Θεωρία

Ανάμεσα σε δύο κόσμους

To κείμενο που ακολουθεί αφορά στην ανάγνωση του έργου του Μαρκήσιου Ντε Σαντ Διάλογος ανάμεσα σε έναν ιερωμένο και έναν ετοιμοθάνατο μέσα από μια φουκωϊκή σκοπιά. Ο Φουκώ στρέφεται στον Σαντ για να αναζητήσει μια απογυμνωμένη από οποιαδήποτε διαλεκτική ζωή. Χωρίς τη θεϊκή ύπαρξη, αναγνωρίζει την υπέρβαση που κινείται στα όρια της καταστροφής και προχωρά προς την εμπειρική συγκρότηση ενός δυνητικά ελεύθερου υποκειμένου.

[…]Η λογική φίλε μου, και μόνο η λογική πρέπει να μας προειδοποιεί ότι το να βλάπτουμε τους όμοιούς μας δεν μπορεί ποτέ να μας κάνει ευτυχείς· όσο για την καρδιά, μας λέει ότι το να συμβάλλουμε στην ευδαιμονία τους είναι η μεγαλύτερη ευδαιμονία που μας έχει χαρίσει η φύση επί της γης. Όλη η ανθρώπινη ηθική περικλείεται σε αυτή τη φράση: κάνε τους άλλους τόσο ευτυχείς όσο επιθυμείς να είσαι και μην τους κάνεις ποτέ περισσότερο κακό από εκείνο που θα ήθελες να σου κάνουν. Αυτές, φίλε μου, είναι οι μοναδικές αρχές που θα πρέπει να ακολουθούμε και δεν χρειάζεται ούτε θρησκεία ούτε θεός για να το απολαύσει και να το αποδεχτεί κανείς: χρειάζεται μονάχα καλή καρδιά […]

[…]Απαρνήσου την ιδέα ενός άλλου κόσμου, δεν υπάρχει. Μην απαρνηθείς όμως την απόλαυση της ευτυχίας και την υλοποίησής της. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που σου προσφέρει η φύση για να ζευγαρώσεις την ύπαρξή σου ή να την εξαπλώσεις… Φίλε μου, η ηδονή υπήρξε πάντοτε το πολυτιμότερο αγαθό μου, σε όλη μου τη ζωή της άναβα καντήλι, τώρα θέλω εγώ να σβήσω στα χέρια της: το τέλος μου πλησιάζει, έξι γυναίκες ωραιότερες από το φώς της μέρας βρίσκονται στο διπλανό δωματιάκι, τις φύλαγα για τούτη τη στιγμή` πάρε το μερίδιό σου, προσπάθησε, όπως και εγώ, να ξεχάσεις στα στήθη τους όλες τις μάταιές σοφιστείες της προκατάληψης και όλα τα ανόητα λάθη της υποκρισίας. 

Τα παραπάνω αποσπάσματα αποτελούν μέρος της φιλοσοφικής πραγματείας που αναπτύσσει ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ στο έργο του «Διάλογος ανάμεσα σε έναν ιερωμένο και έναν ετοιμοθάνατο». Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα κείμενο που ξεπερνά κατά πολύ τη προβληματική του αγνωστικισμού εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στην έλλειψη πίστης στον Θεό και θέτοντας ανοιχτά ερωτήματα περί  ηθικής προαιρέσεως και ελεύθερης βουλήσεως. Ο άθεος ετοιμοθάνατος παραθέτει στον ιερωμένο τα επιχειρήματά του περί φυσικής καταγωγής των ηδονών και προτρέπει τον ίδιο να αποβάλει τις προκαταλήψεις  που του γεννά η λογική προκειμένου να τελειοποιήσει και να κατανοήσει τη πραγματική του φύση.

Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου εστιάζει στη θέση περί της κατασκευής του Θεού και της σύνδεσής του με την ανάγκη του ανθρώπου να αποδεχτεί μια ανώτερη δύναμη, κινητήρια των λόγων και των έργων του, ο Σαντ, εμμένει στο ζήτημα της ηθικής ευθύνης και το συνδέει με τη δυνατότητα επιλογής  που χαρακτηρίζει το κάθε άτομο ξεχωριστά.

