του Hermann Heller
μετάφραση: Γιάννης Πεδιώτης
Ο γερμανός πολιτειολόγος και νομικός Hermann Heller (1891-1933), συνομιλητής και θεωρητικός αντίπαλος στοχαστών όπως οι Carl Schmitt και Hans Kelsen, υπήρξε σημαντικό ενεργό μέλος του SPD κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η σκέψη του αναπτύσσει τον ρεβιζιονισμό του Bernstein, αντλώντας στοιχεία από τον Hegel, τον Marx και τον μαρξισμό, αλλά και από τους Weber και Kelsen. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνονται τα Sozialismus und Nation (1925), Die Souveränität (1927), Europa und der Faschismus (1929) και κυρίως το ανολοκλήρωτο Staatslehre (1934). Με την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία το 1933, ο εβραϊκής καταγωγής Heller εγκατέλειψε τη Γερμανία και την ίδια χρονιά βρήκε τον θάνατο στη Μαδρίτη. Το 1933 δημοσιεύτηκε και το κείμενο που μεταφράζουμε εδώ,[1] στο οποίο ο Heller εισάγει την έννοια του αυταρχικού φιλελευθερισμού, αναφερόμενος μάλιστα και στο «νεοφιλελεύθερο κράτος». Ασκώντας κριτική στον θεωρητικό του ναζισμού Schmitt, ο Heller αναπτύσσει μια θεωρητική επιχειρηματολογία, η οποία ωστόσο αφορά ένα πολύ απτό πολιτικό επίδικο: τη γενικευμένη χρήση του διαβόητου άρθρου 48 του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και τις διαφαινόμενες επιπτώσεις της στο τότε γερμανικό κράτος. Γνωρίζουμε ότι οι συνέπειες των ζητημάτων που απασχολούν εδώ τον Heller υπήρξαν κάτι παραπάνω από δραματικές. Σχεδόν έναν αιώνα μετά, το κείμενό του παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο, καταδεικνύοντας εναργώς την ιστορικότητα της σχέσης μεταξύ αυταρχισμού και (νεο)φιλελευθερισμού.
~*~
Το 1932 έφερε μαζί του στη δημόσια ζωή της Γερμανίας το σύνθημα του «αυταρχικού» κράτους· με το υπουργικό συμβούλιο του Papen να το μετατρέπει μάλιστα σε κυβερνητικό πρόγραμμα. Βέβαια, η κυβέρνηση Papen διακόπηκε οριστικά την ίδια χρονιά. Ωστόσο, δεν υπήρξε ο εμπνευστής του προγράμματος του αυταρχικού κράτους, παρά μόνο εκφραστής των δυνάμεων που εξακολουθούν να ασκούν πιέσεις για την υλοποίησή του. Ως εκ τούτου, θα έχουμε για πολλά χρόνια ακόμα κάθε ευκαιρία να αντιπαρατεθούμε με τους πρακτικούς και θεωρητικούς υπέρμαχους του «αυταρχικού» κράτους. Ένας ξένος που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τις καταστάσεις που επικρατούν στη Γερμανία σήμερα δεν θα μπορούσε, φυσικά, να ξέρει ποιοι συγκεκριμένοι πολιτικοί στόχοι εννοούνται με αυτό το σύνθημα. Αρχή σημαίνει κρατική εξουσία και ισχύς νόμου, δικαιοδοσία και νομιμότητα.[2] Ποιον ή τι, λοιπόν, πολεμά η ιδέα του «αυταρχικού» κράτους; Υπήρξε ποτέ μη αυταρχικό κράτος; Δεν είναι άραγε κάθε κράτος ως κράτος μια αυταρχική κυβερνητική οργάνωση;
Η έλλειψη σαφήνειας του συνθήματος του «αυταρχικού» κράτους είναι, αν όχι σκόπιμη, πάντως δικαιολογημένη. Το τι επιδιώκουν οι εκφραστές του μπορεί να αποσαφηνιστεί μόνο αν απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα: πρώτον, τι είδους βάση ζητούν οι πρωταγωνιστές αυτού του συνθήματος να δώσουν στην κρατική αρχή και, δεύτερον, σε ποιους τομείς της ζωής θέλουν το κράτος να ενεργεί αυταρχικά;
Το πρώτο ερώτημα είναι σχετικά εύκολο να απαντηθεί. Μιλώντας για «αυταρχικό» κράτος, ασκεί κανείς στην πραγματικότητα πολεμική εναντίον του δημοκρατικού κράτους. «Αυταρχία και όχι πλειοψηφία» είναι η αντίθεση που έθεσε ο Friedrich Julius Stahl πριν από εκατό χρόνια, χωρίς ωστόσο να έχει γίνει ακριβέστερη από τότε.[3] Η αρχαία και η σύγχρονη εμπειρία αποδεικνύει αναμφίβολα ότι η άποψη πως το συγκροτούμενο βάσει πλειοψηφίας δημοκρατικό κράτος στερείται κύρους είναι αστήρικτη – κάτι που επιβεβαιώθηκε πικρά για τους Γερμανούς με τον Πόλεμο.[4] Επομένως, όταν κάποιος λέει «αυταρχικό κράτος» εννοεί την αυταρχική κρατική εξουσία έναντι της δημοκρατικής κρατικής εξουσίας.
Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η δημοκρατική θεωρία και πρακτική της Γερμανίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο προσέφερε στους υπερασπιστές του «αυταρχικού» κράτους εύκολους στόχους. Ακόμα κι αν αναγνωρίσουμε όλα τα αναπόδραστα γεγονότα που συνδέονται με την ήττα του πολέμου και την επακόλουθη πτώση του νομίσματος και της οικονομίας· ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι κύκλοι με μεγάλη επιρροή στο στρατό και την οικονομία που προσπάθησαν σκληρά από το 1918 και εξής να υπονομεύσουν τη δημοκρατική εξουσία του κράτους είναι οι ίδιοι που σήμερα εκφράζουν την έκκληση συσπείρωσης υπέρ του «αυταρχικού» κράτους – ακόμα κι αν δεχθούμε όλες αυτές τις εξηγήσεις και τις δικαιολογίες για την αδυναμία της γερμανικής δημοκρατίας, δεν θα μπορούσαμε να απαλλάξουμε όσους έχουν υποστηρίξει με πράξεις και σε θεωρητικό επίπεδο αυτήν τη δημοκρατία από την ιστορική τους ενοχή, καθότι αντιλήφθηκαν εντελώς λάθος τον ακλόνητο νόμο της πολιτικής εξουσίας. Είναι εθνικό ελάττωμα των Γερμανών, που κρατάει έναν αιώνα τώρα, το ότι διέρρηξαν ανεπανόρθωτα την ενότητα του νόμου και της εξουσίας, τα οποία μπορούν να διαχωριστούν μόνο διαλεκτικά, διασπώντας με τον ίδιο τρόπο την ενότητα της θεωρίας και της πράξης. Ίσως μάλιστα και να φιλοδοξούν να καταμερίσουν τον νόμο και την εξουσία σε διαφορετικά κομματικά προγράμματα. Όπως και η φιλελεύθερη δημοκρατία πριν από εκατό χρόνια, έτσι και η σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία από το 1918 και εξής έχει πάνω από όλα διεκδίκησει για τον εαυτό της τον νόμο, μη γνωρίζοντας όμως πώς να αξιοποιήσει αυτή την κακή εξουσία, εντός της οποίας οι εχθροί της εν τω μεταξύ έχουν βολευτεί όλο και πιο άνετα. Εφόσον η 20ή Ιουλίου 1932 δεν κατάφερε να δώσει στη σοσιαλδημοκρατία να καταλάβει τη διαλεκτική της εξουσίας και του νόμου περισσότερο απ' ό,τι αυτό υπήρξε δυνατό για τη φιλελεύθερη δημοκρατία στα έτη 1813 και 1849, τότε το απολυταρχικό-αυταρχικό κράτος μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί πραγματικότητα στη Γερμανία για πολλά χρόνια ακόμα.
Στη μεταπολεμική Γερμανία, ο προφανής χαρακτήρας του συνθήματος του «αυταρχικού» κράτους, το οποίο από μόνο του είναι ασαφές, οφείλεται σε κάποιον βαθμό στην αδυναμία του δημοκρατικού καθεστώτος. Πολύ περισσότερο όμως οφείλεται στο γεγονός ότι η απίστευτη σύγχυση στην οποία βρίσκεται η Γερμανία, ιδίως από το 1929 και εφεξής, καθιστά τους ανθρώπους ως επί το πλείστον ευεπίφορους στην απαξίωση της δημοκρατικής εξουσίας του κράτους και στην πίστη στα θαύματα που μπορεί να κάνει μια δικτατορία. Το γεγονός ότι υπάρχουν εκατομμύρια ανθρώπων που πιστεύουν με θρησκευτική θέρμη στη λύτρωση από όλα τα δεινά διά της πίστης στον Φύρερ –σε βαθμό που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της κοινωνιολογικής εξήγησης– επιτείνει τη διόλου ασήμαντη δυσκολία σχηματισμού πολιτικών πλειοψηφιών και σχηματισμού δημοκρατικών κυβερνήσεων. Σε μια κατάσταση εξαίρεσης εν μέσω κρίσης, μια αντίληψη του κράτους που –όπως αυτήν του Carl Schmitt– ανακηρύσσει τους κανόνες και τις νόρμες επουσιώδεις και την εξαίρεση αποφασιστική μπορεί να είναι επιτυχής. Εδώ και ενάμιση χρόνο, αυτούς του είδους η αντίληψη επιχειρεί να υποβιβάσει τη δημοκρατική εξουσία προς όφελος της δικτατορικής εξουσίας του κράτους.
Τουλάχιστον από την εποχή των αρχαίων ρωμαϊκών δημοκρατιών, οι λαοί της Δύσης έχουν αναγνωρίσει ότι σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και εξαίρεσης είναι απαραίτητο να συγκεντρωθεί η κρατική εξουσία στα χέρια ενός δημοκρατικά εκλεγμένου δικτάτορα που μπορεί να ανακληθεί. Όμως ο Carl Schmitt, στη βάση μιας εντελώς παράτολμης λογικής, επιδιώκει να παρουσιάσει το κράτος εξαίρεσης ως το αληθινό και ενδεδειγμένο τυπικό κράτος και να υποστηρίξει τη διαρκή αυταρχική δικτατορία, που δεν περιορίζεται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ως την αληθινή δημοκρατία. Βασικά, αναγνωρίζει μόνο ένα «αυταρχικό» κράτος, τη φασιστική δικτατορία όπως αυτή ενσαρκώνεται στον Μουσολίνι, που με την «αρχαϊκή απλότητά» της επιβάλλει στο σύνολο της πολιτικής ζωής τη θέληση ενός και μόνο ανδρός. Για χάρη της «μεγαλύτερης δόξας» αυτού του «αυταρχικού» κράτους, όλοι οι θεσμοί και οι ιδέες της συνταγματικής δημοκρατίας πρέπει να απωλέσουν το δικό τους κύρος. Πρέπει να ξεσκεπαστούν ως ρασιοναλιστικές κουταμάρες του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα, και το Σύνταγμα της Βαϊμάρης πρέπει να θεωρηθεί μέσω της κατάλληλης ερμηνείας ως μια reductio ad absurdum [εις άτοπον απαγωγήν]. Έτσι εξηγείται ο λόγος για τον οποίο, από τη σκοπιά αυτού του νομικού δόγματος, το σύνταγμα είναι μια «απόφαση» και όχι μια δομή κανόνων, ο κοινοβουλευτισμός ένας ανούσιος θεσμός που αποσκοπεί στην εξακρίβωση αιώνιων αληθειών μέσω διαβούλευσης και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση επί συνταγματικών ζητημάτων ένα δηλητήριο που θέλει να οδηγήσει τη Γερμανική Αυτοκρατορία στην ανημποριά στην οποία βρισκόταν κατά τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα.
Στο βιβλίο του Der neue Staat [Το νέο κράτος], ο Walter Schotte έχει περιγράψει πώς συνέλαβαν το σχέδιο αυτού του «αυταρχικού» κράτους τα στελέχη της κυβέρνησης Papen. Στο ερώτημα περί της μορφής που πρέπει να έχει το «αυταρχικό» κράτος, ο μοναρχικός von Papen απαντά με ένα δικό του ερώτημα, τόσο βαθύ όσο και βολικό: «Εξάλλου, τι σημασία έχει το ποια μορφή θα λάβει το κράτος στα μάτια του Θεού;»[5] Ως απότοκο των απόψεων του Schmitt γύρω από το κράτος και την ερμηνεία του συντάγματος, στις οποίες γίνεται ρητή αναφορά σε διαφορετικό πλαίσιο, εμφανίζεται μια αρχή που θυμίζει τον Metternich: «Η εξουσία του κράτους ανήκει στον Πρόεδρο του Ράιχ, ο οποίος, μολονότι εκλεγμένος από τον λαό, φέρει ευθύνη μόνο ενώπιον του Θεού». Αν προσθέσει κανείς ότι, σύμφωνα με τον Schmitt, η μυστική ψηφοφορία είναι στην πραγματικότητα λιγότερο δημοκρατική απ' ό,τι το ανοιχτό δημοψήφισμα (ένα μέσο που, λόγου χάριν, στη φασιστική Ιταλία βρίσκεται υπό τον έλεγχο του δικτατορικού κόμματος), τότε καταλαβαίνει πως η βάση αυτού του «αυταρχικού» κράτους δεν θα μπορούσε να είναι η δημοκρατία, αυτό «το είδωλο της πλανημένης μάζας», αλλά μάλλον η απολυταρχία.[6] Παρά τις επικλήσεις στον Θεό, παραμένει ανεξήγητο από πού λαμβάνει τον ιερό του χαρακτήρα αυτό το sacrum imperium [αγία αυτοκρατορία] του εν λόγω αυταρχικού κράτους.
Η αντιδημοκρατική βάση του «αυταρχικού» κράτους είναι προφανής. Πολύ πιο δύσκολη, μα και πολύ πιο αποκαλυπτική, είναι η απάντηση στο ερώτημα γύρω από τις σφαίρες της ζωής στις οποίες το κράτος θεωρείται ότι θα πρέπει να φέρεται με αυταρχικό τρόπο και ποια όρια οφείλει να σέβεται η εξουσία του σύμφωνα με τις προθέσεις των εκπροσώπων του. Ακριβώς αυτά τα όρια της κρατικής εξουσίας είναι που πρόκειται να αποδειχθούν το πραγματικό experimentum crucis [αποφασιστική δοκιμή] του «αυταρχικού» κράτους.
