Aτελείωτη Ιστορία

Κεφάλαιο 1ο: Παραλίγο.

από kaboomzine

του Μάριου Κατρίτση, μέλους της αρχισυντακτικής ομάδας του Kaboom

 

Η ώρα είναι ήδη οκτώ και ακόμη έχω να ετοιμάσω την αναφορά του μαλάκα για αύριο και να διορθώσω τα στοιχεία για το κλείσιμο του μήνα. Δεν πρόκειται με τίποτα να είμαι στην ώρα μου. Αυτήν τη φορά όμως δεν γίνεται να μην πάω. Οκτώ και τέταρτο. Θα τον πέθαινε τον άχρηστο να δακτυλογραφεί τουλάχιστον τις σημειώσεις του; Δεν φτάνει που πνίγομαι στη δουλειά, πρέπει να αποκρυπτογραφώ και από πάνω τα κολυβογράμματά του. Οκτώμισι. Ωραία ταινία… Να μην ξεχάσω να κατεβάσω και το Dolce Vita, ντροπή μου να μην το έχω δει ακόμα. Καλά, σκάσε τώρα και τσέκαρε τα νούμερα. Εννιά παρά πέντε και επιτέλους τελείωσα για σήμερα. Το μόνο πρόβλημα τώρα είναι να βρεθώ στην άλλη άκρη της πόλης μέσα σε πέντε λεπτά.

Την ώρα που ξεπαρκάρω πετυχαίνω έναν από τους καθυστερημένους συναδέλφους μου να βγαίνει από το ασανσέρ στο υπόγειο πάρκινγκ. Με βλέπει και μου κάνει νόημα να περιμένω. Τέλεια. Με ενημερώνει πως αποφασίστηκε να κάνουμε τις παρουσιάσεις μας για το εταιρικό πλάνο των ερχόμενων ετών σε κάποιο κωλοχώρι της Κορινθίας, όπου θα μείνουμε όλοι μαζί, θα κάνουμε ράφτινγκ και θα παίξουμε αυτά τα ηλίθια παιχνίδια που υποτίθεται πως συσφίγγουν τις σχέσεις των συνεργατών. Τον χαιρετάω βιαστικά και γκαζώνω εκνευρισμένος με κίνδυνο να αφήσω τα παιδιά του ορφανά. Βγάζω το κινητό και καλώ τον Δημήτρη.

-Έλα, θα αργήσω λίγο!

-Πάλι δεν θα ‘ρθεις ρε; Τι πρέπει να γίνει δηλαδή για να φανείς μια φορά στα γενέθλιά μου; Να το κανονίσω του χρόνου αντί για σπίτι μου κάτω απ’ τη δουλειά σου μπας και φανείς για κάνα πεντάλεπτο;

-Ξεκόλλα. Έρχομαι και έχω ευχάριστα νέα.

Μετά την αναχώρηση και του τελευταίου καλεσμένου, καθόμαστε με τον εορτάζοντα να πιούμε ένα ποτό ακόμα. Την ώρα που έρχεται κρατώντας τα ποτήρια μου λέει:

-Καλά, ξέρεις τι ώρα είναι; Δεν δουλεύεις αύριο;

-Ναι, αλλά δεν με νοιάζει να αργήσω. Θα πάω να παραιτηθώ και μετά πάμε για καφέ.

-Τι; Πού σου ‘ρθε πάλι αυτό;

Ρωτάει κινδυνεύοντας να χύσει πάνω μου το περιεχόμενο του ποτηριού μου.

-Δεν πάει άλλο ρε. Να πάνε να γαμηθούν όλοι εκεί μέσα. Του έχω πει του γελοίου μια εβδομάδα τώρα να μου πει τι εκκρεμότητες έχουμε γιατί την Πέμπτη θέλω να φύγω νωρίς. «Ναι βεβαίως, μην ανησυχείς, ό,τι θες» και σήμερα εφτά η ώρα μου σκάει μια στοίβα χαρτιά ως το ταβάνι! «Για αύριο» μου κάνει και φοράει το παλτό του. Και εντάξει η δουλειά και τα ψίχουλα που μου δίνει, εντάξει και τα νεύρα που ξεσπάει πάνω μου κάθε μέρα επειδή έχει να γαμήσει δέκα χρόνια, εντάξει και τα κωλονούμερα που βλέπω στον ύπνο μου κάθε βράδυ, αλλά σήμερα φεύγοντας έμαθα πως πρέπει να πάω με όλο το γραφείο εκδρομή για να πετάμε μπαλάκια ο ένας στον άλλον και να κουνάμε σημαιάκια και ό,τι σκατά άλλο κάνουνε οι εταιρίες όταν πάνε εκδρομή για team bonding. Δεν θέλω ρε παιδί μου να δεθώ με αυτούς τους ανθρώπους, πώς να το κάνουμε; Δεν θέλω καμία σχέση μαζί τους. Ξέρεις ρε τι συζητούσαν σήμερα όλη μέρα; Πόσο ωραία ήταν την περασμένη εβδομάδα που πήγαν στην Πάολα, όπου παρεμπιπτόντως είμαι ελίτ, σνομπ και έχω πρόβλημα στη συνεργασία μου με την ομάδα, όπως μου είπε ο διευθυντής του τμήματος επειδή δεν πήγα. Ενώ όταν δεν μιλούσαν για τη φωνάρα της τιποτένιας, έλεγαν πόσο λυπούνται που δεν πήγαν ειδικές δυνάμεις στο στρατό επειδή είχαν μυωπία και πόσο γαμάτο είναι το τάδε και το δείνα όπλο. Τελικά κατέληξαν να κανονίζουν ταξίδι στην Τσεχία, επειδή εκεί με την άδεια οπλοχρησίας μπορείς να ρίξεις με καλάσνικοφ ενώ εδώ, και αυτό ειπώθηκε αυτολεξί, «μόνο με κάτι πιστολάκια σαν παιδικά παιχνίδια ρίχνεις»… Εν τω μεταξύ, ανά τρεις λέξεις πετάνε και μία στα αγγλικά. Και δεν χρησιμοποιούν μόνο ορολογία, πράγμα που έχει τουλάχιστον κάποιο νόημα. Παραδίδω τις προάλλες κάτι που έχω ολοκληρώσει και γυρνάει ο τύπος και μου απαντάει «splendid»! Στο Μαρούσι δουλεύεις ρε, όχι στην Καλιφόρνια! Άκου team bonding… Να πάνε να πνιγούν οι λοβοτομημένοι, εγώ αύριο φεύγω. Και σταμάτα να γελάς!

-Εντάξει, εντάξει, με συγχωρείς, αλλά τι να κάνω με αυτά που ακούω! Κοίταξε, καταλαβαίνω ότι δεν πρόκειται για τη δουλειά των ονείρων σου, αλλά για να μιλήσουμε λίγο λογικά, ας πούμε πως παραιτείσαι, τι θα κάνεις μετά;

-Γιατί εσύ τι κάνεις; Κανένα μεροκάματο από ‘δω και από ‘κει και έχεις και χρόνο να ζωγραφίζεις. Θα βρω και ΄γω καμιά δουλειά της πλάκας και θα πιάσω πάλι το γράψιμο. Θυμάσαι τι είχε πει εκείνος ο εκδότης που είχαμε γνωρίσει στην Κρήτη όταν είχε διαβάσει τις ιστορίες μου; Πως πρέπει να το κυνηγήσω, είχε επιμείνει μάλιστα, μου τα ζάλιζε όλο το βράδυ! Δύο χρόνια προσπαθώ να γράψω κάτι, αλλά έτσι κομμάτια που γυρνάω κάθε βράδυ πού να βρω την ενέργεια να στρωθώ; Τώρα όμως το πήρα απόφαση, έχω φτάσει στα όριά μου.

-Μακάρι ρε φίλε, ελπίζω μόνο να μην μιλάει το ποτό. Κοίτα πάντως να μην πάρεις καμιά απόφαση που θα μετανιώσεις… Στρίψε μου τώρα ένα τσιγάρο ώσπου να πάω να αλλάξω cd. Έχει τελειώσει ώρα, αλλά δεν ήθελα να διακόψω το παραλήρημα.

-Τα παραληρήματά μου είναι σαν μουσική στ’ αυτιά σου, το ξέρω. Μην ανησυχείς και το έχω σκεφτεί καλά, αύριο τέλος. Λοιπόν τελευταίο τσιγάρο. Πάω να φύγω και ‘γω. Βάλε τίποτα της προκοπής να παίζει.

Αμέσως μόλις βάζω το κλειδί στην πόρτα, ξυπνάει το σκυλί του διπλανού διαμερίσματος. Θα γαυγίζει πάλι μέχρι το πρωί. Δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρω να κοιμηθώ με αυτόν το σαματά. Βάζω λοιπόν λίγο ουίσκι, σκέτο μιας και ποτέ δεν υπάρχουν παγάκια την ώρα που τα χρειάζεσαι και κάθομαι να ρίξω μια ματιά στα παλιά μου γραπτά. Δύο ώρες και δύο ποτήρια ουίσκι αργότερα έχω πια καταλήξει…

 

Αμέσως μόλις μπαίνω στο γραφείο ακούω το μαλάκα να μου ουρλιάζει να μην ξεχάσω τα στοιχεία για το σημερινό meeting στις επτά. Βλέπω τον εαυτό μου να του αντιγυρίζει ένα ωραιότατο «άντε γαμήσου», να του πετάω τους φακέλους στο κεφάλι και να δηλώνω την αποχώρησή μου υπό το γεμάτο απορία και λίγο οίκτο βλέμμα των συναδέλφων μου. Αντ’ αυτού, τον γλείφω καθησυχάζοντάς τον με την απαράμιλλη επίπλαστη ευγένειά μου και πριν προλάβω καλά-καλά να παραγγείλω τον καφέ μου, ακούω το κουδούνισμα του κινητού μου. Είναι ο Δημήτρης.

-Τι έγινε τελικά; Το έκανες; Να πούμε σε καμιά ώρα κέντρο για καφέ;

-Πνίγομαι στη δουλειά, δεν γίνεται…

Παύση.

-Και τα γραπτά σου; Όλα αυτά που έλεγες χθες;

-Είναι φριχτά…  Ό,τι χειρότερο έχω διαβάσει στη ζωή μου. Άσε, καλύτερα λογιστής…

Κλείνω το τηλέφωνο και ανοίγω τον υπολογιστή. Βυθίζομαι στην μπλε οθόνη ώσπου με σκουντάει ο διανομέας που έχει φέρει τον καφέ μου. Πριν πληρώσω αναρωτιέμαι πότε το μπλε μεταμορφώθηκε στην επιφάνεια εργασίας μου και αν ο διανομέας έχει βρει τρόπο να διακτινίζεται. Πίνω μια γουλιά και ανοίγω το Excel.

 

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine