Θεωρία Πολιτική

Η θεωρία του Α.Β. Τσαγιάνοφ για τη γεωργική οικονομία* ως έναν δρόμο προς τον σοσιαλισμό που δεν πάρθηκε

Η θεωρία του Α. Β. Τσαγιάνοφ για τη γεωργική οικονομία ως έναν δρόμο προς τον σοσιαλισμό που δεν πάρθηκε
από kaboomzine

του Ρενό Γκαρσία

Στην παρούσα ομιλία θα ήθελα να υποστηρίξω ότι η εκτέλεση του αγροτικού οικονομολόγου Α.Β. Τσαγιάνοφ από το Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών Υποθέσεων (NKVD, η πολιτική αστυνομία), παρότι αποτελεί έλασσον γεγονός για την πορεία εξέλιξης της Σοβιετικής Ένωσης, είναι υψίστης σημασίας για την ιστορία του βιομηχανικού καπιταλισμού και της ανάπτυξης. Ενσωματώνει με τον καταλληλότερο τρόπο τη λογική του σύγχρονου παγκόσμιου πολέμου ενάντια στην αυτόνομη εξασφάλιση των προς το ζην (subsistence) και σηματοδοτεί μια στιγμή ιστορικής διακλάδωσης, όταν δηλαδή εγκαταλείφθηκε ένας πιθανός δρόμος χειραφέτησης προς έναν γεωργικό (agrarian) σοσιαλισμό.

Ο Τσαγιάνοφ, μέλος της Οικονομικής Σχολής Οργάνωσης και Παραγωγής, ήταν ένας λαμπρός πανεπιστημιακός που έχαιρε αναγνώρισης, ο οποίος από νωρίς καταπιάστηκε με το αγροτικό ζήτημα, δηλαδή τον εκσυγχρονισμό της παραδοσιακής γεωργικής οικονομίας χωρίς όμως να διαταραχθούν οι δομικές αρχές της, τις οποίες πολλοί οικονομολόγοι εξακολουθούσαν να αγνοούν εκείνη την εποχή. Τα σημαντικότερα έργα του σχετικά με αυτό το θέμα παρουσιάστηκαν τη δεκαετία του 1920 και ήταν η δουλειά ενός «μη κομματικού Μοσχοβίτη διανοούμενου [...] πολυμαθούς, εργατικού, ανοιχτόμυαλου και βαθιά αφοσιωμένου στους ανθρωπιστικούς σκοπούς, την ακαδημαϊκή γνώση και την αισθητική» όπως μας υπενθυμίζει ο Τέοντορ Σάνιν.1

Ο Τσαγιάνοφ σε καμία περίπτωση δεν ήταν μπολσεβίκος, αλλά ούτε και αποδοκίμαζε ανοιχτά το νέο καθεστώς και τη Νέα Οικονομική Πολιτική, και κέρδισε την εκτίμηση λόγω της ακαδημαϊκής του ευφυΐας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, λέγεται ότι ο Λένιν διέταξε να αφήσουν τον Τσαγιάνοφ στην ησυχία του «επειδή χρειαζόμαστε σοφούς, μας έχουν μείνει τόσο λίγοι από αυτούς». Ωστόσο, η φράση μπορεί να ερμηνευτεί και διαφορετικά: έπρεπε να τον αφήσουν ήσυχο, αλλά είχαν ήδη καλούς λόγους για να μην το κάνουν.

Στην πραγματικότητα ο Τσαγιάνοφ, αντλώντας από στατιστικά δεδομένα, είχε ερευνήσει την οργάνωση των αγροκτημάτων των χωρικών στην πιο διαδεδομένη μορφή της στη Ρωσία, την οικογενειακή (αυτο)εκμετάλλευση. Αυτή η έρευνα τον οδήγησε στην παρουσίαση των θεμελιωδών στοιχείων ενός μη καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος με βάση το αγροτικό νοικοκυριό που δεν χρησιμοποιεί μισθωτή εργασία – το τελευταίο αποδεικνυόταν αρκετά ανθεκτικό πλάι στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτό ήταν αρκετό για να τον μετατρέψει σε εχθρό της επερχόμενης διαδικασίας «πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης» στη Ρωσία, π.χ. της λεγόμενης κολεκτιβοποίησης, υπό την καθοδήγηση του Στάλιν.

