Βιβλίο Συνεντεύξεις

Αν δεν τα γράψω, τα πράγματα είναι λίγο σαν να μην υπάρχουν

από kaboomzine

Η συνέντευξη με τον Βασίλη Αλεξάκη που ακολουθεί δημοσιεύτηκε αρχικά στο δεύτερο τεύχος του Kaboom (Μάιος 2017), το PDF του οποίου είναι διαθέσιμο για ελεύθερο κατέβασμα εδώ.

Τον γνωρίσαμε αρχικά στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο της Νομικής, αφού ανταποκρίθηκε ευγενικά στην πρόσκλησή μας να μιλήσει σε μια εκδήλωση για το έργο του. Αργότερα, έγραψε για αυτή την εκδήλωση στο βιβλίο του Το κλαρινέτο.

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε ένα όμορφο βράδυ της άνοιξης του 2017 στο διαμέρισμα του συγγραφέα, με το περίφημο τραπέζι του πινγκ πονγκ και το άνοιγμα στην αυλή του ακάλυπτου χώρου. Για τις ερωτήσεις είχαν συνεργαστεί ο Μάριος Κατρίτσης, ο Γιάννης Κτενάς και η Στεφανία Κωνσταντέλλου.

Η μητρική μας γλώσσα είναι καθοριστική για τον τρόπο που εκφραζόμαστε, αλλά και για τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Σήμερα πολλοί φεύγουν από την Ελλάδα, μετεγκαθίστανται στο εξωτερικό και απορροφούν σε μεγάλο –αρκετές φορές– βαθμό τη γλώσσα αλλά και την κουλτούρα της καινούριας χώρας. Μιας κι εσείς περάσατε μεγάλο μέρος της ζωής σας στη Γαλλία, τι ρόλο πιστεύετε ότι παίζει, σε επίπεδο προσωπικότητας, μία τέτοια αλλαγή; Τα βιβλία σας είναι είτε γραμμένα, είτε μεταφρασμένα, από εσάς τον ίδιο, στα γαλλικά. Προσεγγίζετε διαφορετικά το ζήτημα της γλώσσας όταν επιλέγετε τα γαλλικά;

Β.Α.: Το έζησα αυτό πολύ νέος, δεκαεπτά χρονών, και η εμπειρία αυτή της μετεγκατάστασης τα πρώτα χρόνια ήταν πράγματι πάρα πολύ οδυνηρή και δύσκολη. Η γλώσσα όμως είναι το πιο θετικό στοιχείο από αυτά που αποκομίζεις. Άλλα είναι που μπορεί να σε αλλάξουν, η γλώσσα είναι όφελος, κέρδος. Δεν προδίδεις καμιά γλώσσα μαθαίνοντας μια άλλη. Βελτιώνεται έτσι και η μητρική από μια άποψη, αν δεν θες να την ξεχάσεις. Η εγκατάσταση, ο γάμος με Γαλλίδα, αυτά ναι, σε αλλάζουν. Οι πολιτισμοί μας όμως στη βάση τους είναι παρόμοιοι, βρίσκεις ένα σωρό στοιχεία που θυμίζουν την Ελλάδα, δεν είναι και τόσο μακριά η Γαλλία εν τέλει. Η μητέρα μου μού έλεγε ότι φοβόταν μήπως μετά από κάποια χρόνια στο εξωτερικό δεν θα μου αρκούσε η Ελλάδα. Την έχω σκεφτεί επανειλημμένα για αυτό… Ο άνθρωπος όμως αλλάζει έτσι κι αλλιώς, είτε φύγει, είτε μείνει, το ζήτημα είναι αν αλλάζει προς το καλύτερο με τα χρόνια. Δεν χρειάζεται να πας στην άλλη άκρη του κόσμου για να είσαι ξενιτεμένος, μπορεί να αισθάνεσαι έτσι και στη χώρα σου. Αλλάζει η χώρα, η κατάσταση καταντάει αλλοπρόσαλλη, εγκαθιδρύεται μια δικτατορία και γίνεσαι ξένος και επί τόπου, χωρίς να μετακινηθείς. Αλλάζουμε επίσης και μεγαλώνοντας. Το ζήτημα είναι αν αντλούμε κάποιο όφελος από αυτό. Σε κάθε περίπτωση περνάς από διάφορες φάσεις όταν φεύγεις στο εξωτερικό. Ένα κομμάτι είναι τα δύο-τρία πρώτα χρόνια. Μετά μπαίνεις σε άλλη περίοδο. Εγώ την εποχή που το συνειδητοποίησα, ήταν και η Χούντα εδώ. Σ’ αυτήν την περίπτωση απομακρύνεσαι… Μπορείς να γίνεις ξένος και εδώ. Τότε έφυγα, παντρεύτηκα Γαλλίδα, έγραφα γαλλικά σε εφημερίδες, έγινε η γλώσσα σαν μητρική μου. Μετά από κάποια χρόνια διαπιστώνεις ότι τα ελληνικά αρχίζουν να υποχωρούν. Είχα τότε μια γραφομηχανή ελληνική και μια γαλλική, φυσικά, και έβλεπα την ελληνική που μάζευε σκόνη. Μια φορά είχα βάλει στη μητέρα μου να ακούσει μια συνέντευξή μου στο βελγικό ραδιόφωνο, στα γαλλικά. Την άκουσε ολόκληρη στην κουζίνα, στη Νέα Φιλαδέλφεια, μία ώρα συνέντευξη, και μου είπε: «πολύ ενδιαφέρουσα είναι, αλλά εσύ βρε παιδί μου πότε θα μιλήσεις;» Δεν με είχε αναγνωρίσει. Εκεί παθαίνεις ένα τραύμα, λες κάτι δεν πάει καλά… Να μη με αναγνωρίζει και η μάνα μου;… Θέλει μια προσοχή. Να έρχεσαι συχνά εδώ, να κρατιέται ζωντανή η σχέση με την Ελλάδα, γιατί το άλλο άκρο είναι να γίνει κανείς σαν τους Ελληνοκαναδούς ή τους Ελληνοαμερικάνους, τους Ελληνοαυστραλούς, αυτούς που πλέον δεν μιλάνε καμιά γλώσσα, αλλά ένα πράγμα που κανείς δεν το καταλαβαίνει. Δεν ήξεραν καλά ελληνικά φεύγοντας, δεν έμαθαν ποτέ καλά αγγλικά, καμιά γλώσσα δεν ξέρουν αυτοί. Υπάρχει λεξικό αυτού του «αχταρμά», του ελληνοαμερικανικού ιδιώματος, αγγλικά με ελληνικές καταλήξεις, ένα κράμα. Πρόσφατα πληροφορήθηκα πώς ονομάζουν αυτόν που επισκευάζει τη στέγη: ρουφιάνο! Από το roof (σκεπή)! Απίστευτο! Είναι πολύ αστείο αλλά είναι και τραγικό.

Μια επιμελήτρια γαλλικού εκδοτικού οίκου, σχολιάζοντας υπό το πρίσμα της ιδιότητάς της, έχει αναφέρει πως τα βιβλία σας γλωσσικά είναι αρτιότερα από αυτά των γάλλων συγγραφέων.

