Η παράλογη αγκαλιά στην άκρη της νύχτας: Σύγχυσις
του Δημήτρη Μέξη
Μυστικό δεν είναι το πώς είναι ο κόσμος, αλλά το ότι είναι.[1]
Ο έρωτας δεν θέλει να ξέρει τίποτα γι’ αυτό που αγαπά˙ ό,τι αγαπά είναι το κέντρο του ζωντανού προσώπου, επειδή το πρόσωπο αυτό είναι για εκείνον αυτοσκοπός, ασύγκριτη εαυτότητα, μυστήριο μοναδικό στον κόσμο.[2]
Είναι αδύνατον να κοιμηθείς μόνος…[3]
Στο δοκίμιό του για το παράλογο, ο Camus θα υποστηρίξει ότι υπάρχει ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: η αυτοκτονία. Αν κρίνουμε πως η ζωή αξίζει να τη ζει ή να μην τη ζει κανείς, απαντούμε στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα, αν ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις, αν το πνεύμα διαιρείται σε εννιά ή δώδεκα κατηγορίες, έπονται. Είναι παιχνίδια. Πρέπει πρώτα να απαντήσουμε.[4]
Τούτο το θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας, όπως λέει ο Camus, κοχλάζει και στην καρδιά της λογοτεχνίας του Céline, στην καρδιά του ήρωά του, στην τεράστια καρδιά που πρέπει να κουβαλήσει στο ταξίδι του ως την άκρη της νύχτας, έτσι όπως την κουβαλάει και ο Διόνυσος με τον Ξανθία στην κάθοδό τους στον Άδη,[5] σε ένα ταξίδι, σε μια κάθοδο, όπου η ψυχή μας είναι εν τω μέσω της νυκτός, συγκεχυμένη και παράλυτος,[6] συγκεχυμένη και παράλυτος, ψυχή και σώμα βυθισμένα σε ένα σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή,[7] εκεί όπου όλα τα σκηνικά και τα νοήματα έχουν πλέον καταρρεύσει, εκεί όπου η πρωτόγνωρη εχθρότητα του κόσμου, περνώντας μέσα από χιλιετίες, επιστρέφει προς εμάς.[8]
Δεν νιώθουμε, προς στιγμήν, τον κόσμο, αφού για αιώνες δεν καταλαβαίναμε παρά τις μορφές και τα σχήματα που του δίναμε εκ των προτέρων, αφού από δω και πέρα οι δυνάμεις μάς λείπουν για να χρησιμοποιήσουμε τούτο το τέχνασμα.[9]
Σύγχυσις.
Ο κόσμος μάς ξεφεύγει, καμία θεωρία δεν μου εξηγεί τον κόσμο, τη ζωή και τον θάνατο, κανένας Θεός δεν μου δικαιολογεί ετούτη την απέραντη κοιλάδα των δακρύων, σε τόπους και χρόνους μακρινούς[10] (στη χρυσή εποχή, στη νήσο των μακάρων ή στον παράδεισο), όπου θα είμαστε ευτυχισμένοι, η καρδιά μου δεν ελπίζει πια, αφού αυτό εδώ το ασάλευτο σώμα που κείται τώρα μπροστά μου, ο νεκρός, ναι, ο νεκρός, δεν μου λέει τίποτα τέτοιο, στην πραγματικότητα δεν μου λέει τίποτα, και όλοι οι ωραίοι λόγοι περί ψυχής λαμβάνουν μια τρανταχτή απόδειξη του αντιθέτου τους,[11] ψήγματα επιχειρημάτων με στόχο το μηδέν, και όπως θα πει και ο ήρωας του Céline: Ακούς, περιμένεις, ελπίζεις, εδώ, εκεί, στο τρένο, στο καφενείο, στο δρόμο, στο σαλόνι, στης θυρωρίνας, ακούς, περιμένεις να οργανωθεί η κακία, σαν στον πόλεμο, μα μόνο μπούγιο γίνεται, και κανείς δεν καταφέρνει τίποτα, ούτε τα καημένα τα κορίτσια ούτε οι άλλοι. Δεν έρχεται κανείς να σε βοηθήσει. Μια πελώρια φλυαρία απλώνεται γκρίζα και μονότονη πάνω από τη ζωή, σαν ένας πολύ αποθαρρυντικός αντικατοπτρισμός.[12]
Αντιλαμβάνεσαι τότε, σε μια μαρμαρυγή σοφίας, πως κάνουμε τόσο δρόμο για να πούμε πως δεν έχουμε τίποτα να πούμε,[13] και τούτη η λάμψη, τίποτε άλλο δεν κάνει από το να αποκαλύπτει τη γύμνια μας, τίποτε άλλο δεν κάνει παρά να φωτίζει την αυθεντική μου σχέση με τον κόσμο, εμένα, από τη μία πλευρά, που ζητάω να μάθω, και τον κόσμο, από την άλλη, που σιωπά[14]∙ ιδού η λάμψη της σοφίας που ρίχνει το φως της πάνω στο παράλογο, ιδού η λάμψη που αποδίδει το μεγαλείο της ζωής μέσα από μια νόηση που αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει ωραιότερο θέαμα από μια πραγματικότητα που την ξεπερνά,[15] μια λάμψη που προσπαθεί να κρατηθεί σε τούτη την κόψη που προκαλεί ίλιγγο, ανακτώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία που χάθηκε στη νάρκωση του παραλόγου, μα η νάρκωση δεν συνιστά θάνατο, θα πρέπει να το κατανοήσουμε αυτό, και η αφύπνιση, η ανάδυση του παραλόγου, ανεξαρτήτως συνθηκών, είναι πάντοτε εφικτή.
Η ανάδυση του παραλόγου. Ναυτία, επίπονη και επίμονη επιστροφή στο τραύμα για να το φωτίσουμε και να το στολίσουμε και να νιώσουμε πως η καταστροφή και ο θάνατος δεν είναι ο τελευταίος λόγος της ζωής.[16]
Ιδού το ιερό καθήκον της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης, καθήκον που αναμφίβολα υπονομεύεται, εντός και εκτός ακαδημαϊκού χώρου,[17] από την υποταγή και εντέλει την ενσωμάτωση και τη συμπόρευση με την κυρίαρχη κοσμοθεωρία,[18] η οποία διατείνεται πως έχει τακτοποιήσει τον κόσμο σε τέτοιο βαθμό ώστε να μας είναι άχρηστες πλέον, όπως ισχυρίζεται για παράδειγμα ο Chris Anderson, όλες οι θεωρίες για την ανθρώπινη συμπεριφορά, από την γλωσσολογία ως και την κοινωνιολογία: Ας ξεχάσουμε την ταξινομία, την οντολογία και την ψυχολογία. Ποιος ξέρει γιατί οι άνθρωποι κάνουν ό,τι κάνουν; Το ζήτημα είναι ότι το κάνουν, και μπορούμε να το παρακολουθήσουμε και να το μετρήσουμε με πρωτοφανή πιστότητα. Όταν έχουμε αρκετά δεδομένα, οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.[19]
Εντός αυτού του πλαισίου, το κίνημα του New Age που σκιαγραφεί ο Houellebecq στα Στοιχειώδη σωματίδια δεν είναι αποκύημα επιστημονικής φαντασίας και η υπόθεσή του ότι τα φιλοσοφικά ερωτήματα θα απωλέσουν για το ευρύτερο κοινό κάθε σαφή αναφορά, δεν συνιστά τρομολαγνία, αλλά μια διαπίστωση της υπάρχουσας κατάστασης, η οποία θα μπορούσε να αποτελεί και το κύκνειο άσμα του γνωστού μας ανθρώπου, διότι τούτο το υποτιθέμενο κίνημα αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από κίνημα, αποκαλύπτεται, θα λέγαμε, ως κίνηση της Ιστορίας: Η παγκόσμια χλεύη στην οποία ξαφνικά είχαν βυθιστεί, ύστερα από δεκαετίες παράλογης υπερεκτίμησης, οι εργασίες του Φουκώ, του Λακάν, του Ντερριντά, του Ντελέζ, δεν έμελλε για την ώρα να αφήσει ελεύθερο το πεδίο σε καμία καινούρια φιλοσοφική σκέψη, αλλά αντιθέτως επέπρωτο να ρίξει στην ανυποληψία όλους τους διανοούμενους του κλάδου των ανθρωπιστικών επιστημών. Η άνοδος στην εξουσία όλων των επιστημόνων όλων των τομέων του επιστητού κατέστη από τότε αναπόφευκτη.[…] Όπως κι όλα τα άλλα μέλη της κοινωνίας, εμπιστεύονταν μονάχα την επιστήμη, την επιστήμη που για εκείνους αποτελούσε το κριτήριο της μοναδικής και αναντίρρητης αλήθειας.[20]