Πρώτον, θα συνοψίσω τα κύρια χαρακτηριστικά του οικονομικού μοντέλου του Τσαγιάνοφ· δεύτερον, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους η λενινιστική παραγωγιστική και βιομηχανική κληρονομιά δεν μπορούσε να δεχτεί την επιμονή ενός τόσο «αρχαϊκού» τύπου παραγωγής. Τρίτον, αυτή η εκπληκτική αντίθεση θα μας κάνει να σκεφτούμε πάνω σε έναν δρόμο προς τον σοσιαλισμό που δεν πάρθηκε, και αυτό γιατί τα έργα του Τσαγιάνοφ φέρουν, επίσης, ένα εμψυχωτικό πνεύμα που μπορεί να εμπνεύσει τους σύγχρονους αγώνες ενάντια στον βιομηχανικό καπιταλισμό.

Οι αρχές της γεωργικής οικονομίας

Μεταξύ άλλων, ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του έργου του Τσαγιάνοφ είναι ότι περιέχει σημαντικούς πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς υπαινιγμούς, ενώ ο ίδιος διεξήγαγε την έρευνά του χωρίς να βασίζεται σε μια ρητά στρατευμένη θέση. Τα συμπεράσματά του έφερναν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τις μπολσεβίκικες αρχές, μόνο και μόνο εξαιτίας της αντικειμενικότητάς τους.

Ενώ μελετούσε την καθημερινή λειτουργία του οικογενειακού αγροκτήματος των χωρικών, ο Τσαγιάνοφ ανακάλυψε ένα πρώτο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό: σε γενικές γραμμές, η οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση δεν καταφεύγει στη μισθωτή εργασία. Αυτό είναι ένα καθοριστικό σημείο. Μετατοπίζει τη συμβατική οικονομική προσέγγιση, που συνδέει τον μισθό με την κερδοφορία ως τον στόχο κάθε υγιούς επιχείρησης. Ο homo economicus παύει να αποτελεί την κλασική κεντρική φιγούρα της οικονομίας καθώς τώρα την ενσαρκώνει αυτός που οργανώνει την παραγωγή της οικογένειας. Καθώς δεν χρησιμοποιεί τη μισθωτή εργασία, αυτός ο αυτόνομος τρόπος παραγωγής, σύμφωνα με τον Τσαγιάνοφ, «θα είχε την ίδια σχέση με τα σημερινά θεωρητικά οικονομικά όσο και η σχέση που έχει η γεωμετρία του Λομπατσέφσκι με εκείνη του Ευκλείδη».

Συνεπώς, αφού η οικογενειακή μονάδα δεν προσανατολίζεται στο κέρδος, δεν επιδιώκει και τη μεγέθυνση της παραγωγής της ως αυτοσκοπού. Αντ’ αυτού, η δραστηριότητά της μπορεί να οριστεί ως «αυτοεκμετάλλευση». Για πολλούς παρατηρητές, ένας τέτοιος ορισμός θα μπορούσε να ισοδυναμεί με την εργασία μέχρι εξάντλησης σε μια φτωχή γη, μονίμως στα πρόθυρα της πείνας. Ακόμα κι αν οι συνθήκες διαβίωσης της ρωσικής οικογένειας χωρικών που περιγράφει ο Τσαγιάνοφ δεν είναι καθόλου εύκολες, ο όρος «αυτοεκμετάλλευση» δεν αναφέρεται σε μια τέτοια σκληρή κατάσταση. Σχετίζεται, μάλλον, με το γεγονός ότι ο συνολικός όγκος της οικονομικής δραστηριότητας καθορίζεται από το μέγεθος της οικογένειας, δηλαδή από τα μέλη της που μπορούν να εργαστούν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διαφοροποίηση μεταξύ των αγροκτημάτων βασίζεται σε δημογραφικά, και όχι αυστηρά οικονομικά, αίτια. Ως εκ τούτου, κάθε οικογένεια οργανώνει ένα ετήσιο πλάνο παραγωγής βασισμένη στην επίγνωση της ικανότητάς της για αυτοεκμετάλλευση.

Κι εδώ φτάνουμε στη δεύτερη σημαντική ανακάλυψη του Τσαγιάνοφ: η παραγωγικότητα της οικογενειακής μονάδας εξαρτάται από μια ισορροπία μεταξύ μόχθου και κατανάλωσης· με άλλα λόγια από την «οικονομική ισορροπία ανάμεσα στον μόχθο της εργασίας και την ικανοποίηση των αναγκών της αγροτικής οικογένειας». Αυτός ο κανόνας της παραγωγής έχει αναγνωριστεί από πολλούς μελετητές και κοινωνικούς κριτικούς. Ο Μάρσαλ Σάλινς τον εισήγαγε προκειμένου να αναλύσει τον «οικιακό τρόπο παραγωγής» στο κλασικό του έργο Stone Age Economics (Οικονομία της Λίθινης εποχής). Ο Μ. Ράνεμα τον μελετά όταν έρχεται, με τον τρόπο του Ίλιτς, να διαφοροποιήσει τη φτώχεια από τη μιζέρια. Ο κανόνας αυτός, με την οξυδέρκεια που τον χαρακτηρίζει, αποτελεί αντίβαρο στην τυπική οικονομική θεωρία καθώς και στον ορθόδοξο μαρξισμό, μιας και αμφότεροι τοποθετούν την εργασία στον πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων (πράγματι, ο Μαρξ μιλούσε για «αφηρημένη εργασία», μια καθαρή δαπάνη ενέργειας που ποσοτικοποιείται βάσει ομοιογενών χρονικών μονάδων). Εδώ η εργασία –και οι τεχνολογίες που επιδιώκουν να αυξήσουν την απόδοσή της– δεν αποτελεί την οργανωτική δύναμη αλλά ενσωματώνεται στις κοινωνικές σχέσεις εντός του νοικοκυριού, δηλαδή είναι μια συλλογικά διαπραγματεύσιμη αποτίμηση του μόχθου της εργασίας σε σύγκριση με τον βαθμό ικανοποίησης των αναγκών.

Ό,τι αποκομίζει από τα παραπάνω ο σύγχρονος αναγνώστης είναι το γεγονός ότι είναι εντελώς παράλογο να επιδιώκουμε με κάθε τρόπο το πιο «μεγάλο», τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα (μια επιλογή που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση προς τη γενική θεώρηση του σοβιετικού μαρξισμού). Πράγματι, όταν ο Τσαγιάνοφ σκεφτόταν πάνω στην οργάνωση της γεωργικής οικονομίας, θεωρούσε το νοικοκυριό ως το βασικό κύτταρο ενός ολόκληρου συστήματος παραγωγής σε εθνική κλίμακα, που θα συνέδεε πολλούς συνεταιρισμούς μεταξύ τους. Αυτή η από τα κάτω μεθοδολογική προσέγγιση, βασισμένη στη μελέτη του πλάνου παραγωγής που έκαναν οι ίδιοι οι χωρικοί, επρόκειτο να αποτελέσει μια «ρεαλιστική πρόδρομη κριτική της σταλινικού τύπου κολεκτιβοποίησης» (Σάνιν). Παρ’ όλα αυτά, ο Τσαγιάνοφ δεν επιδοκίμαζε το σύνθημα «το μικρό είναι όμορφο» ως απάντηση στη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας, την οποία υποστήριζαν έντονα οι οπαδοί της αντίληψης του Λένιν, για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία.2 Αυτό αποτελεί σημαντικό μάθημα για τους σημερινούς υποστηρικτές των κινημάτων της αποανάπτυξης. Στo Theory of Peasant Cooperatives (Θεωρία των Αγροτικών Συνεταιρισμών)3 ο Τσαγιάνοφ προτείνει ένα μοντέλο «κάθετης συνεργασίας», όπου κάθε παραγωγική μονάδα και υποκλάδος της παραγωγής διαμορφώνεται στην κατάλληλη κλίμακα. Επομένως, μια ανθηρή γεωργική οικονομία πρέπει να οργανώνεται βάσει ενός συνδυασμού των κλιμάκων προκειμένου να επιδιώκει τη βέλτιστη παραγωγή αντί για τη μέγιστη (δεδομένης της αναπόφευκτης ποικιλίας της παραγωγής και των τεχνικών διαδικασιών).

Τι δεν μπορούσε να καταλάβει ο ορθόδοξος μαρξισμός

Μετά από ένα είδος εκεχειρίας που είχε διατάξει ο ίδιος ο Λένιν στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Τσαγιάνοφ έλαβε, δυστυχώς, την τιμωρία που εκ των υστέρων φαίνεται ότι ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι πράκτορες του Στάλιν θα μπορούσαν να απαντήσουν στο έργο του. Πράγματι, ο Τσαγιάνοφ απεικόνισε έναν κόσμο χωρικών που έκλινε προς την αυτάρκεια και που ήταν αρκετά ανθεκτικός ώστε να καθυστερήσει την εισαγωγή των καπιταλιστικών μεθόδων παραγωγής στην ύπαιθρο (του άρεσε, μάλιστα, να παραθέτει το εδάφιο 16: 26 από τις Παροιμίες: «Ο εργαζόμενος εργάζεται δι’ εαυτόν· διότι το στόμα αυτού αναγκάζει αυτόν»). Τα λεγόμενά του σαφώς αποτελούσαν εμπόδιο στη βιομηχανική απογείωση που προωθούσαν οικονομολόγοι όπως ο Πρεομπραζένσκι, οι οποίοι ήθελαν να επιταχύνουν την εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων στη χώρα, που είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται μόλις τα τελευταία είκοσι χρόνια του 19ου αιώνα (ενδημική υπερεκμετάλλευση, υψηλοί φόροι, υποταγή των οικογενειών στους γαιοκτήμονες).

Σύμφωνα με τον λεγόμενο νόμο του Πρεομπραζένσκι, η προλεταριοποίηση των χωρικών προσδιοριζόταν επιστημονικά μέσα από τη σχέση της με τη [σοσιαλιστική] «πρωταρχική συσσώρευση»: όσο πιο οπισθοδρομική είναι μια χώρα κατά τη μεταβατική φάση προς τον σοσιαλισμό, τόσο περισσότερο χρειάζεται να αντλήσει από το πλεόνασμα των προβιομηχανικών σφαιρών, αφού δεν μπορεί να στηριχτεί σε μια αυστηρά βιομηχανική συσσώρευση.4 Δεδομένου ότι πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι εργάτες ανέρχονταν μόλις στο 3% του συνολικού ρωσικού πληθυσμού, μπορούμε να φανταστούμε πόσο καταστροφική ήταν αυτή η βιομηχανική απογείωση. Καθώς ο Τσαγιάνοφ έγραφε τη Θεωρία της αγροτικής οικονομίας, ήταν έτοιμο να τεθεί σε εφαρμογή το θεωρητικό πλαίσιο που είχαν σχεδιάσει ιδεολόγοι όπως ο Λένιν ή ο Πρεομπραζένσκι, συγκεντρώνοντας προλεταριοποιημένους χωρικούς σε γιγαντιαία εργοστάσια παραγωγής τροφίμων (κολχόζ), ενώ οι συνθήκες διαβίωσης και η κουλτούρα τους εν γένει συνθλίβονταν από μια μηχανική Λερναία Ύδρα.

Στην πραγματικότητα, η κολεκτιβοποίηση ήταν η μόνη λογική συνέχεια του πολέμου ενάντια στην κουλτούρα των χωρικών που είχε κηρύξει ο Λένιν το 1921 στο 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Πέρα από τις συμμαχίες στο πλαίσιο της πολιτικής τακτικής, ο κύριος στόχος του Λένιν ήταν να διεξαγάγει έναν αποφασιστικό πόλεμο ενάντια στις παραδοσιακές αξίες και πρακτικές των χωρικών, υποστηρίζοντας ότι ο μόνος λογικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό –και την αναβίωση της υπαίθρου– ήταν να προωθηθεί η ανάπτυξη του καπιταλισμού, φυσικά «ελεγχόμενη και ρυθμιζόμενη από το προλεταριακό κράτος». Όθεν και η ανάγκη να ξεριζωθούν οι τελευταίες δυνάμεις αντίστασης στην επαρχία. Όπως εύγλωττα το έθεσε ο ίδιος στο Καλύτερα λιγότερα, αλλά καλύτερα (1923), οι επαναστάτες έπρεπε να «αλλάξουμε άλογα, να αλλάξουμε το αγροτικό, μουζίκικο άλογο της φτώχειας, το άλογο μιας οικονομίας που σχεδιάστηκε για μια κατεστραμμένη αγροτική χώρα, και να πάρουμε το άλογο που αναζητά και που πρέπει να αναζητά το προλεταριάτο – το άλογο της βιομηχανίας μεγάλης κλίμακας, της ηλεκτροδότησης, του υδροηλεκτρικού σταθμού Βολκόφ, κλπ».5

