Για το βιβλίο των Πιερ Νταρντό και Κριστιάν Λαβάλ Κοινό. Δοκίμιο για την επανάσταση στον 21ο αιώνα[1]
της Βίκυς Ιακώβου
Τα τελευταία χρόνια εκδόθηκαν στα ελληνικά δύο σημαντικά βιβλία των Πιερ Νταρντό και Κριστιάν Λαβάλ: το Κοινό. Δοκίμιο για την επανάσταση στον 21ο αιώνα και Ο νέος λόγος του κόσμου. Ένα δοκίμιο για τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία. Πρόκειται για βιβλία σημαντικά, για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς επειδή πραγματεύονται δύο έννοιες, του νεοφιλελευθερισμού και του κοινού, που εδώ και αρκετές δεκαετίες κυκλοφορούν στον πολιτικό και θεωρητικό λόγο ή, τουλάχιστον, σε έναν κάποιον πολιτικό και θεωρητικό λόγο που αποβλέπει στην κατανόηση και στην κριτική του παρόντος μας. Κατά δεύτερον επειδή κινούνται σε ένα επίπεδο που συνδυάζει την κοινωνιοθεωρητική, πολιτικοθεωρητική αλλά και φιλοσοφική ανάλυση με το πολιτικό πρόταγμα. Κατά τρίτον επειδή τα βιβλία αυτά είναι προϊόντα πραγματικής από κοινού εργασίας των δύο συγγραφέων –ενδεικτικό ως προς αυτό είναι το γεγονός ότι δεν αναγράφεται κάπου η πατρότητα του κάθε μέρους ή κεφαλαίου, όπως συχνά γίνεται σε ανάλογες περιπτώσεις.[2] Όπως έχει επισημάνει ο Γιώργος Περτσάς, στην πολύ κατατοπιστική βιβλιοπαρουσίαση στον ιστότοπο του περιοδικού Kaboom, το Κοινό, που δημοσιεύτηκε στα γαλλικά το 2014, πιάνει το νήμα από εκεί που κλείνει Ο νέος λόγος του κόσμου, που κυκλοφόρησε το 2010. Στο βιβλίο αυτό, μέσα από λεπτομερείς αναλύσεις που κινούνται, μεταξύ άλλων, στις περιοχές της οικονομίας, της νεότερης (πολιτικής) φιλοσοφίας και της ιστορίας των ιδεών, οι Νταρντό και Λαβάλ αναδεικνύουν τα χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού ως ιδιαίτερης πολιτικής λογικής που δομεί όχι μόνο την οικονομία αλλά ευρύτερα τις διανθρώπινες σχέσεις σε κάθε σφαίρα δραστηριότητας, μέχρι και τα μύχια της σύγχρονης υποκειμενικότητας. Στον αντίποδα, στο Κοινό οι συγγραφείς επιδιώκουν να αναδείξουν μια διαφορετική λογική, που θα ήταν ικανή να εναντιωθεί στην προηγούμενη.
Το Κοινό διαρθρώνεται σε τρία μέρη, των οποίων προηγείται μια σύντομη εισαγωγή και ένα πρώτο κεφάλαιο που προτείνει μια πολύ διαφωτιστική αρχαιολογία της έννοιας του κοινού, ανατρέχοντας, μεταξύ άλλων, στην ιστορία της φιλοσοφίας, στο ρωμαϊκό δίκαιο, στη νομική όπως και στη θεολογική σκέψη. Το πρώτο μέρος αφορά στην «Ανάδυση του κοινού», το δεύτερο τιτλοφορείται «Δίκαιο και θέσπιση του κοινού» και το τρίτο «Πολιτικές προτάσεις». Η δομή αυτή δείχνει ότι το εγχείρημα δεν είναι ούτε μόνο κριτικό ούτε μόνο θεωρητικό, αλλά εκβάλλει και σε συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις.
Αφετηρία των συγγραφέων είναι μια διάγνωση για την εποχή, σύμφωνα με την οποία αυτή χαρακτηρίζεται από την επέλαση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, που συνίσταται στην «επέκταση της ατομικής ιδιοποίησης σε όλες τις σφαίρες της κοινωνίας, του πολιτισμού και της ζωής» (σ. 11). Οι συνέπειες αυτής της επέκτασης της εμπορευματικής και ιδιοκτησιακής λογικής, φορείς της οποίας είναι οι επιχειρήσεις και τα κράτη (και όχι οι επιχειρήσεις ενάντια στα κράτη), είναι πολλές: «μαζικά φαινόμενα αποκλεισμού και ανισότητας, […] επιτάχυνση της οικολογικής καταστροφής, [μετατροπή της κουλτούρας και της επικοινωνίας σε] εμπορικά προϊόντα», ριζική εξατομίκευση που τείνει να καταστήσει την κοινωνία «ένα συνονθύλευμα ατόμων-καταναλωτών που αδιαφορούν για την κοινή μοίρα» (σ. 84). Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια επίθεση που δεν συναντά καμία αντίδραση ή αντίσταση. Αντιθέτως, βρίσκει απέναντί της κινήματα, σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο (πχ., στη Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη). Σύμφωνα με τους Νταρντό και Λαβάλ, οι αγώνες των κινημάτων αυτών αρθρώνονται γύρω από το κοινό ως την κοινή τους αρχή. Νομίζω, λοιπόν, ότι ακριβώς αυτοί οι αγώνες, από την εμπειρία και τις πρακτικές των οποίων οι συγγραφείς αντλούν παραδείγματα και έμπνευση σε διάφορα σημεία του βιβλίου, είναι εκείνοι που καθιστούν δυνατή την κριτική τους προσέγγιση και το γενικότερο εγχείρημά τους. Από την άποψη αυτή, το εγχείρημά τους φέρνει στον νου όσα έγραφε ο Μαρξ στον Άρνολντ Ρούγκε τον Σεπτέμβριο του 1843, ενόψει της έκδοσης της Γερμανογαλλικής Επετηρίδας: «Δεν μας εμποδίζει λοιπόν τίποτε να συνδέσουμε την κριτική μας με την κριτική της πολιτικής, με τη συμμετοχή στην πολιτική, δηλαδή με τους πραγματικούς αγώνες, και να ταυτιστούμε μαζί τους. Τότε δεν θα αντιμετωπίζουμε τον κόσμο δογματικά με μια νέα αρχή [που θα λέει]: Ιδού η αλήθεια, γονάτισε! Αναπτύσσουμε για τον κόσμο νέες αρχές μέσα από τις αρχές του κόσμου. Δεν του λέμε: Παράτα τους αγώνες σου, είναι μια σαχλαμάρα, εμείς θα σου ανακοινώσουμε το αληθινό σύνθημα του αγώνα. Του δείχνουμε απλώς γιατί αγωνίζεται […]».[3]
Πιο συγκεκριμένα, στόχος των Νταρντό και Λαβάλ είναι να προτείνουν μια επαναθεμελίωση του κοινού ως πολιτικής αρχής. Η επαναθεμελίωση αυτή, που αναπτύσσεται στο δεύτερο μέρος, περνά μέσα από την ιστορία του όρου και της σχέσης του με άλλους, περνά μέσα από τη γόνιμη αντιπαράθεση με σύγχρονες θεματοποιήσεις και εννοιολογήσεις των κοινών όπως και μέσα από μια συζήτηση, διάσπαρτη σε πολλά σημεία του βιβλίου, των πρακτικών του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε διάφορα πεδία – αξιοσημείωτα και πολύ ενδιαφέρονται είναι ως προς αυτό τα υποκεφάλαια ή οι εκτενείς παράγραφοι που αφιερώνονται στις ευρεσιτεχνίες, στην οικονομική εκμετάλλευση των πληροφοριών που δίνουμε ως χρήστες του διαδικτύου, στην ιδέα της καινοτομίας κ.ά.
Το ότι οι συγγραφείς εννοούν το κοινό ως πολιτική αρχή συνεπάγεται πως στον πυρήνα της προσπάθειάς τους να το επαναθεμελιώσουν βρίσκεται η ανθρώπινη δραστηριότητα ως εκείνη που γεννά το κοινό και την κοινή υποχρέωση. Κατά συνέπεια, βασικός άξονας της κριτικής τους συνομιλίας με άλλες προσεγγίσεις των κοινών είναι να φέρουν στην επιφάνεια τα προβλήματα και τα όρια στα οποία αυτές προσκρούουν όταν υποθέτουν και επιδιώκουν να καταδείξουν πως υπάρχουν πράγματα τα οποία, λόγω εγγενών σε αυτά ιδιοτήτων, είναι εκ των προτέρων, φύσει κοινά – για παράδειγμα, το νερό ή ο αέρας. Περιπτώσεις τέτοιων προσεγγίσεων είναι τόσο των οικονομολόγων όσο και της πλειονότητας των νομικών, τις οποίες συζητούν εκτενώς. Τα εν λόγω όρια δεν είναι μόνο θεωρητικά. Είναι και πρακτικά, διότι η ίδια η εξέλιξη του νεοφιλελευθερισμού καταρρίπτει αυτήν ακριβώς την εκ των προτέρων απόδοση του χαρακτήρα του μη ιδιοποιήσιμου σε ορισμένα αγαθά.
Από την πρόκριση της ανθρώπινης δραστηριότητας προκύπτει και η εναντίωση των Νταρντό και Λαβάλ σε θεωρίες ή βασικές όψεις θεωριών στο πλαίσιο των οποίων το κοινό ή τα κοινά νοούνται με όρους αποκλειστικά ή πρωτίστως οικονομικούς. Τέτοια είναι η θεωρία της οικονομολόγου Έλινορ Όστρομ, την οποία συζητούν διεξοδικά στο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Κριτική της πολιτικής οικονομίας των κοινών». Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν τη σημασία των εργασιών της Όστρομ οι οποίες, μολονότι θέτουν στο επίκεντρο το ζήτημα των πόρων, αυτό το κάνουν εγείροντας ταυτοχρόνως το ζήτημα της διαχείρισής τους ως συλλογικής δραστηριότητας και άρα το ζήτημα των κανόνων που πρέπει να διέπουν αυτή τη διαχείριση. Έτσι, οι Νταρντό και Λαβάλ υποστηρίζουν ότι με την Όστρομ συντελείται μια «θεωρητική ρήξη» διότι δείχνει πως τα κοινά πρέπει να νοηθούν «ως κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα σε άτομα τα οποία εκμεταλλεύονται ορισμένους πόρους από κοινού, σύμφωνα με κανόνες χρήσης, μοιράσματος και συμπαραγωγής» (σ. 122). Με άλλα λόγια, η θεωρία της είναι σημαντική και έχει μια εγγύτητα με τη δική τους προσέγγιση στο μέτρο που αναδεικνύει τη «διάσταση της θέσμισης που έχουν οι πρακτικές διαχείρισης των πόρων» (σ. 114). Μολαταύτα, οι συγγραφείς δεν παύουν να τονίζουν ότι η Όστρομ αφενός πέφτει κι εκείνη στη νατουραλιστική παγίδα, καθώς υποθέτει ότι «υπάρχουν ιδιαίτεροι πόροι που από τη φύση τους απαιτούν τη συλλογική διαχείριση» (σ. 114), και αφετέρου, ως καλή οικονομολόγος, εκκινεί από τα εγωιστικά ορθολογικά άτομα που επιδιώκουν μεν να ανταποκριθούν με συλλογικό τρόπο σε διάφορες καταστάσεις, ωστόσο έχουν πάντα κατά νου τη μεγιστοποίηση του προσωπικού τους οφέλους. Από την ίδια έμφαση στη δραστηριότητα και στην πολιτική προκύπτει, μεταξύ άλλων, και η αποστασιοποίησή των Νταρντό και Λαβάλ από τις θεωρίες εκείνες, είτε σπινοζικής έμπνευσης, όπως στους Χαρντ και Νέγκρι, είτε χαϊντεγκεριανής, όπως στον Ζαν-Λυκ Νανσύ, που βλέπουν το κοινό ως μια οντολογική δομή.
Στο μέτρο που η προσπάθεια θεμελίωσης της αρχής του κοινού εγγράφεται σε μια ιστορία και αναγνωρίζει ότι έχει ένα παρελθόν που ως έναν βαθμό καθορίζει τα θεωρητικά και πρακτικά επίδικα του παρόντος, δεν μπορεί, υποστηρίζουν εμφατικά οι συγγραφείς, να παρακάμψει μια αναμέτρηση με τη θεωρητική και πρακτική παράδοση του κομμουνισμού. Στο πρώτο μέρος, στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Η κομμουνιστική υποθήκευση ή ο κομμουνισμός εναντίον του κοινού», προβαίνουν στην κατασκευή τριών ιδεότυπων: τον κομμουνισμό ως κοινότητα του βίου, τον κομμουνισμό ως συνεταιρισμό των παραγωγών και τον κρατικό κομμουνισμό ως γραφειοκρατική άλωση του κοινού. Ειδικότερα για την ΕΣΣΔ, βασιζόμενοι εν πολλοίς και στον Κορνήλιο Καστοριάδη, υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα εκμεταλλευτικό και τρομοκρατικό καθεστώς όπου η παραγωγιστική λογική επιβλήθηκε και επεκτάθηκε σε όλες τις σφαίρες του βίου από το κράτος-κόμμα ως γραφειοκρατικό μηχανισμό και κύριο των σημασιών. Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, αξίζει να το σημειώσω, είναι ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι σε έναν σύγχρονο φιλόσοφο ο οποίος συζητιέται –και θέλει να συζητιέται– πολύ, τον Αλαίν Μπαντιού. Κατά τους Νταρντό και Λαβάλ είναι ολωσδιόλου απορριπτέα η προσπάθειά του να σκεφτεί τον κομμουνισμό με όρους μαθηματικής υπόθεσης. Ο Μπαντιού, υποστηρίζουν, όχι μόνο αποδίδει στα επικαλούμενα τον κομμουνισμό καθεστώτα τον χαρακτήρα φαινομενικής μόνο αποτυχίας μιας πλατωνικής κοπής (τόσο μορφικά όσο και περιεχομενικά) Ιδέας του κομμουνισμού αλλά και βλέπει τα θύματα της σταλινικής και μαοϊκής τρομοκρατίας ως κομμάτι της δικαίωσης της υπόθεσης του κομμουνισμού.
Ωστόσο αυτή η σαφής θέση ενάντια στα λεγόμενα κομμουνιστικά καθεστώτα δεν συνεπάγεται συνολική απόρριψη της σοσιαλιστικής παράδοσης σκέψης και δράσης. Ούτε προϋποθέτει μια απορριπτική ανάγνωση του Μαρξ που θα τον ήθελε προπάτορα του σταλινισμού ή μια ανάγνωση σύμφωνα με την οποία η μαρξική σκέψη συμπυκνώνει την αλήθεια της σοσιαλιστικής παράδοσης. Εκείνο που κάνουν, νομίζω, και το βρίσκω σημαντικό, είναι να εντάξουν το έργο του Μαρξ, μαζί με άλλων, στην εν λόγω παράδοση, ως κομμάτι της και όχι ως συμπύκνωση της ουσίας της. Έτσι, είναι πραγματικά ενδιαφέρον και αναζωογονητικό να διαβάζει κανείς τις σελίδες εκείνες του δεύτερου μέρους, για τη θέσπιση του κοινού, όπου, προκειμένου να διατυπώσουν μια συνεκτική θεωρία του δικαίου που να ανταποκρίνεται στην εννόηση του κοινού ως θέσπισης, πραγματεύονται τις αναλύσεις του Προυντόν για το δίκαιο ή εκείνες του Ζαν Ζωρές και του Μαρσέλ Μως για τον συνεταιρισμό.
Θα ήθελα να σταθώ λίγο στο ζήτημα του Μαρξ, για να οδηγηθώ σιγά σιγά και σε κάποια ερωτήματα. Οι Νταρντό και Λαβάλ επισημαίνουν ότι ο Μαρξ θέτει το ερώτημα για το «πώς το ίδιο το κεφάλαιο –βάσει της εσωτερικής λογικής της ίδιας του της διαδικασίας– γεννά το κοινό» (σ. 61). Ο τρόπος με τον οποίο διαβάζουν τον Μαρξ αποτυπώνεται αρκετά καλά στο ακόλουθο απόσπασμα: «Για τον Μαρξ, η επέλευση του κομμουνισμού μπορεί να προκύψει μόνο από μια ιστορική κίνηση που δημιουργεί τους όρους του. Το κοινό της οικονομίας και το κοινό της πολιτικής, ο ελεύθερος συνεταιρισμός των παραγωγών και ο πολιτικός φεντεραλισμός των κοινοτήτων μπορούν να εμφανιστούν μόνο πάνω στο συγκρουσιακό έδαφος που δημιουργούν το ίδιο το κεφάλαιο και το κράτος, στο μέτρο που έχουν συμβάλει στην παραγωγή των συλλογικών δυνάμεων που τους αντιτίθενται και είναι προορισμένες να τα καταστρέψουν» (σ. 182). Στοιχεία μιας ανάλογης προσέγγισης φαίνεται ότι διαγιγνώσκουν και στους Χαρντ και Νέγκρι, παρά τις όποιες τροποποιήσεις ως προς τον Μαρξ και την προυντονικής έμπνευσης διάσταση της θεωρίας τους η οποία «καθιστά κεντρικό τρόπο συσσώρευσης την κλοπή μιας δύναμης που είναι ανεξάρτητη από το κεφάλαιο» (σ. 158). Εδώ, όπως και σε πολλά άλλα συναφή σημεία του βιβλίου, τα κριτικά βέλη των συγγραφέων στρέφονται σε αυτό που κατανοούν, για να το πω συνοπτικά, ως μια φιλοσοφία της ιστορίας ως προόδου. Θεωρούν ότι ο Μαρξ προσεγγίζει την ιστορική εξέλιξη των κοινωνιών σαν να διέπεται από οιονεί φυσικούς νόμους οι οποίοι, επιπλέον, αφενός επιτάσσουν το πέρασμα από όλα τα αναγκαία στάδια και αφετέρου προσδίδουν στην ιστορία ένα τέλος, νόημα και σκοπό συνάμα, που δεν είναι άλλο από την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση. Όπως γράφουν σχολιάζοντας τις μαρξικές αναλύσεις για την πρωταρχική συσσώρευση, «ο καπιταλισμός είναι ένας τρόπος παραγωγής πιο κοινωνικός από εκείνον τον οποίο κατέστρεψε και ο οποίος είναι εξάλλου καταδικασμένος από την ιστορία. […] Η καταστροφή των ‘κοινών’ δεν είναι λοιπόν [για τον Μαρξ] μια ιστορική ανωμαλία» οπότε και η κομμουνιστική επανάσταση «δεν μπορεί να αποσκοπεί στην ανάκτηση των κοινών που είχαν καταδικαστεί από την πορεία της ιστορίας» (σ. 102).
Παράλληλα, από τα ίδια συμφραζόμενα όπως και από άλλα, αναδεικνύεται και ένα κάπως διαφορετικό αλλά εν μέρει συμπληρωματικό με το προηγούμενο νήμα, που έχω την εντύπωση ότι επίσης διατρέχει, ωστόσο ίσως όχι με εξίσου ορατό τρόπο, όλη την ανάλυση όπως και την αντιπαράθεση των Νταρντό και Λαβάλ με άλλες θεωρίες. Σύμφωνα με αυτό το νήμα, μια διαλεκτική προσέγγιση που αναζητά στο αντικείμενο τους εσωτερικούς όρους τόσο της κριτικής του όσο και του ξεπεράσματός του είναι ανεπαρκής. Ένα σημείο στο οποίο μου φαίνεται ότι αυτό γίνεται αρκετά φανερό είναι όταν, συζητώντας την αντιπαράθεση μεταξύ Μαρξ και Προυντόν, υποστηρίζουν ότι η «διαλεκτική αντίληψη» είναι προβληματική. Και συνεχίζουν με το ακόλουθο ερώτημα: «Πώς είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι η μεγάλη εκμηχανισμένη και αυτοματοποιημένη βιομηχανία θα μπορούσε να γεννήσει ένα ολικό άτομο, πολυσθενές και ικανό να αναπτύξει όλες του τις δυνάμεις;» (σ. 182) – εδώ υπάρχει και ένα τυπογραφικό λάθος για το οποίο αναλαμβάνω την ευθύνη ως μεταφράστρια του συγκεκριμένου μέρους του βιβλίου.
Ορμώμενη από αυτό το ερώτημα θα ήθελα να το αναδιατυπώσω ως εξής: τι είναι εκείνο που θα μπορούσε να ωθήσει τους ανθρώπους να ενστερνιστούν και να επιδιώξουν να θέσουν σε εφαρμογή την πολιτική αρχή του κοινού που τόσο διεξοδικά, και θα έλεγα αρκετά πειστικά, οι Νταρντό και Λαβάλ επεξεργάζονται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου; Ποιες είναι οι δυνάμεις εκείνες, εννοώ σε υποκειμενικό (ατομικό και συλλογικό) επίπεδο, τις οποίες μπορεί να κινητοποιήσει η επιθυμία του κοινού; Ποιοι είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων μπορεί να υπονομευτεί η εξατομίκευση για την οποία κάνουν λόγο οι συγγραφείς – γιατί χωρίς μια τέτοια υπονόμευση δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να λάβει χώρα η προσπάθεια πραγμάτωσης της αρχής του κοινού. Ερωτήματα όπως αυτά τίθενται με ακόμα πιο επιτακτικό τρόπο εάν λάβουμε υπόψη μας ότι τόσο στον Νέο λόγο του κόσμου, ακολουθώντας μια εν μέρει φουκωική προσέγγιση, όσο και στο Κοινό οι συγγραφείς υποστηρίζουν, όπως προανέφερα, ότι ο νεοφιλελευθερισμός επεκτείνεται σε ένα επίπεδο βάθους που φτάνει μέχρι τα μύχια των υποκειμένων. Όπως γράφουν απαντώντας στους Νέγκρι και Χαρντ, «οι διοικήσεις των επιχειρήσεων επιδιώκουν μια πιο "εσωτερική" καθυπόταξη, θεμελιωμένη στο "κίνητρο" και στην υιοθέτηση των σκοπιμοτήτων της επιχείρησης, γεγονός που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε υποκειμενική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, ως ανώτερη εκδοχή και ανώτερο βαθμό της "πραγματικής υπαγωγής" την οποία ανέλυσε ο Μαρξ. […] Η υποκειμενική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο συνδέεται με μια υπεραξία που αποσπάται με έναν ιδιαίτερο τρόπο υποκειμενοποίησης τον οποίο έχουμε αποκαλέσει "υπερυποκειμενοποίηση", αρχή της οποίας είναι η εσωτερίκευση του απεριόριστου χαρακτήρα του κεφαλαίου και η πιο μύχια υποταγή στο κάλεσμα για "παραπάνω"» (σ. 169). Είμαστε ή/και επιδιώκεται να γίνουμε νεοφιλελεύθερα υποκείμενα, υποστηρίζουν (ή φαίνεται πως υποστηρίζουν) οι συγγραφείς – και πιστεύω ότι ο καθένας και η καθεμιά καλείται να αναστοχαστεί επ’ αυτού. Αν όμως έχουν έτσι τα πράγματα, τότε πώς βγαίνει κανείς από το σιδερένιο κλουβί του νεοφιλελευθερισμού για να φανταστεί, να επιθυμήσει και να θελήσει να θεσπίσει το κοινό; Αυτό το ερώτημα με πάει πίσω στο παράθεμα από την επιστολή του Μαρξ στον Ρούγκε, την τελευταία πρόταση του οποίου δεν παρέθεσα ολόκληρη. Η πρόταση έχει ως εξής: «Του δείχνουμε [του κόσμου] απλώς γιατί αγωνίζεται, και η συνείδηση είναι ένα πράγμα το οποίο ο κόσμος πρέπει να ιδιοποιηθεί ακόμη και αν δεν το θέλει».[4]
[1] Το παρόν κείμενο είναι ελάχιστα τροποποιημένη εκδοχή τού κειμένου που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση παρουσίασης των δύο βιβλίων των Πιερ Νταρντό και Κριστιάν Λαβάλ Κοινό. Δοκίμιο για την επανάσταση στον 21ο αιώνα, μτφρ. Π. Αγγελόπουλος, Β. Ιακώβου, επιμ. Αλ. Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2020, και Ο νέος λόγος του κόσμου. Ένα δοκίμιο για τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία, μτφρ. Μ. Μπότση, Β. Παπακριβόπουλος, Angelus Novus, Αθήνα 2022. Την εκδήλωση διοργάνωσαν από κοινού οι εκδόσεις Εκκρεμές και οι εκδόσεις Angelus Novus, τον Νοέμβριο του 2022 στην Αθήνα, με συνομιλητές/τριες την Φωτεινή Βάκη, τον Γιώργο Λιερό και τον Γιώργο Περτσά. Ευχαριστώ την Χριστίνα Ζήση και τον Τάσο Ευσταθίου για την πρόσκληση.
[2] Η απόφαση των δύο εκδοτών για μια κοινή εκδήλωση παρουσίασης των βιβλίων ήταν, λοιπόν, πολύ εύστοχη, τόσο επειδή συνάδει με το πνεύμα των συγγραφέων όσο και επειδή επέτρεψε να αναδειχθούν οι συνάφειες μεταξύ των δύο βιβλίων και η συνοχή της προσπάθειας που αποτυπώνεται σε αυτά.
[3] Κ. Μαρξ, Κείμενα από τη δεκαετία του 1840. Μια ανθολογία, επιλ., μτφρ., επιμ. Θ. Γκιούρας, ΚΨΜ, Αθήνα 2014, σ. 199.
[4] Στο ίδιο.
Στην κεντρική εικόνα του άρθρου: Gustav Klimt, Die Jungfrau (1913).