Β.Α.: Καμιά φορά, όταν μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα είσαι πιο επιμελής, προσέχεις περισσότερο. Είναι και θέμα στυλ γραφής, ύφους. Γράφω κάπως απλά και έτσι δεν υπάρχουν πολύ μπερδεμένες φράσεις όπως άλλων συγγραφέων πιθανώς…

 Ένα μοτίβο που συναντάμε στα βιβλία σας, όχι θεματικό, αλλά κατά κάποιον τρόπο αφηγηματικό, είναι αυτό κατά το οποίο το βιβλίο που διαβάζουμε εμείς οι αναγνώστες, είναι το βιβλίο που προσπαθεί να γράψει ο εκάστοτε αφηγητής, είτε αυτός ταυτίζεται ρητά μαζί σας, όπως στο Κλαρινέτο, είτε όχι, όπως στο Τάλγκο. Παρατηρούμε έτσι παράλληλα με την πλοκή και μια διαδικασία συγγραφής. Θα θέλαμε να μας μιλήσετε για αυτό. Είναι ένας τρόπος αφήγησης ή κάτι περισσότερο;

Β.Α.: Τα περισσότερα βιβλία είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, ενώ μερικά σε δεύτερο. Ακόμα και αυτά που είναι σε πρώτο πρόσωπο, δεν σημαίνει ότι αυτό το πρόσωπο είμαι εγώ. Θέλω ο κόσμος να πιστεύει ότι έχουν έναν πολύ έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, είναι όμως πολύ λιγότερο αλήθεια απ’ όσο νομίζει ο αναγνώστης. Εγώ αντιμετωπίζω το πρώτο ενικό πρόσωπο σαν τρίτο, σκέφτομαι τι κάνει αυτός, ο αφηγητής δηλαδή, στη ζωή του και για ποιο λόγο γράφει. Δεν πρόκειται για επαγγελματία συγγραφέα ο οποίος συνηθίζει να γράφει, αντίθετα συνήθως, ψάχνεται! Μάλιστα σε ένα βιβλίο, στην Καρδιά της Μαργαρίτας, ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας και έχει πρότυπο έναν άλλον συγγραφέα. Σε άλλα βιβλία όχι μόνο δεν είναι συγγραφέας αλλά είναι και γυναίκα. Στην Πρώτη λέξη, η αφήγηση γίνεται από μία γυναίκα κάποιας ηλικίας και όχι ιδιαίτερης μόρφωσης, που δεν γράφει ποτέ, αλλά έχει αναλάβει μια αποστολή για τον πεθαμένο αδερφό της, να λύσει ένα πρόβλημα. Και το τελευταίο βιβλίο, το Κλαρινέτο, είναι στο δεύτερο πρόσωπο, αφού διηγούμαι την ιστορία στον Γάλλο εκδότη μου. Είναι ένας τρόπος να τον κρατήσω στη ζωή, όλο το βιβλίο περί αυτού πρόκειται, να τον κρατήσω στη ζωή. Αλλά το βιβλίο παίζεται ανάμεσα σε δύο δράματα, το ένα είναι ο καρκίνος του εκδότη και το άλλο είναι ο ελληνικός αυτός καρκίνος, αυτά που βασανίζουν τον κόσμο. Και ανάμεσά τους υπάρχει το θέμα της μνήμης. Η μνήμη για τους μετανάστες έχει άλλη βαρύτητα κατά τη γνώμη μου. Για παράδειγμα εμένα η Ελλάδα στη μνήμη μου υπάρχει. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στο εξωτερικό το έχω περάσει, άρα αν αρχίσω να χάνω τη μνήμη μου κινδυνεύω να χάσω τα πάντα. Αυτή η ανησυχία είναι πολύ μεγαλύτερη για έναν μετανάστη από κάποιον που δεν έφυγε από το χωριό του. Για τον τελευταίο η μνήμη του είναι παρούσα, δεν την χρειάζεται σχεδόν. Πάντως για το θέμα της λογοτεχνίας, της κατασκευής του βιβλίου, εγώ πιστεύω ότι χρειάζονται δύο θέματα. Ένα θέμα ας το πούμε «οικογενειακό», με άτομα δηλαδή, με ανθρώπους. Μοιραία δηλαδή, ένα μυθιστόρημα περιέχει την ιστορία κάποιων ανθρώπων, συγγενών που συνδέονται κτλ., όπου εκεί μπορούν να συμβούν διάφορα, θάνατοι, έρωτες, αυτοκτονίες, οτιδήποτε. Παράλληλα όμως, κάποιο από τα πρόσωπα έχει ένα άλλο πρόβλημα που προσπαθεί να λύσει, όπως η ηλικιωμένη που σας έλεγα στην Πρώτη λέξη, το οποίο είναι μεν άσχετο με την ιστορία αυτών των ανθρώπων αλλά συμβαδίζει κάπως και κάποια στιγμή μπορεί το ένα θέμα να φωτίσει το άλλο ή να το εξυπηρετήσει. Αυτά τα παράλληλα προβλήματα είναι πολύ γενικά θέματα. Στην Πρώτη λέξη η πρωταγωνίστρια ψάχνει για παράδειγμα να μάθει ποια ήταν η πρώτη λέξη στην ιστορία της ανθρωπότητας, πότε άρχισαν να μιλάνε και τι διάολο είπαν, γιατί άραγε οι άνθρωποι έκαναν αυτήν την τεράστια προσπάθεια. Είναι τόσο γενικό και το θέμα της μνήμης που ψάχνει ο αφηγητής μου στο τελευταίο βιβλίο, που βεβαίως και θα συναντηθεί με το άλλο θέμα. Είναι αναμενόμενο, είτε πρόκειται για έρωτα, είτε για θάνατο, η μνήμη είναι παντού, οι λέξεις είναι παντού, και είναι ένα ζήτημα το οποίο μυθιστορηματικά εμένα μου επιτρέπει να αφήνω λίγο το ένα θέμα και να πιάνω το άλλο. Δηλαδή μου δίνει ένα περιθώριο να μετακινούμαι ανάμεσα στα δύο. Εγώ δεν πιστεύω ότι γίνεται μυθιστόρημα κανονικό με ένα θέμα, όποιο και να είναι αυτό, ακόμα και ένας θάνατος να είναι, δεν βλέπω πώς μπορεί να σταθεί…

Από όσο έχετε παρατηρήσει, υπάρχουν άλλοι συγγραφείς που να χρησιμοποιούν τον ίδιο αφηγηματικό τρόπο των δύο εμπλεκόμενων θεμάτων;

Β.Α.: Δεν νομίζω πως υπάρχουν άλλοι που να το κάνουν αυτό έτσι συστηματικά όπως το κάνω εγώ. Βέβαια δεν παρακολουθώ πολύ και τι δημοσιεύεται αυτά τα χρόνια ούτε εδώ ούτε στη Γαλλία, δεν προλαβαίνω. Διότι το δεύτερο θέμα είναι πάντα δύσκολο. Είναι που είναι δύσκολη η γραφή… Εγώ κάνω δυο χρόνια να φτιάξω ένα βιβλίο, όταν προστεθεί και μια άλλη δυσκολία, τέτοια που σε αναγκάζει να δεις ανθρώπους, να πας εδώ κι εκεί, μέρες και μέρες, δεν μένει χρόνος. Πρέπει να διαβάσω για αυτό που με απασχολεί.

Στα βιβλία σας υπάρχει συχνά μια ιδιαίτερη αναφορά και, θα λέγαμε, μια τρυφερότητα για την υλικότητα της γραφής, είτε αυτή αφορά τα χαρτιά και τα στυλό, είτε τις ίδιες τις λέξεις. Δείχνετε έτσι μια αγάπη για τα σύνεργα της δουλειάς;

Β.Α.: Πράγματι, ισχύει αυτό. Όλοι οι οδοντίατροι για παράδειγμα μιλάνε για αυτό που κάνουν, δηλαδή κάπου αισθάνομαι κι εγώ την ανάγκη να πω ότι εγώ περνάω τις μέρες μου σε ένα γραφείο με αυτά τα μολυβάκια και τούτη τη γομολάστιχα. Μπορείτε και να το εξακριβώσετε αν κοιτάξετε το γραφείο μου, δεν το έχω σκηνοθετήσει! Ναι, αισθάνομαι αυτήν την ανάγκη, οι μαραγκοί μιλάνε για τη δουλειά τους κι εγώ λίγο κάνω το ίδιο… Μπορεί να μην τα αποδίδω όλα αυτά στον αφηγητή, να είναι κάποιος άλλος, αλλά εν πάση περιπτώσει υπάρχουν αυτές οι αναφορές. Επανέρχεται επίσης το θέμα των λέξεων που στη δική μου περίπτωση είναι πολύ μεγαλύτερο και περίπλοκο, διότι το ενδιαφέρον μου για τις λέξεις είναι μεν με έναν τρόπο το ενδιαφέρον κάθε συγγραφέα για τις λέξεις, αφού από αυτές εξαρτάται, σ’ αυτές οφείλει τα πάντα, έτσι δεν είναι; Δηλαδή είναι συγγραφέας ακριβώς επειδή υπάρχουν οι λέξεις και τον εξυπηρετούν θα μπορούσαμε να πούμε. Για μένα όμως που έμαθα μια ξένη γλώσσα και έγραψα και σ’ αυτήν, δηλαδή την αφομοίωσα τελείως, αυτή η εμπειρία, βεβαίως με έχει σημαδέψει ακόμη περισσότερο. Ξέρω τις δυσκολίες να πεις ορισμένα πράγματα σε μια άλλη γλώσσα, μεταφράζοντας το κείμενο. Αλλά ξέρω επίσης ότι η δεύτερη γλώσσα, όποια κι αν είναι, μιας και γράφω εναλλάξ γαλλικά και ελληνικά, ασκεί έναν έλεγχο αρκετά αυστηρό πάνω στο κείμενο, που νομίζω ότι είναι καλός για το βιβλίο. Δηλαδή όταν μεταφράζω ένα κείμενο που το έχω γράψει ελληνικά ή γαλλικά και το μεταφέρω στην άλλη γλώσσα, ξεχνάω την πρώτη και κάνω δουλειά μεταφραστή. Για παράδειγμα μπορώ να προσθέσω κάτι, κάποια ιδέα που θα μου έρθει την ώρα της μετάφρασης. Έτσι αφιερώνω στα βιβλία μου τέσσερις μήνες παραπάνω από το αρχικό γράψιμο σε σχέση με έναν άλλο συγγραφέα. Είναι κέρδος οι τέσσερις μήνες παραπάνω! Μπορεί να μου έρθουν καλύτερες ιδέες, μπορεί κάτι να δω που πάει στραβά και φαίνεται καλύτερα στη μια γλώσσα και όχι στην άλλη. Έχουν μια αυστηρότητα οι γλώσσες, έχουν όμως και ευκολίες. Αν έγραφα ας πούμε μόνο ελληνικά μπορεί να χρησιμοποιούσα πιο πολύ κάποιους λαϊκισμούς, λίγη αργκό, στοιχεία που είναι λίγο της μόδας και που δεν τα χρειάζεται το μυθιστόρημα. Εμένα με προστατεύουν τα γαλλικά από αυτά. Και οι δύο γλώσσες έχουν διαφορετική αυστηρότητα. Ενώ δηλαδή η Γαλλία είναι η χώρα του λογοπαίγνιου και του ευφυολογήματος, δεν υπάρχει αυτό το στοιχείο στα βιβλία μου. Αν ήμουν Γάλλος μπορεί να υπήρχε, πού και πού έστω. Εγώ το βρίσκω βαρετό, ανόητο, απαράδεκτο αυτό. Είναι τα ελληνικά που το βρίσκουν απαράδεκτο, διότι σε εμάς δεν υπάρχει αυτό σε τέτοια έκταση, ενώ στη Γαλλία είναι ολόκληρη σχολή… Η σατυρική τους εφημερίδα είναι όλο καλαμπούρια, έχουν άλλη παράδοση.

Στα βιβλία σας συναντάμε συχνά μικρές, εύστοχες φράσεις, παρατηρήσεις για τη ζωή, πολλές φορές σε ανύποπτα σημεία, οι οποίες αν και συγκινούν δεν καταλήγουν ποτέ μελοδραματικές. Αυτές προκύπτουν κατά τη διαδικασία της συγγραφής ή προϋπάρχουν ως αποτέλεσμα εξωμυθιστορηματικής περισυλλογής και ψάχνουν να βρουν θέση στο έργο σας;

Β.Α.: Όλα αυτά γίνονται περίπου ταυτόχρονα. Κατ’ αρχήν δεν κάνω πλάνο, δεν ξέρω πού θα πάει το βιβλίο. Ξέρω τα βασικά πρόσωπα και θέματα, ενώ τα πρόσωπα τα διαλέγω ανάλογα με τα θέματα. Πρέπει να μου επιτρέψουν να φτιάξω αυτήν την ιστορία, αυτήν την κατασκευή. Δεν ξέρω πολλά πράγματα για το βιβλίο πριν το αρχίσω. Το παρακολουθώ λίγο όσο το γράφω, σαν να είμαι ο πρώτος αναγνώστης. Περιμένω και εγώ να βρω κάτι να με εκπλήξει, να βρω κάτι νόστιμο. Αυτές οι φρασούλες, καταλαβαίνω ποιες εννοείς, που είναι σαν ένα συμπυκνωμένο απόσταγμα σοφίας ή σκέψης, αυτές δεν τις έχω έτοιμες, πρέπει να μου έρθουν και είμαι πολύ χαρούμενος όταν τις βρίσκω. Αλλά τις βρίσκω εκείνη την ώρα. Δεν γράφω ας πούμε ένα δράμα και σκέφτομαι να φυτέψω εδώ και κάποια λουλουδάκια. Όχι, θέλω να αισθάνομαι απόλυτα ασφαλής όταν προχωρώ, να αισθάνομαι δηλαδή ότι είναι σωστό, ότι βασίζομαι σε αυτό που γράφω και δεν θα χρειαστεί να πάω πίσω. Σαν να μπορούσα να δώσω από τώρα που λέει ο λόγος στο τυπογραφείο το πρώτο κεφάλαιο, ότι δεν θα χρειαστεί να αλλάξει. Συμβαίνει να αλλάξω κάτι, αλλά σπάνια. Και αφετέρου είναι και η χαρά μου, δηλαδή στην ουσία η γραφή σού δίνει την ίδια χαρά που σου προσφέρει και η ανάγνωση. Όταν ανακαλύπτεις κάτι κάνοντας μια σκέψη, υπάρχει ένα μικρό εύρημα. Δεν θα το χαιρόμουν αν είχα μια μικρή ατζέντα με διάφορες σοφίες δικές μου για να τις πλασάρω στο βιβλίο. Πιστεύω ότι θα το καταλάβαινε και ο αναγνώστης, θα ήταν λίγο στημένα τα πράγματα. Εγώ προσπαθώ να είμαι όσο πιο αφελής γίνεται, όσο πιο αθώος. Να παρακολουθώ το βιβλίο σαν παιδί που του λένε μια ιστορία και ακούει προσεκτικά. Τι γίνεται παρακάτω, τι θέλω να ακούσω, τι θα μου άρεσε. Και έτσι προχωράει σιγά-σιγά. Αλλά δύο χρόνια το γράφω, δουλεύοντας δέκα με δεκαπέντε ώρες την ημέρα, δεν είναι καμιά δουλειά καφενείου. Είναι πολύ σοβαρή δουλειά! Τουλάχιστον, έτσι το βλέπω εγώ. Και είναι σοβαρή γιατί εμένα είναι και η ζωή μου. Δεν ξέρω αν απαντάω καλά στην ερώτηση…

Γράφετε δηλαδή τα βιβλία που θέλετε να διαβάσετε.

Β.Α.: Ακριβώς, πολύ σωστό. Να, αυτό είναι σαν αυτές τις φράσεις που λες. Προσπαθώ δηλαδή να κάνω κάτι που αν το είχε κάνει κάποιος άλλος θα μου άρεσε πολύ και θα έλεγα μπράβο του.

Στο έργο σας είναι έντονο το στοιχείο του χιούμορ. Είναι μάλλον διακριτικό, περισσότερο σαν ένα χαμόγελο που πηγάζει παρά τα γεγονότα, αλλά πάντως πάντοτε παρόν. Ποια είναι η σημασία του χιούμορ για την αφήγηση αλλά και τη ζωή;

Β.Α.: Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο πατέρας μου ήταν ηθοποιός και μάλιστα μάλλον κωμικός. Το κωμικό στοιχείο υπήρχε, όχι στην καθημερινή ζωή, στην οποία ήταν βαρετός και δεν μιλούσε ιδιαίτερα, αλλά στο θέατρο. Εκεί ήταν πάρα πολύ χαριτωμένος και είχε τον τρόπο να βγάζει γέλιο. Υπάρχει λοιπόν ένα προηγούμενο. Η μητέρα μου από την άλλη δεν είχε χιούμορ, δεν ήταν το είδος της. Υπάρχουν και συγγραφείς που είναι και καλοί δάσκαλοι, που σου μαθαίνουν πράγματα. Σκέφτομαι κυρίως τους κλασικούς. Ξέρω ότι τη σημασία του χιούμορ την ανακάλυψα χάρη στον Ντίκενς και στον Μπέκετ και πολύ αργότερα χάρη στον Δον Κιχώτη, που έχει και αυτός φοβερό χιούμορ. Ανακαλύπτεις διαβάζοντας στην αρχή των Μεγάλων Προσδοκιών ότι περιγράφει μια άθλια κατάσταση, ενός ορφανού παιδιού που το βρίζει η μητριά του, που ζει σε ένα μέρος όλο λάσπες, λίμνες, σε ένα άθλιο τοπίο, και έχει όλα τα βάσανα του κόσμου. Θέλω να πω ότι στα λέει αυτά και εσύ γελάς. Δηλαδή δεν είναι παράταιρο το χιούμορ, ζεις το δράμα του παιδιού, δεν είναι ότι δεν σε συγκινεί, αλλά μπαίνει και ένα ανάλαφρο στοιχείο. Το βρίσκω απαράδεκτο για έναν συγγραφέα να βαραίνει πολύ τα πράγματα. Σε προστατεύει και από τη σοβαροφάνεια που είναι κουσούρι πολλών συγγραφέων. Λοιπόν μια μέρα σ’ αυτήν την ερημιά, ο ήρωας των Μεγάλων Προσδοκιών συναντάει επιπλέον και έναν δραπέτη από το κάτεργο που πάει να τον σκοτώσει στο ξύλο γιατί του ζητάει να πάει κάτι να του φέρει και καταλήγει να τον πιάνει από τα πόδια ανάποδα. Πώς το λέει αυτό ο Ντίκενς; Λέει: «Ξαφνικά είδα αναποδογυρισμένο το καμπαναριό του χωριού». Απίστευτο! Κατάλαβα από τον Ντίκενς ότι το χιούμορ και το δράμα μπορούν να συνυπάρξουν και είναι ωφέλιμη αυτή η συνύπαρξη και για τα δύο στοιχεία. Επειδή μοιραία διηγείσαι στα βιβλία και δυσάρεστα γεγονότα, το χιούμορ αποτελεί κάπως ένα παράθυρο. Όπως και στη ζωή. Στις κηδείες για παράδειγμα πάντοτε δεν γελάμε κιόλας; Υπάρχει βέβαια και η κωμωδία του Σεφερλή ή του Λαζόπουλου για παράδειγμα, η οποία έχει μια ριζική διαφορά. Το χιούμορ αυτών είναι «εξυπνακίστικο», θεωρούν ότι είναι πιο έξυπνοι από αυτό που σου διηγούνται, θέλουν να βγουν από πάνω. Πουλάνε μούρη, ενώ ο κανονικός χιουμορίστας, όπως ο Μαρκ Τουέιν για παράδειγμα, σε βάζει να γελάς εις βάρος του, δείχνοντας ότι ο ίδιος είναι ο βλάκας που δεν καταλαβαίνει. Αυτός βρίσκεται στην αδύναμη θέση. Στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής που κάνω, σε μία από τις ασκήσεις που βάζω, οι συμμετέχοντες πρέπει να μπουν στη θέση ενός αποβιώσαντα στον οποίο δίνεται η δυνατότητα να πάρει δίωρη άδεια, όπως στον στρατό, από τον διευθυντή του νεκροταφείου, αλλά για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να κάνει μία αίτηση όπου να τη δικαιολογεί γιατί τη θέλει. Κάποιος μου έγραψε στην «αίτησή» του ότι ήθελε να πάρει άδεια επειδή πέθανε κάποιος φίλος του και ήθελε να πάει στην κηδεία! Αυτό είναι ένα πάρα πολύ καλό αστείο εύρημα!

Ποιος είναι ο κόσμος που ενδιαφέρεται για τα σεμινάρια γραφής που διοργανώνετε; Πώς ανταποκρίνεται;

Β.Α.: Σε αυτά τα σεμινάρια έρχεται κόσμος κάθε είδους. Ένας κύριος, σχεδόν συνταξιούχος, που διδάσκει παλαιοντολογία στο Πανεπιστήμιο, μια νοσοκόμα, ένας φύλακας… Άνθρωποι κάθε ηλικίας. Ο στόχος είναι απλώς να χαλαρώσουν σε σχέση με τη γραφή και να βάλουν τη φαντασία τους να λειτουργήσει. Όταν σε στριμώχνουν και σου λένε ότι έχεις δέκα λεπτά να γράψεις μια ιστορία, αναγκαστικά θα το κάνεις. Αλλά τις ασκήσεις τις κάνω και εγώ εκείνη την ώρα, κυρίως γιατί έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον έτσι, αλλιώς θα βαριόμουν. Μια άλλη άσκηση που συνήθως έχει πολύ καλά αποτελέσματα, είναι αυτή που από μια σελίδα του τηλεφωνικού καταλόγου της Σαντορίνης που έχω φυλάξει, καλούνται να γράψουν μια ιστορία με κάποια από τα ονόματα. Από εκεί βγήκαν πάρα πολύ αστείες ιστορίες. Όταν είναι τόση η πίεση χρόνου και ζητείται κάτι τόσο συγκεκριμένο, βγαίνει αποτέλεσμα. Αν για το ίδιο πράγμα τους έλεγα να το πάρουν σπίτι τους και να το φέρουν την επομένη, θα χάνονταν τελείως. Γιατί ξεκινάει κανείς με μια ιδέα, δεν τη βρίσκει πολύ καλή και έπονται τα γνωστά. Ενώ εκεί η πίεση βοηθάει και προχωράει το γραπτό. Σε γενικές γραμμές είναι μάλλον ευχάριστη η ατμόσφαιρα στα σεμινάρια αυτά.

Για αρκετά χρόνια εργαστήκατε ως δημοσιογράφος στη Γαλλία. Η έρευνα που προηγείται πριν εντάξετε κάτι στα βιβλία σας βασίζεται στη δημοσιογραφική σας ιδιότητα;

Β.Α.: Έχει να κάνει με το δημοσιογραφικό παρελθόν, βέβαια. Το ότι ξέρω ότι είναι δύσκολο να κλείσεις τα ραντεβού, ότι πρέπει να επιμείνεις, πρακτικά πράγματα. Αλλά έχω αυτήν την πείρα και δεν πτοούμαι όταν μου πουν να ξανακαλέσω για παράδειγμα σε δεκαπέντε μέρες. Εγώ εκεί είμαι σε δεκαπέντε μέρες ξανά και ξανά. Καταφέρνω λοιπόν να συναντήσω τους ανθρώπους που θέλω. Τώρα πια που μεγάλωσα και με ξέρουν και κάποιοι είναι λίγο πιο εύκολα τα πράγματα. Μπορούν να δουν κι αυτοί ποιος είσαι και ότι σοβαρολογείς… Αλλά έχω περάσει πάρα πολύ ωραίες στιγμές, μου αρέσει να μαθαίνω! Πέρα από όλα τα άλλα, το γράψιμο για μένα είναι μια σημαντική ευκαιρία να μάθω. Έχω συναντήσει έτσι επιστήμονες κυρίως, πολύ σημαντικούς. Και όσο πιο σημαντικοί είναι, δε τόσο πιο απλά και χαλαρά μιλάνε. Μπορεί για παράδειγμα ένας νεαρός καθηγητής να ξινίζει τα μούτρα του, να μη θέλει να σου μιλήσει, να θεωρεί ότι δεν έχεις ιδέα… Βεβαίως και δεν έχω ιδέα, αυτό έλειπε να πω το αντίθετο, αλλά μ’ αρέσει να βρεθώ με τον άνθρωπο που θα μου δώσει μια ιδέα… Με αυτόν τον τρόπο έχω παρακολουθήσει μέχρι και τεστ για τον εγκέφαλο, για το θέμα της μνήμης. Είχα πάει στο Ινστιτούτο Μελέτης του Εγκεφάλου στο Παρίσι που είναι στο Κέντρο Ατομικής Ενέργειας. Καθόλου εύκολα δεν μπαίνεις εκεί μέσα, πραγματικά καθόλου. Αλλά είχα κανονίσει, είχα τηλεφωνήσει, είχα επιμείνει, είχα γράψει. Πολλές φορές γράφω χειρόγραφα γράμματα ζητώντας τους να με συναντήσουν, διότι τους συγκινεί ένα χειρόγραφο γράμμα. Κανείς δεν το χρησιμοποιεί πια. Αν γράψεις σ’ έναν καθηγητή, στον Διευθυντή του Ινστιτούτου Παστέρ, έναν ηλικιωμένο άνθρωπο που θεωρείται από τους καλύτερους μελετητές στον κόσμο του εγκεφάλου, για τον οποίο δεν έχουμε πολύ καλή γνώση ακόμα και σήμερα, αλλά που σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος αυτός είναι μια κορυφή και θα μπορούσε να έχει πάρει δέκα βραβεία Νόμπελ, θα σε δεχθεί. Λοιπόν του έγραψα και έμεινε κατάπληκτος που πήρε επιστολή από το ταχυδρομείο. Έχω αυτό το καλό, ξέρω τι τους επηρεάζει. Μου έδωσε λοιπόν ραντεβού για φαγητό με τη γυναίκα του και έμαθα ένα σωρό πράγματα για τον εγκέφαλο και τη μνήμη, που βεβαίως τα χρειαζόμουν, αλλά ταυτόχρονα ήμουν και καταχαρούμενος. Δεν φαντάζεσαι τι ωραία που αισθανόμουν την ημέρα που τον είδα με τη γυναίκα του σε ένα ελληνικό εστιατόριο, χαλαρά πράγματα. Αλλά έτσι μαθαίνεις. Κάποια στιγμή λοιπόν βγήκα για να καπνίσω. Με επέπληξε εντονότατα αυτός βέβαια, αλλά μετά μου είπε: «Όσο συνεχίζετε το βιβλίο σας, δεν θα μπορέσετε να κόψετε το κάπνισμα.» Μου απεκάλυψε λοιπόν ότι η νικοτίνη βοηθά στη λειτουργία του εγκεφάλου και ότι ετοιμάζουν ένα φάρμακο για το Αλτσχάιμερ με βάση τη νικοτίνη. Μας έπιασαν βέβαια τα γέλια καθώς του παραπονέθηκα ότι αυτό δεν το λένε στις εφημερίδες. Μου αποκρίθηκε: «Όχι βέβαια, θα μας σκοτώσουν!».

Πολλές φορές στα μυθιστορήματά σας κάνετε χρήση πραγματικών στοιχείων, τα οποία επεξεργάζεστε για να ενταχθούν σε λογοτεχνικό περιβάλλον, όπως με τον χαρακτήρα του Γάλλου εκδότη. Ωστόσο ενίοτε αναφέρεστε σε οικεία σας πρόσωπα ακόμα και ονομαστικά. Σας έχουν δημιουργηθεί προβλήματα από τέτοιες αναφορές;

Β.Α.: Από πραγματικά πρόσωπα μου έχουν δημιουργηθεί προβλήματα, ακόμα κι αν η αναφορά στη διήγηση γίνεται με καλή πρόθεση. Στο πρώτο βιβλίο, το Σάντουιτς, που δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, ο αφηγητής στο τέλος διηγείται ότι σφάζει τη γυναίκα του, την κόβει κομματάκια, τα πάει στις αποσκευές του σιδηροδρομικού σταθμού και μετά πάει σε ένα καφενείο, πίνει μια μπυρίτσα και τρώει και ένα σάντουιτς που είναι και ο τίτλος του βιβλίου. Θυμάμαι ότι ο πεθερός μου είχε τρομάξει όταν το είχε διαβάσει. Δεν είχε και πολύ χιούμορ και, ενώ με ήξερε και με συμπαθούσε, εκεί έπαθε ένα σοκ. Μου έχει συμβεί με πρόσωπα υπαρκτά να θυμώσουν ή να παρεξηγηθούν. Τώρα προσέχω πολύ με τα ονόματα, μην εκθέσω κανέναν, κάποτε το πρόσεχα λιγότερο. Θυμάμαι είχα έναν φίλο, είναι ακόμα φίλος μου, που ήταν παντρεμένος με μια ανυπόφορη γυναίκα. Αυτή ήταν τόσο αντιπαθής, που τα πεθερικά της, οι γονείς του φίλου μου, είχαν μια φωτογραφία της στο σπίτι τους, την οποία ο πατέρας είχε γυρισμένη με τη μούρη στον τοίχο και φαινόταν το πίσω μέρος του κάδρου. Εκείνη δεν το ήξερε, αφού όποτε επρόκειτο να έρθει επίσκεψη το γύριζαν το καδράκι. Εγώ το έβαλα αυτό σε ένα βιβλίο και το ανακάλυψε μέσω του βιβλίου. Ήταν όπως ήταν, τότε εξαγριώθηκε εντελώς! Δεν την ξαναείδα βέβαια, αν και δεν μπορώ να πω ότι το συγκεκριμένο μου κόστισε... Και στη σχέση με τα παιδιά μου ας πούμε, κάπου το περιορίζω, σκέφτομαι ότι δεν είναι δικό μου θέμα αυτό. Από την άλλη έχω όμως παιδιά, να παριστάνω ότι δεν με αφορά; Αλλά τώρα προσέχω περισσότερο, αισθάνομαι και εγώ λίγο πιο άνετα έτσι. Θέλει μια προσοχή για να αφήνω και το πεδίο ελεύθερο στους άλλους.

Από πλευράς περιεχομένου υπάρχουν κάποια θέματα που τις περισσότερες φορές ανακύπτουν στα μυθιστορήματά σας, όπως η απώλεια ή ο θάνατος. Η προσέγγιση του θανάτου μέσω της μυθιστορηματικής αφήγησης βοηθά και τον ίδιο τον γράφοντα;

Β.Α.: Η γραφή έχει έναν θεραπευτικό χαρακτήρα, εξομαλύνει τα πράγματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Εγώ αισθανόμουν ότι το Κλαρινέτο το όφειλα στον φίλο μου που πέθανε και ήθελα να κάνω ένα βιβλίο που αν ζούσε και το διάβαζε θα του άρεσε. Το πρόσωπο με αυτό το όνομα υπήρξε, αλλά οι διάλογοι είναι φανταστικοί. Περιέχονται απλώς πράγματα που του μοιάζουν. Δηλαδή τον χρησιμοποίησα, καθώς ήταν και ο ίδιος μυθιστοριογράφος και μου δίνεται έτσι το δικαίωμα να τον χρησιμοποιήσω αρκετά ελεύθερα. Κάποιες από τις σκηνές και τα περιστατικά του βιβλίου είναι αληθινά. Αυτά που λέμε δεν είναι, όμως αν διάβαζε το βιβλίο θα το ενέκρινε. Δεν τον έχω προδώσει και είμαι βέβαιος για αυτό, το αισθάνομαι, το κατάλαβα όταν τελείωσε η συγγραφή του μυθιστορήματος. Αισθάνομαι και μια ανακούφιση. Όχι σαν να έκλεισε ένας λογαριασμός, αλλά σαν να το όφειλα αυτό το πράγμα, όπως πάει κανείς λουλούδια στο νεκροταφείο για παράδειγμα. Εγώ του πήγα αυτό. Η γραφή βοηθά να ζήσεις τις καταστάσεις. Έχω την εντύπωση ότι αν δεν τα γράψεις τα πράγματα είναι και λίγο σαν να μην υπάρχουν. Περίεργο πράγμα. Αν δω κάτι που μου αρέσει το μυαλό μου πάει αμέσως στο πώς θα αποτυπωθεί γραπτά, πού θα βρει μια θέση. Είναι σαν να μην μου αρκεί σκέτη η εμπειρία. Πρέπει να μπει στον λόγο.

Κάνοντας μία επισκόπηση του έργου σας βλέπουμε ότι τα πρώτα βιβλία διαφέρουν υφολογικά σε σχέση με τα επόμενα. Πότε θεωρείτε ότι βρήκατε το ύφος σας;

Β.Α.: Νομίζω ότι τα τρία πρώτα βιβλία είναι δοκιμές. Το πρώτο, το Σάντουιτς, είναι παρωδία διάφορων ειδών μυθιστορημάτων. Δηλαδή δεν ταυτίζομαι με τίποτα εγώ, απλώς γελάω. Το έγκλημα που περιγράφεται στο βιβλίο, είναι παρμένο από αρχεία μιας λαϊκής εφημερίδας, είναι όλοι οι φόνοι του χρόνου που τους έχω διαμορφώσει σε έναν. Άρα είναι παρωδία της λαϊκής δημοσιογραφίας. Το δεύτερο, Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ είναι λίγο φανταστικό αλλά χιουμοριστικό βιβλίο. Ίσως να ήταν και μια απελευθέρωση, καθώς κυριαρχεί και το σεξουαλικό θέμα. Πιθανώς χρειαζόμουν να περάσω και από εκεί. Το Κεφάλι της γάτας είναι αστυνομικό κανονικό. Είναι το μόνο βιβλίο μου σε τρίτο πρόσωπο και ήταν μια άσκηση για να δω αν μπορώ να γράψω έτσι. Δηλαδή μπορώ να πω ότι μέχρι το Κεφάλι της Γάτας κάνω τρεις δοκιμές ώσπου φτάνω στο τέταρτο βιβλίο, το Τάλγκο, που είναι το πρώτο μυθιστόρημα στο οποίο βρίσκω το ύφος μου. Και είναι και το πρώτο γραμμένο στα ελληνικά. Η δουλειά είχε γίνει μέχρι εκείνο το σημείο μόνο γαλλικά, όμως τα ελληνικά με βοήθησαν να βρω αυτό που μου ταίριαζε. Παραδόξως αυτό δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα. Τώρα στην κουβέντα που κάνουμε το συνειδητοποιώ, ότι δηλαδή το πρώτο αναγνωρίσιμο βιβλίο μου, αναγνωρίσιμο και από μένα τον ίδιο, είναι αυτό.

Στο Κλαρινέτο αναρωτιέστε σε ένα σημείο αν οι συζητήσεις με τον φίλο σας «θα είναι άραγε οι ίδιες χωρίς καπνό». Αυτή είναι σκέψη που έχει περάσει από το μυαλό κάθε καπνιστή, αλλά μήπως αυτό συμβαίνει επειδή είναι καταλυτική η επιρροή της τέχνης στις ζωές μας; Μήπως φοβόμαστε άδικα, απλώς επειδή είμαστε δέσμιοι των πολιτιστικών αναφορών και της κουλτούρας που «καταναλώνουμε» όσο ωριμάζουμε; Για παράδειγμα, δεν νομίζω ότι υπάρχει νουάρ μυθιστόρημα που να μη «μυρίζει» ντουμάνια καπνού…

Β.Α.: Είναι πολύ δύσκολη αυτή η ερώτηση γιατί είναι ψυχαναλυτική. Για να το απλοποιήσουμε, να εξετάσουμε πόσο μας επηρεάζει η τέχνη. Υπάρχουν βέβαια ηλικίες στη ζωή που η επιρροή είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη. Και η επιρροή για έναν μυθιστοριογράφο δεν είναι αναγκαστικά από βιβλία, μπορεί να είναι και από ταινίες. Εγώ δηλαδή όταν πρωτοπήγα στη Γαλλία, ανακάλυψα τον Buster Keaton που δεν τον ήξερα καθόλου, καθώς οι ταινίες του ξανακυκλοφορούσαν τότε, και βεβαίως το χιούμορ για το οποίο συζητούσαμε προηγουμένως, το έχω δει και σ’ αυτόν. Το λίγο σινεμά που έκανα πολλά χρόνια αργότερα έχει τέτοια κωμικά στοιχεία. Δεν υπάρχει λοιπόν μόνο η επιρροή από τους μεγάλους συγγραφείς. Εγώ θυμάμαι το εξής χαρακτηριστικό. Όταν ήμασταν μικροί στο σχολείο, μάλλον στο δημοτικό, είχαμε εντοπίσει ότι οι Αμερικάνοι ηθοποιοί στα φιλμ νουάρ κάποιες στιγμές σήκωναν το ένα φρύδι πιο ψηλά από το άλλο. Και θεωρούσαμε ότι αυτό ήταν καταπληκτικό, αλλά είναι λίγο δύσκολο να το κάνεις! Δεν μπορείς δηλαδή όντας παιδάκι να κουνήσεις μόνο το ένα φρύδι! Και μας θυμάμαι με τον διπλανό μου στην τάξη να καθόμαστε πιέζοντας με τον δείκτη το φρύδι ώστε σιγά-σιγά να μάθουμε να το κάνουμε. Αυτές είναι μεν λίγο παιδικές συμπεριφορές, αλλά μπορεί να έχουν και μια συνέχεια εποικοδομητική. Είδα για παράδειγμα ότι ο Τατσόπουλος έδωσε τίτλο σε ένα βιβλίο του παρμένο από το Λεωφορείον ο Πόθος. Το λέει μέσα βέβαια και ο ίδιος, Η καλοσύνη των ξένων. Είναι πάρα πολύ ωραίος τίτλος και πολύ ωραία φράση. Αλλά έχουν μια πραγματικότητα οι ήρωες των μυθιστορημάτων. Όταν ήμασταν παιδιά μεγαλώσαμε και μ’ αυτούς, όχι μόνο με τους θείους και τις θείες μας. Με τον Ταρζάν, τον Ντ’ Αρτανιάν ή τον Άθω, στον οποίο εγώ είχα μια αδυναμία, επειδή ήταν μονίμως πικραμένος, η ζωή του ήταν μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση με τη Μυλαίδη και τον συμπαθούσα ιδιαίτερα. Ήταν άνθρωποι, πλάσματα παρόντα στη ζωή μας.

Ο Μίλαν Κούντερα σε μια συνέντευξη είχε περιγράψει τον εαυτό του ως «ηδονιστή σε έναν υπερπολιτικοποιημένο κόσμο». Στο τελευταίο σας βιβλίο, το Κλαρινέτο, λέτε αναφορικά με το συγγραφικό έργο του Jean-Marc Roberts[1] ότι, αν έπρεπε να το συνοψίσετε σε μια εικόνα, θα διαλέγατε αυτή ενός μικρού αγοριού που τρέχει πίσω από ένα φορτηγό μετακομίσεων. Αναρωτιόμαστε αν, μετά από σαράντα τρία χρόνια λογοτεχνικής συγγραφής, έχετε καταλήξει σε έναν αντίστοιχο ορισμό του εαυτού σας ως συγγραφέα, ή σε μια παρόμοια μεταφορά που να συνοψίζει τρόπον τινά τα βιβλία σας.

Β.Α.: Σχετικά με τον Jean-Marc, πρέπει να πω ότι ήταν πιο ρομαντικός από εμένα. Είχε κάνει τρεις γάμους και είχε πέντε παιδιά, ονειρευόταν την οικογένεια σε κάθε τέτοια απόπειρα. Ίσως επειδή μεγάλωσε μόνος του με μια μητέρα ηθοποιό, η οποία ξενυχτούσε και εν τέλει μεγάλωσε ολομόναχο αυτό το παιδί και μάλλον πρόωρα με έναν τρόπο. Ίσως του έλειπε πολύ η οικογένεια, ενώ εγώ δεν είχα τέτοιο θέμα, δεν χώρισαν οι γονείς μου ή δεν μου συνέβη κάτι αντίστοιχο. Εκείνος σε κάθε σχέση που ξεκινούσε, ήδη από την αρχή ήθελε να χωρίσει την προηγούμενη, να μετακομίσει, να πάει στον δικηγόρο, όλα αμέσως! Του έλεγα να συμμαζευτεί λιγάκι, να περιμένει, αλλά ήταν πολύ ενθουσιώδης. Είχε την ικανότητα να ενθουσιάζεται πάρα πολύ με τις γυναίκες. Εγώ δεν την έχω αντίστοιχα. Δεν ενθουσιάζομαι τόσο και προτιμώ να ζω μόνος, ενώ εκείνος πίστευε ότι δεν μπορούσε. Πολλά άτομα το έχουν αυτό, πιστεύουν ότι δεν μπορούν να μείνουν μόνοι και μόλις τελειώσει μια ιστορία βιάζονται να αρχίσει μια άλλη για να μη μεσολαβήσει κενό διάστημα. Εγώ δεν το έχω αυτό. Στη δική μου περίπτωση είναι σαν να έχω παντρευτεί τη δουλειά μου. Οπότε δεν θέλω να μπει τρίτος ανάμεσα και μια γυναίκα είναι ένας τρίτος. Δεν έχω ξαναζήσει από τα σαράντα μου χρόνια με άλλη γυναίκα. Εννοώ να συζήσουμε για ένα κάποιο διάστημα, δεν μιλάω για επτά μέρες διακοπών. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να τα συνοψίσει κανείς όλα σε μια σκηνή… Πίσω από τι θα έτρεχε το αγοράκι αν επρόκειτο για μένα… Ίσως δεν τα συνοψίζει όλα, αλλά κάποια σίγουρα… Θα πω λοιπόν την τελευταία ιδέα που μου ήρθε στο μυαλό, είναι σημερινή, δεν είναι κάτι που έχω γράψει και δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, παρά ένα μικρό εύρημα. Ότι πρέπει στα φέρετρα να βάζουμε δυο ρόδες στην άκρη και ένα χερούλι στην άλλη ώστε να μπορεί να τα μεταφέρει ένα άτομο, σαν τις βαλίτσες. Και φανταζόμουν κάποιον να μπαίνει στο Πρώτο Νεκροταφείο με ένα κανονικό φέρετρο, με τον πεθαμένο μέσα και τα δύο του ροδάκια και να το σέρνει από το χερούλι. Διότι γίνεται έτσι και μια οικονομία στο πνεύμα της εποχής μας. Το φέρετρο-βαλίτσα. Πήγαινέ τον μόνος σου!

Τι θα λέγατε ότι σας οδηγεί στη συγγραφή κάθε επόμενου βιβλίου; Έχετε μιλήσει για μια εσωτερική ανάγκη που σας παρακινεί να γράψετε. Σήμερα, ασχέτως του μεγέθους του αναγνωστικού κοινού, ολοένα και περισσότεροι αποφασίζουν να εκδώσουν κάποιο έργο τους. Πού αποδίδετε αυτήν την πληθώρα; Ποιος θα ήταν ένας καλός τρόπος να δοκιμάσει κανείς να γράψει;

Β.Α.: Ας μη μυθοποιούμε κιόλας τη λέξη ανάγκη. Εγώ έτσι το εξηγώ γιατί όλη μου τη ζωή έτσι την πέρασα. Όταν έχω τελειώσει ένα βιβλίο και πριν αρχίσω να γράφω το επόμενο, νιώθω σαν να με έχουν απολύσει! Βέβαια, εκ των υστέρων το λέει κανείς αυτό. Νεαρός δεν είναι πολύ εύκολο να κλειστείς στο σπίτι για να κάτσεις να γράψεις. Σιγά-σιγά γίνονται τα πράγματα. Η γραφή θα σου πει αν σε θέλει ή όχι, αν έχεις κάτι να πεις ή όχι. Άρα πρέπει να της αφιερώνεται κάποιος χρόνος για να τα πει αυτά… Δεν θα σου αποκαλυφθεί αυτό ούτε στο καφενείο ούτε στη διάβαση. Δεν υπάρχουν λοιπόν κανόνες. Εμένα μου άρεσε η γραφή, όπως μου άρεσε και η ανάγνωση. Διάβαζα πάρα πολύ μικρός, ενθουσιαζόμουν από μικρό παιδί. Μου φαίνονταν πάρα πολύ χοντρά τα βιβλία και έλεγα σιγά τώρα μην καταφέρω εγώ να το κάνω αυτό. Όγκος… Μου φαινόταν απίστευτο. Σημαντικό είναι να διαβάζεις κάτι που είναι κυριολεκτικά γραμμένο, γιατί πολλά δεν είναι. Πολλά είναι κάτι μεταξύ συνέντευξης στην εφημερίδα, συζήτησης στην τηλεόραση, κουβέντας στο καφενείο, ένα νεφέλωμα που δεν έχει κανένα νόημα. Δεν φαίνεται να υπάρχει καμία ανάγκη συγγραφής, καμιά… Είναι σαν να απευθύνεσαι σε μη επαγγελματία για να σου φτιάξει το τηλέφωνο. Φαίνεται αμέσως ότι πρόκειται για κάτι κατασκευασμένο. Όλα αρχίζουν έτσι λίγο ζωηρά και μετά από δέκα σελίδες αναρωτιέται κανείς τώρα τι μας λέει αυτός, πού το πάει. Ε, δεν το πάει πουθενά. Πρόκειται για μαζεμένες προσθήκες, για να γεμίσουν οι 180-200 σελίδες και να θεωρείται μυθιστόρημα. Κάποιοι μπορεί να το κάνουν και λόγω ματαιοδοξίας. Δικαιολογείται λίγο και η ύπαρξή σου. Σκέφτεται κανείς ότι έχει βγάλει και δυο βιβλία, εντάξει, γιατί όχι. Η γραφή όμως θέλει ώρες και ησυχία. Σημαντικό είναι και το πού μένεις. Δεν πρέπει να μπαινοβγαίνει κόσμος, να μην έχεις καμία φιλενάδα που βαράει τα τηλέφωνα όλη την ώρα. Θέλει συγκέντρωση. Να κάθεσαι με το χαρτί. Αυτό που κάνει ο καθένας είναι μοναδικό, δεν θα το κάνει κανένας άλλος, αυτό είναι το καλό με τη γραφή. Χέστε τον Ντοστογιέφσκι, μην τον σκέφτεστε όταν γράφετε.

 Έχετε αναφέρει τόσο σε βιβλία σας, όσο και σε συνεντεύξεις σας, ότι διατηρούσατε ένα περίεργο συναίσθημα καθώς τα χρόνια της Χούντας μένατε στη Γαλλία και δεν επιστρέψατε στην Ελλάδα. Σε μία εποχή δύσκολη για την Ελλάδα, πώς πήρατε την απόφαση να γυρίσετε μόνιμα;

Β.Α.: Προτιμώ να μένω εδώ πλέον. Έχω κουραστεί λίγο, έχω κάνει και ό,τι ήταν να κάνω έξω. Πηγαίνω βέβαια να δω τον γιο μου και τα εγγόνια μου. Η κατάσταση εδώ είναι αυτή που είναι, αλλά εγώ εδώ γεννήθηκα, εδώ αισθάνομαι πιο πολύ σπίτι μου, όπως και αν είναι η κατάσταση. Έχει ενδιαφέρον η σκέψη γύρω από την αβεβαιότητα της κρίσης. Και η δυστυχία είναι δημιουργική, αρκεί να μη σε διαλύσει. Και στο κάτω-κάτω της γραφής δεν θα την κοπανάμε όλοι στα δύσκολα. Εγώ έλειψα την περίοδο της δικτατορίας, τώρα ας είμαι εδώ κι ας είναι δύσκολα, που όντως είναι, το βλέπω. Μπορεί στο υποσυνείδητό μου κάπου να μπλέκουν αυτά, να έχω κάποιες ενοχές, επειδή έλειψα τότε, στη Χούντα. Εγώ τότε κατάφερα και βρήκα δουλειά στη Γαλλία, δεν ήταν εύκολο, αλλά για τη Γαλλία ήταν η πιο καλή εποχή, μετά τον Μάη του '68, όλα ρόδινα και όλοι οι ξένοι ευπρόσδεκτοι, ιδιαίτερα οι Έλληνες λόγω της δικτατορίας. Δηλαδή εγώ εκμεταλλεύτηκα κατά έναν τρόπο αυτήν την περιπέτεια, οπότε μπορεί να έχω και κάποιες ενοχές. Βέβαια από την άλλη, μήπως τώρα κάνω και τίποτε εδώ; Πάω και πουλάω το περιοδικό των αστέγων, τη Σχεδία, καμιά φορά στο Κολωνάκι… Νόμιζαν μάλιστα κάποιοι ότι είμαι μάρτυρας του Ιεχωβά! Κάτι πούλησα πάντως!

Στο Κλαρινέτο ασχοληθήκατε με την κατάσταση που βιώνουν οι άστεγοι και ερευνήσατε αρκετά το θέμα. Τι σας συντάραξε περισσότερο από αυτή την έρευνα;

Β.Α.: Έκανα έρευνα με τους άστεγους. Έχουμε παίξει πινγκ πονγκ εδώ, έχουμε μιλήσει πολύ. Θυμάμαι μια στιγμή πολύ δύσκολη. Έφαγα κάποια στιγμή με μια κοπέλα, την Ορθοδοξία, που παίζει ποδόσφαιρο και είναι είκοσι χρονών (τερματοφύλακας της Εθνικής Ομάδας Αστέγων, αναφέρεται και στο Κλαρινέτο), η οποία είχε μεγάλη όρεξη να μιλήσει. Τσιμπήσαμε λοιπόν κάτι ένα βράδυ και μετά ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι αυτή μπορεί να μην έχει πού να πάει… Τι βαρύ πράγμα είναι αυτό… Δηλαδή σκέφτεσαι κάποια στιγμή «δεν θα το διαλύσουμε να πάω σπίτι μου; Τι θα γίνει;». Της πρότεινα λοιπόν να πηγαίνουμε σιγά-σιγά και λέγοντάς το σκέφτηκα πού να πηγαίνει αυτή τώρα… Δηλαδή σου έρχεται να βάλεις τα κλάματα… Αλλά πρέπει να κάνεις τον κόπο να πας προς τον άλλον, να κάνεις το διάβημα ρε γαμώτο, δεν μπορεί κάτι τέτοιο να το φανταστείς μόνος σου στο δωμάτιό σου. Σε σχέση με τη γλώσσα μάλιστα, αρκετοί άστεγοι ζούνε στη σιωπή και την ξεχνούν και αυτή. Δεν τους μιλάει κανείς. Λένε ότι όλοι έχουν κάποια ψυχιατρικά προβλήματα… Στη Γαλλία, είχα κάνει μια ανάλογη έρευνα, και έμαθα ότι υπάρχει κίνδυνος να μην μπορούν πια να μιλήσουν, να χάσουν τις λέξεις. Είναι τόσο μόνοι, είναι δύσπιστοι και καχύποπτοι μεταξύ τους, μην τους κλέψει ή τους σκοτώσει κάποιος, ο κόσμος δεν τους μιλάει και πολύ γρήγορα αρχίζουν και ξεχνάνε τη γλώσσα. Δεν μπορούν να εκφραστούν κανονικά. Λένε κάτι μισόλογα, κάτι βρισιές… Κουβέντα πια δεν μπορείς να κάνεις… Αυτοί με τη Σχεδία πιστεύω ότι το αποφεύγουν αυτό. Γιατί αυτό είναι μια τραγωδία. Να χάσεις και τις λέξεις ρε πούστη μου δηλαδή;

Αν και, όπως έχετε πει, δεν παρακολουθείτε ιδιαίτερα την επίσημη πολιτική επικαιρότητα, συμμετέχετε ενεργά και μάλιστα με δημιουργικό τρόπο στην κοινωνία. Ποια θα λέγατε ότι είναι η στόχευσή σας;

Β.Α.: Προσπαθώ αυτό που κάνω να το κάνω καλά. Έχει μοιραία και μια πολιτική διάσταση κάτι τέτοιο. Μακάρι και άλλοι να το έκαναν αυτό, όχι ότι εγώ είμαι κανένας σπουδαίος, αλλά από σεβασμό στους άλλους δεν είναι δυνατόν αφού αποφάσισες να κάνεις κάτι να μην το κάνεις καλά. Έτσι βελτιώνεις και τη δική σου ζωή, αλλά και για τους γύρω σου έχει μια σημασία. Αισθάνεσαι και εσύ κάπου χρήσιμος, ότι δεν κοροϊδεύεις τον κόσμο.


[1] Ο Jean-Marc Roberts (1954-2013) ήταν γάλλος συγγραφέας και επικεφαλής του εκδοτικού οίκου Stock από το 1998 μέχρι και τον θάνατό του. Υπήρξε φίλος του Βασίλη Αλεξάκη και εκδότης πολλών βιβλίων του. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Affaires étrangères (Παρίσι: Seuil, 1979) υπό τον τίτλο Αλλουνού υπόθεση από τις εκδόσεις Aquarius.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine