«Τείνω να δηλώνω σκύλος για να γλυτώσω την μιζέρια της ανθρώπινης ιδιότητας... Εγώ είμαι ένας αδέσποτος σκύλος, εσύ το προσωρινό αφεντικό μου και αυτή η συζήτηση διαρκεί για όσο εσύ με ταΐζεις»... Αυτό ήταν το περιεχόμενο του γνωστού «κλίνγκ» του facebook που διέκοψε το άνοιγμα της σοκολάτας - φουντούκι ένα πολύ πρόσφατο βράδυ μου. Η επίπεδη πνοή της καθημερινότητας και η απουσία συγκινησιακών ερεθισμάτων με έκαναν αντί να ανατρέξω στο συνηθισμένο block-delete, να αρχίσω μανιωδώς να αναλύω την παβλοφική διάσταση της ψυχοπαθολογικής αυτής πρότασης.
«Είτε θέλεις είτε όχι ο ρόλος του Παβλόφ είναι έμφυτος και μη αναστρέψιμος... Γιατί μια εξουσία δεν υπάρχει κάθετα αλλά και οριζόντια στις διαπροσωπικές σχέσεις μας… Εναλλαγή ρόλων σαφώς αλλά μια έκθεση υπεροχής και υποταγής υπάρχει ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης του λόγου. Γι αυτό είμαι ενάντια στη μορφή του λόγου... Γιατί αναγκαζόμαστε να ταιριάζουμε λέξεις και φράσεις με σκοπό την απόδοση ενός νοήματος ενώ κάλλιστα θα μπορούσαμε να βγάζαμε άναρθρες κραυγές αδιαφορώντας για το σημαίνον .Ίσως να ακούγεται ως πριμιτιβισμός στα αυτιά σου...όχι όμως... Κυρίως έτσι όπως το έθεσε ο Αρτώ... Σκατά στο πνεύμα λοιπόν και στις προεκτάσεις αυτού»...
Όχι… φυσικά και δε μπορούσα να δεχθώ την πάταξη του νοήματος του λόγου. Όσο κι’ αν ο πολιτισμός είναι πηγή δυστυχίας, όσο κι’ αν η εξουσία αναπαράγεται μέσα από αυτόν, δε μπορούσα να αρνηθώ την ποίηση. Εκείνα τα λόγια τα απλά που μεταβιβάζονται χρόνο το χρόνο, πνοή την πνοή, που σε κάνουν να βλέπεις την πραγματικότητα με άλλο μάτι. Έστριψα ένα τσιγάρο. Ποτέ δε θα απαντούσα σε έναν άγνωστο για κάτι τέτοιο. Σκέφτηκα πως είναι ένας γνωστός μου, ο Μ.. Πως θέλει να παίξει με το μυαλό μου, το ίδιο αποφάσισα να κάνω κι’ εγώ…
«Τι έχεις να πεις λοιπόν για τη φράση En este caracol yo de ti me enamoré…” που σημαίνει : Μέσα σ' αυτό το σαλιγκάρι, εγώ, εσένα ερωτεύτηκα, που ψιθύριζαν οι Zapatistas τις επαναστημένες τους νύχτες πολύ μακριά από το δυτικό πολιτισμό και λόγο»;..τον ρώτησα. Παραδόξως.. ήξερε αυτή την πρόταση. Ενώ την είχα συζητήσει μόνο μ’ εκείνον… Πήρα το κίνητρο να κρατήσω τον διαδικτυακό Μίτο της Αριάδνης στα χέρια μου και να αρχίσω να λύνω το μυστήριο για πολλά βράδια ακόμη.
«Έχω ιδεοψυχαναγκασμούς με τη συμμετρία και τη βία... Σχιζοσυναισθηματικές συμπεριφορές κατά το παρελθόν και πάσχω από μια ασθένεια ονόματι συναισθησία... Βλέπω χρώματα σε ήχους ή λέξεις. Για μένα κάθε λέξη, κάθε φράση έχει την σημασία της και την μοναδικότητα της γιατί την αντιλαμβάνομαι ως ροή χρωμάτων»...
Το έχω πει σε ελάχιστους. Πως όταν άρχισα να μαθαίνω να διαβάζω και να γράφω συνδύαζα τις λέξεις με χρώματα και ήχους και έφτιαχνα δικούς μου κόσμους. Δε γίνεται να υπάρχει κάποιος εκεί έξω που να κάνει το ίδιο… Δε γίνεται να υφίστανται τόσες γαμημένες συμπτώσεις.
«Κάποτε υπήρχε η Λέρος... Τώρα υπάρχει το facebook... Είμαστε όλοι ψυχοάποικοι σε μια μοντέρνα ψυχοαποικία». Πες το ψέματα. Πηγαίνω στη σχολή, γυρίζω από τη δουλειά, βγαίνω για μια χαλαρή μπύρα. Συζητάμε συνέχεια για τον Βαρουφάκη, για τα γκομενικά του καθενός και για εκείνο το εξωπραγματικό βελούδινο μπορντό ή πράσινο φόρεμα που θα ταίριαζε υπέροχα με τα κοντά martens. Βαριέμαι. «Μα εσύ μου γάμας τόσο υπέροχα το μυαλό»...
Όπως εκείνη τη μέρα που ενώ διάβαζα στη βιβλιοθήκη, inboxάραμε την έννοια του μηδενισμού και μου είπες πως δεν ξέρω περί Υπερανθρώπου και Νίτσε και έτρεξα στον κάτω όροφο να βρω όσο Νίτσε μπορούσα μόνο και μόνο για να μη σε αφήσω να νομίζεις πως δεν ξέρω. Και τότε στο δικό σου «ό, τι θεωρείς εσύ ως ελευθερία δεν σημαίνει ότι το θεωρώ και εγώ» έδωσα μία υπέροχη απάντηση που ακόμα διαβάζω και τρελαίνομαι. Άσχετο αν ήταν copy-paste από τους μετά-αναλυτές. Εσύ δε θα το ήξερες. Και σου είπα πως «...σαφώς και για την ανεξαρτησία της ψυχής, πρέπει να μπορείς να θυσιάσεις ακόμη και τον καλύτερο σου φίλο, αν αυτός απειλεί αυτού του είδους την ελευθερία. Αλλά όπως είπε και ο Άμλετ στον Οράτιο, "υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη απ' όσα ονειρεύτηκες ποτέ στη φιλοσοφία σου"...ίσως ο Οράτιος να πήγε την ελευθερία του ένα βήμα παραπέρα έτσι...και αν ναι, τότε τι θα έκανε χωρίς τον Άμλετ»;
Και σε φαντάζομαι, ακόμη κι’ αν δε σε έχω δει ποτέ, να χαμογελάς πολύ πλατιά με το που το διαβάζεις και εγώ να ευχαριστιέμαι λέγοντας από μέσα μου το ηλίθιο 1-0 , φάτα τώρα και να νιώθω σα να πρωταγωνιστώ σε έναν αστικό μπλε Κόσμο της Σοφίας.
Αυτό το συναίσθημα της χαμένης μικρής που ψάχνει να μάθει με γρίφους μέσω της εμπλοκής της φαντασίας μέσα στην πραγματικότητα, ήρθες να επιβεβαιώσεις λίγο αργότερα όταν με ρώτησες με το που έπινα το απογευματινό μου τσάι με γάλα αν έχω διαβάσει την Κοινωνία του Θεάματος του Ντεμπόρ… Τα ταν ταν ταν... Οι χτύποι της καρδιάς ανεβοκατέβηκαν. Πάλι πήρα το προσωπικό μου μαστίγιο και να με κατηγορήσω που δεν το έχω διαβάσει. Έτσι, δεν άργησα να το βρω γρήγορα σε μορφή pdf και να σου αραδιάσω μερικές φράσεις που όντως με καύλωσαν πνευματικά. «Η εποχή μας... προτιμά την εικόνα από το αντικείμενο, το αντίγραφο από το πρωτότυπο , την αναπαράσταση από την πραγματικότητα, το φαίνεσθαι από το είναι…».
Αλλά για ‘σενα η κοινωνία του θεάματος ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αποφθέγματα ενός καλού βιβλίου. Ήταν ο δικός σου τρόπος ύπαρξης. Μου έδωσες να διαβάσω ένα ποίημά σου βασισμένο στο βιβλίο. Σου είπα πως γράφεις υπέροχα και μου είπες πως δεν έχει καμιά σημασία για κανέναν. Δεν αλλάζει κάτι αυτό στην πράξη. Δεν αλλάζει απολύτως τίποτα. Και τότε στεναχωρήθηκα για λίγο γιατί κατάλαβα πως ο γράφων που έχει αποτάξει την ουσία του λόγου, δεν είναι παρά ένας θλιμμένος κλόουν. Και ήθελα έτσι να σε πάρω μια αγκαλιά. Γιατί κι’ εγώ όποτε ένιωθα έτσι ήμουν πολύ μόνη.
Και τότε ήταν που μου έστειλες το link από το “Lift to the Scaffold ή Elevator to the Gallows” και μου είπες πως πηγαίνεις πάντα μόνος σου σε παρακμιακά σινεμά χωρίς κόσμο και πως πάντα πληρώνεις και για τη διπλανή θέση για να μη σε ενοχλεί κανείς. Και όταν σε ρώτησα αν θα τολμούσες να δεις ποτέ σινεμά μαζί μου... εσύ μου απάντησες πως «Θα μου άρεσε να δω μαζί σου ταινία. Δηλαδή εσύ να βλέπεις ταινία και εγώ εσένα». Και τότε φοβήθηκα από τη μία για τη μου φάνηκες υπερβολικά ηδονοβλεπτικός κι’ από την άλλη ήταν σα να έγινε μια εσωτερική έκρηξη μέσα μου όπως ούτε την τελευταία φορά που έκανα σεξ δεν κατάφερε να γίνει.
Όταν μου έστειλες το βίντεο σε ρώτησα αν αυτή ήταν η οπτικοποίησή σου για ‘μενα και εσύ μου απάντησες: «Νιώθεις Femme fatale? Εγώ νιώθω μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ στους διαλόγους μας... Μπορεί να φταίει το σκοτάδι που μας κυριεύει... Εκείνο που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι το πλάνο, το μπλαζέ ύφος της Jeanneπου περπατάει στους δρόμους... Η περηφάνια που βγάζει παρά το ότι ψάχνει τον εραστή της... Το υπέροχο ασπρόμαυρο χρώμα και η φωτογραφία, το φως που πέφτει χαμηλά και οι σκιές που δημιουργούνται».
Μετά από λίγες ημέρες μου ζήτησες να βγούμε. Μου είπες πως μπορεί να είσαι serial killer και γέλασα, παίζοντας με την τύχη μου. Μπορούσα να νιώσω femme fatale για κάποιον τον οποίο θα ερωτευόμουν με ένα κλικ ακόμη κι’ αν ζει με tavor και zyprexa; Δεν είχα παρά να δοκιμάσω.
Έβαλα το eyeliner στο πλάι του ματιού, ίσα ίσα να χαϊδεύει την καμπύλη που κάνει όταν μισοκλείνει, φόρεσα το μαύρο μου φόρεμα, παραλλήλισα την Ακαδημίας με γαλλική λεωφόρο και άναψα το Marlboro light με τον παλιό μου ασημί αναπτήρα. Η μυρωδιά πετρελαίου που κράτησε για δευτερόλεπτα αρκούσε για να μου δώσει την απάντηση. Ήταν απέναντί μου. Κοιτούσε επίμονα τους περαστικούς σα να μετράει τα κέρματα στο πηγάδι της ευτυχίας του. Ήταν ο Μ. Όσο τον ερωτεύτηκα, άλλο τόσο τον φοβήθηκα. Έκατσα να τον παρατηρώ για μερικά λεπτά. Τουλάχιστον ήξερα πως η αλλόκοτη πνευματική μου ολοκλήρωση κάπου υπήρχε. Άλλωστε και στον Κόσμο της Σοφίας, η Σοφία με τον Αλμπέρτο κάθονταν στο κόκκινο αυτοκίνητο και άκουγαν τον ταγματάρχη και τη Χίλντε να μιλούν για το διάστημα. Δε μπορούσαν να κάτσουν όμως όλοι μαζί.
Αφού πάτησα επίμονα το τσιγάρο, έφυγα. Άραγε και ο Julien με τη Florence δεν πιάστηκαν από τις φωτογραφίες που τους έδειχναν μαζί ερωτευμένους; Εξάλλου δε λένε πως απαγορεύεται να κοιτάς κατάματα τον φακό στον οποίο μιλάς;