Θεωρία

Δημόσιος χώρος και καταστολή: χωρικότητα της αδικίας και αδικία της χωρικότητας

από kaboomzine

(ή αλλιώς, πώς ασκείται ο χώρος)

του Δημήτρη Λουπέτη

«Η πιο μεγάλη δόξα της Αυτοκρατορίας είναι να κάνει τα σύνορά της μια αχανή έρημο».

Όταν σκεφτόμαστε τον χώρο (ιδιαίτερα τον αστικό χώρο), τείνουμε να φανταζόμαστε κάτι το ακίνητο, κάτι το σταθερό, κάτι που στέκεται απέναντι μας αδιαφοροποίητο και ουδέτερο, ένα σκηνικό ή φόντο, πάνω στο οποίο εκδιπλώνονται οι ζωές των ανθρώπων και χαράσσουν τις συντεταγμένες της αέναης αυτής κίνησης που ονομάζουμε αστική καθημερινότητα. Κι όμως, παρότι φαινομενικά ατάραχος και αδρανής, ο χώρος δρα ενεργά στη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων, στην παραγωγή και αναπαραγωγή των υφιστάμενων δομών εξουσίας, στην οργάνωση, τη διευθέτηση και τον διαμοιρασμό των ροών κεφαλαίου και εργασίας σε όλη του την έκταση, αλλά και την εγκαθίδρυση και σταθεροποίηση «συγκεκριμένων» μορφών κανονικοποίησης της ίδιας της αστικής ζωής: ίσως, περισσότερο από σκηνικό ή φόντο, ο αστικός χώρος να αποτελεί την υλική έκφραση μιας μεθοδολογίας που συγκροτεί μια ορισμένη σχέση με τον κόσμο.

Αν όμως τα δεχτούμε όλα αυτά, σε τι αποσκοπεί αυτή η μεθοδολογία και με ποιους τρόπους καθίσταται δυνατή; Παραφράζοντας τη θέση του Φουκώ για την εξουσία, ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε περισσότερο όχι τι είναι, αλλά πώς ασκείται ο χώρος.

Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε πως υπάρχουν διαφορετικά καθεστώτα άσκησης του χώρου; Αν τείνουμε να φανταζόμαστε την πόλη ως μια ενιαία και αδιαίρετη ενότητα, αυτό συμβαίνει γιατί η πόλη είναι το αποτέλεσμα αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών επεμβάσεων, που σκοπό έχουν μέσω αφαίρεσης να στερήσουν από τη ζωή εντός της οποιονδήποτε βαθμό απροσδιοριστίας. Λέγοντας το διαφορετικά, η πόλη ως ενότητα, συνιστά μια μεθοδολογία οργάνωσης των κινήσεων μέσω της παραγωγής και της οργάνωσης του χώρου, περισσότερο ένα διαρκές σχέδιο εν εξελίξει παρά μια παγιωμένη κατάσταση, που σκοπό έχει τη μετατροπή της επικράτειάς της από πεδίο παραγωγής συμβάντων, σε μια επιφάνεια εν-τοπισμού και αναγνώρισης σημείων. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο χώρος της πόλης είναι ένας χώρος ομοιογένειας και κατακερματισμού, ο τόπος των ασφαλών και προγραμματισμένων κινήσεων και επεμβάσεων που λειτουργούν υπό καθεστώς συγκεκριμένων σημείων: τροχιές σωμάτων, ροές ανθρώπων, γνώσης ή πληροφορίας υποτάσσονται, μεταγράφονται και οργανώνονται γύρω από σαφώς εντοπισμένα κέντρα και δίκτυα διαμοιρασμού.

Αν τελικά ο δημόσιος χώρος μοιάζει ουδέτερος, αυτό συμβαίνει γιατί αποτελεί την απαραίτητη υλικοποίηση του αφηρημένου διαγράμματος της εξουσίας, την εγγραφή της κρατικής παρέμβασης στα σώματα των πολιτών μέσα από μπετό, γυαλί και σίδερο. Σε αυτό το πλαίσιο, η χωροθέτηση των μετρό σε πλατείες, ο σχεδιασμός που ευνοεί την κυκλοφοριακή κίνηση, οι αναπλάσεις γειτονιών σύμφωνα με τις επιταγές των αναπτυξιακών επενδύσεων και της τουριστικής βιομηχανίας, η τοποθέτηση καθισμάτων με ενδιάμεσα χωρίσματα στα πάρκα ώστε να μην μπορούν να ξαπλώσουν οι άστεγοι ή οι τοξικομανείς, η περίφραξη πάρκων, ή ακόμη και η απομάκρυνση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από το κέντρο της πόλης και η συνεπακόλουθη ίδρυση των πανεπιστημιακών campus, φαίνεται πως αποτελούν κομμάτι ενός λιγότερο ή περισσότερο αρθρωμένου σχεδίου για την ανάπτυξη ενός κυρίαρχου λόγου γύρω από και για την πόλη: ο δημόσιος χώρος της πρέπει να λειτουργεί αποκλειστικά ως υπόβαθρο διευκόλυνσης της κυκλοφορίας των παραγωγικών συντελεστών, όπου κάθε δράση και κίνηση οφείλει να συνδέεται και να μεταφράζεται σε σημεία παραγωγής ή/και κατανάλωσης.

Ταυτόχρονα, η άσκοπη περιπλάνηση, οι κινηματικές δράσεις, η επαιτεία, η φτώχεια, ποινικοποιούνται και αποκλείονται από τον δημόσιο χώρο. Ακόμη και η αναψυχή, η οποία αποτελεί βασικό συστατικό της δημόσιας σφαίρας, περιορίζεται στα αυστηρά πλαίσια των καφετεριών και των μπαρ, των κέντρων διασκέδασης και των malls, υφιστάμενη μόνο ως επιμέρους μεταβλητή καταναλωτικών μεγεθών, αλλιώς ύποπτη κι επικίνδυνη. Φαίνεται πως η οργάνωση και παραγωγή του αστικού χώρου από την πλευρά της άρχουσας τάξης, εμπεριέχει καταγωγικά μια πολύ συγκεκριμένη προθετικότητα, δηλαδή ένα σύνολο κανόνων και μηχανισμών παρέμβασης, μεθόδων και τεχνολογιών πρόβλεψης, τεχνικών και πρακτικών και επιτήρησης, οι οποίες κατασκευάζουν μια υλικότητα της ομοιογένειας και του ορθολογικού σχεδιασμού, έναν βλετιστοποιημένο και καθολικό τρόπο καταμερισμού του χώρου, που στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην εγκαθίδρυση, διαμόρφωση και παγίωση αμφιμονοσήμαντων σχέσεων μεταξύ κοινωνίας και χώρου, ή, ορθότερα, στην κοινωνία μέσω του χώρου. Συμπερασματικά, αυτό που μπορούμε ίσως να πούμε είναι πως το μοντέλο του χώρου που αντιστοιχεί στη δομή της κυριαρχίας, δεν είναι άλλο από έναν χώρο που πρώτα μετριέται κι ύστερα κατακτιέται, ή, λέγοντας το διαφορετικά, ενός χώρου που η δυνατότητες χρήσης του ταυτίζονται πλήρως με τις προβλέψεις του σχεδιασμού του.

Βλέπουμε έτσι να σκιαγραφείται μια διπλή λειτουργία του χώρου, ως προς την παραγωγή και αναπαραγωγή των κάθετων δομών ιεραρχίας. Από τη μία βλέπουμε να παράγεται μια συγκεκριμένη τυπολογία χώρων βασισμένη στην ομοιογένεια, η οποία διεκδικεί μια καθολικότητα ως προς τη λειτουργία της. Οι χώροι αυτοί εκφράζουν το υλικό αποτύπωμα της αντίληψης των κυβερνώντων, όχι μόνο για το πώς είναι μια πόλη, αλλά κυρίως για το πώς εξελίσσεται η ζωή μέσα της: σκοπός τους είναι να επιβάλλουν μέσω της χωρικότητας ένα σύνολο κανόνων τόσο σχετικά με το τι έχει κανείς δικαίωμα να κάνει σε αυτούς όσο και με το ποιος έχει το δικαίωμα να το κάνει. Υπάρχει λοιπόν μια συγκεκριμένη μορφή χωρικότητας της αδικίας, μια αυστηρά σχεδιασμένη και ολοποιητική μεθοδολογία παραγωγής και συσχέτισης χώρων, η οποία επιχειρεί μέσω αυτών τη διαιώνιση της ανισομερούς κατανομής της εξουσίας, αλλά και των υφιστάμενων κοινωνικών και οικονομικών διακρίσεων.

Από την άλλη, έχουμε την αντίστροφη κίνηση: η ίδια μας η αντίληψη τόσο για το τι είναι και το πώς βιώνεται ο χώρος της πόλης, όσο και για το ποιες είναι οι αναμενόμενες και αποδεκτές μορφές κοινωνικών σχέσεων εντός του, διαμορφώνεται μέσω της συνεχούς εμπειρίας μας μέσα χώρους ομοιογένειας. Καθώς κινούμαστε στην πόλη και ερχόμαστε σε επαφή με πανομοιότυπες τυπολογίες χώρων, μαθαίνουμε μέσω της επανάληψης να προσαρμόζουμε καταλλήλως τη δράση μας, σύμφωνα πάντα το καθεστώς της προδιαγεγραμένης χρήσης του εκάστοτε χώρου. Ακόμη περισσότερο, μαθαίνουμε να έχουμε συγκεκριμένες προδιαθέσεις ως προς χώρους που «μοιάζουν» μεταξύ τους, ένα σύνολο συσχετισμού κινήσεων και στάσεων, αναγνώρισης και δράσης, επιτήρησης και φυγής, τις οποίες ενεργοποιούμε αυτόματα κάθε φορά που βρισκόμαστε σε πανομοιότυπα περιβάλλοντα. Αυτό σημαίνει πως διαμορφώνεται μια μορφή κανονικοποίησης της συμπεριφοράς μέσω της εγγραφής της χωρικής εμπειρίας πάνω στα σώματα, ένας αστερισμός έξεων που δρα ασυνείδητα και συγκροτεί το φάσμα της αντίληψης ως προς την κανονικότητα της αστικής ζωής. Υπάρχει λοιπόν και μια πολύ συγκεκριμένη μορφή αδικίας της χωρικότητας, υπό την έννοια της ενεργούς δράσης του βιωμένου χώρου ως καταλύτη στη διαμόρφωση συμπεριφορών και μικρο-συμπεριφορικοτήτων, με τρόπο τέτοιον ώστε να προσιδιάζουν στην κυρίαρχη αφήγηση περί κανονικότητας: μια εκπαίδευση που αποσκοπεί στη νομιμοποίηση της κυριαρχίας στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ή, ίσως ορθότερα, στην ταύτιση του συνόλου της ζωής ως δυνατότητα με την παραγωγή κι αναπαραγωγή των δομών της. Αν η χωρικότητα της αδικίας αποτελεί την υλική επιβολή των δομών της κυριαρχίας πάνω στα σώματα των υποκειμένων, τότε η αδικία της χωρικότητας αποτελεί την υλικότητα της ασυνείδητης επένδυσης των υποκειμένων στην ίδια τη δομή της κυριαρχίας.

Μολαταύτα, η εμπειρία της αστικής καθημερινότητας μοιάζει να μην μπορεί να περιγραφεί αποτελεσματικά από το παραπάνω μοντέλο. Το αστικό πλήθος, μέγεθος ασταθές, ρευστό και χειμαρρώδες, μέγεθος που μάταια η καθεστηκυία τάξη προσπαθεί να εκφράσει μέσω αριθμών και στατιστικών, επιδρά ενεργά πάνω στο σώμα της πόλης, μετασχηματίζοντας και επανοηματοδοτώντας κατά το δοκούν τις επιμέρους χωρικότητές του, παράγοντας ασταμάτητα νέα εδάφη συνάντησης, συνδιαλλαγής, συλλογικής μνήμης, αντιπαράθεσης ή/και σύγκρουσης. Αν το πρωταρχικό χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας δεν είναι ότι αντιφάσκει, αλλά ότι διαρρέει συνεχώς από παντού, τότε δεν μπορεί παρά να μηχανεύεται συνεχώς τα εδάφη πάνω και μέσω των οποίων θα αναδύονται αυτές οι νέες μορφές ζωής. Αν δεχόμαστε πως καμία κοινωνία δεν αυτοκτονεί, πως κάθε απόπειρα περίκλεισης ή ισοπέδωσής της παράγει εγγενώς τους όρους αντίστασης και υπέρβασής της, πως κάθε στιγμή μέσα σε αυτόν τον κόσμο κυοφορείται η δυνατότητα ενός άλλου, τότε θα πρέπει να υπάρχει μια αντίστοιχη κυοφορία δυνατοτήτων μεταξύ των χώρων: χώροι πολλαπλότητας εγκλωβισμένοι μέσα σε χώρους ομοιογένειας, χώροι που η γέννησή τους θα σημάνει την ενεργό πραγμάτωση ενός αλλού, αλλά και την υλικότητα της δόμησής του.

Ας προχωρήσουμε όμως λίγο πιο προσεκτικά. Αν ισχυριστήκαμε παραπάνω πως μπορούν να υφίστανται διαφορετικά καθεστώτα άσκησης του χώρου, αυτό συμβαίνει γιατί οι ίδιοι χώροι μπορούν να μετασχηματιστούν τόσο σε υλικό όσο και σε συμβολικό και φαντασιακό επίπεδο ανάλογα με το καθεστώς χρήσης τους, ή, ορθότερα, ανάλογα με τον βαθμό οικειοποίησής τους. Άσκοπες περιπλανήσεις, τυχαίοι διάλογοι, αναπάντεχες συναντήσεις ή απρόσμενα συμβάντα, η ροή μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων που συνθέτει την πολλαπλότητα της αστικής καθημερινότητας, συντελεί στην επαναδιαπραγμάτευση του δομημένου χώρου, καθώς έχει τη δυνατότητα να «παίζει» με την τάξη του: η κατασκευή ψυχονοητικών χαρτών της πόλης μέσω περιπλάνησης, η συναισθηματική ή όχι επένδυση συγκεκριμένων τόπων, η επιθυμία, η οικειότητα, ο φόβος, συνενώνουν επιμέρους χωρικότητες της αστικής επικράτειας με συχνά απρόσμενους και ευφάνταστους τρόπους, πραγματώνοντας ένα ιδιόρρυθμο κολάζ της αστικής εμπειρίας, το οποίο απομακρύνεται από τη δομική τάξη της πόλης.

Ακόμη περισσότερο, συλλογικοί αγώνες, δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, αστικά κινήματα και εξεγέρσεις, παράγουν ένα σύνολο πρακτικών επαναδιεκδίκησης και επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου, οι οποίες φαίνεται να ενεργοποιούν υπό διαφορετικούς όρους διαφορετικούς συσχετισμούς χρήσης του, αλλά και διαφορετικούς συσχετισμούς μεταξύ των δρώντων υποκειμένων. Οι καταλήψεις πλατειών, οι πορείες, οι συλλογικές δράσεις και συνελεύσεις σε πάρκα, οι DIY συναυλίες και φεστιβάλ, όλο αυτό το περίτεχνο δίκτυο πρακτικών, διαρρηγνύει την αντίληψη του δημόσιου χώρου ως στείρου καταναλωτικού ή οικονομικού πεδίου και μοιάζει να σμιλεύει εκ νέου τον κατακερματισμένο χώρο της πόλης, να τον αντιμετωπίζει όχι σαν κάτι παγιωμένο, αλλά σαν ένα νέο πεδίο δυνατοτήτων, όχι πλέον ως το τελικό προϊόν μιας κοινωνίας κλειστής στον εαυτό της, αλλά ως το εν δυνάμει αποτέλεσμα μια κοινωνίας ανοιχτής στην ετερότητα: πρόκειται για τον ρευστό χώρο μιας κοινωνίας σε κίνηση. Δημόσιοι χώροι όπως η πλατεία Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011 ή το πάρκο Ναυαρίνου, είναι χώροι που επανανοηματοδοτήθηκαν μέσω της συλλογικής δράσης, χώροι που μέσω της ταυτόχρονης φυσικής συμπαρουσίας και της εφευρετικότητας του πλήθους μεταμορφώθηκαν στο απαραίτητο υπόστρωμα εκδίπλωσης μιας σειράς συμμετοχικών και συμπεριληπτικών διαδικασιών, αλλά και το έδαφος ενός κοινωνικού πειραματισμού που ονειρεύεται και διεκδικεί έναν άλλο κόσμο. Και, λέγοντάς το αντίστροφα, είναι το χωρικό αποτύπωμα αυτών των εμπειριών που επιτρέπει τη δημιουργία νέων φαντασιακών χειραφέτησης, είναι η συλλογική εγγραφή στα σώματα της εμπειρίας χώρων ρευστών, χώρων που παράγονται μόνο καθώς ασκούνται, χώρων κατωφλιακών που λειτουργούν περισσότερο στη λογική της δοκιμής και του λάθους παρά στη λογική των προσεκτικά υπολογισμένων κινήσεων, χώρων ενδιάμεσων που ανοίγονται στον Άλλο και το Διαφορετικό: είναι ακριβώς η εμπειρία όλων αυτών των κοινών χώρων που καθιστά άμεσα πραγματική την εμπειρία μιας κοινωνίας που έρχεται, την εμπειρία μιας κοινωνίας όπου οι χώροι της πρώτα κατακτώνται κι ύστερα μετρώνται.

Ακριβώς αυτή η δυνατότητα των κοινών χώρων να συμμετέχουν ενεργά στην παραγωγή πρακτικών και φαντασιακών χειραφέτησης, ή, θέτοντάς το διαφορετικά, νέων μορφών και πρακτικών χωρικής δικαιοσύνης, είναι που τους καθιστά δυνητικά επικίνδυνους για την άρχουσα τάξη. Και είναι ακριβώς τότε, που το κράτος καλείται να υπερασπιστεί την ισχύ του θέτοντας σε κίνηση ένα σχέδιο διαφορετικό, ένα σχέδιο λιγότερο ολοποιητικό, μολαταύτα εξίσου απόλυτο, έναν μηχανισμό βίας και σφοδρότητας, μα ταυτόχρονα ακριβή και αποτελεσματικό: την καταστολή στον δημόσιο χώρο.

Η καταστολή στον δημόσιο χώρο γεννιέται στην τομή των δύο χωρικών μοντέλων που περιγράψαμε παραπάνω. Αφενός, οι ομοιογενείς δημόσιοι χώροι είναι πιο εύκολο να αναγνωριστούν, να στοχοποιηθούν, να ελεγχθούν και να κατασταλούν: οι δυνάμεις καταστολής πλοηγούνται άνετα μέσα σε πανομοιότυπους δρόμους, γειτονιές ή πλατείες, ακόμη κι αν βρίσκονται σ’ αυτούς τους χώρους για πρώτη φορά, καθώς ακολουθούν την προκαθορισμένη τυπολογία δράσης που αντιστοιχεί στην προκαθορισμένη τυπολογία οργάνωσης του χώρου. Δρώντας μέσα σε παρόμοιους χώρους, οι αστυνομικές δυνάμεις μπορούν να παραγάγουν ένα βελτιστοποιημένο σχέδιο επέμβασης ή/και καταστολής, γνωρίζοντας προκαταβολικά σε ποια σημεία θα πρέπει να στήσουν μπλόκα ή τακτικούς ελέγχους, να ψάξουν για πιθανές διόδους διαφυγής ή κρυψώνες των υποψήφιων δραστών, να οργανώσουν «σκούπες» τοξικομανών ή μεταναστών, να τοποθετήσουν κατάλληλα τις δυνάμεις τους ώστε να έχουν το στρατηγικό πλεονέκτημα σε περίπτωση σύγκρουσης.

Αφετέρου όμως, η κρατική καταστολή στο αστικό πεδίο έχει ακόμη ένα τεράστιο πλεονέκτημα: έχει τη δυνατότητα να αναστέλλει την ομαλή λειτουργία των δημόσιων χώρων, παράγοντας χωρικότητες εξαίρεσης. Αν η δύναμη της κυριαρχίας έγκειται στη δυνατότητα της να επιβεβαιώνει τον νόμο θέτοντας τον εαυτό της εκτός νόμου, τότε ίσως η καταστολή να μην αποτελεί τίποτε άλλο παρά την εγχάραξη της βίας της κυριαρχίας στο σώμα της πόλης, τη μεταφορά των συνόρων που παλιότερα βρίσκονταν εκτός της στο εσωτερικό της, αλλά και την ταυτόχρονη ρευστοποίησή τους: δρώντας υπό καθεστώς εξαίρεσης, η καταστολή μπορεί να επιβάλει εκ νέου και κατά βούληση για συγκεκριμένα (;) διαστήματα τη δική της αντίληψη για το τί σημαίνει «κανονική» χρήση ενός δημόσιου χώρου, αλλά και για το τι είδους ποινές χρήζει η «παραβίαση» των συνθηκών χρήσης του. Ίσως το πιο τρανταχτό παράδειγμα αυτής της πρακτικής να είναι η περίοδος της καραντίνας, όπου, σε έναν παροξυσμό ελέγχου και καταστολής που υπερέβαινε κατά πολύ τους αναγκαίους υγειονομικούς περιορισμούς, η ελληνική κυβέρνηση σχεδίασε και πραγμάτωσε μια α-δυνατότητα κατοίκησης του δημόσιου χώρου, όπου κάθε ελεύθερη πρόσβαση σε αυτόν είχε ανασταλεί κατά τις βραδινές ώρες, ενώ ταυτόχρονα, η απλή φυσική παρουσία στον χώρο της πόλης κατά τις υπόλοιπες ώρες έπρεπε να εμπίπτει τόσο εντός μιας λίστας επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων ορισμένων από το κράτος, όσο και υπό το καθεστώς απρόσμενων και άτακτων ελέγχων από την αστυνομία σε τυχαία σημεία της πόλης, πάντα φυσικά με τη συνοδεία της ανάλογης ποινής για την παραβίαση αυτών των όρων. Με αυτόν τον τρόπο, η καταστολή λειτουργεί σαν μια ιδιόμορφη πρακτική ρευστής πολεοδομίας, ανασυντάσσοντας και ανακατανέμοντας τον δημόσιο χώρο σύμφωνα με τις επιταγές της κυριαρχίας.

Κάθε άλλο παρά παθητικός ή ουδέτερος, ο δημόσιος χώρος μάς πλάθει ενεργά. Μας πλάθει ενεργά όχι μόνο μέσω του τι είναι, αλλά και του τι μπορεί δυνητικά να γίνει. Μας πλάθει ενεργά, όχι μόνο γιατί είναι η σφαίρα παραγωγής κοινωνικών δραστηριοτήτων, αλλά γιατί διαμορφώνει και τους όρους παραγωγής τους, γιατί υπό διαφορετικά καθεστώτα άσκησης του, μπορεί να μας δώσει ή να μας στερήσει ευκαιρίες προς κάτι διαφορετικό. Τέλος, μας πλάθει ενεργά γιατί διαμορφώνει μια μεθοδολογία του σχετίζεσθαι μεταξύ μας, αλλά και με τον κόσμο, συγκροτεί μια συγκεκριμένη (προ)οπτική αντίληψης για τη ζωή αλλά και παράγει και τις υλικές συνθήκες ανάδυσής της. Σε μια εποχή που ο φόβος της απομόνωσης, της μόλυνσης, του Άλλου, της ζωής μοιάζει εντονότερος από ποτέ, ίσως το κυριότερο συλλογικό πρόταγμα να μην είναι άλλο από τη συλλογική επαναδιεκδίκηση του συνόλου του αστικού χώρου ως δυνατότητας, της συλλογικής του επανακατοίκησης όχι για αυτό που είναι, αλλά ως του πεδίου ανάδειξης μιας μορφής ζωής που δεν είναι πλέον απλά επιβίωση, αλλά μια ζωή άξια να παλέψεις γι’ αυτή, μια ζωή από κοινού.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine