγματικότητα η στιγμή της αλήθειας για τους σοσιαλεπαναστάτες ήταν η Μεγάλη Ρωσική Επανάσταση, όταν αποδείχθηκαν λίγοι και ανεπαρκείς σαν πολιτικό επιτελείο και έχασαν την επαφή με την κίνηση των λαϊκών τάξεων, οι οποίες ριζοσπαστικοποιήθηκαν ραγδαία και βρέθηκαν στα αριστερά τους. Ακριβώς από το ρήγμα που δημιουργήθηκε κατ’ αυτό τον τρόπο επωφελήθηκε η πολιτική ιδιοφυΐα του Λένιν για να τους εκπαραθυρώσει από την ηγεσία της Επανάστασης, κάτι που θα είχε μοιραίες συνέπειες για τις τύχες της Επανάστασης και γενικότερα του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Ο Τεοντόρ Σάνιν υποστηρίζει πως η απώλεια του πολιτικού δυναμισμού των σοσιαλεπαναστατών και η αφυδάτωση του πολιτικού περιεχομένου τους, η οποία οδήγησε στην καταστροφή του κινήματος τους, δεν ξεκίνησε λόγω των πληγμάτων από τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα ή τους αναρχικούς. Προήλθε από το εσωτερικό τους και από την ενδυνάμωση της «μετριοπαθούς» τους πτέρυγας μετά την άγρια καταστολή της δεκαετίας 1880 και κατόπιν ξανά μετά την ήττα της Επανάστασης στα 1905-7. Το προνομιακό ακροατήριο και η κοινωνική βάση των «μετριοπαθών» ήταν οι επαρχιώτες διανοούμενοι, που συνήθως απασχολούνταν στην εκπαίδευση, την τοπική αυτοδιοίκηση, την κοινωνική πρόνοια και το συνεταιριστικό κίνημα. Αυτή η μερίδα δέσποζε στον δημόσιο λόγο του επαναστατικού λαϊκισμού (ναρόντνικοι και μετά σοσιαλεπαναστάτες), την εποχή που ο Λένιν στα πρώτα του έργα αναφερόταν σε αυτόν.4
*
Ο κονστρουκτιβιστικός σοσιαλισμός –που στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί και ως εποικοδομητικός σοσιαλισμός– προτάσσει την εποικοδομητική δημιουργική δραστηριότητα του προλεταριάτου τόσο απέναντι στον στείρο αντικειμενισμό της Β’ Διεθνούς όσο και απέναντι στον καταστροφικό και μιλιταριστικό σοσιαλισμό που πρέσβευαν οι μπολσεβίκοι. Ο κονστρουκτιβιστικός (ή εποικοδομητικός) σοσιαλισμός αποτελεί, μετά τον ουτοπικό και τον επιστημονικό σοσιαλισμό, το τρίτο στάδιο της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής θεωρίας και πρακτικής. Η δογματική ορθοδοξία της Β’ Διεθνούς πίστευε στη «θετική αντικειμενικά αποστολή του καπιταλισμού», ο οποίος θα δημιουργούσε τα στοιχεία της νέας κοινωνίας, που απλά θα απελευθέρωνε η εργατική τάξη παίρνοντας την πολιτική εξουσία. Όμως, ο καπιταλισμός φέρνει επίσης την κοινωνική αποδιοργάνωση και τον αποσυντονισμό, μετατρέπει μεγάλες μάζες του πληθυσμού σε ημιπρολεταριακούς όχλους και προκαλεί πολέμους. Έτσι στρώνει το έδαφος για τον καταστροφικό σοσιαλισμό των μπολσεβίκων, το αντίθετο του εποικοδομητικού. Με μια πρόχειρη ματιά ο αγώνας του Τσερνόφ μοιάζει να είναι διμέτωπος, αλλά δεν είναι.
Ο Τερνόφ βέβαια, απηχώντας και τη σοσιαλεπαναστατική παράδοση, συνεχίζει να υποστηρίζει πως δεν είναι η τεχνολογική ανάπτυξη και μια συγκεντροποίηση της παραγωγής, η οποία εκλαμβάνεται κακώς ως κοινωνικοποίηση, αλλά η πολιτιστική και οργανωτική προετοιμασία της εργατικής τάξης για την οικονομική αυτοδιαχείριση, που αποτελεί τον κρίσιμο όρο για τη σοσιαλιστική μετάβαση. Οι εργάτες, γράφει, εκπαιδεύονται για τον σοσιαλισμό όχι από την πειθαρχία του καπιταλιστικού εργοστασίου αλλά στο εργαστήρι των δικών τους εργατικών, πολιτιστικών, συνδικαλιστικών, οικονομικών και ιδεολογικοπολιτικών οργανώσεων. Όμως αυτή η «εποικοδομητική» σοσιαλιστική δραστηριότητα οργανώνεται γραφειοκρατικά και από τα πάνω και στην πραγματικότητα δεν αφήνει χώρο στην αποκεντρωμένη πρωτοβουλία των από τα κάτω. Δεν πρόκειται για αυθόρμητη πραξιακή δραστηριότητα των λαϊκών τάξεων αλλά για «κατασκευή», που σχεδιάζεται από τις πολιτικές και συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες των εργατικών οργανώσεων. Δεν είναι η «πράξη» των από τα κάτω αλλά η «κατασκευή» των από τα πάνω. Ο Τσερνόφ, επ’ αυτού, βρίσκεται στον αντίποδα της ενθουσιώδους απολογίας του επαναστατικού αυθορμητισμού στην οποία προβαίνει η Λούξεμπουργκ, η άποψη της οποίας βασίζεται στη πεποίθηση ότι, οι επαναστάσεις δεν φτιάχνονται. Η επαναστατική δραστηριότητα των εξεγερμένων μαζών εκδηλώνεται αποκεντρωμένα αλλά και συγχρόνως σε όλη την έκταση του πεδίου, ακανόνιστα, απρόβλεπτα, χωρίς να αποδέχεται τεχνητούς διαχωρισμούς του πολιτικού και του συνδικαλιστικού αγώνα, του γενικού και του επιμέρους, χωρίς να υπακούει σε εκ των προτέρων σχεδιασμούς.5 Έχει δηλαδή όλα τα «αναρχικά» χαρακτηριστικά που προκαλούσαν τη δυσανεξία των γραφειοκρατών της Β΄ Διεθνούς (στους οποίους ασκεί κριτική η Λούξεμπουργκ) και, όχι λιγότερο, του Τσερνόφ. Ίσως, λοιπόν, δεν θα προδίδαμε το πνεύμα του κειμένου του Τσερνόφ, αν αποδίδαμε τον τίτλο του βιβλίου του ως «Κατασκευαστικός Σοσιαλισμός».
Το μεταβατικό πρόγραμμα του κονστρουκτιβιστικού σοσιαλισμού για τη βιομηχανία προβλέπει την εκτεταμένη εισαγωγή του κεντρικού σχεδιασμού στο επίπεδο ολόκληρων βιομηχανικών κλάδων. Οι εθνικοποιήσεις θα προχωρήσουν σταδιακά. Όσοι κλάδοι παραμένουν στα χέρια ιδιωτών θα διευθύνονται από τετραμερή συμβούλια (εργαζόμενοι, εργοδότες, κράτος, καταναλωτές) και όσα εθνικοποιούνται από τριμερή (εργαζόμενοι, καταναλωτές, κράτος). Στις ιδιωτικές βιομηχανικές το διευθυντικό δικαίωμα του ιδιοκτήτη περιορίζεται από τον εργατικό έλεγχο.
Τον κύριο ρόλο στην πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος έχουν τα ανώτερα στρώματα της εργατικής τάξης – η περιφρόνηση ή και εχθρότητα του Τσερνόφ για τον «εφεδρικό στρατό», το ημιπρολεταριάτο κ.λπ. είναι έκδηλη σε όλη την έκταση του κειμένου. Επίσης, σημαντικό ρόλο έχουν να παίξουν οι τεχνικοί, τα διοικητικά στελέχη των επιχειρήσεων και αυτοί που θα χαρακτηρίζαμε σήμερα ως «ανθρώποι της αγοράς». Στην πραγματικότητα, εδώ ο Τσερνόφ βρίσκεται πλέον πολύ μακριά από τη ναρόντνικη παράδοση. Το πρόγραμμά του ουσιαστικά προαναγγέλλει τον Μεγάλο Μετασχηματισμό (ο όρος είναι του Κ. Πολανί) της δεκαετίας του 1930, δηλαδή τη στροφή προς τον κρατικό σχεδιασμό που θα εκδηλωθεί με τρεις τρόπους: α) στις ΗΠΑ με τον κεϋνσιανισμό του ρουσβελτιανού New Deal β) στη Γερμανία και την Ιταλία με τον ναζισμό και τον φασισμό και γ) στην ΕΣΣΔ με την εγκατάλειψη της ΝΕΠ, τη βίαιη κολεκτιβοποίηση και τα πενταετή πλάνα εκβιομηχάνισης.
Κατ’ ουσίαν, ο Τσερνόφ υιοθετεί τον εξελικτικισμό της Β΄ Διεθνούς. Ο εποικοδομητικός σοσιαλισμός του βρίσκεται στην προέκταση ενός εποικοδομητικού καπιταλισμού. Το πρωτείο της Δύσης δεν αμφισβητείται. Από αυτή την πλευρά, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η σφοδρή πολεμική που ασκεί ο Τσερνόφ στον Ζ. Σορέλ (G. Sorel) –τον μεγαλύτερο θεωρητικό του αναρχοσυνδικαλισμού– για τον ρομαντικό, μεσσιανικό χαρακτήρα ή και το τραγικό μεγαλείο που θέλει να αποδώσει στο πέρασμα στον σοσιαλισμό. Ο ενθουσιασμός του γέροντα Σορέλ για τους μπολσεβίκους –ο Τσερνόφ κάνει λόγο για «προσχώρηση» του σ’ αυτούς– είναι για τον Τσερνόφ αποκαλυπτικός για τον πραγματικό χαρακτήρα του μπολσεβίκικου εγχειρήματος.
Εν κατακλείδι, εδώ βλέπουμε μια ακόμη από τις συνηθισμένες «πονηριές» του «Λόγου της Ιστορίας». Ο Τσερνόφ γίνεται εκν των πραγμάτων συνεχιστής του Πλεχάνοφ και ο Λένιν της μεγάλης ναρόντνικης παράδοσης.
*
Εντελώς διαφορετική είναι η εικόνα του σκέλους του προγράμματος που αφορά τη γεωργία. Άλλωστε, εν πολλοίς πρόκειται για το πρόγραμμα το οποίο, όπως είπαμε, υιοθέτησε η ΕΣΣΔ μέχρι το 1929. Οι λύσεις που επινόησαν για μια σειρά ζητήματα οι σοσιαλεπαναστάτες, στηριζόμενοι στην πείρα της ρωσικής αγροτικής κοινότητας και γενικότερα του ρωσικού συνεργατισμού (αρτέλ κ.λπ.), διατηρούν τη σημασία τους ακόμη και σήμερα: για παράδειγμα η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας (σαν πλήρους κυριότητας) και η αντικατάστασή της όχι από την κρατική ιδιοκτησία αλλά από ατομικά δικαιώματα χρήσης του κάθε εργαζόμενου πάνω στα μέσα παραγωγής, τα οποία μπορεί να αξιοποιήσει ο ίδιος χωρίς να μισθώσει ξένη εργατική δύναμη. Επίσης, ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι προβληματισμοί του Τσερνόφ για τη σχέση δημόσιου/ιδιωτικού δικαίου στα πλαίσια ενός «δικαίου των κοινών» (όπως θα το λέγαμε σήμερα), κατά τη μετάβαση σε μια ακρατική κοινωνία∙ επίσης, η σύνδεση που κάνει ανάμεσα στη σχέση βιομηχανίας/γεωργίας στις ευρωπαϊκές χώρες και τη σχέση αποικιοκρατικών δυνάμεων/αποικιοκρατούμενων χωρών.
Ο Τσερνόφ μεμψιμοιρεί για τον αναρχικό τρόπο με τον οποίον εφάρμοσαν οι μπολσεβίκοι το Διάταγμα για τη Γη της 26 Οκτωβρίου 1917 (που υιοθετούσε το σοσιαλεπαναστατικό πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης). Το Διάταγμα για τη Γη, γράφει, «δεν καθορίζει συγκεκριμένους κανόνες χρήσης γης ή έναν ακριβή τρόπο καθορισμού τους […] οι νέες αρχές απλά κάλεσαν τον πληθυσμό να το εφαρμόσει “από τα κάτω”» (144). Πάντως από τους ιστορικούς, σε γενικές γραμμές, η εφαρμογή του εν λόγω διατάγματος θεωρείται πετυχημένη.
Ο Τσερνόφ δεν μπορεί παρά να επικροτήσει τη στροφή του Λένιν το 1921 προς τη ΝΕΠ, η οποία βρισκόταν πολύ κοντά στο σοσιαλεπαναστατικό πρόγραμμα. Ωστόσο, μόλις ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Λένιν, κάνει μια δυσοίωνη πρόβλεψη που, δυστυχώς για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, επρόκειτο να επαληθευθεί. Γράφει: «Θα ήταν σοβαρό λάθος να πιστέψουμε το πως οι μπολσεβίκοι πραγματικά έμαθαν από την εμπειρία τους. Η αυτοκάθαρση [η στροφή στη ΝΕΠ μετά τον πολεμικό κομμουνισμό] ήταν στα μάτια τους μόνο μια ανάπαυλα. […] Ίσως ο Λένιν να έλυνε διαφορετικά το ζήτημα. Αλλά ο Λένιν έχει φύγει και οι “μαθητές” είναι πολύ κατώτερου διαμετρήματος από τον δάσκαλο. […] “Δεν έχουν ξεχάσει τίποτα, δεν έμαθαν τίποτα”» (169-169).
Ο Τσερνόφ, στην προσπάθεια του να σκιαγραφήσει τη γενεαλογία του κονστρουκτιβιστικού σοσιαλισμού, μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για μια μεγάλη γκάμα σοσιαλιστικών κινημάτων και οργανώσεων, τα οποία τοποθετούνταν ανάμεσα στον αναρχισμό και την ορθοδοξία της Β’ Διεθνούς στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Σε κάποια από αυτά διάκειται θετικά (π.χ. στον αγγλικό συντεχνιακό σοσιαλισμό [guild socialism], ένα υβρίδιο του αναρχοσυνδικαλισμού και του φαβιανισμού). Σε άλλα ασκεί μάλλον ήπια κριτική (στον γαλλικό αναρχοσυνδικαλισμό). Μερικά πάλι τα θεωρεί πρόδρομους του καταστροφικού σοσιαλισμού των μπολσεβίκων. Στα τελευταία συγκαταλέγει το ρεύμα των Μαχαΐσκι [Махайский ] και Λοζίνσκι [Е. Лозинский ] (73-80), που είχε θέσει στο κέντρο των αναλύσεων του την έννοια του άυλου γνωσιακού κεφαλαίου, και τους Ρώσους μαξιμαλιστές (98-119), τους πρώτους που ανάπτυξαν θεωρητικά την ιδέα ενός πολιτικοκοινωνικού συστήματος στηριγμένου στα σοβιέτ και υποστήριξαν ότι από ένα σημείο και πέρα η ανάπτυξη του καπιταλισμού αντί να φέρει πιο κοντά απομακρύνει την προοπτική του σοσιαλισμού.
*
Ο Τσερνόφ παραθέτει επιδοκιμαστικά το συμπέρασμα του Maxime Leroy: «Το 1900, μια μεγάλη ιδέα κυριαρχεί σε όλες τις δραστηριότητες των εργαζομένων: η γενική απεργία. Το 1910, ένα σχέδιο βιομηχανοποιημένης εθνικοποίησης [Nationalisations industrialisés6] των δημόσιων υπηρεσιών [έχει πάρει την θέση της]» (274,275).
Ο Τσερνόφ βλέπει την αναβίωση του σοσιαλεπαναστατικού ρεύματος σε εξελίξεις που απλά προοιωνίζουν το τέλος της εποχής του. Είναι και αυτό μια έκφανση της μεγάλης τραγωδίας των σοσιαλεπαναστατών.
1 Το καλοκαίρι του 1917 οι οργανώσεις των σοσιαλεπαναστατών αριθμούσαν ένα εκατομμύριο μέλη και των μπολσεβίκων μόνο 350.000. Βλ. Κονσταντίν Μορόζοφ, «Οι ευκαιρίες, οι δυνατότητες και οι αιτίες της αποτυχίας της δημιουργικής εναλλακτικής λύσης των σοσιαλεπαναστατών το 1917», στο Ρωσική επανάσταση. Κριτικές προσεγγίσεις σε μια διαρκή πρόκληση, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2021.
2 Στην παρένθεση η σελίδα στο ВИКТОР ЧЕРНОВ, КОНСТРУКТИВНЫЙ СОЦИАЛИЗМ, Москва РОССПЭН 1997, το ίδιο και στη συνέχεια.
3 Στην πραγματικότητα, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια δεν ήταν καθόλου χειρότερος από τον ανταγωνισμό για τους ίδιους (πρώτες ύλες) και πολλούς ακόμη λόγους ανάμεσα στις τεχνογραφειοκρατικές κλίκες (και τις μαφίες), που ηγούντο βιομηχανικών μονάδων, συγκροτημάτων ή και ολόκληρων παραγωγικών κλάδων, ο οποίος σημάδεψε μέχρι το τέλος την οικονομική ζωή της ΕΣΣΔ και βραχυκύκλωσε κάθε προσπάθεια ορθολογικού σχεδιασμού. Τελικά η αναρχία του γραφειοκρατικού σχεδιασμού αποδείχθηκε χειρότερη από την αναρχία της καπιταλιστικής αγοράς. Έτσι ή αλλιώς, η αγορά είναι πολύ προγενέστερη του καπιταλισμού και μια κοινωνικά ελεγχόμενη αγορά (τέτοιες ήταν οι προκαπιταλιστικές αγορές), κατά την γνώμη μας, θα πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει και μετά το τέλος του καπιταλισμού.
4 Teodor Shanin, “Late Marx: gods and craftsmen”,στο Late Marx and the Russian Road: Marx and “the peripheries of capitalism”, T. Shanin (επιμ.), Monthly Review Press, 1983, σ. 12, 13.
5 Βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μαζική απεργία, κόμμα και συνδικάτα, μτφρ. Γεωργία Κυριακάκου, Δ. Κοροντζής, 1979.
6 Ο όρος αυτός, που στο κείμενο του Τσερνόφ αναφέρεται και στα γαλλικά, προέρχεται από ένα πρόγραμμα της CGT. Εννοεί την εθνικοποίηση σημαντικών κλάδων της οικονομίας και τη συνδιαχείρισή τους από το κράτος, τους εργαζόμενους, εκπροσώπους των καταναλωτών κ.λπ.