Φαινομενικά πρόκειται για μια διαλεκτική ενάντια στο καθολικό δόγμα, ιδωμένη και μετουσιωμένη μέσα από την άθεη φωνή του Μαρκήσιου. Στην ουσία ωστόσο, έχουμε να πραγματευτούμε δυο διαφορετικούς κόσμους:  o ένας, ο κόσμος των αισθήσεων και ο άλλος ο κόσμος, αυτός των προκαταλήψεων. Ο κόσμος της σοφίας που προκύπτει μέσα από τη παντοδυναμία του Δημιουργού, έρχεται σε σύγκρουση με τον κόσμο που αποδέχεται το αυτονόητο ακολουθώντας τις ορέξεις και τα πάθη του. Το σφάλμα, η αμαρτία, η ανθρώπινη ευπάθεια, το λάθος, η βία κατά της επιθυμίας, έννοιες και πρακτικές σύμφυτες με την αρρώστια και τη διαστροφή, περιπλέκονται σε όλο το κείμενο προκειμένου να δημιουργήσουν μια δεοντολογική ηθική θεωρία ανάμεσα στον κόσμο των καταραμένων και σε αυτών των ενάρετων.

Δεν υπάρχει ούτε μια αρετή που να μην είναι απαραίτητη στη φύση, ούτε ένα έγκλημα που να μην το έχει ανάγκη και η διατήρηση αυτής της τέλειας ισορροπίας ανάμεσα σε αυτά τα δυο αποτελεί και τη σοφία της. Μπορούμε όμως να είμαστε ένοχοι για την πλευρά της πλάστιγγας που θα μας ρίξει; Όχι περισσότερο από τη σφήκα που έρχεται να βυθίσει το κεντρί της στο δέρμα σου.

Ο λόγος της σφήκας που βυθίζει το κεντρί της στο δέρμα χωρίς καμιά απολύτως προειδοποίηση και δε φέρει καμία ενοχή για αυτό ενυπάρχει σε αρκετά σημεία του συγκεκριμένου κειμένου. Σαν από υποχρέωση στην ίδια του τη φύση το υποκείμενο καθίσταται, για τον φιλόσοφο Σαντ, δέσμιο της αλήθειας που πηγάζει από Εκείνη. Η φύση τον καλεί. Μοναδική ορμή των επιθυμιών του, ξεκομμένη από τις ρίζες που μπολιάζει ο φόβος και ο τρόμος μεταμορφώνεται στο απόλυτο άλλοθι των δράσεών του.

Ο ηθικολόγος Σαντ του 1782 δεν προειδοποιεί, δεν επικρίνει και δεν διατάζει. Ο ηθικολόγος Σαντ παρατηρεί και απολαμβάνει. Λογοκρίνει τα ήθη και εκφράζει ελεύθερα την επιθυμία του υποκειμένου. Και εάν η καθολική εκκλησία λαμβάνει τον ρόλο της απόλυτης εξουσιαστικής δομής, είναι η στιγμή που ο ίδιος προτρέπει το κάθε υποκείμενο να απομακρυνθεί από οποιαδήποτε  νόρμα το πειθαρχεί και το ελέγχει.

Ανοίγοντας λίγο παραπέρα το πεδίο, αναφορικά με το έργο του Σαντ, ο κειμενικός του λόγος δε μένει μονάχα εκεί. Ενάντια στον εξουσιαστικό λόγο και κυρίως στον εκκλησιαστικό λόγο δομείται η ανάγκη για σεξουαλική πρακτική.  Προς μια κατεύθυνση σχεδιασμού της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ίδιος ο Σαντ επιχειρεί να δημιουργήσει ένα αφήγημα ακραίας ερωτικής εμπειρίας μέσα στο οποίο η σεξουαλική επιθυμία εκπληρώνεται ανεμπόδιστη, χωρίς ηθικές επιταγές και κυρίως χωρίς καμία απολύτως απαγόρευση.  Αυτός είναι ένας τρόπος για τον ίδιο τον συγγραφέα, μέσω του ακραίου ερωτικού του λόγου, να εκθέσει τις φιλοσοφικές του θέσεις για το αδύνατο που είναι ικανό να συμβεί και το αδύνατο που είναι ακόμα πιο ικανό να ειπωθεί.

Στη θεωρία περί της απόλυτης σεξουαλικής ελευθεριότητας που αναπτύσσει ο Σαντ μπορεί  να γίνει η αναγωγή που προτείνει ο στοχαστής σχετικά με τη ρήξη της υφιστάμενης κοινωνικής πραγματικότητας. Η κοινωνία που απαγορεύει, η κοινωνία που βλέπει μονάχα αυτό στο οποίο αναφέρεται, η κοινωνία που θέτει τους νόμους και ορίζει την έκφραση του πραγματικού, είναι ο εξουσιαστικός εκείνος λόγος μέσα στον οποίο οφείλει το κάθε υποκείμενο τουλάχιστον να μην εγκλωβιστεί. Αυτή η κοινωνία χαρακτηρίζεται από μια αέναη σταθερότητα κίνησης, από ένα σύστημα σταθμών το οποίο σύμφωνα με τον Σαντ επιβάλλεται να αμφισβητηθεί και να αναθεωρηθεί.

Στη θέση αυτή βρίσκουμε σύμφωνη την άποψη του φιλοσόφου περί χειραγώγησης του υποκειμένου και σύνδεσης της σεξουαλικής πρακτικής με τη πολιτική εξουσία. Η πρόθεση της σεξουαλικής αφήγησης δεν εξαντλείται αμιγώς στη σωματική έκφραση των ηδονών. Αντιθέτως μέσα από αυτή την αναφορά γίνεται μια προσπάθεια από τον Σαντ να ανακατασκευάσει τον ήδη θεσμοποιημένο λόγο έτσι όπως αυτός καθορίζεται από τις κοινωνικές επιταγές της κάθε εποχής. Εξετάζεται επομένως, το ζήτημα της έντονης σεξουαλικής αναφοράς, μέσα από μια κοινωνική διάσταση, ως ένα φιλοσοφικό σύστημα το οποίο υπερβαίνει οποιαδήποτε αναφορά στην επιθυμία ενώ παράλληλα μετουσιώνεται σε μια γραφή κοινωνικής ουτοπίας και επαναστατικής πρακτικής.

Επιστρέφοντας στο κείμενο στο οποίο έχουμε εστιάσει, υπάρχει μια και μοναδική σημείωση για το τέλος του διαλόγου ανάμεσα στους δυο αυτούς άντρες. Σημείωση, καθοριστική για τη σύνδεση του έργου με αυτό που αποκαλείται ρήξη της υφιστάμενης πραγματικότητας και επιχειρεί να προσεγγίσει τόσο ο Σαντ όσο και ο Φουκώ αργότερα μέσα από τον δικό του έργο.

Αναφέρεται λοιπόν μεταξύ άλλων πως:

Ο ετοιμοθάνατος χτύπησε το κουδουνάκι, οι γυναίκες μπήκαν και ο κληρικός έγινε στην αγκαλιά τους ένας άνθρωπος διεφθαρμένος από τη φύση, καθώς δεν κατόρθωσε να εξηγήσει τι σήμαινε φύση διεφθαρμένη.

Είναι λοιπόν, ο ίδιος ο κληρικός ο υπερασπιστής μιας τυποποιημένης ηθικής που μέσα από τη διαλεκτική σκοτώνει κάθε αρχική του πιστή. Είναι η στροφή προς το πραγματικό που ορίζεται μέσα από το κείμενο του Σαντ μέσω των απολαύσεων. Είναι η είσοδος στον κόσμο μιας κάποιας αταξίας. Είναι η ρήξη ως προς τη κοινωνική κατασκευή. Είναι η ανατροπή που γεννούν οι αισθήσεις. Είναι η αποχή από οποιαδήποτε λογική σκέψη.

To έργο στην αρχή του κειμένου είναι φωτογραφία του Jan Saudek.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Βάσια Τσώτσου