Εντούτοις, επειδή ο άνθρωπος, τουλάχιστον έτσι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή προτού εισέλθει στην εποχή του λεγόμενου μετανθρώπου, του μετασύμπαντος και της μετα-βιολογικής ζωής,[21] δύναται ακόμα να δακρύσει, και επειδή τα δάκρυά του δεν είναι απλώς φωσφορικό ασβέστιο, χλωριούχο νάτριο, βλέννα και νερό,[22] μα το πρόδηλο και συνάμα λανθάνον μυστήριο του ότι υπήρξε,[23] τούτος ο άνθρωπος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αισθανθεί πως η ψυχή του είναι εν τω μέσω της νυκτός, συγκεχυμένη και παράλυτος, εντός μιας σύγχυσις που διαλύει κάθε ψευδαισθησιακή βεβαιότητα, που δεν μας αφήνει πια να κοιμηθούμε (είναι θλιβεροί οι άνθρωποι που πλαγιάζουν, βλέπεις ότι δεν τους κόφτει που τα πράγματα πάνε όπως όπως, βλέπεις ότι δεν γυρεύουν να καταλάβουν το γιατί βρισκόμαστε εδώ[24]), σύγχυση πρωτόφαντη, σύγχυση άνευ διακρίσεων και άνευ περιστάσεων, σύγχυση καιροφυλακτούσα: Το συναίσθημα του παραλόγου μπορεί να χτυπήσει καταπρόσωπο οποιονδήποτε άνθρωπο, στη στροφή οποιουδήποτε δρόμου. Αυτό καθαυτό, με την τρομερή γύμνια του, με το δίχως λάμψη φως του, είναι ασύλληπτο.[25]
Και τότε τί κάνεις; Τί κάνεις σαν βρεθείς ολομόναχος εκεί ψηλά σαν τον οδοιπόρο επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης,[26] επάνω στα στοιβαγμένα ρούχα σου, δίπλα στο κρεβάτι, όπου ακόμα και ο άνθρωπός σου, που κοιμάται εκείνη την ώρα, είναι πλέον ένας ξένος; Με το που ζεις μόνος, το θέμα της ζωής σου ολόκληρης σε συνθλίβει. Σ’ αποβλακώνει. Για να το ξεφορτωθείς, προσπαθείς να το πετάξεις στα μούτρα όλων όσοι έρχονται για να σε δουν, κι αυτό τους ενοχλεί. Σε προπονεί για το θάνατο η μοναξιά.[27]
Σύγχυσις.
Βέβαια, είναι αλήθεια, όπως θα μας εξηγήσει και ο Freud, ότι ο πολιτισμός μας φροντίζει όσο μπορεί ούτως ώστε να μην βρεθούμε σε μια παρόμοια κατάσταση, χάρη σε καταπραϋντικά μέσα και δραστικούς αντιπερισπασμούς που μας κάνουν να υποτιμούμε τη μιζέρια μας, υποκατάστατα ικανοποίησης που τη μειώνουν, ναρκωτικές ουσίες που μας κάνουν να μην την αισθανόμαστε.[28] Είναι ο αντιπερισπασμός της επιστημονικής δραστηριότητας, είναι το υποκατάστατο της ικανοποίησης που μας προσφέρει η τέχνη, μια ψευδαίσθηση εναντίον της πραγματικότητας, και φυσικά είναι η μαζική πλάνη της θρησκείας,[29] η οποία αναδεικνύει και ενισχύει την απογοήτευσή μας από τον πολιτισμό που εκβάλλει σε μιαν αναπόφευκτη υποτίμηση της επίγειας ζωής μας, της μόνης ζωής που γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας.
Τεχνάσματα, λέει ο Camus. Γελάει με τη χρεοκοπία του κόσμου ολόκληρου ο Céline.[30]
Τεχνάσματα μιας χρεοκοπίας που εντέλει συμπυκνώνεται σε ένα κατά τα φαινόμενα αναπόφευκτο δίλημμα που έχει τεθεί και απαντηθεί για εμάς πριν από εμάς (εκτός, εκτός αυτής γίνεται η ζωή της[31]) και που εμείς άλλο δεν κάνουμε από το να το επαναλαμβάνουμε, αποκλείοντας ταυτόχρονα οποιονδήποτε άλλο δρόμο: Ή το τέρμα ή το ψέμα.
Όποιος έχει βρεθεί ή πρόκειται να βρεθεί μπροστά στο παράλογο της ύπαρξης, με τη μεσολάβηση ή μη των τεχνών και της φιλοσοφίας, όποιος έχει βρεθεί αντιμέτωπος με αυτό το γιατί που αρχίζει από την κούραση και χρωματίζεται από την έκπληξη, μια κούραση που βρίσκεται στο τέρμα των πράξεων μιας σχεδόν μηχανικής ζωής, όποιος αντιμετωπίσει την πραγματική απόγνωση, δεν έχει, μας λένε, παρά να επιλέξει ανάμεσα στο ψέμα και το τέρμα: Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι αναρωτιέσαι πώς θα βρεις την επόμενη μέρα αρκετή δύναμη για να συνεχίσεις να κάνεις αυτό που έκανες την προηγούμενη εδώ και τόσον μα τόσον καιρό, πού θα βρεις τη δύναμη για εκείνα τα ηλίθια διαβήματα, τα μύρια σχέδια που δεν καταλήγουν πουθενά, τις απόπειρες να γλιτώσεις από τη συνθλιπτική ανάγκη, απόπειρες που πάντα φαλιρίζουν, κι όλες τους για να πειστείς ακόμα μια φορά πως η μοίρα είναι αναπόδραστη, πως πρέπει να ξαναπέσεις στα ριζά του τοίχου, κάθε βράδυ, μες στην αγωνία εκείνου του αύριο, ολοένα πιο αβέβαιου, ολοένα πιο άθλιου. Είναι ίσως και τα γηρατειά που έρχονται, προδοτικά, και σε απειλούν με τα χειρότερα. Δεν έχεις πια πολλή μουσική εντός σου για να κάνεις τη ζωή να χορέψει, αυτό είναι. Όλη η νιότη πήγε κιόλας να πεθάνει στην άκρη του κόσμου μες στη σιωπή της αλήθειας. Και πού να πας έξω, σας ρωτάω, όταν δεν έχεις πια εντός σου την αναγκαία δόση παραφροσύνης; Ένα χαροπάλεμα είναι η αλήθεια, που τελειωμό δεν έχει. Η αλήθεια τούτου του κόσμου είναι ο θάνατος. Πρέπει να διαλέξεις, ή το τέρμα ή το ψέμα.[32]
Και όμως, ετούτο το δίλημμα που παρουσιάζεται ως μονόδρομος της ζωής μας, αμφισβητείται και διαγράφεται από ορισμένες λίγες ψυχές, οι οποίες ασπάζονται την αισθητική του παραλόγου, κοιτάζοντας κατάματα το ακατανόητο, τη φρίκη και την αδικία της ζωής, υποστηρίζοντας ότι η ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου διασώζονται χάρη σε μια εφικτή απαγκίστρωση από τους θεούς, χάρη σε μια δυνατή απόρριψη όλων εκείνων των θεωριών που προβαίνουν σε αναιτιολόγητα άλματα, και χάρη στην εξίσου πιθανή άρνηση κάθε είδους υπόσχεσης και κάθε είδους ελπίδας, (σ)τάση που, στην ουσία, μάς καθιστά, όπως θα πει και ο Camus, ανέλπιδους και όχι απελπισμένους.[33]
Ώστε είναι δυνατή μια ζωή χωρίς θεούς, χωρίς ελπίδες, χωρίς εξηγήσεις και χωρίς νοήματα; Και μια τέτοια ζωή, αν υποτεθεί ότι είναι δυνατή, δεν οδηγεί αναπόφευκτα στο τέρμα; Όσο λιγότερο νόημα έχει η ζωή, τόσο καλύτερα τη ζει κανείς,[34] υποστηρίζει προκλητικά ο Camus, προκαλώντας απορία, αμηχανία, χλεύη και οργή σε όλους εκείνους που μας προτρέπουν να βρούμε το νόημα της ζωής, σε όλους εκείνους που ισχυρίζονται πως έχουν βρει το νόημα της ζωής και μοιάζουν τόσο σίγουροι για τον κόσμο και για τον εαυτό τους.
Εντούτοις, συμβαίνει συχνά να αυτοκτονούν εκείνοι που ήταν βέβαιοι για το νόημα της ζωής, ομολογώντας ότι νικήθηκαν από τη ζωή, ομολογώντας ότι δεν την κατάλαβαν και ότι εντέλει δεν αξίζει τον κόπο.[35] Αντίθετα, ο παράλογος άνθρωπος, ο παράλογος δημιουργός, εξαντλεί τον εαυτό του μέσα από μια ακατάπαυστη και ακαταπόνητη δημιουργία, πεθαίνει ασυμβίβαστος και όχι με τη θέλησή του, ενώ έχει πάψει πλέον να εξηγεί και να δίνει λύσεις, αλλά να νιώθει και να περιγράφει. Τα πάντα αρχίζουν από την οξυδερκή αδιαφορία,[36] αλλά μια αδιαφορία που στην πραγματικότητα είναι η πιο βαθιά έγνοια, μια συγκινητική έγνοια που μας συναρπάζει μπροστά στις όψεις του κόσμου και που δεν προέρχεται από τα άδυτά του αλλά από την πολυμορφία τους.[37]
Η εξήγηση είναι μάταιη, η αίσθηση ωστόσο παραμένει και μαζί της τα ακατάπαυστα καλέσματα ενός ανεξάντλητου ποσοτικά σύμπαντος.
Έτσι και ο Proust, εν τω μέσω της νυκτός, βλέπει τα ρόδινα χέρια της Ηούς που ανοίγουν τη θύρα της ανατολής, και η ψυχή μας περιμένει, και περιμένει την απίθανον Ηώ: Πόσο πλούτο, πόση ποικιλία κρύβει, χωρίς να το γνωρίζουμε, αυτή η μεγάλη ανεξιχνίαστη και αποθαρρυντική νύχτα της ψυχής μας, που νομίζουμε πως είναι ένα κενό, ένα τίποτα.[38]
Ακατάπαυστη και ακαταπόνητη δημιουργία. Βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά τόσο από το τέρμα όσο και από το ψέμα της ικανοποιημένης σκέψης. Σαν τον Ηρακλή του Ευριπίδη, ο οποίος εκεί που ήθελε να αυτοκτονήσει, δέχεται τη ζωή. Η αυτοκτονία είναι το εύκολο, το να συνεχίσεις τη ζωή είναι πράγμα ευγενέστερο: Θ’ αντέξω τη ζωή. Το φως του κόσμου δεν θ’ αφήσω, δεν θα με πουν δειλό.[39]
Και το κορμί μας, αυτό το μασκάρεμα αεικίνητων και κοινότατων μορίων που επαναστατεί συνεχώς ενάντια σε τούτη τη φάρσα του διαρκείν,[40] όπως λέει ο Céline, το έχουμε εντέλει αγκαλιάσει, δίχως να ξέρουμε τι είναι αυτό που αγκαλιάζουμε, αν είναι κάτι, αν είναι τα πάντα ή το τίποτα: Σήκωνε τα χέρια του καταμεσής στο παράθυρο, στον δροσερό αέρα. Δεν έβλεπε τίποτα φυσικά, μα ένιωθε τον αέρα. Τ’ άπλωνε λοιπόν τα χέρια του, έτσι δα μες στο σκοτάδι του, όσο μπορούσε, θαρρείς για ν’ αγγίξει την άκρη του. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Ένα σκοτάδι όλο δικό του.[41]
Και ποιος δεν θα δακρύσει μέσα σε τούτο το σκοτάδι; Ποιος είναι αυτός που έφτασε ως την άκρη της νύχτας και δεν ζέστανε τα μάγουλά του μέσα στην παγωνιά της μοναξιάς; Έκλαιγε. Είχε κι αυτός φτάσει στην άκρη. Δεν μπορούσες να του πεις τίποτα πια. Έρχεται μια στιγμή που είσαι ολομόναχος, όταν φτάνεις στην άκρη όλων όσα μπορούν να σου συμβούν. Είναι η άκρη του κόσμου. Η ίδια η λύπη, η δική σου, δεν σου αποκρίνεται πια τίποτα, και πρέπει τότε να γυρίσεις πίσω, ανάμεσα στους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι. Δεν κάνεις τον δύσκολο κάτι τέτοιες στιγμές, αφού και για να κλάψεις ακόμα πρέπει να επιστρέψεις εκεί όπου όλα ξαναρχίζουν, πρέπει να γυρίσεις κοντά τους.[42]
Πρέπει να γυρίσεις κοντά τους, πρέπει να επιστρέψεις από τον Άδη κουβαλώντας την τεράστια καρδιά σου, πρέπει να επιστρέψεις από την άκρη της νύχτας, φέρνοντας πίσω την ποίηση, ένας παράλογος δημιουργός δίχως τέρμα και δίχως ψέμα που εισέρχεται σε κάθε σκηνή κενός και εξέρχεται καινός, σε μια ποίηση δίχως τέλος, αφού στην πραγματικότητα το τέλος δεν το γνωρίζουμε ποτέ, αφού στην πραγματικότητα είμαστε πάντοτε λίγο πριν το τέλος.
Και αν τύχει και φτάσουμε να είμαστε ένα γέρικο φανάρι αναμνήσεων στη γωνιά κάποιου δρόμου, όπου δεν περνάει πια σχεδόν κανείς,[43] θα πρέπει να αποφασίσουμε ποια εικόνα θέλουμε να ζωγραφίσουμε, για τους εαυτούς μας και τους άλλους, εντός ενός κόσμου ο οποίος σήμερα πεθαίνει στα νοσοκομεία και τα γηροκομεία,[44] τις περισσότερες φορές στερημένος από ποίηση ([...] εδώ, κλεισμένοι στην επίσημη αθλιότητά τους, σαν στο βάθος γλιτσερού μαντριού, οι γεροδουλευτάδες αναμασούσαν κάθε κουτσουλιά που σωρεύεται γύρω απ’ τις ψυχές στο πέρας μιας μακρόχρονης σκλαβιάς. Ανήμπορα μίση, ταγκισμένα μες στην κατουρημένη απραξία των κοινών θαλάμων. Τις έσχατες και τρεμάμενες δυνάμεις τους τις επιστράτευαν μόνο για να βλάψουν λίγο ακόμα και να καταστρέψουν ο ένας τον άλλον, μ’ όση ηδονή και ανάσα τούς απόμενε.[45]), και άλλες πάλι φορές, λίγες είναι η αλήθεια, σαν τον αφορισμένο ηθοποιό που αισθάνεται ότι αυτή η περιπέτεια είναι συγκλονιστική και αναντικατάστατη. Ξέρει και μπορεί τώρα να πεθάνει. Υπάρχουν γηροκομεία για ηθοποιούς,[46] λέει ο Camus, για εκείνους μάλλον τους γέρους, οι οποίοι, αντίθετα από τον καβαφικό ήρωα, χάρηκαν τα χρόνια που είχαν και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά, γνωρίζοντας βέβαια τώρα πως γέρασαν πολύ, το νιώθουν, το κυττάζουν. Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα, και πως την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! – την ψεύτρα που έλεγε «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό».[47]