Για πολλά χρόνια, όλα έδειχναν ότι η εξωτερική πολιτική του γερμανικού Ράιχ καθιστούσε απαραίτητο το «αυταρχικό» κράτος. Οι πλανημένες μάζες διατηρούσαν τη δεισιδαίμονα πίστη πως ένας «ισχυρός άνδρας» θα ήταν σε θέση να απομακρύνει, τάχιστα και επιτυχώς, τα επαχθή επακόλουθα του παγκόσμιου πολέμου. Αυτή η νομιμοποίηση του «αυταρχικού» κράτους με βάση την εξωτερική πολιτική έχει χάσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας της από τότε που η επιτυχία του δημοκρατικού κράτους –με τρόπο που δεν έχει εκτιμηθεί καθόλου– απάλλαξε τη Γερμανία από τις σοβαρότερες συνέπειες ενός πολέμου που είχε χάσει ένα «αυταρχικό» κράτος. Ο Walther Schothe έρχεται να μας διαβεβαιώσει –πολύ ειλικρινά, μπορεί κανείς να προσθέσει με ευγνωμοσύνη– ότι δεν θα πρέπει να θεωρούμε την εξωτερική πολιτική ως την πραγματική σφαίρα λειτουργίας του «αυταρχικού» κράτους. Όπως ορθά παρατηρεί, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Papen, σε αντίθεση με εκείνη των προκατόχων της, δεν ξεκινάει από την αντιμετώπιση των πιο επείγουσων αναγκών: «Μπορεί να ευχαριστήσει τους προκατόχους της για το ότι οι πιο επείγουσες ανησυχίες, όπως η κατάληψη γερμανικών εδαφών από τον εχθρό ή ακόμα και οι απεριόριστες αξιώσεις καταβολής αποζημιώσεων, είχαν ήδη επιλυθεί ή ήταν κοντά στο να επιλυθούν. Πράγματι, ως προς το ζήτημα των αποζημιώσεων, χρειάστηκε μόνο η Συνθήκη της Λοζάνης για να απομακρυνθεί μια και καλή το φάντασμα του πολιτικού χρέους, και να εγκαταλειφθεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας».[7] Εφόσον η Γαλλία παραχώρησε ίσα δικαιώματα στη Γερμανία όσον αφορά τα στρατιωτικά ζητήματα, τα εύλογα επιχειρήματα υπέρ μιας αυταρχικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι πλέον παρά ελάχιστα. Σκοπεύουν άραγε οι στρατιωτικά και οικονομικά κραταιοί υπέρμαχοι του «αυταρχικού» κράτους –αυτοί που πιστεύουν εδώ και αρκετούς μήνες ότι έχουν τον αποκλειστικό έλεγχο των πολιτικών χειρισμών– να έχουν ένα απεριόριστο στο εσωτερικό αυταρχικό κράτος, ένα «ολικό» κράτος; Προφανώς όχι! Αφήνουν αυτού του είδους τις ονειροφαντασίες, που είναι τόσο ειλικρινείς όσο και συγκεχυμένες, για τα κινήματα της νεολαίας και το βίωμα του πολέμου, για ανθρώπους όπως ο Ernst Jünger, ο οποίος κυκλοφόρησε πρώτος στα μέρη μας τα περί «ολικού κράτους», όρου που προέρχεται αρχικά από τον ιταλικό φασισμό. Με όλη την απολίτικη λαχτάρα τους για λύτρωση, ο «εργάτης» και ο «πολεμιστής» –υποφέροντας βαρύτατα, οικονομικά, πνευματικά και ψυχολογικά, από την άναρχη αποσύνθεση του λαού– θα μπορούσαν κάλλιστα να συναρπαστούν από την ιδέα μιας κοινότητας που υπερβαίνει εντελώς κάθε εσωτερική διαίρεση. Την ίδια στιγμή που μπορεί να ονειρεύονται βαθιά και έντονα μια αταξική κοινωνία και ένα Ράιχ, έναν διεθνή ή εθνικό σοσιαλισμό, το «αυταρχικό» κράτος επαγρυπνεί και γνωρίζει πολύ καλά ότι ούτε θέλει ούτε και μπορεί να είναι ένα ολικό κράτος.
Από πρακτική-πολιτική άποψη, το ολικό κράτος είναι αδύνατο. Ανέκαθεν το κράτος δεν μπορεί να περιλάβει τον άνθρωπο παρά μόνο εν μέρει. Ποτέ δεν μπορεί να τον περιλάβει στο σύνολό του. Από την εποχή του Bodin –από τότε δηλαδή που υπάρχει το κράτος υπό τη νεωτερική έννοια– το κράτος έπρεπε, πρώτα απ' όλα, να παραιτηθεί από το να είναι πολιτικός οργανισμός και ταυτόχρονα κοινότητα λατρείας. Το κράτος έπρεπε να γίνει ανεκτικό και φιλελεύθερο, καταρχάς στη θρησκευτική σφαίρα και αργότερα επίσης στις σφαίρες των τεχνών και των επιστημών. Ωστόσο, όπως συχνά συμβαίνει στη νεώτερη ιστορία, αυτό που έγινε εντέλει ήταν η επιδίωξη ενός απλώς σχετικού ολικού χαρακτήρα του κράτους, ενώ παράλληλα αναδύθηκε το αίτημα για μια ενιαία πολιτειακή θρησκεία [religion civile] που θα επιβαλλόταν από το κράτος. Μια αρχή που θα ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω από το να καθοδηγεί απλώς την εξωτερική συμπεριφορά, αλλά θα ήθελε επίσης να μπορεί να καθορίζει την εσωτερική μας σφαίρα, και να μας δεσμεύει από την άποψη της γνώσης και της συνείδησης, θα πρέπει να είναι σε θέση να επικαλεστεί κάτι παραπάνω από τη σκέτη υπεροχή ή την ωφελιμότητα. Το έργο της νομιμοποίησης μιας τέτοιας εξουσίας δεν μπορεί να αναληφθεί από κάποιον οικουμενικό θεό ή από μια εκδοχή χριστιανοσύνης που παραμένει δογματικά ακαθόριστη και συνεπώς δεν δεσμεύεται από κάποια συγκεκριμένη ομολογία, ούτε και θα αρκούσε εδώ μια ρασιοναλιστική λατρεία του être suprême [ανώτατου όντος]. Τούτο εξηγεί γιατί ο Μουσολίνι, που έχει την τύχη να είναι δικτάτορας ενός θρησκευτικά ομοιογενούς λαού, επιδιώκει να ενισχύσει την πολιτική του εξουσία με την αυθεντία της Καθολικής Εκκλησίας. Το κατά πόσον είναι δυνατόν να στηριχθεί ένας εθνικιστικός φασισμός σε έναν οικουμενιστικό καθολικισμό μπορεί κάλλιστα να αμφισβητηθεί. Όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη Γερμανία το «ολικό» όπως και το «αυταρχικό» κράτος στερούνται κάθε είδους μεταφυσικής-θρησκευτικής θεμελίωσης, γεγονός που εξηγεί και το γιατί το κράτος παραμένει ανίκανο να εμφανιστεί στην ευρύτερη σφαίρα του πολιτισμού ως κάτι που φέρει ύστατη αυθεντία και να καθορίσει απευθείας την πολιτισμική κοινότητα [Kulturgemeinschaft].
Τελικά, η επιτυχία τόσο του σοσιαλισμού όσο και του völkisch [λαϊκού] εθνικοσοσιαλισμού βασίζεται στην πεποίθηση ότι ένας πολιτισμικά ομοιογενής λαός μπορεί να επιτευχθεί διαμέσου της παρακαμπτήριου οδού είτε μιας αυταρχικής οικονομικής κοινότητας είτε μιας αυταρχικής φυλετικής κοινότητας. Όσοι είναι πεπεισμένοι ότι από την ύπαρξη ενός κοινού φυλετικού κοινωνικού σώματος μπορεί κανείς να συνάγει, με επιστημονική βεβαιότητα, την ύπαρξη μιας απαιτούμενης φυλετικής ψυχής ή ενός αντίστοιχου φυλετικού πνεύματος, θα απαιτήσουν από το κράτος την αναπαραγωγή μιας πνευματικά πολιτισμικής κοινότητας με φυλετικά μέσα. Σήμερα, ευρείς κύκλοι του γερμανικού πληθυσμού χαρακτηρίζουν αυτήν την προοπτική «ιδεαλιστική». Αντιθέτως, οι εύπορες και μορφωμένες τάξεις του σήμερα βαφτίζουν ως «υλιστική» την πεποίθηση ότι μια πνευματική κοινότητα μπορεί να συγκροτηθεί μέσω μιας αυταρχικής οικονομικής κοινότητας. Ωστόσο, ακόμα και οι νεότερες γενιές της αστικής τάξης, ωθούμενες σε προβληματισμό λόγω του χιτλερικού σοσιαλισμού, έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τη σχετική αλήθεια της γεμάτης ανυπομονησία διακήρυξης υπέρ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που έκανε κάποτε ο ιδεαλιστής Schiller: «Τέρμα πια, σας ικετεύω. Δώστε του τροφή, δώστε του στέγη, και όταν θα έχετε ντύσει τη γύμνια του, η αξιοπρέπεια θα γεννηθεί από μόνη της».
Εκείνοι που υποστηρίζουν την ιδέα του «αυταρχικού κράτους» δεν έλαβαν ούτε για μια στιγμή στα σοβαρά υπόψη τους μια αντίληψη του κράτους ως κοινότητας που αποσκοπεί στην ενίσχυση της αναπαραγωγής της «βόρειας» φυλής. Όμως αυτό που είναι καθοριστικής σημασίας για τον πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα του «αυταρχικού» κράτους είναι η άποψη που έχουν για την καπιταλιστική μορφή της οικονομίας. Τον δέκατο ένατο αιώνα, ο πρωσικός συντηρητισμός απέρριψε απερίφραστα τον αστικό-φιλελεύθερο καπιταλισμό που διέλυε τους παραδεδομένους κοινωνικούς δεσμούς. Αν και δεν ήταν σε θέση να εμποδίσει την ανάπτυξη αυτής της οικονομικής μορφής, ο συντηρητισμός εξακολουθούσε να έχει αρκετή επιρροή ώστε να ενσταλάξει στη φιλελεύθερη αστική τάξη τις πολιτικές του ευαισθησίες και έτσι να τη μετατρέψει σταδιακά σε φεουδαρχική. Το προϊόν αυτής της ιδιότυπης φεουδαρχικής-καπιταλιστικής επιμειξίας ήταν ο εθνικός φιλελευθερισμός – ήδη από το όνομά του εσωτερικά αντιφατικός. Στον εικοστό αιώνα λαμβάνει χώρα η αντίστροφη διαδικασία. Ο αστικός καπιταλισμός της ανώτερης τάξης είναι αυτός που επιδεικνύει τη μεγαλύτερη δύναμη αφομοίωσης· ο συντηρητισμός έχει αποβάλλει κάθε κοινωνική αναστολή και έχει ξεθυμάνει μέχρι και η τελευταία σταγόνα του κοινωνικού αρώματός του. Ο Hugenberg, πρώην διευθυντής της Krupp και μεγιστάνας του τύπου, γίνεται ο πρόεδρος του πρώην συντηρητικού κόμματος. Σε αντιστοιχία με αυτόν τον κοινωνιολογικό μετασχηματισμό, το «αυταρχικό» κράτος αντιπροσωπεύει μια συνεπή περαιτέρω ανάπτυξη του εθνικού φιλελευθερισμού. Το πιο κατάλληλο από μέρους μας είναι να τον προσεγγίζουμε ως αυταρχικό φιλελευθερισμό.
Η συγκεκριμένη ονομασία για την πολιτική φιλοδοξία του φιλελευθερισμού δικαιολογείται κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες του τοποθετούνται απέναντι στο βασικό πρόβλημα του παρόντος, δηλαδή το ζήτημα της οικονομικής οργάνωσης. Διότι όταν πρόκειται για την οικονομία, το «αυταρχικό» κράτος παραιτείται εντελώς από την εξουσία του. Οι δήθεν «συντηρητικοί» εκπρόσωποί του αναγνωρίζουν μόνο ένα σύνθημα: Ελευθερία της οικονομίας από το κράτος! Ο Papen υποστηρίζει με έμφαση «την ιδέα της ιδιωτικής οικονομίας» και την «πρωτοβουλία και την ελεύθερη εργασιακή δύναμη όλων των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στην οικονομία».[8] Θέλει το κράτος και την οικονομία «αυστηρά» διαχωρισμένα το ένα από το άλλο. Το κράτος πρέπει να προβεί σε πλήρη «απόσυρση» από την οικονομία.[9] Οι συντηρητικοί που ενθουσιάζονται με το «αυταρχικό» κράτος μοιάζουν, με έναν τρόπο που προκαλεί σύγχυση, με τους παλιούς άνδρες του Μάντσεστερ, εφόσον αυτό που θέλουν κυρίως είναι, όπως ο Papen, να αποφύγουν την «υπονόμευση της ευελιξίας της οικονομίας μέσω νέων επίπλαστων κατασκευών. Απεναντίας: οι δεσμοί και οι περιορισμοί πρέπει να χαλαρώσουν».[10] Ένας συντηρητικός του δέκατου ένατου αιώνα σίγουρα δεν θα χρησιμοποιούσε αυτές τις λέξεις.
Στην παρούσα φάση, ακόμα και ο Carl Schmitt πιστεύει ότι έχει έρθει η ώρα να εκφράσει λίγο πιο καθαρά τις ιδέες του σχετικά με το «αυταρχικό κράτος» – ιδέες που μέχρι τώρα ήταν κρυμμένες κάτω από εξεζητημένες αποκηρύξεις. Του παρουσιάστηκε μια κατάλληλη ευκαιρία τον Νοέμβριο του 1932 κατά τη διάρκεια της εξηκοστής ολομέλειας του Συνδέσμου Λάνγκναμ. Παρουσία 1500 εκπροσώπων της βαριάς βιομηχανίας, έδωσε διάλεξη με θέμα «κράτος και οικονομία». Το πόρισμα στο οποίο κατέληξε δικαιολογεί πράγματι την αξιόπιστη άποψη της Deutsche Bergwerkzeitung [εφημερίδα της γερμανικής μεταλλείας] της 24ης Νοεμβρίου, σύμφωνα με την οποία ο Σύνδεσμος Λάνγκναμ θα είχε κάνει «μια ιδιαίτερα καλή επιλογή» με το να επιλέξει τον συγκεκριμένο ομιλητή, αν στην κεντρική ομιλία του δεν είχε απαιτήσει από «το κράτος να εγκαταλείψει όλα τα παραθυράκια που εξακολουθεί να έχει στην οικονομική ζωή και να συμμετέχει στην οικονομία μόνο με τη μορφή σαφώς περιορισμένων και σαφώς εξωτερικά οριοθετημένων, διακριτών δημόσιων προνομίων».
Ο ενθουσιασμός που προκάλεσε η αποκρατικοποίηση [Entstaatlichung] της οικονομίας, διαμέσου της «καθαρής» οριοθέτησης μιας οικονομικής σφαίρας απαλλαγμένης από την παρουσία του κράτους, δεν πρέπει να ήταν καθόλου βολικός για τον θεωρητικό του ολικού-αυταρχικού κράτους. Όμως η εξαιρετική ικανότητά του να εφευρίσκει λέξεις του προσέφερε μια διέξοδο. Μέχρι τώρα αυτό που άκουγε κανείς από τον Schmitt ήταν ότι το κράτος της εποχής μας ήταν ένα ασθενές κράτος, λόγω του ότι ήταν ένα «πλουραλιστικό» κράτος, στο οποίο κάποιες ομάδες ιδιωτικών συμφερόντων παλεύουν για την εξουσία. Ως λύση διαμορφωμένη στο θεωρητικό επίπεδο, πρόβαλλε το ολικό και επομένως ισχυρό κράτος. Στη συνεδρίαση του Σύνδεσμου Λάνγκναμ, ωστόσο, ο Carl Schmitt μάς παρουσίασε μια ακριβέστερη ερμηνεία του ολικού κράτους. Για την ακρίβεια, πλέον πρέπει να ξεχωρίσουμε από τη μία την ύπαρξη ενός ολικού κράτος που επιχειρεί να οργανώσει την οικονομία με αυταρχικό τρόπο· αυτό το κράτος είναι ολικό μόνο αναφορικά με τον όγκο της δραστηριότητάς του, ενώ ισοδυναμεί με το ασθενές κράτος που έχουμε σήμερα στη Γερμανία.[11] Σε αντίθεση, το ποιοτικά ολικό κράτος υποτίθεται ότι είναι το ολικό κράτος που χαράζει μια αυστηρή διαχωριστική γραμμή απέναντι στην οικονομία, μολονότι εξακολουθεί να κυβερνά, από την άλλη, με τα ισχυρότερα στρατιωτικά μέσα και τα μέσα μαζικής χειραγώγησης (ραδιόφωνο, κινηματογράφος). Αν το εννοήσουμε έτσι, κάθε ισχυρό κράτος είναι ένα ολικό κράτος.[12] «Το τι σημαίνει αυτό», προσθέτει –λογικά αμφισβητήσιμος μα πολιτικά αδιαμφισβήτητος– κεντρικός ομιλητής, «αποδεικνύεται από τον φασισμό».[13] Το μόνο παράδειγμα αυταρχικής πολιτικής ηγεσίας που αναφέρει αυτός ο βασισμένος στο δημόσιο δίκαιο «θεματοφύλακας του συντάγματος» –μια «θαρραλέα επίδειξη της κρατικής εξουσίας», όπως λέει– είναι η 20ή Ιουλίου 1932.[14]
Αρχικώς, το «αυταρχικό» κράτος χαρακτηρίζεται από την απόσυρσή του από την οικονομική παραγωγή και διανομή. Ο Papen, ωστόσο, δεν θα ήταν ο αντιπροσωπευτικός αγωνιστής του «αυταρχικού» κράτους, αν δεν αγωνιζόταν ταυτόχρονα εναντίον του «κράτους πρόνοιας». Προφανώς κάτι τέτοιο δεν σημαίνει αποχή του κράτους από την επιδότηση των μεγάλων τραπεζών, της μεγάλης βιομηχανίας και των μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων. Αυτό που σημαίνει, αντιθέτως, είναι η αυταρχική διάλυση της κοινωνικής πολιτικής. Μέσα από το στόμα του απολογητή της, Schotte, η αυταρχική κυβέρνηση του κ. von Papen μάς διδάσκει ότι η ασφάλιση υγείας έχει κάνει ζημιά στη δημόσια υγεία και ότι οι εργαζόμενοι δεν είναι απαραίτητα καταδικασμένοι από τη μοίρα να μείνουν άνεργοι – «η πληθώρα των ανθρώπων με δεύτερη δουλειά το αποδεικνύει». Η ασφάλιση κατά της ανεργίας πρέπει να θεωρηθεί ως ανοησία: «τις περισσότερες φορές, το άτομο πρέπει να βοηθά μόνο του τον εαυτό του!»[15] Σύμφωνα με τον κ. von Papen, το «αυταρχικό» κράτος είναι αναμφίβολα κοινωνικό, μόνο που ο ίδιος ορίζει ως κοινωνικό το κράτος αυτό «που υπερασπίζεται την εργασία ως καθήκον, ως την ψυχολογική καλοτυχία του λαού του».[16] Η επιθυμία εκατομμυρίων Γερμανών να έχουν εργασία, να έχουν το δικαίωμα στην εργασία εξασφαλισμένο από μέρους της κρατικής αρχής, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ανέφικτη σύμφωνα με αυτά τα λόγια.
Εκτός από την απόσυρση από την οικονομική και κοινωνική πολιτική, το εν λόγω «αυταρχικό» κράτος αναμένεται να αποσυρθεί επίσης και από την κοινωνική-πολιτισμική εφαρμογή πολιτικής. Παλαιότερα, οι συντηρητικοί στην Πρωσία ήταν υπερήφανοι για την εφαρμογή υποχρεωτικής εκπαίδευσης και για το ότι «η Μάχη του Κένινγκρατς κερδήθηκε από τους διευθυντές των σχολείων».[17] Σήμερα ακούμε τον κ. von Papen να μας λέει ότι θα πρέπει να εξετάσουμε τις τάσεις της πολιτισμικής πολιτικής υπό την προοπτική της συρρίκνωσης της κρατικής δραστηριότητας. Πράγματι, το κράτος «δεν ήταν υποχρεωμένο να προσφέρει γενική παιδεία ως "ελεημοσύνη" – όσοι θεωρούν ότι την αξίζουν θα πρέπει να καταβάλλουν θυσίες από μόνοι τους. Το γεγονός ότι οι δαπάνες για τη βασική σχολική εκπαίδευση έχουν τριπλασιαστεί σε σχέση με την εποχή πριν από τον πόλεμο είναι, πιστεύω, μια κατάσταση μη βιώσιμη».[18]
Μέσα από αυτές τις αναφορές, προκύπτει απ' ό,τι φαίνεται μια λίγο πολύ επαρκής χονδρική εκτίμηση της ουσίας του αυταρχικού φιλελευθερισμού: απόσυρση του «αυταρχικού» κράτους από την κοινωνική πολιτική, αποκρατικοποίηση της οικονομίας και δικτατορικός έλεγχος των πολιτικών-διανοητικών λειτουργιών από το κράτος. Σύμφωνα με τις αρκετά αξιόπιστες καθησυχαστικές δηλώσεις του Schmitt, ένα τέτοιο κράτος πρέπει να είναι ισχυρό και «αυταρχικό», διότι μόνο ένα κράτος αυτού του τύπου είναι σε θέση να διαρρήξει τους «υπερβολικούς» δεσμούς μεταξύ κράτους και οικονομίας. Φυσικά, ο γερμανικός λαός δεν θα ανεχόταν επί μακρόν αυτό το νεοφιλελεύθερο κράτος σε περίπτωση που η διακυβέρνηση είχε δημοκρατική μορφή. Άλλωστε, στο βιβλίο του Schotte αναφέρεται η δήλωση του υπουργού Οικονομικών του Papen, κόμης Schwerin-Krosigk, πως σχεδόν το 90% του λαού μας ζει από ένα εισόδημα που, κατά μέσο όρο για μια τετραμελή οικογένεια, δεν ανέρχεται σε χίλια πεντακόσια μάρκα ανά έτος.[19]
Προς το παρόν δεν σκοπεύουμε να ασκήσουμε κριτική σε αυτόν τον υποτιθέμενο εθνικό φιλελευθερισμό, παρά μόνο να τον παρουσιάσουμε. Το «αυταρχικό» κράτος ισχυρίζεται ότι αποτελεί ένα πραγματικά μη παραταξιακό και δίκαιο κράτος – σε αντίθεση με το δημοκρατικό κράτος των κομμάτων. Αυτόν τον ισχυρισμό υπερασπίζεται ο Carl Schmitt με ευθύτητα. Αυτός ο ισχυρισμός δεν αναμένεται να ληφθεί σοβαρά υπόψη σε βάθος χρόνου από το ενενήντα και πλέον τοις εκατό του πληθυσμού που αναφέρεται παραπάνω. Σε κανένα κράτος που είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει «την ελεύθερη εργασιακή δύναμη όλων των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στην οικονομία» δεν επιτρέπεται να αποσυρθεί από αυτήν – το αντίθετο μάλλον, θα πρέπει να ενεργήσει με αυταρχικό τρόπο, και μάλιστα στο πνεύμα του σοσιαλισμού, ιδίως στην οικονομική σφαίρα. Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν πρόκειται να είναι ισχυρό αν δεν καταφέρει να είναι εξίσου ισχυρό από οικονομική άποψη απέναντι στις τράπεζες, τη βιομηχανία και τη γεωργία και αν δεν κερδίσει την αφοσίωση του ενενήντα τοις εκατό μέσω μιας οικονομίας οργανωμένης με τρόπο που να φροντίζει για τις ανάγκες του.
Πιθανώς ο γερμανός πολίτης βολεύεται προς το παρόν από τις διαβεβαιώσεις που έδωσε ο Carl Schmitt στην ομιλία του στον Σύνδεσμο Λάνγκναμ, ότι η ενίσχυση της εξουσίας του κράτους επισπεύδεται μέσω της ανάπτυξης των τεχνολογικών μέσων, ιδίως της στρατιωτικής τεχνολογίας, σε σύγκριση με την οποία κάθε παλιά ιδέα για επαναστάσεις και εξεγέρσεις θα ωχριά. Όμως ακόμα και ένα τέτοιο επιχείρημα που υψώνεται τόσο πάνω από οποιοδήποτε πολιτικό ήθος δεν μπορεί να μας απαλλάξει από τη μνήμη της ιστορίας. Ήδη από το 1917, η Ρωσία έγινε μάρτυρας του μοιραίου τέλους ενός κράτους που είχε κατακτήσει με πραγματική δεξιοτεχνία μια ανάλογη τεχνική άσκησης της εξουσίας άνευ σκοπού.
[1] Η μετάφραση έγινε από την αντίστοιχη αγγλική: Hermann Heller, «Authoritarian Liberalism?», European Law Journal 21:3 (2015), σ. 295–301. Το πρωτότυπο κείμενο μπορεί να βρεθεί στο Hermann Heller, «Autoritärer Liberalismus?», Gesammelte Schriften, τ. 2 (A. W. Sijthoff, 1971), σ. 643–653.
[2] Ο γερμανικός όρος Autorität (στα αγγλικά authority), ομόρριζος με το Autoritärer του τίτλου, έχει στο παρόν κείμενο διαφορετικές σημασίες, άλλοτε σημαίνει αρχή (τη δημόσια εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν), άλλοτε αυταρχία (ανεξέλεγκτη άσκηση εξουσίας), άλλοτε αυθεντία (η ιδιότητα προσώπου, πράγματος ή γνώμης να έχει αναμφισβήτητο κύρος) κ.ο.κ. Τον αποδίδουμε κατ' επέκταση αναλόγως του συγκειμένου – Σ.τ.Μ.
[3] Βλ. H. Heller, «Die politischen Ideenkreise der Gegenwart», στο Gesammelte Schriften, τόμ. 1 (A. W. Sijthoff, 1971), σ. 293.
[4] Ενν. τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Σ.τ.Μ.
[5] Franz von Papen, παρατίθεται στο Walther Schotte, Der neue Staat (Neufeld & Henius, 1932) σ. 39.
[6] Στο ίδιο, σ. 35.
[7] Στο ίδιο, σ. 80.
[8] Στο ίδιο, σ. 94.
[9] Στο ίδιο, σ. 96.
[10] Στο ίδιο, σ. 119.
[11] Carl Schmitt, «Gesunde Wirtschaft im starken Staat» (1932) 21 Mitteilungen des Vereins zur Wahrung der gemeinsamen wirtschaftlichen Interessen in Rheinland und Westfalen (Langnamverein), 13-32, σ. 18.
[12] Στο ίδιο, σ. 17.
[13] Στο ίδιο, σ. 17.
[14] Στο ίδιο, σ. 14. [Αναφέρεται στην ημερομηνία στην οποία ο πρόεδρος της Γερμανίας Paul von Hindenburg, επικαλούμενος το περιβόητο άρθρο 48 που επέτρεπε την παράκαμψη της νομοθετικής εξουσίας, διέλυσε την κυβέρνηση της Πρωσίας – Σ.τ.Μ.]
[15] Schotte, ό.π., σσ. 154-155.
[16] Στο ίδιο, σ. 157.
[17] Πρόκειται για παροιμιώδη έκφραση που αναφέρεται στο γεγονός της έντονης ιστορικής αλληλεπίδρασης του πρωσικού συστήματος υποχρεωτικής εκπαίδευσης και των καινοφανών τακτικών που πρωσικού στρατού, που απαιτούσαν υψηλό επίπεδο κατανόησης και μόρφωσης ακόμα και από τα κατώτερα κλιμάκια – Σ.τ.Μ.
[18] Στο ίδιο, σ. 121-122.
[19] Στο ίδιο, σ. 103.
Πίνακας εξωφύλλου: Leonid Lamm, State Power, 1987.