Η οικονομία του νοικοκυριού του χωρικού αντιπροσώπευε όλους τους περιορισμούς που έπρεπε να υπονομεύσουν οι μπολσεβίκοι, προκειμένου να ανορθώσουν την εθνική οικονομία και να ανοίξουν τον δρόμο για έναν σοσιαλισμό αντίστοιχο προς τις μηχανές μεγάλης κλίμακας. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι, όπως και οι αυτόνομοι χωρικοί που περιέγραψε, έτσι και ο ίδιος ο Τσαγιάνοφ (όπως και οι θεωρίες του) ήταν όλοι καταδικασμένοι να εξαφανιστούν ενόψει αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε γιγαντιαία αποικιοκρατικού τύπου εσωτερική εκμετάλλευση. Πριν προχωρήσω, θα ήθελα να επιμείνω στο γεγονός ότι αυτό το τραγικό συμβάν συμπυκνώνει πολλά στοιχεία που επρόκειτο να εμφανιστούν ξανά κατά τη διάρκεια του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα, συνοδεύοντας την καταστροφική πορεία της αποκαλούμενης Ανάπτυξης και του βιομηχανικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό και το έργο του Τσαγιάνοφ παραμένει επίκαιρο.

Ενθυμούμενοι το μήνυμα του Τσαγιάνοφ

Όταν μελετάμε το έργο ενός συγγραφέα παλαιότερης εποχής, είναι πάντα δύσκολο να αντιληφθούμε πώς μπορούμε να αντλήσουμε από το έργο του, ώστε να αναμετρηθούμε με σύγχρονα ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά, όταν πρόκειται για τον Τσαγιάνοφ αξίζει να προσπαθήσει κανείς. Πρώτα απ’ όλα, η ίδια η έρευνά του για την οργάνωση του αγροκτήματος των χωρικών, αλλά και ο τρόπος που τη συνέδεσε με μια ήπια μορφή συνεταιριστικού σοσιαλισμού, δείχνει σαφώς τι έχασαν τα ρεύματα των σοσιαλιστών με τη θανάτωσή του: τη δημιουργία ενός «συντηρητικού σοσιαλισμού» που να βασίζεται στις ιδιωματικά αρθρωμένες (vernacular) αξίες της αυτάρκειας, της αυτονομίας και της κοινότητας (μια προυντονική σύνθεση και εφαρμογή τέτοιων αξιών εκθέτει στο Ταξίδι του Αδελφού μου Αλεξέι στη Γη της Αγροτικής Ουτοπίας,6 μια ωραία μικρή ουτοπία που οραματίστηκε το 1920 – το βιβλίο απέχει πολύ από το να συνοψίζει όλες του τις ιδέες, αλλά αξίζει να διαβαστεί γιατί δίνει μια γεύση ενός επιθυμητού σοσιαλιστικού μέλλοντος). Για να το θέσουμε διαφορετικά, με τα λόγια του ίδιου του Μαρξ καθώς αναστοχάζεται πάνω στην παραδοσιακή κοινότητα, πρόκειται για έναν σοσιαλισμό όπου «τα άτομα δεν συμπεριφέρονται ως εργάτες, αλλά ως ιδιοκτήτες – ως μέλη μιας κοινότητας που επίσης εργάζεται».

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, από την Πράσινη Επανάσταση μέχρι τη σύγχρονη εξόρυξη σπάνιων μετάλλων, μέσω των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής, λαμβάνει χώρα ξανά και ξανά η ίδια συντριβή των αξιών των χωρικών, η οποία καταλήγει σε ένα γιγαντιαίο πολιτισμικό ξερίζωμα. Στην πραγματικότητα, ο βιομηχανικός καπιταλισμός έχει εφαρμόσει πλήρως και στη μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα ό,τι και η κολεκτιβοποίηση σε μία μόνο χώρα, κατά τη διάρκεια αυτού που αναδρομικά μοιάζει σαν μια πρόβα για παρόμοιες θηριωδίες. Ενόψει της τυφλής λογικής της προόδου και της ανάπτυξης, είναι αναμφίβολα κρίσιμο να υπενθυμίσουμε ότι οι χωρικοί πάντα ζούσαν και συνεχίζουν να ζουν σύμφωνα με διαφορετικές αρχές από εκείνες των σύγχρονων αγροτών που είναι διαποτισμένοι με τη λογική της αγροτικής επιχείρησης. Κάθε φορά που οι χωρικοί (είτε προέρχονται από τον παγκόσμιο Βορρά ή από τον παγκόσμιο Νότο, είτε εκδιώκονται από τη γη τους, υποβάλλονται σε γραφειοκρατική κανονικοποίηση της εργασίας τους, είτε συμπιέζονται από τις μεγάλες εταιρείες και τα σουπερμάρκετ) οργανώνονται και αγωνίζονται αλληλέγγυα ενάντια στον καταστρεπτικό εκσυγχρονισμό, τότε αναβιώνουν το μήνυμα των μελετών του Τσαγιάνοφ υπερασπιζόμενοι μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα στο πλαίσιο μιας διαφορετικής σχέσης με τη φύση.

Προφανώς, ο συνεταιριστικός ιστός αγροκτημάτων που περιγράφει ο Τσαγιάνοφ ως τον καλύτερο οργανωτικό μηχανισμό για τη διατήρηση της βέλτιστης παραγωγικότητας –χωρίς να υπονομεύεται η αυτονομία των χωρικών– παραμένει αδύναμος όταν έρχεται αντιμέτωπος με μεγάλες εταιρείες και σουπερμάρκετ. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να επιβιώσει σε μια ασταθή θέση στην περιφέρεια των αγροτικών επιχειρήσεων. Η γεωργική οικονομία δεν μπορεί πλέον να μελετάται ως μια οικονομική μορφή πλάι σε άλλους τρόπους παραγωγής, δεν μπορεί απλώς να μελετάται από τα κάτω. Είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι εξωτερικές δυνάμεις που πηγάζουν από την οικονομία της ανάπτυξης και αναπόφευκτα αναδιαμορφώνουν την ίδια της τη δομή. Γι’ αυτό, μια μαρξική7 κριτική της συσσώρευσης του κεφαλαίου, του φετιχισμού του εμπορεύματος και της λογικής τής αξίας εξακολουθεί να είναι κρίσιμη, προκειμένου να κατανοήσουμε τι βρίσκεται στον πυρήνα της διαδικασίας του εκσυγχρονισμού.

Ένα τέτοιο είδος κριτικής συνεχίζει να θέτει τον ίδιο στόχο, δηλαδή προσπαθεί να αποδιαρθρώσει την οικονομία που βασίζεται στο δίλημμα «ανάπτυξη ή θάνατος», ανανεώνοντας την αντίληψή μας σχετικά με το τι είναι πραγματικά αναγκαίο για μια καλή ζωή. Ο Τσαγιάνοφ, έχοντας καταλάβει ότι η πραγματικότητα με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι χωρικοί δεν μπορεί να περιγραφεί σύμφωνα με τα καθιερωμένα πρότυπα των οικονομικών θεωριών, μας εισάγει σε μια οικονομική ζωή εξίσου αποστασιοποιημένη από το κράτος και την αγορά – αυτήν που ο Σάνιν αποκαλεί ex-polar economy. Αλλά νομίζω και ότι έννοιες όπως η «προοπτική μιας αυτόνομης εξασφάλισης των προς το ζην» (subsistence perspective), που επινόησε η οικοφεμινίστρια συγγραφέας Μαρία Μις, ή η φράση «ηθική οικονομία» που επινόησε ο E. Π. Τόμσον8 και αναδιατύπωσε ο αναρχικός και κοινωνικός οικολόγος Μάρεϊ Μπούκτσιν θίγουν εξίσου την καρδιά του ζητήματος.9 Σύμφωνα με τη Μις,10 η έννοια «αυτόνομη εξασφάλιση των προς το ζην» αποτυπώνει με τον πληρέστερο τρόπο αυτό που αναμένουμε από μια κοινωνική εναλλακτική λύση: ελευθερία, ευτυχία, αυτοδιάθεση μέσα στα όρια που θέτει η αναγκαιότητα [...] πείσμα, δύναμη, λαϊκή προοπτική και επίσης έναν εντελώς νέο τρόπο ζωής βασισμένο σε μια συνολική πολιτισμική μετατόπιση. Αυτό δεν είναι που είχε κατά νου και ο Τσαγιάνοφ όταν σκιαγραφούσε την αγροτική του ουτοπία και όταν ανέλυε τη λογική του συνεταιριστικού σοσιαλισμού;

