Ο Πωλ Βαλερύ είχε δηλώσει «Όλη η γνωστή λογοτεχνία είναι γραμμένη στη γλώσσα της κοινής λογικής - εκτός από εκείνη που έχει γράψει ο Ρεμπώ». Τέσσερις γενιές καλλιτεχνών της αβάν-γκάρντ χρησιμοποιήσαν τον Ρεμπώ ως έξοδο κινδύνου από τον χώρο των συμβάσεων.
Ο Ιωάννης Νικόλαος Αρθούρος Ρεμπώ γεννήθηκε στην αγροτική κωμόπολη της Σαρλεβίλ, κοντά στα βελγικά σύνορα, στις 20 Οκτωβρίου του 1854. Τα παιδικά χρόνια του Αρθούρου φέρουν την επήρεια της πατρικής εγκατάλειψης και της μητρικής απολυταρχίας. Η κυρία Ρεμπώ πλήρως αφοσιωμένη στη διαπαιδαγώγηση του Αρθούρου και των τριών αδελφών του, δημιουργεί ένα εγκλωβιστικό καθεστώς επιτήρησης, με βασικά σημεία τη θρησκευτική σχολαστικότητα και τη μισαλλοδοξία. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι ότι αναγκάζονταν να αλλάζουν σχολεία συνεχώς, μέχρι να καταλήξουν σε εκείνο που πληροί τα υψηλά κριτήρια επιστημοσύνης και θρησκευτικότητας που η μητέρα Ρεμπώ είχε στο μυαλό της.
Στο κολέγιο της Σαρλεβίλ ο Αρθούρος από νωρίς αρχίζει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους μαθητές. Ένας από τους καθηγητές του προαισθάνεται την εξέλιξη του: «από εξυπνάδα έχει όση θέλετε, αλλά έχει κάτι μάτια κι ένα χαμόγελο που δε μ’ αρέσουν καθόλου. Θα έχει κακό τέλος». Έτσι ο Αρθούρος στη προεφηβεία του γράφει στιχάκια στα λατινικά, σαρώνει τα πρώτα βραβεία στις εξετάσεις και περνά ατελείωτες ώρες στα βιβλιοπωλεία της πόλης. Τη προσοχή του κεντρίζουν τα ποιήματα του περιοδικού Σύγχρονος Παρνασσός , με περισσότερη αδυναμία και προτίμηση σε αυτά που έχει γράψει ο Πολ Βερλαίν. Καθόλου τυχαίο θα έλεγε κάποιος για όλα όσα ακολούθησαν. Τον Ιανουάριο του 1870 διορίζεται καθηγητής στο κολέγιο της Σαρλεβίλ ο Ζώρζ Ιζαμπάρ, ένας άνθρωπος που θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ρεμπώ ως μέντορας και πνευματικός καθοδηγητής. Του δανείζει βιβλία, κάνουν μαραθώνιους λογοτεχνικών συζητήσεων και είναι εκείνος που πρώτος θα διαβάσει και θα σχολιάσει τα πρώτα ποιήματα του. Ο γαλλογερμανικός πόλεμος του 1870 ωθεί, όμως τον Ιζαμπάρ να εγκαταλείψει τη Σαρλεβίλ και ο Αρθούρος, μόνος χωρίς το δάσκαλο, αποφασίζει να δραπετεύσει στο Παρίσι, μόλις δεκαέξι χρονών. Είχε έρθει η ώρα να αποτινάξει την οικογενειακή καταπίεση και να αναζητήσει την απόλυτη ελευθερία. Στην αρχή συλλαμβάνεται και κρατείται, καθώς δεν έχει να πληρώσει τα ναύλα, ωστόσο ο Ιζαμπάρ πληρώνει το χρέος του Αρθούρου και τον φιλοξενεί στο Ντουέ. Τις φωτεινές μέρες θα διακόψει η Βιταλί, απαιτώντας την επιστροφή του γιού της στη Σαρλεβίλ. Επιστροφή λοιπόν στο σπίτι, αλλά όχι για πολύ. Ο Αρθούρος εξαφανίζεται εκ νέου, πηγαίνει στο Σαρλερουά να γίνει δημοσιογράφος, μα καταλήγει και πάλι στο σπίτι του Ιζαμπάρ, γεγονός που προκαλεί δυσφορία στον καθηγητή με αποτέλεσμα να τον στείλει πίσω στη μητέρα του. Η επόμενη απόπειρα δεν αργεί να έρθει. Δραπετεύει στο Παρίσι και φιλοδοξεί να μπει στο λογοτεχνικό κύκλο των παρνασσιστών, όμως θα βρεθεί να ψάχνει στα σκουπίδια για φαγητό και να κοιμάται σε μαούνες στις όχθες του Σηκουάνα. Πίσω στη Σαρλεβίλ ο πάτερ Μπρετάνι θα τον παραπέμψει στον Βερλαίν. Έτσι η μοίρα του ξαφνικά άλλαζει. Αμέσως καθαρόγραψε τους στίχους του και τους έστειλε, μαζί με ένα μακροσκελές γράμμα, στον Βερλαίν. Η απάντηση έρχεται γρήγορα: τον προσκαλεί στο Παρίσι και τον περιμένει! Το όνειρο του να γίνει ένας από τους παρνασσιστές αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. Για να κάνει καλή εντύπωση στο νέο του κύκλο συνθέτει το Μεθυσμένο Καράβι, το οποίο του εξασφαλίζει τον θαυμασμό και την εκτίμηση των άλλων. Οι παρνασσιστές κάνουν ό,τι μπορούν, φιλοξενούν εκ περιτροπής τον Ρεμπώ, οργανώνουν εράνους για να καλύψουν τα έξοδά του. Το δεκαοχτάχρονο παιδί θαύμα, όμως χάνει κάθε συμπάθεια, καθώς είναι απρόσιτος και επιθετικός. Όλοι τον εγκαταλείπουν εκτός από έναν. Ο Βερλαίν, είκοσι επτά χρονών τότε, παντρεμένος με παιδί, θα ερωτευθεί τον Ρεμπώ. Μία ιστορία πάθους αρχίζει να χαράσσεται. Μαζί επιδίδονται σε κάθε λογής ασωτίες, τριγυρίζοντας στα μπιστρό, πίνοντας χασίς και αψέντι. Η Ματίλντη Βερλαίν θα διεκδικήσει τον άντρα της, εγκαταλείποντας το σπίτι και θέτοντας ως μοναδικό όρο για την επιστροφή της την απομάκρυνση του Ρεμπώ από το Παρίσι. Ο Βερλαίν γρήγορα υπαναχωρεί και ζητάει από τον Ρεμπώ να φύγει για λίγο από κοντά του. Η ερωτική απογοήτευση και η θλίψη θα τον κατακλύσουν, μη μπορώντας να διαχειριστεί τον πόνο, ένας πόνος αυτός βέβαια που έμελλε να γίνει προτροπή και έμπνευση για δημιουργία. Στη Σαρλεβίλ ο Ρεμπώ ξαναπιάνει την πένα του.
Η επιστροφή του στο Παρίσι δεν αργεί να έρθει. Ο Βερλαίν, φοβούμενος τη Ματίλντη, τον κρατά σε απόσταση ασφαλείας. Προδομένος κι εξαπατημένος ο Ρεμπώ σκέπτεται να αναχωρήσει για το Βέλγιο. Το πρωί της αναχώρησης συναντά τυχαία τον Βερλαίν και του το ανακοινώνει. «Φεύγω κι εγώ μαζί σου!» είναι η απάντηση του Βερλαίν. Έχει πάρει την απόφαση του τώρα, έχει διαλέξει. Ανήκει στον Αρθούρο. «Αγαπιόμαστε σαν τίγρεις», θα πει στη Ματίλντη δείχνοντας το στήθος του, γεμάτο χαρακιές και σημάδια από τις μαχαιριές του Ρεμπώ.
Ο Σεπτέμβριος του 1872 βρίσκει τους δυο ποιητές στο Λονδίνο. Μέρες με μεθυσμένα ξημερώματα. Εκεί ο Αρθούρος θα συνθέσει τις Εκλάμψεις, ένα σύνολο πεζών ποιημάτων, κι ο Βερλαίν από την άλλη τις Ρομάντζες χωρίς λόγια. Η ελεγειακή ατμόσφαιρα του Λονδίνου έφερε την ευτυχία, όχι όμως για πολύ καθώς τα χρήματα αρχίζουν να τελειώνουν. Η Ματίλντη σέρνει τον Βερλαίν στα δικαστήρια, προσάπτοντας του την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας και της αποπλάνησης ανηλίκου, με αποτέλεσμα η μητέρα Ρεμπώ να έρθει και πάλι στο προσκήνιο, αυτή τη φορά ενημερωμένη για την «ανήθικη» σχέση του γιού της. Ο Αρθούρος, για πολλοστή φορά, αναγκάζεται να επιστρέψει στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος. Εκεί ξεκινά τη συγγραφή ενός βιβλίου, που θα διηγείται την περιπέτεια του. Μια εποχή στην Κόλαση, το ένα και μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε με τη θέλησή του. Ένα αριστούργημα. Σε ηλικία 19 χρονών.
Η ιστορία με τον Βερλαίν δεν έχει τελειώσει. Ο Μάιος του 1873 ξαναβρίσκει τους δυο στο Λονδίνο να προσπαθούν να επιβιώσουν παραδίδοντας μαθήματα γαλλικών. Η περιθωριοποίηση και η αποδοκιμασία δεν αργούν να έρθουν. Οι καλλιτεχνικοί κύκλοι του Λονδίνου τους απορρίπτουν. Ο έρωτας των δυο μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Τη σχέση τους διακρίνει η ένταση: «τυλίγουν σε μια πετσέτα λάμες κοφτερές, τις οποίες κρατούν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξέχουν μόνο οι άκρες τους, και στοχεύουν στο πρόσωπο ή στο λαιμό». Ο Ρεμπώ αναφέρει: «πολλές νύχτες με διακατείχε ένας δαίμονας, κυλιόμαστε κάτω παλεύοντας». Το τέλος είχε έρθει. Ο Βερλαίν, σε κατάσταση μέθης, θα πυροβολήσει τον Ρεμπώ δυο φορές πετυχαίνοντας τον στον αριστερό πνεύμονα. Θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε δυο χρόνια φυλάκιση.
Ξανά στο αγρόκτημα της Ρος ολοκληρώνει το Μια εποχή στην Κόλαση και αναζητά χρήματα και εκδότη. Το βιβλίο εκδίδεται κι ο Αρθούρος, με λίγα αντίτυπα στις αποσκευές του, κατευθύνεται προς το Παρίσι για την προώθησή του. Άρνηση και αποδοκιμασία. Το σκάνδαλο των Βρυξελλών τον έχει στιγματίσει. Όταν θα γυρίσει στη Ρος θα κάψει σε μια φωτιά τα τελευταία αντίτυπα, μαζί με πλήθος επιστολών και σημειώσεων. Η λογοτεχνική καριέρα του Αρθούρου Ρεμπώ τελείωσε και ο ίδιος δεν είναι ούτε είκοσι χρονών.
Οι περιπλανήσεις ώστόσο δεν έχουν τελειώσει. Μαζί με τον ποιητή Ζερμέν Νουβό αναχωρεί για το Λονδίνο. Φιλοδοξούν να εργαστούν ως καθηγητές της γαλλικής αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα. Ο Νουβό θα αφήσει τον Αρθούρο, δεν θέλει άλλωστε να ρισκάρει την ποιητική του σταδιοδρομία, η κακή του φήμη τον συνοδεύει ακόμα.
Επόμενη στάση Στουτγάρδη. Εκεί δέχτηκε έναν απρόσμενο επισκέπτη. Ήταν ο Πολ Βερλαίν που μόλις είχε αποφυλακιστεί. Οι δυο τους βγήκαν μια βόλτα, ήπιαν μερικές μπύρες και τρεις ώρες αργότερα ο Βερλαίν ξαναθυμήθηκε τον παλιό εαυτό του. Με μια απότομη κίνηση ο Ρεμπώ τον έριξε σε ένα χαντάκι. Old habits die hard.
Ο Αρθούρος αποφασίζει για την ανατροπή. Ακούει να λένε για τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η κατάταξη στον ολλανδικό αποικιακό στρατό και απερίσκεπτα, στις 10 Ιουνίου του 1876 αποπλέει για την Ιάβα . Μέχρι τον δεκαπενταύγουστο άντεξε. Λιποτακτεί. Το 1879 τον βρίσκουμε στην Κύπρο, εργοδηγό σε λατομείο. Η εμμονή του γίνεται ο ήλιος, τα ζεστά κλίματα, η Αφρική. Ο επόμενος σταθμός του σκέφτηκε. Στο Άντεν θα βρει δουλειά ως επιστάτης των εργαστηρίων ζύγισης και διαλογής του καφέ, για να αποσπαστεί αργότερα στον εμπορευματικό σταθμό της Χαράρ, στην Αιθιοπία. Οι προσδοκίες του δεν ευοδώθηκαν, η ζωή εκεί ανυπόφορη. Ζέστη, μοναξιά, κακές συνθήκες υγιεινής, «το δέρμα ιδρώνει, το στομάχι ερεθίζεται, τα μυαλά σαλεύουν». Προσβάλλεται από σύφιλη. Το Νοέμβριο του 1885 θα παραιτηθεί από τη δουλειά του γιατί προέκυψε ένα καινούργιο επιχειρηματικό σχέδιο, το λαθρεμπόριο όπλων για το βασιλιά της Αιθιοπίας Μελενίκ. Ο βασιλιάς δεν τηρεί τα συμφωνημένα, ο συνέταιρος του Ρεμπώ πεθαίνει αφήνοντας άπειρα χρέη, κι ο Αρθούρος βρίσκεται στη θέση να αποπληρώνει τους πιστωτές του εκλιπόντος. Πιο χαμένος από ποτέ.
Απελπισμένος γράφει: «ποια σπαρακτική ύπαρξη περιφέρω στα παράλογα κλίματα και στις αλλόφρονες συνθήκες! Η ζωή μου εδώ είναι ένας εφιάλτης. Μη φαντάζεστε ότι θα τη γλιτώσω: έβλεπα ακόμα πάντα ότι είναι αδύνατο να ζει κανείς πιο οδυνηρά από μένα». Είναι τριάντα ενός χρονών, με ψυχή και σώμα γέρου. Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν ανεξάρτητο έμπορο στη Χαράρ. Η επιτυχία του είναι μεγάλη αλλά η ψυχολογία του σταθερά άσχημη. Βυθίζεται στη σιωπή του και απομονώνεται..
Το 1891 δίνει πρόγευση τέλους. Το εμπόριο έχει πτωτικές τάσεις. Επιπλέον, η κατάσταση της υγείας του είναι κακή. Ο πόνος στο γόνατο είναι ανυπόφορος και εξαπλώνεται στη γάμπα και το πάνω μέρος του μηρού. Δεν μπορεί να μείνει άλλο, αναγκάζεται να φύγει. Στις 9 Μαϊου επιβιβάζεται στο πλοίο για τη Μασσαλία και στις 20 εισάγεται στο νοσοκομείο. Σύντομα οι φόβοι του θα επιβεβαιωθούν, η υδάρθρωση θα εξελιχθεί σε σάρκωμα και καρκίνωμα, με μόνη λύση να ακρωτηριαστεί η γάμπα μέχρι το μηρό. Καλεί τη μητέρα και την αδελφή του Ιζαμπέλ να βρεθούν κοντά του. Δώδεκα χρόνια είχαν περάσει.
Επιστρέφουν στη Ρος αλλά το κλίμα εκεί αποδεικνύεται καταστροφικό για τον Αρθούρο. Σκέφτεται την Αφρική, θέλει να επιστρέψει, πιστεύει πως ο ήλιος και το ξηρό κλίμα θα τον γιατρέψουν. Στις 23 Αυγούστου κατευθύνεται στη Μασσαλία με σκοπό να πάρει το καράβι για την Αφρική, όμως δεν θα προλάβει. Εισάγεται ξανά στο νοσοκομείο. Θα πεθάνει το πρωί της επομένης, 10 Νοεμβρίου, σε ηλικία 37 ετών. Θα ταφεί στη Σαρλεβίλ παρουσία δυο ατόμων, της μητέρας του και της αδελφής του, Ιζαμπέλ. Στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του αναγράφεται εκτός από το όνομα, την ηλικία του και την ημερομηνία θανάτου του, η φράση «Προσευχηθείτε για αυτόν». Μετά το θάνατό, του η αδερφή του Ιζαμπέλ Ρεμπώ είδε, έντρομη, τις εφημερίδες να παρουσιάζουν τον αδελφό της ως έναν πρόστυχο ομοφυλόφιλο τρομοκράτη. «Πόσο πιθανό είναι ένα αγόρι μεταξύ δεκαπέντε και δεκαέξι ετών να υπήρξε ο κακός δαίμονας του Βερλαίν, που ήταν κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερός του;» δήλωνε.
*Το έργο και η ζωή του Ρεμπώ επηρέασαν συγγραφείς, μουσικούς και καλλιτέχνες που είδαν τη ζωή του ως αναπόσπαστο μέρος του έργου: Πικάσσο, Μπρετόν, Ζαν Κοκτώ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Ντύλαν , Τζιμ Μόρρισον.
Ένα βράδυ κάθισα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και μου φάνηκε πικρή
και την έφτυσα.
Πολλά έχουν γραφτεί για τη ζωή του Γάλλου ποιητή, πολλά περισσότερα τουλάχιστον από τον αριθμό των ποιημάτων που δημοσίευσε. Σύμφωνα με τον Ρεμπό, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανός να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα».
Το εγώ είναι ένας άλλος.
παιδί – θαύμα· Σίγουρα δεν ήταν το αγοράκι με το νόστιμο κούρεμα και το φλοτάν μαντήλι που έχουμε συνηθίσει στην πολυχρησιμοποιημένη φρόνιμη φωτογραφία του, αλλά ένα μεγαλοφυές φρικιό με κορδόνι στον λαιμό. Συναισθησία και εικονοποιία, ανάγκασε τη λογοτεχνία να βρει νέους όρους για να τον ακολουθήσει και την ψυχανάλυση να ψαχτεί για να τον καταλάβει.
Ξεκίνημα
Αρκετά είδα. Το όραμα αντάμωσα σε όλους τους αιθέρες.
Αρκετά πήρα. Βόμβος των πόλεων , το βράδυ και στον ήλιο και πάντα .
Αρκετά γνώρισα . Τις στάσεις της ζωής .
Ω Βόμβοι και οράματα .
Ξεκίνημα μέσα σε καινούργιες αγάπες και θορύβους!
Πρωινό Μέθης
…Γέλιο των παιδιών, διακριτικότητα των σκλάβων, αυστηρότητα των παρθένων, φρίκη των μορφών και των εδώ αντικειμένων, να είστε καθηγιασμένοι με την ανάμνηση αυτής της αγρυπνίας. Να που τελειώνει με αγγέλους φλόγας και πάγου.
Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο! όταν αυτό δε θα ήταν παρά για τη μάσκα που μας χάρισες. Σε βεβαιώνουμε, μέθοδε! Δεν ξεχνούμε ότι δόξασες χθες την καθεμιά από τις ηλικίες μας. Έχουμε πίστη στο δηλητήριο. Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.
Νάτη η εποχή των Δολοφόνων.
[Τόσο το ποίημα Ξεκίνημα, όσο και το καταληκτικό απόσπασμα από το ποίημα Πρωινό Μέθης περιλαμβάνονται στη συλλογή Εκλάμψεις, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ηριδανός σε μετάφραση του Α. Ασλάνογλου]