Δημιουργία

Ο νυχτερινός ρεσεψιονίστ και ο χρόνος

Στον Ροβεσπιέρη που μου διηγείται και στον Χερμπερστάιν που με προμηθεύει τα ωραία βιβλία.

Θα ήταν αναμφίβολα ιδιαίτερα παράδοξο να ισχυριστώ ότι ο χρόνος είναι εξωπραγματικός. Κι όμως, μπορώ να το αποδείξω. Το αποδεικνύω για την ακρίβεια στα μεγάλα κενά διαστήματα της δουλειάς σχεδόν κάθε βράδυ, καθώς στριφογυρίζω μέσα μου τις θεωρίες του Τζον ΜακΤάγκαρτ ανακατεμένες με σεξουαλικές φαντασιώσεις και αναμνήσεις. Ο χρόνος κατά τη γνώμη μου δεν είναι παρά μία από τις πολλές ανθρώπινες αυταπάτες. Μια ομαδική παράκρουση που εκφράζεται από την ατέρμονη αλληλουχία των κόκκινων αριθμών του ψηφιακού ρολογιού και τις μέρες, ή μάλλον τις νύχτες, που διαδέχονται η μία την άλλη… Ποιος θα το φανταζόταν ποτέ πως αυτός ο μυστηριώδης ψηλόλιγνος νυκτερινός ρεσεψιονίστ που τον εξυπηρετεί νωχελικά στις τρεις τα χαράματα, έχει σπουδάσει φιλοσοφία…  Ούτε καν ο Γ.Β. το διανοήθηκε, τότε που ήρθε για να πηδήξει επίμονα σαν ατμομηχανή στο δωμάτιο νούμερο 12 μια φοιτητριούλα που τον είχε ερωτευτεί. Ήτανε κάποτε τακτικός, μα τώρα πια το ‘χει κόψει. Γέρασε φαίνεται…

Μια στιγμή. Χτυπά το τηλέφωνο.

«Καλησπέρα σας, ξενοδοχείο “Κυβέλη”… Μάλιστα κύριε… Διαθέτουμε δορυφορική τηλεόραση, πλήρως εξοπλισμένο μίνι μπαρ, υδρομασάζ και κλιματισμό… Ευχαριστώ κύριε.»

Οι πελάτες της επιχείρησης είναι άνθρωποι που θέλουν να μοιραστούν διακριτικά κάποιες ώρες, τουρίστες δευτέρας κατηγορίας που γυρνούν μεθυσμένοι, σύζυγοι στα πρόθυρα διαζυγίου και μικρομεσαίοι επαρχιώτες. Αποδοχές δικές μου; Τρεις κι εξήντα εννιά με το ζόρι.

Θα αναρωτιέστε βέβαια πώς στην ευχή βρέθηκα εγώ, ένας ανέκφραστος εστέτ με μεταπτυχιακό δίπλωμα απ’ το Κέμπριτζ, να εργάζομαι τις μικρές ώρες της νύχτας στη ρεσεψιόν αυτού του κακόγουστου οικοδομήματος με την ονομασία που παραπέμπει στη φρυγική θεά της άγριας φύσης, των δημιουργικών δυνάμεων της γης και της γονιμότητας…

Θα ήταν σίγουρα απείρως πιο ενδιαφέρουσα η ιστορία μου, εάν ήμουν ο νυχτερινός θυρωρός με το σκοτεινό παρελθόν, σ’ εκείνο το απροσδιόριστο, πολυτελές ξενοδοχείο της Βιέννης, ο παλιός εξαφανισμένος αξιωματικός-βασανιστής των Ναζί, που τον υποδύθηκε ο Ντερκ Μπόγκαρτ στη γνωστή ταινία  της Λιλιάνα Καβάνι, αλλά δεν είμαι.

Είμαι απλά ένας άνθρωπος που οι φιλοδοξίες του λύγισαν στο πρώτο χαστούκι.

Δεν κρύβομαι από τους κυνηγούς επικηρυγμένων, κρύβομαι απ’ τον εαυτό μου.

Κάποτε, κάπου πίσω στο χρόνο, στη δεκαετία του 90, μ΄έφαγαν θυμάμαι μπαμπέσικα οι Εργατικοί με τις μαλακίες τους, και μου στέρησαν το εμ φιλ*. Πριν με κόψουν ήμουν βέβαιος πως είχα περάσει. Πανηγύρισα μάλιστα την «επιτυχία» μου στην τοπική παμπ. Εκείνο το μέλλον δεν ήρθε. Ήρθε όμως ένας πελάτης.

«Επάγγελμα παρακαλώ;»

«Ταχυδακτυλουργός απ΄ την Οντέσα.»

Ο Σπινόζα πέρασε ολόκληρη τη μικρή ζωή του λειαίνοντας φακούς για τα προς το ζην. Οι γείτονες του Καντ ρύθμιζαν τα ρολόγια τους ανάλογα με την ώρα της απογευματινής βόλτας του και ο πικρόχολος Σοπενχάουερ ευχόταν να μην είχε ποτέ γεννηθεί.

Για πολλά χρόνια μετά την αποτυχία μου έλεγα σε όλους ότι από πολύ νωρίς τη φιλοσοφία βαθιά μέσα μου την είχα χεσμένη. Δεν ήταν ψέμα. Μετά την ανούσια νομική που παράτησα και την ελάχιστα πιο ενδιαφέρουσα γλωσσολογία που τέλειωσα, το μάστερ στη φιλοσοφία της ύπαρξης δεν μπόρεσε να δικαιώσει τις προσδοκίες μου. Με δυο λόγια:  Όσο σπούδαζα τόσο περισσότερο ένιωθα σαν λεηλατημένος ακάλυπτος πολυκατοικίας.

Μια φορά που η νύχτα στη βάρδια κύλαγε ήσυχα, έπεσε ξαφνικά ένας τρικούβερτος καυγάς στο 16 κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μου τρία τέταρτα.

Κι άλλος πελάτης. Δυσαρεστημένος αυτή τη φορά.

«Σας παρακαλώ πολύ, θέλω ν΄ αλλάξω δωμάτιο.»

«Τι συμβαίνει;»

«Ο φίλος μου δεν αντέχει την οσμή του νιπτήρα.»

«Κανένα πρόβλημα κύριε.»

Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων το αμετάβλητο γεγονός της μετακόμισης που προκλήθηκε από τις αναθυμιάσεις ενός ελαφρώς βουλωμένου νεροχύτη, οδήγησε σε τρεις πίπες μέσα σε 4 ώρες. Πού το ξέρω;  Ήμουν αστέρι στη Μεταφυσική. Ένα αστέρι που του φώναξαν κατάμουτρα πως δεν είναι αυτό που νομίζει.

Ο νεαρός κοκορίκος που ζήτησε προ ολίγου για ψύλλου πήδημα αλλαγή δωματίου, μου θυμίζει τον εαυτό μου στα νιάτα μου. Τότε που πηγαίναμε με τον Κώστα ως πελάτες στα ξενοδοχεία της Ομονοίας, κι ένα βράδυ, αν και μικρότερος, αναγκάστηκα να απαιτήσω προσωπικά απ΄ τον ρεσεψιονίστ  να μας αλλάξει δωμάτιο, για να μην περάσουμε το βράδυ σε δίκλινο με δύο μονά.

Σήμερα δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Το πολύ-πολύ να έκλεβα κανένα τασάκι.

Θυμάμαι σα χθες τότε που πήγα κι έδωσα πρώτη φορά Νίτσε. Είχα διαβάσει τη «Γέννηση της Τραγωδίας», την «Αυγή», τη «Χαρούμενη Επιστήμη», το «Τάδε έφη Ζαρατούστρας», το «Λυκόφως των Ειδώλων», τη «Γενεαλογία της Ηθικής», τον «Αντίχριστο», τους «Διθύραμβους του Διονύσου», τη «Θέληση για Δύναμη», το «Πέρα από το καλό και το κακό» και το «Ίδε ο Άνθρωπος». Οι καθηγητές μου πίστευαν πως θα περάσω με τα τσαρούχια, όμως κόπηκα. Άδικα. Εντελώς άδικα. Το ‘χανε μιλημένο οι Άγγλοι να με κόψουν για να περιορίσουν την πληθώρα των υπερ-εξειδικευμένων πτυχιούχων στην αγορά εργασίας. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο να λυσσάξω και να γίνω μηδενιστής.

Μόνο η μακαρίτισσα η μητέρα μου δεν έπεσε απ΄ τα σύννεφα. Είχε δει στον ύπνο της το άσχημο μωρό και ήτανε προετοιμασμένη.

Ακόμα κι αν τυχόν κάποια στιγμή ο χρόνος τελειώσει, η κρίσιμη αυτή εξέταση που με μετέτρεψε σε μισάνθρωπο θα ‘χει γίνει. Θα ‘χει γίνει ακόμα και αν δεν την θυμάται πλέον κανείς. Εγώ πάντως μόνο αν πάθω αλτσχάιμερ θα την ξεχάσω. Θυμάμαι το τρακ που ένιωθα πριν πάω να γράψω και την αίσθηση του θριάμβου που με πλημμύρισε όταν παρέδωσα στην έδρα τις κόλες. Τα θυμάμαι όλα πολύ καλά. Όπως θυμάμαι και τόσα άλλα: Τις ωραίες ημέρες, τα βάσανα, τις αγαπημένες συνήθειες, τα αλλόκοτα και αξιοπερίεργα συμβάντα που με έφεραν στο χείλος της ολοκληρωτικής μου καταστροφής.

Εγώ δεν έχω οικονομική άνεση όπως ο φίλος μου ο Σπύρος που ξύνει μελαγχολικός όλη νύχτα τ΄ αρχίδια του σε μια μεζονέτα στις παρυφές του ρέματος της Χελιδονούς. Εκείνος και το κομποδεματάκι του το έχει στην Ελβετία, και τον Αυγουστίνο του τον έχει με τα λεφτάκια του να πληρώνει τα καθημερινά έξοδα. Εγώ αντιθέτως τι έχω; Μια υπόγα στην Πεύκη που μου ‘χει παραχωρήσει ένας ευλογημένος φιλάνθρωπος, μια βαλίτσα μετοχές-κουρελόχαρτα  του πετρελαϊκού αγωγού-φάντασμα «Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης» κι ένα χρυσό δαχτυλίδι από τον άχρηστο τον μπαμπά. Πρέπει λοιπόν να δουλέψω, γιατί αλλιώς θα ψοφήσω της πείνας. Όσο για τον Φίλιππο που ήταν κάποτε η σανίδα της σωτηρίας μου, καλός και άγιος και ωραίος, δε λέω, και όλα τα συναφή, αλλά τον τύλιξε η Άννα και την παντρεύτηκε και τώρα χλομιάζει στη σκέψη να μαθευτεί πως διατηρούμε ακόμα δεσμό.

Να μια παρέα. Μια γυναίκα, δύο άντρες.

«Θα χρειαστώ μία ταυτότητα… Η σουίτα κοστίζει 75 ευρώ.»

Ο Αριστοτέλης αναζητούσε την αληθινή ευτυχία, ο Σωκράτης θανατώθηκε επειδή έθετε πολλά ερωτήματα και ο Επίκουρος έζησε πιστεύοντας πως ο φόβος του θανάτου είναι χάσιμο χρόνου.

Τον  επόμενο χρόνο ξανάδωσα εξετάσεις τελείως αδιάβαστος, πήρα μετά βαΐων και κλάδων τον πούλο και επέστρεψα στην Αθήνα για να υπηρετήσω στο ναυτικό. Μόνο επιγραμματικά θα αναφερθώ στα όσα ακολούθησαν έπειτα: Στη θητεία μου στο θωρηκτό Αβέρωφ, στη γνωριμία μου με τον Άγγελο, στην άσπονδη φιλία μας, στη συγκατοίκησή μας, στους ομηρικούς μας καυγάδες, στις θάλασσες του αλκοόλ που καταναλώσαμε, στην ηρωίνη που μου ‘μαθε, στην αυτοκτονία του εκείνο το βράδυ που με πήρε ο ύπνος στον καναπέ, στη φοβερή κατρακύλα μου, στις συλλήψεις και στις πολλαπλές αποτυχημένες προσπάθειες αποτοξίνωσης.

Τσεκ  άουτ.

«Γεια σας… Σας ευχαριστώ πολύ… Καλό δρόμο.»

Θα ξημερώσει. Σε λίγο σχολάω. Η κολοσσιαία περιουσία που πίστευα ότι θα κληρονομήσω από τον παππού μου όταν ήμουν μικρός, δεν ήταν τελικά και τόσο κολοσσιαία. Το μεγαλύτερο μέρος της σκορπίστηκε στους τέσσερις ανέμους αλόγιστα και το υπόλοιπο το καταχράστηκε δολίως ο αγαπημένος μου θείος.

Για τους πρωτόπλαστους το απώτατο μέλλον προχώρησε σήμερα ένα μικρό βηματάκι μπροστά. Για μένα έφτασε επιτέλους η λήξη της βάρδιας. Για τους μελλούμενους η ανούσια στιγμή της συμπλήρωσης του ωραρίου ενός ανθρώπινου ράκους θα χαθεί για πάντα στο απώτατο παρελθόν.

Ο Χέγκελ έλεγε πως η κουκουβάγια της Αθηνάς πετά μόνο το σούρουπο. Ευτυχώς ένας Κύπριος ψυχίατρος με έβαλε τελικά σε λογαριασμό και ο Β.Μ. μεσολάβησε για την πρόσληψή μου στο «Hotel Cyveli». Θυμάμαι ολοκάθαρα την απίστευτα καστράτο φωνή του. Του είχε μείνει υποθέτω από την εποχή που ο πατέρας του δεν τον άφηνε να ακουμπήσει το τεράστιο τρενάκι που έστηνε για τους φίλους του στο χαλί του γραφείου. Ας είναι καλά. Ακόμα και τώρα  δυσκολεύομαι εξαιρετικά να κλείσω μάτι, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου. Εγώ όμως δεν είμαι βρικόλακας σαν τον Σπύρο που μένει κι εκείνος ξάγρυπνος μέχρι να φέξει. Εμένα με στοιχειώνει το παρελθόν.

Χρόνια τώρα κοιμάμαι μόνο τη μέρα. Αυτός ήταν ο λόγος που αρνήθηκα τη θέση του υπαλλήλου στη γκαλερί του Μιχαλαριά, και η εναλλακτική θέση του νυχτοφύλακα στις  εγκαταστάσεις της AEG μου έφερνε ρίγος.

Είναι χειμώνας και ψιλοβρέχει. Έξω ροδίζει μουντή η αυγή.

Το ίδιο κουσούρι, της νυχτερινής αϋπνίας, είχε και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο ποιητής. Εκείνος περπατούσε κάθε βράδυ απ΄ τα Εξάρχεια ως τους τεκέδες της Αμφιάλης για να ψωνίσει αγόρια και να πιεί μαύρο, ο Σπύρος τον παίζει κι εγώ, χάρη στον Β. Μ., τον ευεργέτη μου, έχω την πολυτέλεια να ονειροπολώ επί πληρωμή.

Το «μετά» γίνεται ακατάπαυστα «τώρα» και το «τώρα» γίνεται με ιλιγγιώδη ρυθμό «πριν»,  κι όμως ο χρόνος που περνά δεν υπάρχει στ΄ αλήθεια.

Κι αν θέλετε, μπορώ να το αποδείξω.

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016

Σημειώσεις

* MPhil, Master of Philosophy.

[Στην κεντρική εικόνα του άρθρου, ο πίνακας του Edward Hopper Rooms for tourists (1945)]

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Χρήστος Κανελλόπουλος