Αν όμως έχεις φτάσει πραγματικά στην άκρη της νύχτας, αν έχεις διασχίσει το τεράστιο λατομείο του χρόνου, τότε ξέρεις πως δεν υπάρχει καιρός, ή μάλλον ξέρεις πως, εντός αυτού του χρόνου που τρώει τα παιδιά του,[48] υπάρχει η ευκαιρία, υπάρχουμε εμείς και το επείγον της στιγμής, της στιγμής που χάρη στην εγρήγορσή μας απολαμβάνουμε και αγκαλιάζουμε με το βλέμμα, με τα χέρια, με το σώμα και τη σκέψη ένα εδώ και τώρα γεμάτο από το χθες και το αύριο, γεμάτο από το δάκρυ ενός ερωτισμού, που όπως θα πει και ο Bataille, είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής.[49]
Είναι άραγε δυνατή μια τέτοια αγκαλιά, μια αγκαλιά που ξέρει ότι δεν ξέρει ακριβώς τι είναι αυτό που αγκαλιάζει; Την απάντηση μπορεί να τη δώσει μόνον εκείνος που έφτασε ως την άκρη της νύχτας και αποφάσισε να επιστρέψει, αποφάσισε, δεν επέλεξε,[50] μόνον εκείνος που βυθίστηκε στη σύγχυση, εκείνος που είδε και ένιωσε τα χέρια της Ηούς, στο πιο βαθύ σκοτάδι, στο τρομακτικό και ανέλπιδο σκοτάδι, σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού:
Σύγχυσις
Είν’ η ψυχή μου εν τω μέσω της νυκτός
Συγκεχυμένη και παράλυτος. Εκτός,
εκτός αυτής γίνεται η ζωή της.
Και περιμένει την απίθανον ηώ.
Και περιμένω, φθείρομαι, και ανιώ
κ’ εγώ εντός της ή μαζί της.
[1] Ludwig Wittgenstein, «Λογικοφιλοσοφική πραγματεία», στο Ludwig Wittgenstein, Περί Ηθικής, επιλογές από το corpus και τις σημειώσεις των George Edward Moore, Alice Ambrose, Oets Kolk Bowsma, Friedrich Waismann, ερμηνευτικό δοκίμιο Rush Rhees, μτφ.-επιμέλεια Κωστής Κωβαίος, επίμετρο Στέλιος Βιρβιδάκης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2000, σελ. 64.
[2] Βλ. Vladimir Jankélévitch – Béatrice Berlowitz, Κάπου στο ανολοκλήρωτο, μτφ. Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2021, σελ. 16-17.
[3] Céline, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, μτφ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι. Δ. Κολλάρου και Σιας Α. Ε., Αθήνα, 2021, σελ. 244.
[4] Albert Camus, Ο μύθος του Σίσυφου, δοκίμιο για το παράλογο, μτφ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδ. Καστανιώτη Α. Ε., Αθήνα 2007, σελ. 17.
[5] Η τεράστια καρδιά, για την οποία κάνουμε λόγο εδώ, εμφανίστηκε στην παράσταση της Έφης Μπίρμπα υπό τον τίτλο Τα Βατράχια, μια κωμωδία με dna τραγωδίας, μια διασκευή των αριστοφανικών Βατράχων, που παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στις 28 και 29/07/23, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Μπλάθρα. Βλ. βέβαια και Αριστοφάνους, Βάτραχοι, μτφ. Τάσος Ρούσσος, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1993.
[6] Κ. Π. Καβάφης, «Σύγχυσις», Άπαντα ποιητικά, επιμέλεια. Καίτη Νικολοπούλου, εκδ. Χίμαιρα/Parsec, Αθήνα, 2022, σελ. 370.
[7] Κώστας Καρυωτάκης, «Ανδρείκελα», Τα ποιήματα (1913 – 1918), επιμέλεια. Γ. Π. Σαββίδης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1992, σελ. 142.
[8] Albert Camus, ό.π., σελ. 30.
[9] Ό.π.
[10]André-Jean Festugière, Μόνος προς μόνον, διαλέξεις για την προσωπική θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, μτφ. Γιάννης Α. Δημητρακόπουλος, εκδ. Δώμα, Αθήνα, 2022, σελ. 35.
[11]Albert Camus, ό.π., σελ. 32.
[12] Céline, ό.π. σελ. 448
[13] Vladimir Jankélévitch – Béatrice Berlowitz, ό.π., σελ. 25.
[14] Albert Camus, ό.π., σελ. 47, 50, 79.
[15] Ό.π., σελ. 80.
[16] Όπως στην αρχαία γιαπωνέζικη τέχνη που ονομάζεται κιντσούγκι, όπου ο τεχνίτης αναδεικνύει σκόπιμα τις ρωγμές ενός σπασμένου βάζου με χρυσό και δεν προσπαθεί να τις κρύψει ή να τις εξαλείψει, εκλαμβάνοντας το τραύμα του σπασίματος ως ευκαιρία μιας νέας δημιουργίας, έτσι και εμείς προτρέπουμε τον καθένα μας, τον κάθε τεχνίτη τούτης της ζωής, να επιστρέψει στο τραύμα, φωτίζοντάς το όσο το δυνατόν περισσότερο. Βλ. Massimo Recalcati, Κράτα το φιλί, σύντομα μαθήματα για τον έρωτα, μτφ. Χρήστος Πονηρός, εκδ. Κέλευθος, Αθήνα, 2020, σελ. 128-130.
[17]Ως προς τον ακαδημαϊκό χώρο, να έχει άραγε δίκιο ο Kundera όταν υποστηρίζει ότι η κουλτούρα εξαφανίζεται μέσα στην υπερπαραγωγή, σ’ έναν καταιγισμό φράσεων, στην παραφροσύνη της ποσότητας και ότι εντέλει ένα και μόνο απαγορευμένο βιβλίο στη χώρα σου σημαίνει απείρως περισσότερα από τις δισεκατομμύρια λέξεις που ξερνάνε τα πανεπιστήμιά μας; Ή ίσως ο Σινιόσογλου, όταν, αναφερόμενος και εκείνος στην ακαδημαϊκή δραστηριότητα, ισχυρίζεται πως σήμερα η επαγγελματική φιλοσοφία είναι μια απόμακρη και ευτελής αυτοανάλωση ανώδυνων προτάσεων σε αίθουσες και διαδρόμους πανεπιστημίων και λοιπών ιδρυμάτων; Άτοπος και πλασματίας ο λόγος, που θα έλεγε και ο Αριστοτέλης. Βλ. Milan Kundera, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, μτφ. Γ. Η. Χάρης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι. Δ. Κολλάρου και Σιας Α. Ε., Αθήνα, 2020, σελ. 146. Νικήτας Σινιόσογλου, Μαύρες διαθήκες, δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής, εκδ. Κίχλη, Αθήνα, 2019, σελ. 204.
[18] Από τον καλλιτέχνη του star system και σύσσωμη την πολιτιστική βιομηχανία, όπως θα αναλύσουν οι Adorno και Horkheimer (αλλά και ολόκληρη η σχολή της Φρανκφούρτης), ως εκείνο το φυσικοεπιστημονικό φρόνημα που αντιπαθεί την τέχνη η οποία δεν υποκύπτει στην οργανωτική-ταξινομική σκέψη και δεν ικανοποιεί τις επιθυμίες για μια καθαρή διαίρεση του κόσμου σε τομείς, επιβάλλεται και ενισχύεται η κουλτούρα της απομάγευσης, για την οποία έχουμε κάνει λόγο σε διάφορα προγενέστερα άρθρα μας και κυρίως στη διδακτορική μας διατριβή, με ανυπολόγιστες αρνητικές συνέπειες όχι μόνον για τον άνθρωπο μα και για κάθε έμψυχο ον. Βλ. ενδεικτικά Theodor W. Adorno, Αισθητική Θεωρία, μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000. Theodor W. Adorno, Max Horkheimer, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, φιλοσοφικά αποσπάσματα, μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου, επίμετρο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, επιμέλεια Γεράσιμος Κουζέλης, εκδ. Νήσος, Αθήνα, 1996. Martin Jay, Η Διαλεκτική Φαντασία, μτφ. Φώτης Τερζάκης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2009. Δημήτρης Μέξης, «Ποίηση δίχως Τέλος ή ένα Τέλος δίχως Ποίηση; Ερωτικός Ρομαντισμός ή Κουλτούρα της Απομάγευσης;», Οδός Πανός, Αφιέρωμα στον Ρομαντισμό, απόπειρες προσέγγισης, τχ. 193, 2022, σελ. 112-121.
[19] Και αν αυτή η άποψη του Chris Anderson εκφράζει την σημερινή κυρίαρχη κοσμοθεωρία, θα πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι δεν υπάρχει σκέψη που να καθοδηγείται από δεδομένα. Μόνο ο υπολογισμός καθοδηγείται από δεδομένα. Η αρνητικότητα του μη υπολογίσιμου είναι συμφυής με τη σκέψη. Επομένως η σκέψη προτάσσεται, προηγείται των δεδομένων, δηλαδή των γνωστών και αποδεκτών στοιχείων. […] Η θετική επιστήμη που βασίζεται σε δεδομένα (η επιστήμη Google), που εξαντλείται στην απλή αντιπαραβολή και σύγκριση δεδομένων, βάζει τέλος στη θεωρία. Είναι αθροιστική ή διερευνητική και όχι αφηγηματική ή ερμηνευτική. Δεν διαθέτει διαρκή αφηγηματική ένταση. Και κατά συνέπεια διασπάται σε απλές πληροφορίες. Είναι ίσως περιττό να πούμε ότι τούτη η κρίση της θεωρίας συνιστά μια κρίση του πνεύματος. Βλ. Byung-Chul Han, Η αγωνία του έρωτα, μτφ. Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, εκδ. Opera, Αθήνα, 2019, σ. 89-92.
[20] Michel Houellebecq, Τα στοιχειώδη σωματίδια, μτφ. Αλέξης Εμμανουήλ, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι. Δ. Κολλάρου και Σιας Α. Ε., Αθήνα, 2020, σελ. 416.
[21] Γιώργος Καραμπελιάς, Η θεμελιώδης παρέκκλιση, Ρομαντισμός και Μεσσιανισμός στον 21o αιώνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2004, σελ. 90.
[22] Honore de Balzac, Η αναζήτηση του απόλυτου, μτφ. Βασίλης Πουλάκος, εκδ. Printa, Αθήνα, 2008, σελ. 102, 104.
[23] Vladimir Jankélévitch – Béatrice Berlowitz, ό.π.
[24] Céline, ό.π., σελ. 241.
[25] Albert Camus, ό.π., σελ. 26.
[26] Ο οδοιπόρος επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης είναι έργο που φιλοτέχνησε ο Caspar David Friedrich το 1818.
[27] Céline, ό.π., σελ. 444.
[28] Sigmund Freud, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, μτφ. Βασίλης Πατσογιάννης, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2013, σελ. 27-28.
[29] Ό.π., σελ. 38.
[30] Céline, ό.π., σελ. 560.
[31] Κ. Π. Καβάφης, «Σύγχυσις», ό.π.
[32] Céline, ό.π., σελ. 242
[33] Albert Camus, ό.π. σελ. 126.
[34] Ό.π., σελ. 78.
[35] Ό.π., σελ. 20.
[36] Ό.π., σελ. 80, 131.
[37] Ό.π., σελ. 131.
[38] Marcel Proust, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, από τη μεριά του Σουάν, μτφ. Παύλος Ζάννας, επιμέλεια Παναγιώτης Πούλος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι. Δ. Κολλάρου και Σιας Α.Ε., Αθήνα, 2022, σελ. 304.
[39] Βλ. André-Jean Festugière, ό.π., σελ. 46.
[40] Céline, ό.π., σελ. 396.
[41] Ό.π., σελ. 385.
[42] Ό.π.
[43] Ό.π., σελ. 533.
[44] Michel Vovelle, Ο θάνατος και η δύση, από το 1300 ως τις μέρες μας, μτφ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σελ. 386-393.
[45] Céline, ό.π., σελ. 111.
[46] Albert Camus, ό.π., σελ. 116.
[47] Κ. Π. Καβάφης, «Ένας γέρος», ό.π., σελ. 65.
[48] Βλ. Bernard Nomine, Το παρόν του παρόντος, ένα ψυχαναλυτικό δοκίμιο για τον χρόνο, μτφ. Ιωάννα Βισβίκη, Όρσα Καμπέρου, Μαρία Κουκουμάκη, Πάνος Σερέτης, Αμαντέλα Σωτηροπούλου, Μάρα Τσιώλη, Γεωργία Χριστέλη, εκδ. Άπαρσις, Αθήνα, 2023, σελ. 48.
[49] Georges Bataille, Ο ερωτισμός, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα, 2021, σελ. 15.
[50] Ο έρωτας δεν είναι μια επιλογή κατά τη συμβατική έννοια, αλλά μια απόφαση κατά την υπαρξιακή έννοια, μια απόφαση που, όπως γράφει εξαιρετικά και ο Benjamin, κάνει φύλλο και φτερό ένα πεπρωμένο που πήγαινε να σωρευτεί πάνω στους ερωτευμένους που διαβλέπουν το ύποπτο παιχνίδι μιας ελευθερίας που ήθελε να τους παρασύρει στο Μηδέν της επιλογής…
Βλ. Wolfram Eilenberger, Η εποχή των μάγων, η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας 1919-1929, μτφ. Γιάννης Κοιλής, Αθήνα, 2021, σελ. 214.