Εν κατακλείδι

Ελπίζω ότι αυτή η ομιλία θα αποτελέσει κίνητρο για να ξαναδιαβάσουν τον Τσαγιάνοφ όσοι στοχεύουν πολιτικά στην κριτική του βιομηχανικού καπιταλισμού. Υπό το ειδικό πρίσμα της θεωρίας της αποανάπτυξης, οι μελέτες του Τσαγιάνοφ μάς βοηθούν να καταλάβουμε την ακόλουθη, τόσο απλή όσο και σπουδαία, δήλωση: χωρίς παραγωγή βασισμένη στην αυτόνομη εξασφάλιση των προς το ζην, δεν υπάρχει παραγωγή εμπορευμάτων· χωρίς, όμως, παραγωγή εμπορευμάτων, υπάρχει σίγουρα παραγωγή βασισμένη στην αυτόνομη εξασφάλιση των προς το ζην. Είναι ένα σαφές κάλεσμα για επαναπροσδιορισμό, μια έκκληση προς όλους εκείνους που δεν αντέχουν πλέον να ζουν σε έναν κόσμο που έχει έρθει τα πάνω κάτω από την ιδεολογία της προόδου. Για να επανέλθουν τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις, πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποκατασταθεί η αίσθηση της αυτονομίας, η οποία εξακολουθεί να είναι τόσο κοινή μεταξύ ανθρώπων που, ακόμα και σήμερα, ανέρχονται στα τρία δισεκατομμύρια. Ένα εγχείρημα τέτοιας εμβέλειας βρίσκει στον Τσαγιάνοφ τον εμπνευσμένο πρόδρομό του.

* Ως γεωργική οικονομία αποδώσαμε τον όρο «peasant economy». Για τον Τσαγιάνοφ, αλλά και για πολλούς μελετητές που ακολουθούν τη γραμμή σκέψης του, ο αγρότης δεν ταυτίζεται με τον χωρικό [Henri Mendras, La fin des paysans, Armand Colin, Παρίσι 1967· Susana Narotzky, New directions in Economic Anthropology, Pluto Press, Λονδίνο 1997 (Ελλ. έκδ. Susana Narotzky, Οικονομική ανθρωπολογία – Νέοι προσανατολισμοί, μτφρ. Α. Σίμογλου, Σαββάλας 2007)· Στάθης Δαμιανάκος, Από τον χωρικό στον αγρότη, μτφρ. Α. Βουγιούκα, Εξάντας, Αθήνα 2002]. Ο αγρότης δραστηριοποιείται στα πλαίσια μιας εμπορευματοποιημένης οικονομίας και μπορεί να απασχολεί μισθωτή εργασία ή όχι. Ο χωρικός είναι φορέας ενός μη αγοραίου πολιτισμού και δρων υποκείμενο ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής (τον οποίο περιγράφει ο Τσαγιάνοφ). Η ακριβής μετάφραση θα ήταν «οικονομία των χωρικών». Στην προσπάθειά μας να αποφύγουμε τους νεολογισμούς, προτιμήσαμε να αποδώσουμε το «peasant economy» ως «γεωργική οικονομία». (Σ.τ.Ε.)

1 Από την εισαγωγή του Τέοντορ Σάνιν, κοινωνιολόγου και μελετητή του Τσαγιάνοφ, στο A.V. Chayanov, The Theory of Peasant Economy, University of Wisconsin Press, Γουισκόνσιν1986. Βλ. και την ελληνική μετάφραση της εισαγωγής στο https://congress1917.gr/archives/676. (Σ.τ.Ε.)

2 Το κείμενο του Σάνιν στον ανά χείρας τόμο αναφέρεται στις θέσεις που διατύπωσε ο Λένιν το 1899 στην «Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», στην αλλαγή τους με την εφαρμογή της ΝΕΠ και την επάνοδο των μπολσεβίκων στην αρχική γραμμή μετά τον θάνατο του Λένιν κατά τη «μεγάλη στροφή» του 1929. (Σ.τ.Ε.)

3 Alexander Chayanov, Theory of Peasant Cooperatives, μτφρ. D. Wedgewood Benn, I.B. Tauris & Co Ltd, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1991. (Σ.τ.Ε.)

4 Ο νόμος του Πρεομπραζένσκι έλεγε: «Όσο μια χώρα που περνά στη σοσιαλιστική οργάνωση της παραγωγής είναι οικονομικά πιο καθυστερημένη, πιο μικροαστική και αγροτική… τόσο περισσότερο πρέπει να στηρίζεται, για τη σοσιαλιστική συσσώρευση, στην εκμετάλλευση των προ-σοσιαλιστικών μορφών της οικονομίας». Σε μια μεταγενέστερη εκδοχή ο όρος «εκμετάλλευση» αντικαταστάθηκε με τον όρο «απαλλοτρίωση ενός μέρους του υπερπροϊόντος». Το 1921, για τον Λένιν η εισαγωγή της ΝΕΠ ήταν μια προσωρινή υποχώρηση κάτω από την πίεση των αντιμπολσεβίκικων αγροτικών εξεγέρσεων. Στην πορεία άλλαξε γνώμη: υποστήριξε ότι η ΝΕΠ είναι η μορφή που πρέπει να πάρει η εργατοαγροτική συμμαχία, ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στη Ρωσία και ότι θα έπρεπε να αποτελέσει μια ιδιαίτερη ιστορική εποχή. Η αλλαγή αυτή της κομματικής γραμμής προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στις οποίες πρωτοστατούσαν ο Τρότσκι και ο Ε.Α. Πρεομπραζένσκι. Ο Λένιν πέθανε χωρίς να οριοθετήσει μια λεπτομερή στρατηγική. Ο Μπουχάριν ανέπτυξε τις τελευταίες σκέψεις του Λένιν και θα τις υποστηρίξει μέχρι τέλους – αρχικά μάλιστα σε συμμαχία με τον Στάλιν. Το 1926 ο Στάλιν κατακεραύνωνε τον λεγόμενο «βασικό νόμο της σοσιαλιστικής συσσώρευσης» (τον νόμο του Πρεομπραζένσκι), υποστηρίζοντας ότι αυτές οι θέσεις της αντιπολίτευσης οδηγούν στη μεταχείριση της γεωργικής οικονομίας σαν «αποικία» που πρέπει να την «εκμεταλλεύεται» το προλεταριακό κράτος. Ο ίδιος υποστήριζε τότε μια πιο ισορροπημένη σχέση της βιομηχανίας με τη γεωργική οικονομία. Τρία χρόνια μετά θα στείλει τη ΝΕΠ «στον διάβολο» και θα υλοποιήσει τη γραμμή των Τρότσκι-Πρεομπραζένσκι. Βλ. Σαρλ Μπετελέμ, Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ: 2η Περίοδος 1923-1930, μτφρ. Γ. Κρητικός, Ράππας, Αθήνα 1977, σ. 359· Robert Service, Η Ρωσική Επανάσταση 1900-1927, μτφρ. Τ. Παπαϊωάννου, Οκτώ, Αθήνα 2017, σ. 182· Β.Ι. Λένιν, «Για το συνεταιρισμό», στο Άπαντα, τόμ. 45, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984, σ. 369-377. (Σ.τ.Ε.)

5 Βλαντιμίρ Λένιν, «Καλύτερα λιγότερα, αλλά καλύτερα», https://bit.ly/3dwszTi (Σ.τ.Ε.)

6 A. Chayanov, Journey of My Brother Alexsey to the Land of Peasant Utopia, Silver Age Pub, Ηνωμένες Πολιτείες 1982. (Σ.τ.Ε.)

7 …αλλά όχι «μαρξιστική». Ο ίδιος ο Μαρξ, όταν ανακάλυψε τον ρωσικό λαϊκισμό τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, απέρριψε τους υποτιθέμενους «εξελικτικούς» οπαδούς του, τους γοητευμένους από τη θεωρία των σταδίων στην ιστορία.

8 E.P. Thomson, Η ηθική οικονομία του πλήθους στην Αγγλία τον 18ο αιώνα, μτφρ. Γ. Βογιατζής, ΕΑΠ, Αθήνα 2020. (Σ.τ.Ε.)

9 Βλ. Murray Bookchin, «Market Economy or Moral Economy?» (1983), https:// bit.ly/2ZBB4nO. Και του ίδιου, Η σύγχρονη οικολογική κρίση, μτφρ. Μ. Κορακιανίτης, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 1993. (Σ.τ.Ε.)

10 Βλ. Maria Mies, The Subsistence Perspective: Beyond the Globalised Economy, Zed Books, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2000. (Σ.τ.Ε.)

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine