Η ταινία Α Blast / H Έκρηξη αφού έδρεψε δάφνες στα διεθνή φεστιβάλ, τώρα παίζεται στους κινηματογράφους στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα ξεκινάει το ταξίδι της και στις αίθουσες του εξωτερικού.
Μιλήσαμε ένα απόγευμα με τον σκηνοθέτη Σύλλα Τζουμέρκα για τις ταινίες του, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, την πολιτική, τη νέα γενιά ελλήνων κινηματογραφιστών που καταφέρνει να συγκεντρώσει βλέμματα απ' όλο τον κόσμο, σε μία συνέντευξη που για μας τουλάχιστον υπήρξε απολαυστική.
Ας ξεκινήσουμε γυρνώντας το χρόνο πίσω. Πότε κατάλαβες ότι θέλεις να ασχοληθείς με αυτό που κάνεις σήμερα, πώς το αποφάσισες;
Εμένα μ’ αρέσει το σινεμά από πολύ μικρός, είμαι από αυτές τις περιπτώσεις. Το πράγμα έγινε ως εξής. Όταν ήμουνα στη Νίσυρο οι γονείς μου ήτανε καθηγητές και δίδασκαν εκεί. Και υπήρχε μια κινηματογραφική λέσχη η οποία έπαιζε πάρα πολύ ιδιαίτερα πράγματα, από την «Αυτοκρατορία του Ήλιου» του Σπίλμπεργκ μέχρι το «Αντρέι Ρουμπλιόφ» και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Υπήρχε μία φορά την εβδομάδα προβολή στο Ζησιμοπούλειο Θέατρο Μανδρακίου Νισύρου. Εγώ πήγαινα, λοιπόν, εκεί, μου άρεσε πολύ όλο αυτό. Ε και μετά όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη ανακάλυψα το βιντεοκλάμπ “ΑΖΑ” το οποίο είναι από τα μεγαλύτερα βιντεοκλάμπ, έχει αδιανόητους τίτλους, και άρχισα να βλέπω πραγματικά πάρα πολλές βιντεοκασέτες, πάρα πολλές όμως! Κάπως έτσι έγινε. Από ‘κεί και πέρα, πάντα αγαπούσα το θέατρο και τα μυθιστορήματα.
Υπάρχει κάποια ταινία απ' την παιδική σου ηλικία που σου έχουν εντυπωθεί;
Σίγουρα ταινία της παιδικής ηλικίας είναι μία και πάρα πολύ έντονη. Είναι «Η Αυτοκρατορία του Ήλιου» του Σπίλμπεργκ, από το μυθιστόρημα του Μπάλαρντ, με τον μικρό Κρίστιαν Μπέιλ (γέλια). Αυτή η ταινία ήταν η πρώτη που είχε για μένα πολύ μεγάλη ένταση, έβλεπα όνειρα που έχουν να κάνουν με την ταινία, τις σκηνές αυτές με τη Χιροσίμα που ανάβει και το στάδιο, τι να σου πω, όλο το πράγμα αυτής της ταινίας η οποία είναι μια πολύ παράξενη ταινία για παιδί για πάρα πολλούς λόγους τους οποίους όταν δει κανείς την ταινία τους καταλαβαίνει.
Ποιες ήταν οι βασικές επιρροές που σε οδήγησαν στη διαμόρφωση του προσωπικού καλλιτεχνικού σου ύφους;
Είναι διάφοροι σε διάφορες εποχές. Ένα μεγάλο διάστημα ασχολήθηκα πολύ με τον Έζρα Πάουντ.
Έχεις γυρίσει και ντοκυμαντέρ γι’ αυτόν.
Ναι, έκανα και το ντοκυμαντέρ, αλλά πέρα απ’ αυτό, είναι ένας ποιητής που μου έχει ανοίξει πάρα πολλούς δρόμους στη σκέψη και στα πάντα. Δηλαδή, για να σου πω για παράδειγμα πολύ σύντομα ένα στίχο από ένα ποίημα που στο ντοκυμαντέρ διαβάζει ο Θάνος Σαμαράς: το « Σε εξορκίζω να λες εγώ όταν σε ρωτώ» είναι για μένα μια πάρα πολύ βασική φράση. Αυτό. Από ‘κεί και πέρα, τα τελευταία χρόνια, η συγγραφέας με την οποία έχω ασχοληθεί και έχω διαβάσει τα πάντα και με έχει επηρεάσει πολύ και την οποία τη θεωρώ τη σπουδαιότερη πεζογράφο του 20ου αίωνα, είναι η Ντόρις Λέσσινγκ. Νομίζω ότι μιλάει για πάρα πολλά θέματα που έχουμε συνηθίσει να είναι μέσα σε ένα καθεστώς πολιτικής ορθότητας ή σε ένα καθεστώς του ευρέως διαδεδομένου κλισέ που γίνεται αλήθεια, και τα χτυπάει χωρίς έλεος. Είναι μια συγγραφέας η οποία τις ρωγμές σε αυτό που είμαστε ο καθένας μας, στον εαυτό μας, τις έχει ανοίξει πιο πολύ από κάθε άλλον. Για μένα αυτά είναι πάρα πολύ σπουδαία πράγματα.
Οι αμιγώς κινηματογραφικές επιρροές;
Κοίταξε, στα κινηματογραφικά είναι πιο δύσκολο. Είναι πάρα πολλοί οι σκηνοθέτες και οι ταινίες που μου αρέσουν. Σίγουρα, όταν βγήκε το «Δόγμα» στις αρχές του 2000 στην πρώτη μου ταινία μικρού μήκους («Τα μάτια που τρώνε»), εκεί βρήκα τη γλώσσα μου, μέσα από εκείνη την πλευρά του σινεμά που είναι πιο αφτιασίδωτη, πιο ωμή, πιο ελεύθερη, αυτό είναι σίγουρα ένα κομμάτι που με έχει επηρεάσει πάρα πολύ. Τώρα από ‘κεί και πέρα, μ’ αρέσουν πάρα πολύ ο Βερχόφεν, ο Κασσαβέτης, η Μπίγκελοου, ο Φρίντκιν, πάρα πολλοί. Μετά αρχίζει ένας ατέλειωτος κατάλογος, αλλά αυτοί που σου είπα πιο πάνω σίγουρα είναι προσωπικοί μου αγαπημένοι.
Στις δύο μεγάλου μήκους ταινίες σου («Χώρα Προέλευσης», «Έκρηξη») η πλοκή περιστρέφεται γύρω από μια οικογένεια και στις δύο περιπτώσεις διαφορετικά προβληματική. Το να μιλήσεις για τις παθογένειες των ανθρώπινων σχέσεων στο επίπεδο της ελληνικής οικογένειας, είναι για σένα μια δραματουργική επιλογή ή μια εσωτερική ανάγκη;
Λοιπόν, καταρχήν δε μιλάω για καμία παθογένεια. Και είναι και μια λέξη που δε μου αρέσει καθόλου, με την έννοια ότι νομίζω ότι είναι τόσο αφηρημένη που χάνει το νόημά της. Για μένα η οικογένεια είναι δραματουργικό εργαλείο, όπως είναι στην ιστορία της λογοτεχνίας, του θεάτρου και του σινεμά. Μιλάμε δηλαδή για στενούς δεσμούς ανθρώπων οι οποίοι εξαιτίας ακριβώς των στενών αυτών δεσμών ζουν μαζί. Αυτό δημιουργεί δραματουργικά μια πλούσια συνθήκη. Στη «Χώρα Προέλευσης» ήταν περισσότερο αυτό που λέμε πολλές φορές «η Οικογένεια» με ο κεφαλαίο γιατί η ταινία έχει να κάνει με το αίμα, με το αίμα ως κατάρα, δηλαδή ανθρώπους που συνδέονται μέσω του αίματος. Επειδή αυτό εμένα γενικά δε μ’ αρέσει, η αγάπη λόγω του αίματος, το μίσος λόγω του αίματος είναι πράγματα που απεχθάνομαι,ήθελα «Η Χώρα Προέλευσης» να κεντράρει εκεί. Στην « Έκρηξη » δεν είναι έτσι. Εκεί υπάρχει μια οικογένεια, τελείως συγκεκριμένη, με αυτά τα μέλη, τα οποία έχουν όση αγάπη άλλο τόσο φθόνο ή μίσος και γενικά όλα αυτά τα αισθήματα που έχουμε όλοι μέσα στις οικογένειές μας. Δεν είναι καθόλου αυτό που λέμε «Οικογένεια» με ο κεφαλαίο, είναι μία οικογένεια ανάμεσα στις άλλες η συγκεκριμένη.
Ωραία. Ακόμα κι αν το δεχτούμε όμως αυτό, είναι τυχαίο που πολλοί κινηματογραφιστές της γενιάς σου χρησιμοποιούν το ίδιο δραματουργικό εργαλείο; Δεν υπάρχει η ανάγκη να μιλήσετε για την ελληνική ιδιοπροσωπία της οικογένειας;
Νομίζω ότι δεν είναι τυχαίο. Η οικογένεια επανήλθε δυναμικά στο ελληνικό σινεμά ως θεματική, αλλά τη δεκαετία του ’60 ήταν επίσης πολύ κεντρική. Ένας λόγος δηλαδή γι’ αυτό που λες, είναι το ότι είχε χαθεί για πολλά χρόνια από το σινεμά. Αυτές οι θεματικές, κάνουνε κύκλους. Ένας άλλος λόγος είναι σίγουρα πολιτικός. Δηλαδή, μέσα στην οικογένεια μπορείς να δραματοποιήσεις πολύ καλά αυτό που λέμε «σύγκρουση γενιών» που πέντε χρόνια πριν ήτανε πάρα πολύ έντονη, επομένως με αυτή την έννοια μπορείς να μιλήσεις για αυτό το πράγμα. Από ‘κεί και πέρα, όμως, για ‘μένα το πιο κεντρικό είναι αυτό που σου έλεγα πριν: στις ταινίες, στα μυθιστορήματα, χρειάζεσαι ανθρώπους που να έχουν δεσμούς, αλλιώς είναι πολύ λίγες οι ιστορίες που μπρούν να φτιαχτούν πάνω σε ανθρώπους χωρίς δεσμούς.
Στη «Χώρα Προέλευσης» στο επίκεντρο ήταν η σύγκρουση γενιών σε μια χώρα που πέφτει φλεγόμενη. Στην «Έκρηξη» τι σε ενδιέφερε να αναδείξεις;
Η έκρηξη είναι διαφορετική ταινία με την έννοια ότι βασίζεται πάνω σε ένα χαρακτήρα. Στην «Έκρηξη» καταρχήν με τη Γιούλα Μπούνταλη (συνσεναριογράφο στην «Έκρηξη» όπως και στη «Χώρα Προέλευσης», όπου κρατούσε και έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους) και μετά με την Αγγελική Παπούλια ( πρωταγωνιστεί στην «Έκρηξη» στο ρόλο της Μαρίας) θέλαμε να φτιάξουμε αυτό το πρόσωπο, αυτό το χαρακτήρα, ο οποίος εμένα μου φάνηκε ότι είχε πάρα πολύ «ψωμί». Αυτό νομίζω ότι είναι πιο πολύ απ’ όλα το κέντρο. Ένα άλλο κέντρο που έχει να κάνει και μ’ αυτό που έλεγες πιο πριν για τη Χώρα, είναι το αίσθημα καθαρτηρίου, ότι φεύγεις από το είδος της μεμψιμοιρίας εκείνο που έχει μέσα αρκετή υποκρισία και ναρκισσισμό. Κι επειδή αυτά τα πράγματα σε συνθήκες κρίσης είναι πάρα πολύ ισχυρά, με ενδιέφερε πολύ ένα «ανάποδο» πρόσωπο, ένα πρόσωπο δηλαδή που βλέπει την πραγματικότητά του και πολύ γυμνά, πιο γυμνά δεν πάει, και που αποφασίζει την ίδια στιγμή να περάσει σε δράση. Δεν νιώθει τον εαυτό του ως κάτι μικρό, ηττημένο και πάρα πολύ σπουδαίο.
Βλέπουμε και στις δύο ταινίες να περιγράφεις και τις μικροεξουσίες που δομούνται στο πλαίσιο το ενδοοικογενειακό αλλά και τις μακροεξουσίες, δηλαδή στην προηγούμενη ταινία βλέπουμε την καταστολή, τα Δεκεμβριανά κλπ, τώρα βλέπουμε τους Χρυσαυγίτες, τη βία σε μια πιο εκτεταμένη μορφή. Αναρωτιόμουν, υπάρχει τελικά περιθώριο αντίδρασης για τους χαρακτήρες ή είναι έρμαια αυτής της πραγματικότητας; Συστήνεις εσύ κάτι;
Εγώ δε συστήνω τίποτα. Αυτό που κάνω είναι να βλέπω όλη την αντίφαση σε αυτά τα πράγματα που λες και την πραγματικότητα του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά μέσα σ’ αυτά. Αυτό θέλω να κάνω. Δηλαδή, δε μ’ ενδιαφέρει να κάνω πιο γενικές πινελιές αυτού του τύπου. Αλλά το πώς τα πρόσωπα βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο διανοητικό και πολιτικό πλαίσιο και την ίδια στιγμή παραμένουν ελεύθερα, άναρχα και τελείως έρμαια του ποιοι είναι σε επίπεδο χαρακτήρα, αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ κι έχει να κάνει πάρα πολύ με τη Ντόρις Λέσσινγκ που συζητούσαμε πριν. Μου ‘χει μάθει μια μεγάλη αυστηρότητα η Ντόρις Λέσσινγκ σ’ αυτό το πράγμα, η οποία είναι ένα πρόσωπο που ξεκίνησε από πολύ συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, έφυγε απ’ αυτόν, συνέχισε να γράφει γι’ αυτόν με αγάπη αλλά χωρίς κανένα φτιασίδι κι έγραψε γενικά μ’ ένα τρόπο που η ελευθερία του καθενός μας ξεχωριστά να είναι πολύ πιο σημαντικό πράγμα από οποιαδήποτε γενική κοψιά τέτοιου τύπου. Μου φαίνεται πάρα πολύ αληθινό αυτό στη ζωή. Χωρίς να χάνεις την ίδια στιγμή ότι οι άνθρωποι επηρεαζόμαστε απ’ αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Εκεί είναι η ισορροπία η λεπτή για ‘μένα. Να δείχνεις το πώς είσαι μέσα σε κάτι πιο μεγάλο από σένα που είναι η ζωή και η πολιτική ζωή αλλά την ίδια στιγμή ο καθένας μας ξεχωριστά να είναι αυτό που είναι, δηλαδή κάτι πολύ πιο ελεύθερο και άναρχο.
Άρα μιλάς πολιτικά, ίσως όχι με το να συστήσεις κάτι, αλλά το πολιτικό πρόταγμα υπάρχει, σωστά;
Πρόταγμα σίγουρα δεν υπάρχει!
Όχι πρόταγμα. Πολιτικός προβληματισμός.
Ούτε πολιτικός προβληματισμός. Ούτε προβληματισμός ούτε πρόταγμα, σίγουρα.
Η σφαίρα της πολιτικής αντανακλάται ας πούμε στο έργο σου; (γέλια)
Ούτε η σφαίρα της πολιτικής! (γέλια). Υπάρχει αλληλεπίδραση. Υπάρχει επιρροή. Και υπάρχει επίσης δυναμική. Δηλαδή θεωρώ ότι αυτά που ζούμε, το πολιτικό, έχουν ένα είδος δυναμικής μέσα μας. Με αυτή την έννοια ναι. Με την έννοια του δυναμικού, το οποίο μπορεί να είναι το δυναμικό προς την απόλυτη καταστροφή ή το δυναμικό προς κάτι φωτεινό, ναι.
Μια ερώτηση που έχει να κάνει να κάνει με τον πυρήνα της «Έκρηξης». Διάβασα κάτι πολύ ενδιαφέρον. Κάπου είπες ότι το σενάριο δεν γράφτηκε ως τέτοιο, γράφτηκε πρώτα ένας μονόλογος, ο μονόλογος της Μαρίας μπροστά στην ψυχοθεραπευτική της ομάδα. Ποια στοιχεία στο λόγο και στο χαρακτήρα της Μαρίας σας έκαναν (με τη Γιούλα Μπούνταλη) να πείτε ότι ‘Ώπα, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έναν απλό μονόλογο. Αυτός ο μονόλογος μπορεί ν στηρίξει δραματουργικά ολόκληρη ταινία’. Και δεύτερον, είναι οι ταινίες σου οι ψυχοθεραπεία σου;
Μάλλον το ανάποδο συμβαίνει! (γέλια). Δεν ξέρω, δεν σκέφτομαι έτσι. Δεν θα το ‘λεγα. Πιο πολύ είναι ένας τρόπος να καταλαβαίνεις τη ζωή σου και τη ζωή των ανθρώπων που για κάποιο λόγο είναι στη ζωή σου, είτε τους αγαπάς είτε όχι, είτε όχι πια. Να σου πω, για το μονόλογο έχει ως εξής. Εμείς γράψαμε κάποια στιγμή ένα μονόλογο, ούτε καν υπήρχε η ομάδα των γυναικών, ο χώρος αυτός. Υπήρχε αορίστως μια σκηνή που είναι μια γυναίκα στα απορριμματοφόρα και αφήνει τα παιδιά της, από ένα προηγούμενο υλικό που είχαμε με τη Γιούλα. Μετά γράφτηκαν αυτά τα λόγια, που μας άρεσαν πολύ, μας φάνηκαν πολύ απλά, γυμνά, καθαρά και ωραία, και είπαμε ότι εδώ έχουμε έναν χαρακτήρα, είναι κάτι που αισθάνεσαι εκείνη τη στιγμή, σου δημιουργεί αρκετή έλξη για να ασχοληθείς με αυτό για το επόμενο διάστημα. Ότι έχει μια θεματική σχετικά με το πόσο δεμένοι είμαστε με τις αποφάσεις της νεότητάς μας και με το παρόν μας- αν είμαστε- το οποίο εμένα είναι ένα θέμα που με ενδιέφερε πολύ. Έτσι έγινε. Και από ‘κεί και πέρα βγήκε η ιστορία που θα υποστήριζε μ’ έναν τρόπο το κείμενο αυτό. Ε, και μετά ήρθε η Αγγελική και το έφερε στη ζωή όλο αυτό, γιατί είναι άλλο πράγμα να το βλέπεις γραμμένο κι άλλο να το πεις και να είναι υπαρξιακά πειστικό.
Εσύ βλέπεις στους δημιουργούς της γενιάς σου κοινούς τόπους, βλέπεις ένα ρεύμα στον νέο ελληνικό κινηματογράφο; Είτε στα θέματα είτε στην τεχνική;
Δεν θα το ‘λεγα, να σου πω την αλήθεια. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι βγαίνουν πολλές ταινίες τα τελευταία χρόνια από νέους σκηνοθέτες οι οποίες δεν μοιάζουν με ταινίες που γίνονταν παλιά, έχουν δηλαδή κάτι καινούργιο στη φόρμα, στο περιεχόμενο, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Στο λέω γιατί το έζησα και πρόσφατα στο Βρότσλαβ που είχε αφιέρωμα στις νέες ελληνικές ταινίες. Είδανε οι θεατές οχτώ ταινίες που δεν είχαν καμία μεταξύ τους σχέση στο ύφος και το περιεχόμενο κι αυτό δημιουργεί μια ζωντάνια κατά τη γνώμη μου στο ελληνικό σινεμά, δίνει κέφι. Μ’ αυτή την έννοια, νομίζω ότι είναι περισσότερο θέμα γεωγραφίας και χρόνου και λιγότερο άλλα πράγματα.
Σ’ όλη την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου, υπάρχουν για σένα σημεία αναφοράς;
Σημείο αναφοράς σίγουρα είναι οι ταινίες του Κακογιάννη του ’60, τις οποίες αγαπάω πάρα πολύ, κυρίως τα αστικά δράματα όπως τη «Στέλλα», «Το κορίτσι με τα μαύρα» και «Το τελευταίο ψέμα», κυρίως τα δύο τελευταία. Επίσης, μία ταινία του Μανουσάκη του 1966 που λέγεται «Ο Φόβος», με τον Ανέστη Βλάχο, το οποίο κατά τη γνώμη μου έχει την καλύτερη ελληνική σεκάνς που έχει γυριστεί ποτέ, στο τέλος όταν πιάνουν τον Ανέστη Βλάχο γιατί βγαίνει το πτώμα της Έλλης Φωτίου στη λίμνη. Για μένα είναι η πιο μαγικά σκηνοθετημένη σκηνή ελληνικής ταινίας όλων των εποχών, αξίζει να τη δείτε. Δηλαδή αν μπορείτε βάλτε και λινκ (γέλια)! Αυτό το σινεμά με έχει εμένα επηρεάσει με την έννοια ότι σ’ αυτές τις ταινίες η κοινωνική τάξη, ο διάλογος, οι δεσμοί, υπάρχουν μ’ έναν τρόπο που είναι πολύ φυσικός, πολύ συγκρουσιακός και κάπως ανεπιτήδευτος. Εμένα αυτό μ’ αρέσει πάρα πολύ σ’ αυτές τις ταινίες, τις αγαπάω πραγματικά πάρα πολύ. Συν ότι την ίδια στιγμή λέγονται και κάποιες μεγαλοστομίες που είναι ωραίες όταν λέγονται και συνδυάζονται με ένα ρεαλισμό τέτοιου τύπου, σαν αυτό που λέει η Λαμπέτη στο «Κορίτσι με τα μαύρα»: «Δεν είναι ντροπή να αγαπάς! Ντροπή είναι να φοβάσαι και να λες ψέματά!». Αυτό το σινεμά μ’ αρέσει πολύ.
Από τις φετινές ταινίες έχεις ξεχωρίσει κάτι;
Μου άρεσε πάρα πολύ μία ταινία φέτος που λέγεται “ The guest”, ένα πολύ μικρό θρίλερ, γιατί βασίζεται σε ένα είδος ταινιών που αγαπώ εγώ πολύ, τα φθηνά b-movies θρίλερ της δεκαετίας του ‘ 80 σαν «Το οτοστόπ του τρόμου»
Μελλοντικά project;
Γράφουμε με τη Γιούλα το νέο σενάριο. Αυτό μπορώ να σου πω προς το παρόν. Με τη Μαρία Δρανδάκη στην παραγωγή και την Γιούλα Μπούνταλη στο σενάριο. Τώρα γράφουμε.
Ένα τελευταίο. Ο κινηματογράφος ανέκαθεν έθετε κάποια στάνταρ. Στην Ελλάδα η τηλεόραση είναι τουλάχιστον φαιδρή, αλλά στην Αμερική γίνονται φοβερά πράγματα σε επίπεδο τηλεοπτικών σειρών, με επίπεδα παραγωγής που συναντούσαμε μόνο στα μεγάλα στούντιο, και σημαντικούς ηθοποιούς να συμμετέχουν σε τηλεοπτικά projects. Εσύ παρακολουθείς σειρές;
Μερικά μου αρέσουν πάρα πολύ, κάποια είναι τρομερά για την ακρίβεια! Γίνεται σε κάποιο βαθμό και στην Ευρώπη και ελπίζω να φτάσει και στην Ελλάδα. Μου αρέσουν πάρα πολύ το “The Knick” και το “Top of the lake”.
*τη συνέντευξη εκ μέρους του Kaboom πήρε ο Βασίλης Γεωργόπουλος
συνεργάστηκε ο Αναστάσης Πετρολέκας.
φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Τσακμάζ