του Γιώργου Περτσά
Η πρόσφατη έκδοση στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Εκκρεμές, του βιβλίου των Πιερ Νταρντό και Κριστιάν Λαβάλ Κοινό. Δοκίμιο για την επανάσταση στον 21ο αιώνα αποτελεί ένα ευτυχές εκδοτικό και πολιτικό γεγονός.[1] Σε αυτό, οι δύο συγγραφείς συνεχίζουν τον κριτικό συλλογισμό τους πάνω στη συνθήκη του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου, όπως την ξεκίνησαν στο δοκίμιο τους για την νεοφιλελεύθερη κοινωνία,[2] δίνοντάς του, όμως, έναν διαφορετικό προσανατολισμό. Ανατέμνοντας το νεοφιλελεύθερο παρόν μας, κατά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης το 2008, άντλησαν έμπνευση από τη σκέψη του Μισέλ Φουκώ προκειμένου να αναλύσουν τον νεοφιλελευθερισμό όχι απλά ως μια μηχανή καταστροφής και εμπορευματοποίησης του κόσμου, αλλά ως μια ιδιαίτερη πολιτική λογική που αναδομεί και αναδιοργανώνει εξίσου τους θεσμούς, τις σχέσεις και τα υποκείμενα στη βάση των αρχών του ανταγωνισμού και της επιχειρηματικότητας.
Τώρα, στο Κοινό, προσπαθούν να αναμετρηθούν με το φλέγον ζήτημα της πολιτικής δύναμης που θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτή την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική λογική. Στην πραγματικότητα, η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα έχει ήδη προοικονομηθεί συνοπτικά στις γραμμές που κλείνουν την προηγούμενη οξυδερκή ανάλυσή τους: «οι πρακτικές της “κοινοποίησης” της γνώσης, της αλληλοβοήθειας και της συνεργατικής εργασίας μπορούν να σκιαγραφήσουν τα χαρακτηριστικά ενός διαφορετικού λόγου του κόσμου. Αυτός ο εναλλακτικός λόγος δεν θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα παρά μόνο μέσα από τον όρο λόγος των κοινών».[3] Επομένως, η κεντρική τους θέση στο παρόν δοκίμιο προκύπτει με έναν οργανικό τρόπο τόσο από την προηγηθείσα ανάλυση της κυρίαρχης πολιτικής λογικής που οργανώνει τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία όσο και από τους αγώνες και τις αντιστάσεις που οι ίδιοι κρίνουν ότι τις τελευταίες τρείς δεκαετίες θέτουν τους όρους για μια επαναστατική αλλαγή.
Προτού όμως συζητήσουμε αναλυτικότερα το περιεχόμενο της έννοιας του κοινού, ας έχουμε υπόψιν μας την τριμερή δομή του συλλογισμού των συγγραφέων καθώς και τον τρόπο ανάπτυξής του. Το βιβλίο αποτελείται από τρία διακριτά μέρη. Μετά από μια σύντομη διερεύνηση της μακράς ιστορικής διαδρομής της έννοιας του κοινού, ακολουθεί το πρώτο μέρος, όπου επιχειρείται μια γενεαλογία του όρου σε σχέση με θεωρητικές και πολιτικές προσεγγίσεις που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναφέρονται σε αυτόν. Σκοπός των συγγραφέων είναι να οριοθετήσουν και να προσδιορίσουν αρνητικά το κοινό, να μας πουν ποια είναι τα εμπόδια για την επεξεργασία του κοινού ως πολιτικής έννοιας. Στο δεύτερο μέρος επιχειρούν τον θετικό ορισμό του κοινού, ενώ στο τρίτο και τελευταίο προβαίνουν σε μια σειρά από πολιτικές προτάσεις σχετικά με το πώς θα μπορούσαμε να δούμε να εφαρμόζεται στην πράξη η αρχή του κοινού σήμερα. Τέλος, ακολουθεί ένα υστερόγραφο για την επανάσταση στον 21ο αιώνα, όπου συγκεφαλαιώνεται με σαφή τρόπο η κεντρική τους θέση και η στρατηγική πολιτική τους στόχευση. Ο τρόπος οργάνωσης της επιχειρηματολογίας τους λαμβάνει τη μορφή μιας κριτικής συζήτησης και συνδιαλλαγής με μια σειρά από θεωρητικές προτάσεις και πολιτικές αντιλήψεις, μέσα από την οποία αναδύεται σταδιακά η δική τους θέση.
Τι είναι λοιπόν το κοινό σύμφωνα με του συγγραφείς; Τίποτα λιγότερο από εκείνη την πολιτική αρχή που θα αντικαταστήσει την νεο-φιλελεύθερη λογική του κυβερνάν που διαμορφώνει τον κόσμο μας. Η έννοια της αρχής έχει εδώ τη σημασία αυτού που «άρχει, ρυθμίζει και διέπει το σύνολο της πολιτικής δραστηριότητας» (σ. 490). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κοινό δεν αποτελεί μια επιμέρους περιοχή, κάτι σαν τρίτος τομέας ή κάποια άλλη υποπεριοχή της κοινωνίας των πολιτών, κάπου ανάμεσα στο κράτος και την αγορά, αλλά μια δύναμη που καλείται να αναδιαρθρώσει συνολικά το κοινωνικό πεδίο στη βάση μιας διαφορετικής πολιτικής λογικής. Έτσι, το κοινό ως πολιτική αρχή αντιπαρατίθεται, ευθύς εξαρχής, με μια σειρά από αντιλήψεις και εννοιολογήσεις για «τα κοινά», «τα κοινά αγαθά» ή τους «κοινούς πόρους» που συναντάμε συχνά στους κόλπους των κοινωνικών κινημάτων που μάχονται τον νεοφιλελευθερισμό. Συνήθως αυτές, κατά τους συγγραφείς, πέφτουν θύματα μιας νατουραλιστικής και ουσιοκρατικής πλάνης, θεωρώντας τα κοινά είτε ως κάποιο ιδιαίτερο αντικείμενο, οι εγγενείς ιδιότητες του οποίου επιβάλλουν την από κοινού διαχείρισή του, είτε ως μια τάση που προετοιμάζεται από τις δυνάμεις του ίδιου του κυρίαρχου συστήματος, ενάντιά του. Αυτή η κριτική στάση επανορίζει ειδικότερα το κοινό, μακριά από τέτοιου τύπου πραγμοποιητικές αντιλήψεις, ως εκείνες τις συλλογικές πρακτικές που είναι ικανές να θεσπίζουν κανόνες για την οργάνωση και την εφαρμογή της αρχής του αδιάθετου και του μη ιδιοποιήσιμου· ό,τι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο δικαιώματος ιδιοκτησίας. Ένας τέτοιος ορισμός θέτει εξαρχής την όλη προβληματική σε καθαρά πραξιακές βάσεις. Σημείο αφετηρίας μας οφείλουν να είναι οι πρακτικές των ανθρώπων. Αυτές θα καθορίσουν, μέσα από τη δημιουργική τους παρέμβαση, τόσο το ποια αγαθά γίνονται κοινά όσο και την ίδια τη διαμόρφωση των υποκειμένων σύμφωνα με τη λογική του κοινού.[4] Οι συγγραφείς δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι οι πρακτικές αυτές έχουν έναν δημιουργικό χαρακτήρα· είναι, δηλαδή, ικανές να κάνουν να υπάρξει το καινούριο, το νέο στις ανθρώπινες υποθέσεις και όχι απλά να ενισχύουν ήδη υπάρχουσες τάσεις ή να παροξύνουν δομικές αντιφάσεις του υπάρχοντος συστήματος.
Την ίδια στιγμή, και αυτό αναλύεται σε βάθος στο δεύτερο μέρος, ανατιμούν τη σημασία του δικαίου ως δομικού γνωρίσματος της αρχής του κοινού. Οι συλλογικές πρακτικές δημιουργούν κανόνες δικαίου και το κοινό δεν μπορεί παρά να αποτελέσει αντικείμενο θέσπισης μέσα από την εγκαθίδρυση ενός νέου δικαίου, του δικαίου του κοινού. Όπως θα πουν χαρακτηριστικά: «πρόκειται για δίκαιο εναντίον δικαίου» (σ. 191). Το δίκαιο του κοινού διαφοροποιείται ρητά τόσο ως προς το εθιμικό δίκαιο όσο και ως προς το θετό δίκαιο που θεσπίζει το καθεστώς της ιδιοκτησίας. Το κοινό ως μορφή δικαίου βρίσκεται, έτσι, στους αντίποδες του αποκλειστικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, το οποίο και αμφισβητεί ριζικά. Φυσικά, η εναλλακτική στην ατομική ιδιοκτησία δεν μπορεί να είναι μια συλλογική ή κρατική ιδιοκτησία, όπως είδαμε να αντιπροτείνεται τον 20ό αιώνα, αλλά η θέσπιση του μη ιδιοποιήσιμου. Αυτό με τη σειρά του βασίζεται στην αναγνώριση δικαιωμάτων χρήσης και όχι κατοχής ή άλλου τύπου ιδιοποίησης.[5] Έτσι, αυτό που βλέπουμε να αρθρώνεται ως βασική θέση στο Κοινό είναι η δικαϊκή θέσπιση των πολλαπλών χρήσεων, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι όσοι συμμετέχουν στη χρήση του μη ιδιοποιήσιμου κοινού συμμετέχουν επίσης και στη θέσπιση των κανόνων του. Εδώ η σκέψη των Νταρντό-Λαβάλ έρχεται κοντά στο πρόταγμα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο οποίος αποτελεί και μία από τις σταθερές θεωρητικές αναφορές τους, στην προσπάθεια να επανορίσουν τη σημασία της πολιτικής, της πράξης και της επανάστασης.
Ταυτόχρονα, εύκολα κατανοούμε ότι αυτός ο ορισμός του κοινού έρχεται σε ρήξη με κρατιστικές αντιλήψεις για την οργάνωση της από κοινού ζωής. Πράγματι, ολόκληρο το έργο τους διαπνέεται από μια σαφή και αταλάντευτη αμφισβήτηση εκείνου του «κολασμένου δίδυμου της κρατικής κυριαρχίας και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας» (σ. 443). Από τη μετωπική τους ρήξη με την παράδοση του κρατισμού και του συγκεντρωτισμού της Αριστεράς ως την πειραματική πρότασή τους για τη θέσμιση μιας μη κρατικής ιδιότητας του πολίτη, είναι σαφής η πρόθεσή τους να ωθήσουν την εμβέλεια της πολιτικής αρχής του κοινού πολύ πέραν των κυρίαρχων πολιτικών μεγεθών του κράτους, της ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου και των μεταξύ τους πιθανών συσχετισμών.
Την ίδια στιγμή, ένα σημείο με ιδιαίτερη σημασία για την ανάλυσή τους αποτελεί ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κατανοούν την ίδια την πολιτική. Από την αρχή του βιβλίου μάχονται ενάντια στη σαινσιμονικής αφετηρίας ιδέα περί του τέλους της πολιτικής μέσα από την απορρόφησή της από τη σοσιαλιστικά (και τεχνοκρατικά) μετασχηματιζόμενη οικονομία. Η ιδέα αυτή, που επεφύλαξε για την πολιτική μια θέση στο εποικοδόμημα, διαπερνά τη σκέψη των κλασικών του σοσιαλισμού, όπως του Μαρξ ή και του Προυντόν, σφραγίζοντας τη θεώρησή τους για την κοινωνική αλλαγή και την πορεία της ιστορίας. Για τους Νταρντό-Λαβάλ, το πρόταγμα του περάσματος «από τη διακυβέρνηση των ανθρώπων στη διαχείριση των πραγμάτων» συνιστά, πολύ απλά, ένα κακόγουστο αστείο, μια άσχημη παρανόηση.[6] Αυτό που υποστηρίζουν, πέρα από τον ανεξάλειπτο χαρακτήρα της πολιτικής, είναι η επέκτασή της σε όλους τους χώρους και τις μορφές του κοινού πράττειν, σε όλους του θεσμούς, και όχι μόνο στους χώρους παραγωγής. Με αυτό τον τρόπο, αντιτίθενται ταυτόχρονα και σε μια μη αναγωγιστική, αλλά περιοριστική αντίληψη για την πολιτική, όπως αυτή της Χάνα Άρεντ, που τη συρρικνώνει στις πράξεις και τα λόγια των διαβουλευόμενων πολιτών, αποκλείοντας όμως από αυτή την τόσο το κοινωνικό ζήτημα όσο και την ίδια τη διαδικασία δημιουργίας των νόμων. Συνεπώς, το κοινό ως πολιτική αρχή καθίσταται πολιτικό επίδικο για τον μετασχηματισμό κάθε περιοχής και κάθε όψης του κοινωνικού πεδίου, από τους δημόσιους θεσμούς και την παραγωγική διαδικασία ως τη διαμόρφωση της ατομικής υποκειμενικότητας. Στόχος των συγγραφέων δεν είναι ούτε η εκ των προτέρων οριοθέτηση των πολιτικών διακυβευμάτων ούτε η εξάλειψή τους από τη διαχειριστική λογική μιας νέας τεχνοκρατίας. Αντίθετα, αυτό που επιδιώκουν είναι η πολιτική θέσπιση εκείνων των κανόνων και των θεσμών που θα ενσαρκώνουν τη λογική του κοινού.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι Νταρντό-Λαβάλ κατορθώνουν να συνθέσουν το πρόταγμά τους για το κοινό αντλώντας από πολλές θεωρητικές πηγές, που διατρέχουν το σύνολο της σοσιαλιστικής σκέψης. Τώρα δεν είναι η φιγούρα του Μισέλ Φουκώ εκείνη που ξεχωρίζει, αλλά μια σειρά από στοχαστές όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, στη σκέψη του οποίου σίγουρα οφείλουν πολλά, αλλά και η Άρεντ, ο Άγγλος ιστορικός Ε.Π. Τόμσον, ο Μαρσέλ Μως, ο Προυντόν, το έργο του οποίου μας προσκαλούν να επανανακαλύψουμε και, φυσικά, ο Μαρξ. Ειδικά η αναφορά στο έργο του τελευταίου είναι νομίζω ενδεικτική του νηφάλιου και εξαιρετικά δημιουργικού τρόπου με τον οποίο συζητούν και παραθέτουν τις θεωρητικές τους αναφορές. Το έργο του Μαρξ διαπερνά όλο το Κοινό με την παραπομπή σε αυτό να παίρνει τη μορφή μιας αληθινά κριτικής συνομιλίας μαζί του, η οποία βρίσκεται πέρα από τη θέση ενός ορθόδοξου ή ετερόδοξου μαρξισμού ή ακόμη και πέρα από τη γνωστή κίνηση επιστροφής στο μαρξικό έργο κόντρα στις μαρξιστικές παρ-ερμηνείες του.[7] Δεν είναι λίγες οι φορές που διαφωνούν ανοιχτά με όψεις του έργου του Μαρξ και δεν διστάζουν ούτε στιγμή να καταθέσουν αυτή τη διαφωνία. Άλλοτε πάλι εγκωμιάζουν τις ενοράσεις του και τις ενσωματώνουν με χαρά στην εξέλιξη της επιχειρηματολογίας τους. Η ίδια στάση και η ίδια σχέση χαρακτηρίζει και τις αναφορές στις υπόλοιπες θεωρητικές πηγές τους, δείχνοντας πως η βασική τους μέριμνα δεν είναι να στοιχηθούν πίσω από τον τάδε και όχι τον δείνα στοχαστή, αλλά να δώσουν, διαμέσου αυτών των αναφορών, συνοχή και γείωση στην πολιτική αρχή του κοινού.[8]
Πολλά ακόμη θα μπορούσε να σχολιάσει κάποιος για τις γραμμές ανάλυσης και τα επιμέρους επιχειρήματα που συνθέτουν το Κοινό. Στο πλαίσιο του παρόντος σημειώματος θα σταθώ μόνο σε δύο σημεία που πυροδοτούν τον κριτικό αναστοχασμό. Το πρώτο έχει να κάνει με την έντονη έμφαση που δίνουν οι συγγραφείς στη ρητή και συνειδητή πράξη που θεσπίζει τους κανόνες του κοινού. Από τη μεριά τους, μια τέτοια κίνηση είναι απολύτως κατανοητή, μιας και αυτό που επιδιώκουν είναι να επεξεργαστούν ένα συνολικό πολιτικό πρόταγμα που θα ωθήσει στη θέσμιση μιας άλλης οργάνωσης της ζωής. Ωστόσο, η αίσθησή μου είναι ότι έτσι υποβαθμίζεται η στρατηγική σημασία των άρρητων και έμμεσων τρόπων θέσμισης, οι οποίοι, όντας δομικό μέρος της κουλτούρας, στερούνται τη συνειδητή και διαυγασμένη συνθήκη που οι συγγραφείς αξιώνουν για την αρχή του κοινού. Εντούτοις, αυτοί οι μη ρητά διατυπωμένοι κώδικες επικοινωνίας και οργάνωσης, που μοιάζουν να επιμένουν να αναφύονται στη σκιά κάθε κοινωνικής θέσμισης, όσο αυτόνομη και αμεσοδημοκρατική και αν είναι αυτή, συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της ρητής και επίσημης όψης της.[9] Το δεύτερο σημείο, που σχετίζεται στενά με το πρώτο, αφορά την εκ μέρους τους απουσία αμφισβήτησης του γραφειοκρατικού φαινομένου. Έτσι, το πρόταγμα του κοινού, ενώ διαπνέεται από τη βούληση εναντίωσης στον κρατισμό σε όλες τις εκφάνσεις του (ιδιοκτησία, συγκεντρωτισμός, αυταρχισμός, ενοποίηση κ.ά.) φαίνεται ότι αφήνει στο απυρόβλητο τη λογική της γραφειοκρατίας, οριακά προϋποθέτοντάς την ως κάτι το σχεδόν αναπόφευκτο. Ωστόσο, τα μοντέρνα κράτη υπάρχουν και ευημερούν όχι παρά, αλλά εξαιτίας της αποτελεσματικής γραφειοκρατικής τους λειτουργίας. Αυτή την αναντιστοιχία νομίζω ότι τη συναντάμε ξανά και στο πιο στρατηγικό μέρος του Κοινού, δηλαδή σε αυτό των πολιτικών προτάσεων. Εκεί, η απουσία κριτικής επεξεργασίας της διεισδυτικής δύναμης και της μορφοποιητικής επίδρασης του γραφειοκρατικού φαινομένου οδηγεί σε ορισμένες στιγμές αμηχανίας, ειδικά όταν τίθενται με πιο συγκεκριμένο τρόπο ζητήματα θεσμικής οργάνωσης εγχειρημάτων σύμφωνα με την αρχή του κοινού.
Κλείνοντας, δεν θα μπορούσα παρά
να προτρέψω στην ανάγνωση και περαιτέρω δημόσια συζήτηση του σημαντικού αυτού
έργου των Πιέρ Νταρντό και Κριστιάν Λαβάλ. Το μέγεθός του δεν πρέπει να
λειτουργήσει αποθαρρυντικά για τους μελλοντικούς αναγνώστες, τόσο γιατί ο
συλλογισμός τους είναι συνεκτικά δομημένος και κρυστάλλινα διαυγής, όσο και
γιατί στα ελληνικά ευτύχησε από την εξαιρετική μετάφραση του Πάνου Αγγελόπουλου
και της Βίκυς Ιακώβου, σε επιμέλεια του, καθ’ ύλην αρμόδιου για ένα τέτοιο έργο,
καθηγητή πολιτικής θεωρίας, με συναφές συγγραφικό έργο πάνω στο ζήτημα των κοινών,
Αλέξανδρου Κιουπκιολή.[10]
[1]Εξ όσων γνωρίζω αυτό είναι και το πρώτο έργο τους που μεταφράζεται στα ελληνικά. Βλ. όμως τα άρθρα του Christian Laval, «Ανθρωπολογία του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου», μτφρ. Μ. Κατρίτσης, Kaboom τχ. 6, 2019 και του Pierre Dardot, «Ο “επιστημονικός κομμουνισμός” μπορεί να είναι πολιτικός;», Ουτοπία τχ. 100, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2012.
[2] Pierre Dardot &Christian Laval, La Nouvelle Raison du Monde. Essai sur la Société Néolibérale, La Découverte, Παρίσι, 2010.
[3] Σε δική μου μετάφραση από την αγγλική έκδοση, Pierre Dardot & Christian Laval, The New Way of the World: On Neoliberal Society, Verso, Λονδίνο, 2014.
[4] Σχετικά με αυτό το σημείο ας μου επιτραπεί να παραπέμψω σε ένα παλαιότερο κείμενό μου πάνω στο ζήτημα των κοινών, όπου αναπτύσσεται μια παρόμοια προβληματική. Βλ. «Από τον κόσμο των κοινών στον κοινό κόσμο», επίμετρο στο Γιώργος Λιερός, Κοινά, Κοινότητες, Κοινοκτημοσύνη. Κομμουνισμός, Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα, 2016.
[5] Αν και τα δικαιώματα χρήσης αποτελούν μέρος του δικαίου του κοινού, ωστόσο για τους Νταρντό-Λαβάλ δεν είναι τα δικαιώματα, αλλά οι αμοιβαίες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις που προκύπτουν από τη σύμπραξη κατά τη θέσπιση του κοινού εκείνες που αποτελούν το θεμέλιό του. Δεν θα κουραστούν να αναφέρονται, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου τους, στον λατινικό όρο munus που περιέχεται στον όρο Commun και ο οποίος παραπέμπει στην ιδέα μιας συνυποχρέωσης για όλους όσοι εμπλέκονται στην ίδια δραστηριότητα ή στο ίδιο καθήκον.
[6] Για την ανάλυση του ίδιου προβληματισμού, όπως αυτός απαντάται στο έργο του Λένιν, βλ. Γιάννης Κτενάς, Γιώργος Περτσάς, «Λένιν και μηχανή. Τεχνο-κρατικό φαντασιακό και το τέλος της πολιτικής», Η Μεγάλη Ρωσική Επανάσταση. Κριτικές προσεγγίσεις σε μια διαρκή πρόκληση, Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα, υπό έκδοση.
[7] Άλλωστε, οι συγγραφείς έχουν αφιερώσει έναν, από κοινού γραμμένο, τόμο πάνω στο έργο του Μαρξ. Βλ. Pierre Dardot & Christian Laval, Marx, prénom Karl, Gallimard, Παρίσι, 2012.
[8] Άλλες πιθανές θεωρητικές πηγές με τις οποίες θα είχε ενδιαφέρον να δούμε να συνομιλεί το Κοινό των Νταρντό-Λαβάλ είναι το έργο του Μισέλ Ντε Σερτώ, λόγω της ευαισθησίας με την οποία αναδεικνύει τη δημιουργική διάσταση της πράξης των καθημερινών, κοινών ανθρώπων· το έργο των Γκίμπσον-Γκράχαμ (J. K. Gibson-Graham) για την κριτική τους στον κεφαλαιοκεντρισμό των αντικαπιταλιστικών αναλύσεων και την έμφαση που δίνουν στην ετερογένεια των οικονομικών πρακτικών· η συμβολή του Μπρούνο Λατούρ στη συνάρθρωση ενός κοινού κόσμου, διαμέσου της ετερογένειας των ανθρώπινων και μη ανθρώπινων δρώντων, αλλά και το εγχείρημα της Αόρατης Επιτροπής για την κριτική της στη θεσμική λογική από τη σκοπιά της από-θεσμοποίησης του κόσμου και της δημιουργίας νέων μορφών-της-ζωής.
[9] Για περισσότερες σκέψεις πάνω σε αυτό το σημείο, βλ. Γιάννης Κτενάς, Γιώργος Περτσάς, «Για την ανθρωπολογική και πολιτική σημασία της πιάτσας σήμερα», Kaboom, τχ. 6, 2019.
[10] Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Για τα Κοινά της Ελευθερίας, Εκδόσεις Εξάρχεια, Αθήνα, 2014.