της Μαρίας Καμπίτση
Για το βιβλίο του Γιώργου Φουρτούνη, Αποδόμηση σε «τελική ανάλυση». Ο σπινοζικός δομισμός του Αλτουσέρ (1960-1969) και ο πρώιμος Ντερριντά, Νήσος, Αθήνα 2023*
Όταν ο Γιώργος Φουρτούνης μου είπε να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου του στη Θεσσαλονίκη, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο…», συμπληρώνοντας «…αλλά θέλω τόσο πολύ». Γυρνώντας σπίτι, άρχισα να κοιτάζω τα περιεχόμενα και να το ξεφυλλίζω. Αμέσως μεταφέρθηκα στην αίθουσα 204 του Παντείου το εαρινό εξάμηνο του ’18, όταν, ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια, παρακολουθούσα το σεμινάριό του περί ιδεολογίας. Σε μία απ’ τις παραδόσεις, διαβάσαμε γραμμή-γραμμή το Παράρτημα του πρώτου μέρους της Ηθικής του Σπινόζα και, στην πράξη, μας έκανε μια πολύ συστηματική εισαγωγή στη σπινοζική φιλοσοφία. Παράλληλα, επισήμαινε κάποια ζητήματα που θα συζητούσαμε στο επόμενο μάθημα, το οποίο θα αφορούσε την ιδεολογία, την πρακτική και το υποκείμενο στον Λουί Αλτουσέρ. Όταν βγήκα απ’ το μάθημα, έχοντας ακούσει για το σπινοζικό φαντασιακό, για τον ρόλο του σώματος, την υλικότητα των ιδεών, το μη οντολογικό χάσμα μεταξύ ιδεών «στο Πνεύμα» και πραγμάτων «στον κόσμο», και πιο πολύ απ’ όλα για την έννοια της εμμένειας, ανυπομονούσα για τη συνέχεια. Κάπως έτσι, η εργασία εξαμήνου γι’ αυτό το σεμινάριο έγινε διπλωματική κι έπειτα μια διδακτορική διατριβή σε εξέλιξη. Οπότε, «αποφάσισα» να μιλήσω για το βιβλίο απ’ αυτή τη σκοπιά, τη σκοπιά της μαθήτριας. Άλλωστε, μόνο έτσι θα μπορούσα να το κάνω. Πέρα απ’ τους προφανείς λόγους, ένας άλλος είναι ότι ο ίδιος ο τρόπος αυτού του βιβλίου είναι ένα μάθημα, το ίδιο μάθημα που δίνει ως δάσκαλος και ως επιβλέπων. Ποιο είναι αυτό;
Να γράψεις αυτό που θες –να γράψεις το δικό σου πράγμα– συνομιλώντας πραγματικά με τους στοχαστές με τους οποίους καταπιάνεσαι, και αφήνοντάς τους να σε οδηγήσουν.
Να στηρίζεις αυτό που θέλεις να πεις μέσα απ’ τα ίδια τα κείμενα, χωρίς απλώς να τα επαναλαμβάνεις, και να μένεις πιστή σε αυτά με δύο, εξίσου σημαντικές, κρίσιμες έννοιες: Πρώτα απ’ όλα, να μη βάζεις μέσα τους άλλα απ’ αυτά που λένε, την ίδια στιγμή που αντλείς απ’ αυτά ό,τι έχουν να δώσουν. Έτσι, μπορείς να διαβάζεις και «πίσω απ’ τις γραμμές ή ανάμεσα σε αυτές»,[1] να παρατηρείς (και να αξιοποιείς ερμηνευτικά) τους «τρόπους γραφής»,[2] τη χρήση εισαγωγικών και τις μετατοπίσεις όρων εντός των φράσεων,[3] να «συμπληρώ[νεις] τα μη-ορατά διάκενα … “ήμασταν σπινοζικοί [δομιστές], δεν ήμασταν [απλώς] δομιστές”».[4] Έπειτα, εξίσου σημαντικό, να μη χάνεσαι σε ερμηνείες άλλων: η δευτερεύουσα βιβλιογραφία είναι εκεί και εμπλέκεται στο κείμενο –είτε ως σύγκλιση είτε ως διαφωνία– αλλά κάθε στιγμή είναι σαφές το ποιος μιλάει, ποιανού είναι αυτό το βιβλίο.
Να μη φοβάσαι τα κείμενα, τα «σκοτεινά σημεία» τους, τις περιπλοκές, τις αντιφάσεις τους. Να τις εντοπίζεις και να τις αναδεικνύεις, όχι για να πεις πως βρήκες το λάθος ή την αντίφαση του Αλτουσέρ (ή οποιουδήποτε). Να τις εντοπίζεις, να τις αναδεικνύεις και να τις αξιοποιείς για να καταλάβεις καλύτερα και να εξηγήσεις καλύτερα. Τα κείμενα (και ιδιαιτέρως κάποια κείμενα) είναι αυτά που είναι και λόγω των αντιφάσεων τους.Είναι καλό να το ξέρουμε, αν αποφασίσουμε να αφιερώσουμε μεγάλο μέρος της ζωής μας σε αυτά.
Να μη φοβάσαι τις εντάσεις των εννοιών. Οι εντασιακές έννοιες, αυτές που «είναι και δεν είναι», που λένε «αυτό, αλλά όχι επακριβώς», που αφήνουν ελάχιστα αναγκαία «υπόλοιπα», είναι οι πιο ενδιαφέρουσες γιατί είναι οι πιο γόνιμες.
Να μη φοβάσαι την αμφισημία των διατυπώσεων, τα παράδοξα, τα «διπλά αποτελέσματα», τα «ταυτόχρονα» ή «με την ίδια κίνηση», όπως το «η ιδεολογία εγκαλεί τα άτομα ως αλλά και σε υποκείμενα», σ’ αυτές «τις δύο στιγμές που είναι μία»).[5]
Να μη φοβάσαι τα «ακατανόητα»: το πάντοτε-ήδη, την αιωνιότητα που δεν είναι απέραντος χρόνος, το όλον που δεν είναι σύνολο, τις ιδέες που είναι πράγματα –όλα αυτά τα ακατανόητα μπορούν, αν δώσεις στον εαυτό σου και σε αυτά την ευκαιρία, να γίνουν πολύτιμα εργαλεία κατανόησης και εξήγησης όχι μόνο της φιλοσοφίας αλλά, για να δανειστώ τη φράση του Ντελέζ, και του «εκτός της».
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαλέξεις ένα μέρος του βιβλίου και να μιλήσεις μόνο γι’ αυτό. Τίποτα ουσιώδες δεν μπορεί να απομονωθεί: την ίδια στιγμή που έχει τη θέση του, διαχέεται παντού. Πολλά επανέρχονται, εν είδη αναγκαίας επανάληψης ή με μικρές τροποποιήσεις ή αναδιατυπώσεις, που φωτίζουν και επεξηγούν περαιτέρω προηγούμενα σημεία. Είναι ένα επιχείρημα που ξεδιπλώνεται σταδιακά, ενίοτε αναδιπλώνεται, αλλά πάντως προχωρά σταθερά, φροντίζοντας να επεξηγήσει τα πάντα, το τι ακριβώς λέγεται, γιατί λέγεται, γιατί λέγεται εκεί. Θα κάνω, ωστόσο, μια προσπάθεια, ακολουθώντας την έννοια της εμμένειας – η οποία άλλωστε διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο.
Η κεντρική θέση είναι πως, στις αναγνώσεις του έργου του Αλτουσέρ, παραβλέπεται πλήρως ο ρόλος δύο θεμελιωδών σπινοζικών εννοιών: της έννοιας της εμμένειας και της εμμενούς αιτιότητας στη «δομική αιτιότητα» και της έννοιας του φαντασιακού στη θεωρία του περί ιδεολογίας. Πράγματι, «εκεί όπου ο Αλτουσέρ επικαλείται τον Σπινόζα για τη διαμόρφωση του δικού του επιχειρήματος, περιορίζεται σε σποραδικές, υπαινικτικές και διαισθητικές αναφορές, οι οποίες μοιάζουν περισσότερο με οδοδείκτες προς μια έρευνα που παραμένει ακόμα σε εκκρεμότητα».[6] Αυτούς ακριβώς τους οδοδείκτες ακολουθεί το βιβλίο.
Ο Φουρτούνης (μας) (ξανα)διαβάζει τον Αλτουσέρ αναδεικνύοντας τις σπινοζικές αναφορές του. Υπό μία έννοια, περιπλέκει αυτό που έχει παρουσιαστεί σχετικά απλοποιημένα (ή απλοποιητικά) τόσο από επικριτές του Αλτουσέρ, όσο και από όσους προσπάθησαν να υπερασπιστούν την αλτουσεριανή θέση. Το περιπλέκει για να το εξηγήσει και να το κάνει, εντέλει, να φανεί «απλό». Δεν ξέρω σε πόσα εισαγωγικά μπορεί να μπει μια λέξη, πάντως το «απλό» εδώ μπαίνει σε πολλά, διότι δεν είναι καθόλου απλό. Απαιτείται, εν γένει, μια άλλη λογική[7] για να κατανοήσουμε το αλτουσεριανό επιχείρημα – και μάλιστα, όχι παρά τις εντάσεις του, αλλά μαζί με αυτές, στον βαθμό που ο ρόλος τους σε αυτό είναι συγκροτητικός.[8] Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, πως η έννοια-κλειδί για την επίλυση των εντάσεων είναι μια έννοια η ίδια εντασιακή: η έννοια της εμμένειας.
Ορισμένες κριτικές εντάσσουν τον Αλτουσέρ στον κλασικό δομισμό, στον δομισμό της «κλειστής δομής». Πρόκειται για τη δομή ως αφηρημένο «λογικό» σύστημα σχέσεων που καθορίζει τόσο αυτές τις σχέσεις όσο και τα άτομα που εμπλέκονται σε αυτές. Η ιδεολογία είναι επιφορτισμένη με το καθήκον να προετοιμάζει τα άτομα ώστε να αναλάβουν τις θέσεις τους εντός της δομής, να γίνουν φορείς ή υποστηρίγματά της και μ’ αυτόν τον τρόπο να την πραγματώσουν, και ταυτόχρονα να αποκρύπτει όλο αυτό το σύστημα (εξωτερικού) καθορισμού απ’ αυτήν την οιονεί υπερβατική δομή-ουσία. Κάθε στοιχείο της δομής συνιστά έτσι έκφραση της ουσίας της, (επι)φαινόμενο, και οι διαφορές εντός της εγγράφονται στην ταυτότητα της ίδιας της δομής που, σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει και ολοποιεί τα στοιχεία της. Ο Γουόρεν Μόνταγκ επισημαίνει φιλικά αυτήν την «άλυτη ένταση, ίσως και αντίφαση, ανάμεσα στη δομιστική διάσταση των κειμένων και στην αιχμή της αντι-ουσιοκρατικής και αντι-τελεολογικής φιλοσοφικής παρέμβασής του»,[9] που καθιστά αναπόφευκτα τη δομή, παρά τις προθέσεις του Αλτουσέρ, οντολογικά διακριτή από το δομημένο πεδίο, ως (με τα λόγια του ίδιου του Μόνταγκ) «κρυφή τάξη μιας φαινόμενης αταξίας [η οποία] διάγει μια λανθάνουσα ύπαρξη, πίσωή επέκεινα του έκδηλου περιεχομένου».[10] Το πρόβλημα αναπαράγεται, αν δεν εντείνεται, όταν ο δομισμός του Αλτουσέρ συναντά τον μαρξισμό. Τώρα πρέπει «ο καθορισμός από τη δομή να συνδυαστεί με τον καθορισμό από την οικονομία».[11] Έτσι, η «κλειστή δομή» αποκτά «κέντρο», εφόσον ένα στοιχείο της, η οικονομία, αποκτά προνομιακή θέση σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα – και υπό μία έννοια «αντικαθιστά» τη δομή ή ταυτίζεται με αυτήν, τουλάχιστον ως προς την καθοριστική φύση του. Η ανάλογη κριτική μεταφέρεται σ’ αυτό το σχήμα, όπου πλέον η οικονομία «εμφανίζεται ως η ουσία του κοινωνικού σχηματισμού, αποτελέσματα και φαινόμενα της οποίας είναι οι κατ’ επίφασιν διαφοροποιημένες, μη-οικονομικές σφαίρες του κοινωνικού».[12] Σ’ αυτό συμβάλλει και η έννοια του «καθορισμού σε τελική ανάλυση», στην οποία θα επανέλθω.
Η παρέμβαση, ωστόσο, του Αλτουσέρ στοχεύει εξίσου «στις δύο συμμετρικές όψεις του ορθόδοξου μαρξισμού», αφενός την οικονομιστική και αφετέρου την εγελιανή-ανθρωπιστική που θέτει στο επίκεντρο την έννοια της αλλοτρίωσης, οι οποίες με μια αδιόρατη συνενοχή, «αναπαρήγαγαν την ουσιοκρατία και την τελεολογία».[13] Ο Αλτουσέρ ψάχνει διέξοδο απ’ αυτό το δίλημμα, που δεν είναι παρά το δίλημμα μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού, και που εμφανίζεται να εξαντλεί τη θεώρηση του κοινωνικού και εντός του μαρξισμού. Σκοπός του δεν είναι η αντιστροφή της ιεραρχίας, αλλά η «φιλοσοφική ανασκευή του πυρήνα και των δύο».[14] Στο Για τον Μαρξ, ο Αλτουσέρ χρησιμοποιεί την έννοια του επικαθορισμού, ακριβώς για να διαφύγει απ’ τον οικονομισμό: η οικονομία είναι μια βαθμίδα της δομής, που ανήκει στη δομή, ως στοιχείο της, όσο και όλες οι άλλες: «είναι όχι μόνο καθορίζουσα αλλά επίσης με τη σειρά της ουσιωδώς και αναπόδραστα καθοριζόμενη».[15] Κάθε βαθμίδα έχει τον δικό της «δείκτη δραστικότητας», διατηρώντας μια «σχετική αυτονομία», πράγμα που εξασφαλίζει ότι οι βαθμίδες (τα στοιχεία) της δομής μπορεί μεν να ιεραρχούνται και κάποια να κυριαρχεί επί των άλλων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι «κατώτερες» συνιστούν απλώς «εκφράσεις» ή πραγματώσεις της κυρίαρχης. Εξαλείφεται, με άλλα λόγια, το «οντολογικό χάσμα» μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, στον βαθμό που το καθορίζον είναι επίσης καθοριζόμενο – και μάλιστα «ουσιωδώς και αναπόδραστα». Ο επι-καθορισμός είναι καθορισμός εκ των έσω, που δεν αφήνει ανεπηρέαστο το στοιχείο που τον ασκεί.
Πρόκειται, ακριβώς, για τη «δομική αιτιότητα», που θα διατυπωθεί λίγο αργότερα, και που δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή χωρίς την έννοια της εμμενούς αιτιότητας του Σπινόζα. Στην πρόταση 18 του πρώτου μέρους της Ηθικής, ο Σπινόζα λέει πως «Ο Θεός είναι το εμμενές […] αίτιο όλων των πραγμάτων»: είναι δηλαδή ένα αίτιο που δεν υπάρχει πριν, πέρα, πάνω ή έξω από τα αποτελέσματά του – αλλά και δεν ταυτίζεται πλήρως με αυτά (δηλαδή δεν ανάγεται σε αυτά, δεν καταργείται ως αιτία). Χωρίς να μπω στη σπινοζική οντολογία (στην οποία αφιερώνεται το 4ο κεφάλαιο του βιβλίου, αλλά αναφορές σε αυτήν υπάρχουν και όπου αλλού χρειάζεται), θέλω να αναφέρω απλώς τον ορισμό του τρόπου (δηλαδή κάθε άπειρου ή πεπερασμένου πράγματος) ως «επηρεασμού της υπόστασης». Εν ολίγοις, ο Θεός/Υπόσταση παράγει αναγκαία τους τρόπους, αλλά και επηρεάζεται από αυτούς, τροποποιείται καθώς τους παράγει, τροποποιείται από αυτό που παράγει. Με άλλα λόγια, αυτό το «sive» του «Deus sive Natura» δηλώνει ότι ο Θεός δεν ανάγεται στη Φύση, ούτε η Φύση στον Θεό. Ο Θεός-αιτία υπάρχει στον βαθμό που παράγει «όλα τα πράγματα», και εκφράζεται πάντοτε ολόκληρος μέσα σε αυτά, μέσα στα αποτελέσματά του. Επιπλέον, αυτή η έκφραση συνιστά ταυτόχρονα πάντοτε και τροποποίηση: εφόσον δεν προϋπάρχει ως μια ουσία ή δύναμη σταθερή και αμετάβλητη που εκφράζεται κατά βούληση, αλλά είναι κάτι που δεν υπάρχει παρά εκφραζόμενο, δεν μπορεί να είναι αδιάφορο προς τις αναγκαίες εκφράσεις του, όπως δεν μπορεί να είναι οντολογικά διακριτό από αυτές.
Μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε πληρέστερα τη δομή, όπως ορίζεται από τον Αλτουσέρ, ως αιτία «εμμενή στα αποτελέσματά της με τη σπινοζική έννοια του όρου, όπου […] η δομή […] δεν είναι τίποτα έξω από τα εν λόγω αποτελέσματα». Με άλλα λόγια, να συλλάβουμε την «αμοιβαίως υπαρκτική εξάρτηση αιτίας και αποτελέσματος, καθώς και μια ουσιώδη αναδραστικότητα του αποτελέσματος (πρωταρχική και όχι αναγώγιμη ή δευτερογενή), όπου το αποτέλεσμα εμφανίζεται κατά ιδιάζοντα τρόπο πάντοτε-ήδη συγκροτητικό της αιτίας, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτό».[16]
Κάτι άλλο που επισημαίνεται ως κριτική στον Αλτουσέρ είναι η ασυμβατότητα μεταξύ «επικαθορισμού» και «καθορισμού σε τελική ανάλυση (από την οικονομία)». Η «τελική ανάλυση» φαίνεται να παίρνει πίσω αυτό που ο επικαθορισμός προσπαθεί να δώσει – ακόμα κι αν «η μοναχική ώρα της δεν έρχεται ποτέ». Παρά τη διαρκή αυτή αναβολή, η κριτική βλέπει στην «τελική ανάλυση» την επιβίωση του (οικονομικού) ντετερμινισμού, με αποτέλεσμα «το οντολογικό προνόμιο του οικονομικού [να] επανακάμπτει στο πλαίσιο του επικαθορισμού».[17] Αυτό ωστόσο θα ίσχυε, και θα ήταν «το όριο του επικαθορισμού», αν μέναμε στην «πρώτη γραφή του επικαθορισμού»,[18] με την οικονομία ως κέντρο της δομής που παραμένει κατά κάποιον τρόπο εκτός αυτής, που «είναι στοιχείο της δομής, χωρίς να είναι δομικό στοιχείο, με την έννοια ότι δεν υπόκειται στη δραστικότητα της δομής (αλλά την καθορίζει)».[19]
Και πάλι, πρόκειται για αδυναμία σύλληψης της εμμένειας, και μάλιστα της εμμένειας ως «υλιστικής στρατηγικής»,[20] όπως το θέτει ο Φουρτούνης σε μια ερμηνευτική πρόταση-επισήμανση και για την ανάγνωση του ίδιου του Σπινόζα και την αξιοποίησή του σε μια σύγχρονη θεώρηση. Το πραγματικό επίδικο του υλισμού –και μιας εμμενειοκρατικής σύλληψης– δεν είναι να πάρει τη θέση και τα προνόμια του ιδεαλισμού – ή της υπερβατικότητας αντίστοιχα. Το ζήτημα δεν είναι η αντιστροφή της ιεραρχίας και η αναγωγή της «ιδέας» στην «ύλη». Είναι ο επανορισμός τόσο της «ύλης» όσο και της «ιδέας», και η επανεγγραφή και των δύο σ’ ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο που δεν θα ηγεμονεύεται στην πράξη απ’ τον ιδεαλισμό, είναι ο επανορισμός τους με βάση τον νέο τρόπο να σχετίζονται: «αν η εμμένεια θέλει να είναι η ηγεμονική αναδιατύπωση του υλισμού, δεν μπορεί να συνιστά απλή αντιστροφή ή αναγωγή του δυϊσμού της υπερβατικότητας: η εμμένεια δεν είναι απλώς το αντίθετο της υπερβατικότητας, έτσι ώστε εκεί όπου η υπερβατικότητα θα έλεγε “δύο” (ιδεατό/υλικό), η εμμένεια θα έλεγε απλώς “ένα”».[21] Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, πολλές σελίδες μετά, διαβάζουμε πως «το αλτουσεριανό εγχείρημα κατατείνει επίσης προς μια νέα “έννοια” ύλης, μια νέα “ύλη” ή “υλικότητα”, την ίδια την έννοια της κοινωνικής πραγματικότητας, με όρους εμμενούς σχέσης των δύο πόλων τους οποίους το μεταφυσικό δίπολο μεταξύ ιδεατού και υλικού έθετε σε σχέση υπερβατικότητας και ιεραρχίας».[22]
Αυτή η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι λοιπόν ούτε υλική ούτε ιδεατή: δεν εξαντλείται στις κοινωνικές σχέσεις όπως καθορίζονται από τις σχέσεις παραγωγής (ή ταυτίζονται με αυτές), ούτε ανάγεται σε ιδεολογία που πραγματώνεται. Η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι ούτευλικήούτειδεατή, με την παραδοσιακή έννοια,αλλά είναι και «υλική» και «ιδεατή», μ’ αυτήν τη νέα έννοια που αποκτούν οι όροι στο αλτουσεριανό (-σπινοζικό) θεωρητικό πλαίσιο.[23] Η νέα αυτή έννοια «ύλης» είναι ανάλογη με τη δεύτερη φάση της αποδόμησης, τη δεύτερη γραφή του επικαθορισμού, με την κατά Ντερριντά «νέα έννοια δομής»: τη δομή χωρίς κέντρο, που όμως «δεν μπορεί να αφήσει απλά και καθαρά πίσω της την παλαιά έννοια της κεντροθετημένης δομής»,[24] αφού δομή χωρίς κέντρο δεν σημαίνει δομή χωρίς οργάνωση. Στη συνάντηση, λοιπόν, των δύο, «η νέα, εμμενειοκρατική έννοια “υλικότητας” δεν μπορεί να αφήσει πίσω της την ύλη που η προηγούμενη, πρώτη κίνηση είχε φέρει στη θέση του καθοριστικού δομικού κέντρου, αντιστρέφοντας την παλιά ιεραρχία από την οποία την είχε παραλάβει⸱ δεν μπορεί απλώς να γυρίσει την πλάτη της στην τελική ανάλυση».[25]
Με άλλα λόγια, αν η οικονομία επείχε αυτή τη θέση, τη θέση του κέντρου που οργανώνει τη δομή, δεν μπορεί τώρα απλώς να εξοβελιστεί: παραμένει ως «κάτι» που «οργανώνει» αυτήν τη νέα, ανοιχτή και χωρίς κέντρο, δομή. Ωστόσο, με τη μη έλευση της «τελικής ανάλυσης» δεν δηλώνεται απλώς η οικονομία ως «απούσα αιτία», μια αιτία που εμφανίζεται δι’ αντιπροσώπου ή «τοποτηρητή», σύμφωνα με την προσπάθεια του Μπαντιού να λύσει αυτήν την αντίφαση με μια διάκριση μεταξύ οικονομικής πρακτικής και οικονομικής βαθμίδας.[26] Αλλά και η προσέγγιση από τον Ντερριντά, όταν μιλά για την τελική ανάλυση (και πρακτικά για την οικονομία) ως «κρυμμένη οντότητα», «που δεν έρχεται ή δεν εμφανίζεται ποτέ ως τέτοια», ως «κρυμμένο Θεό»,[27] δεν αγνοεί απλώς τον σπινοζισμό αλλά αντιτίθεται ευθέως σε αυτόν, εφόσον «η σπινοζική υπόσταση δεν εκδηλώνεται ή εκφαίνεται αλλά […] φαίνεται αυτοπροσώπως στα αποτελέσματά της, είναι ουσιωδώς φαινόμενη, ακριβώς επειδή τα αποτελέσματά της δεν συνιστούν τα φαινόμενά της».[28] Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις δεν ξεφεύγουν από τη διάκριση μεταξύ «ουσίας» και «φαινομένου», μεταξύ αυτού παραμένει πίσω, «εκτός», κρυφό, και των ορατών αποτελεσμάτων που παράγει. Ένας ακόμη λόγος που η «τελική ανάλυση» είναι κάτι το οποίο η αλτουσεριανή θεωρία «δεν έχει την πολυτέλεια να εκχωρήσει»:[29] τη χρειάζεται «παρούσα αυτοπροσώπως», ώστε να μην επιδέχεται αναγνώσεις τέτοιου τύπου («απούσας αιτίας», «κρυφής τάξης»). Αλλά και την αναβάλλει διαρκώς, ακριβώς για να μην εκπέσει στον οικονομισμό, να μην επανέλθει ως κλειστή, κεντροθετημένη δομή.
Οι αμφισημίες, οι εντάσεις, οι αντιφάσεις στον λόγο του Αλτουσέρ προκύπτουν αναγκαία γιατί είναι συγκροτητικές του θεωρητικού (και αξεδιάλυτα πολιτικού) του εγχειρήματος, ακριβώς επειδή «στα συναφή διλήμματα, δεν διαλέγει τον έναν ή τον άλλον πόλο, τη θέση ή την άρση, ούτε βέβαια και τη διαλεκτική υπέρβασή τους, αλλά ακριβώς και τον έναν και τον άλλο, ή κανέναν από τους δύο, τροποποιώντας ριζικά και τους δύο και τη σχέση τους[…]. Ούτε δύο ούτε ένα, λοιπόν, ούτε δυϊσμός ούτε μονισμός, αλλά μια διαρκώς καταργούμενη και αναιρούμενη, αλλά ουδέποτε ριζικά καταργημένη και αναιρεμένη δυϊκότητα».[30] Άλλη μια στιγμή που δεν έρχεται ποτέ. Πρόκειται για το «ουσιώδες “αλλά” της εμμένειας»,[31] όπως το διατυπώνει ο Φουρτούνης, υπενθυμίζοντας ότι η εμμένεια δηλώνει μια σχέση και συνεπώς, σε μια δεύτερη «στιγμή» της, οφείλει να διατηρήσει, κατά κάποιον τρόπο, αυτό το οποίο, σε πρώτη φάση, αρνείται: τη δυϊκότητα «μεταξύ υπόστασης και τροπικής πραγματικότητας».[32] Αυτό δεν συνιστά υποχώρηση ή συμβιβασμό με την υπερβατικότητα, δεν δηλώνει αδυναμία απέναντί της, αλλά είναι το όπλο εναντίον της, ο τρόπος να μην καταλήξει ξανά υποτελής σε αυτήν. Η εξάλειψη της υπόστασης (-αιτίας) «προς όφελος» του κόσμου των τρόπων (-αποτελεσμάτων), είναι η στιγμή εξάλειψης της ίδιας της εμμένειας. Είναι η επιστροφή στις εξωτερικά σχετιζόμενες «καρτεσιανές υποστάσεις», σ’ ένα σχήμα που αφήνει κενό χώρο, ώστε να εμφανιστεί εκ νέου μια «υπερβατική αιτία». Είτε ο Θεός είτε η οικονομία, είναι η (απλοποιητική) έλευση της «τελικής ανάλυσης»: ένα στοιχείο που «δομεί» τη δομή, μια δύναμη που διέπει κανονιστικά τον κόσμο, αδιάφορη προς αυτόν γιατί δεν ανήκει σε αυτόν.
Εντέλει, τα «παράδοξα» της αλτουσεριανής σκέψης δεν εκφράζουν παρά το «ουσιώδες παράδοξο της οντολογίας του κοινωνικού: [το γεγονός ότι] η κοινωνική πραγματικότητα βρίσκεται πάντοτε σε μια ανεξάλειπτη, συγκροτητική μετατόπιση και ένταση με τον εαυτό της».[33] Ακριβώς γι’ αυτό, η τελευταία φράση του βιβλίου είναι η περιγραφή του σπινοζικού δομισμού του Αλτουσέρ ως «μια σκέψη για τις “συνθήκες δυνατότητας” της πολιτικής και της ιστορίας».[34]
Ήταν πράγματι ένα μάθημα αυτό το βιβλίο και η προσπάθειά μου να μιλήσω γι’ αυτό. Το ένιωσα και σαν υποχρέωση, που παραμένει ανοιχτή. «Υποχρέωση», όμως, όπως την εννοεί ο Ντερριντά, βάζοντας μαζί τρεις λέξεις με τόσο κοντινή σημασία, στην κοινή χρήση τους, αλλά τόσο διακριτές στην πραγματικότητα, όταν μιλά για «τούτη την αναγκαιότητα που δεν είναι καταναγκασμός, αλλά μια πολύ ήπια δύναμη που μας καθιστά υπόχρεους».[35]
Μάιος 2024
* Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη, στις 26/4/2024.
[1] Γιώργος Φουρτούνης, Αποδόμηση σε «τελική ανάλυση». Ο σπινοζικός δομισμός του Αλτουσέρ (1960-1969) και ο πρώιμος Ντερριντά, Νήσος, Αθήνα 2023, σ. 458. Όλες οι παραπομπές που ακολουθούν είναι στο ίδιο.
[2] σ. 512.
[4] σ. 111.
[5] σ. 524-528.
[6] σ. 107.
[7] σ. 578-579, 581.
[8] σ. 103-104.
[9] σ. 61.
[10] σ. 61-62.
[11] σ. 62.
[12] σ. 64.
[13] σ. 65.
[14] σ. 65.
[15] σ. 69.
[16] σ. 167-168.
[17] σ. 77.
[18] σ. 612.
[19] σ. 81.
[20] σ. 113.
[21] σ. 122-123.
[22] σ. 613.
[23] Χρειάζεται εδώ και η άλλη διάσταση του σπινοζισμού του Αλτουσέρ, που αναπτύσσεται διεξοδικά στα κεφάλαια έξι, επτά και οκτώ. Πρόκειται για τον ρόλο της σπινοζικής φαντασίας στην αλτουσεριανή έννοια της ιδεολογίας, σε σχέση με το υποκείμενο και την πρακτική. Το ζήτημα αυτό, με τη σειρά του, χρειάζεται την παραλληλία των κατηγορημάτων της σπινοζικής οντολογίας, όπως εξηγείται στο τέταρτο κεφάλαιο.
[24] σ. 614.
[25] σ. 615.
[26] σ. 90-92, 289.
[27] σ. 301-302.
[28] σ. 303.
[29] σ. 615.
[30] σ. 617.
[31] σ. 576.
[32] σ. 577.
[33] σ. 553 (πλάγια δικά μου).
[34] σ. 706.
[35] Jacques Derrida, Adieu, μτφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1996, σ. 33.