«Μιλάμε για ΣΙΝΕΜΑ ρεεεεε!»
Η λέξη «birdman» τριγύρναγε, τελευταίως σα μπάφος. Δεν το ‘ψαξα. Σκάλωνα στην εικόνα ανεκδιήγητου, χρυσοδόντη rapper, που θερμαίνει την έπαυλη αποτεφρώνοντας «bucks».
Πιστός σ’ ιερά τέρατα, όπως Fellini, κι αρχέτυπα φιλμ νουάρ (Siodmak, Wells, Lang, Dassin, Melville), βρέθηκα για λίγο απομονωμένος απ’ τα εγκόσμια… Ούτε για Oscar ενημερωνόμουν, ούτε για κριτικές, ούτε για virals. Φόρτε μου είναι τα 40’s, προς το παρόν…Κι όμως, η διάχυτη μουρμούρα γνωστών μου γνωστών (του αντικειμένου), καθώς κι η ανεπίτρεπτα μακρά αποχή από τα σινεμά, μ’ έσπρωξαν, λίγο στο φλου: Birdman!
Κάθισα απροκατάληπτος, μα ορεξάτος για «serious shit» (καθώς θα ΄λεγε κι ο, ήδη γνωστός, ραπεράς). Μόνος - καθώς οι άλλοι προτίμησαν μπίρα...
Η ταινία με κέρδισε εξ αρχής. Έπειτα, αφέθηκα. Τέλος, συγκινήθηκα, χαμογελώντας αραιά (τι υπέροχο ν’ αντιδράς χύμα, στη μισοάδεια αίθουσα, χωρίς οικείους σου να κοιτούν…)
Το Birdman συνίσταται σε 2 (ολογράφως: ΔΥΟ!) μονοπλάνα, με μία σφήνα. Πτηνών! Και... that’s all, folks!
Παρά ταύτα, δεν βγήκε απόμακρη, σεμιναριακή, όπως του Theo, ή του Jansco («The Red and the White»), «βαριά», όπως του Tarr, «αλλόκοτη», όπως του Has. «Πείραμα», ή «στοίχημα» - εξωφιλμικό, βέβαια, κατ’ εμέ – αλά Sokurov στην Κιβωτό…
Αντιθέτως, κυλά αβίαστα και σπιντάτα, κάνοντας το 2ωρο μισάωρο. Απαύγασμα καρέλων και steady cam! Εμπνεύσεων κι ευφάνταστων, αναγκαίων τρικ, ων ουκ έστι αριθμός! Λεπτών ραφών, που βαστούν υποδειγματικά το (90λεπτο) πρώτο «πλάνο».
Πάνω-κάτω σε κτίρια, ταράτσες, κλιμακοστάσια. Ντου από παράθυρα, διαμέσου κιγκλιδωμάτων. Αιωρήσεις, πάνω από λεωφόρους – κι όλα τούτα uncut προς το θεατή!
Οι ερμηνείες καθηλωτικές, με προεξάρχουσα του, χαμένου για αιώνες, Keaton (σίγουρα η ερμηνεία της ζωής του – και, εν πολλοίς, βιωματική, παρότι το σενάριο δεν γράφτηκε πάνω του).
Υπόβαθρο, πλούσιο και διαχρονικό:
Το ερώτημα-μέγγενη, για κάθε καλλιτέχνη: «Είμαι καλλιτέχνης;» (βλ. και «Bullets Over Broadway», από Woody Allen)./ Τι είναι, αλήθεια, η Τέχνη; Άρρητη, όπως η «ευθεία», ή ερμηνεύσιμη εγκυκλοπαιδικά; / Τέχνη - Εμπόριο. Και Twitter… /Αναγνώριση – Επωνυμία./ Ταλάντευση, ανάμεσα Υλισμό (ή, έστω, επιβίωση) και «Ψυχή»./ Υπαρξιακά στρες και κρίση ηλικίας./ Καλλιτέχνης Vs Φιλότεχνος (Κριτικός). Βρείτε τις διαφορές./ Η «χαμένη» ζωή (που εξευτελίστηκε, «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, στις πολλές κινήσεις κι ομιλίες», κατά τον ποιητή και, τώρα πια, είναι αργά)./ Η Αλήθεια. Η διαβαθμισμένη της έκφραση, επί σκηνής (Μελετημένος, φιλότιμος, ταλαντούχος και, φαινομενικά «βαθυστόχαστος» ο Norton (Mike) ενάντια στο μέτριο μα, εν τέλει, υπερβατικό, που παίζει δίχως αύριο)./ Η πνιγμονή του «μετρίου» κι ο ακάματος αγώνας ανάδυσης απ’ αυτό.
Θεματολογία σπουδαία – όχι, βέβαια, και «παρθενογένεση» (Ο Woody Allen την εξήντλησε κι όλοι οι άλλοι θα έπονται δια παντός…) Διάλογοι έξυπνοι, ατάκες που κόβουν μα, κυρίως, εμβάθυνση στην ψυχολογία και σ’ αδιέξοδα υπαρξιακά, που επιτυγχάνεται δια της ΕΙΚΟΝΑΣ (δευτερευόντως διαλογικά/ καθόλου δοκιμιακά, ή «εγκεφαλικά», σαν στη βορειοευρωπαϊκή φιλμογραφία). Έτσι πρέπει!
Αμερικανιές που εμφιλοχωρούν «ξενίζουν» (ή ξινίζουν) τους ακραιφνείς σινεφίλ - και λοιπά σοβαροφανή άτομα.
Ξιδάκι, παίδες!
Κι από Ταρκόφσκι, πρωί-μεσημέρι-βράδυ, προ φαγητού. Σ’ ένα μήνα θα ‘στε ΟΚ./
Όσο για μένα, με… πώρωσαν (πόσο μάλλον ένα ανέλπιστο παραλήρημα CGI, μπόρα δευτερολέπτων. Τρολλιά; – Απωθημένα του Inarritu;– Μπα, καλοζυγισμένη, πανέξυπνη αντίπραξη, λέω εγώ)! Ίσως επειδή ΔΕΝ αυτοαποκαλούμαι «σινεφίλ», μα ποίμνιο του Κυρίου μας, Griffith, και των απανταχού Αποστόλων (μ’ επιφύλαξη για ψευδοπροφήτες, ιαχωβάδες και φαρισαίους…)
Παρασυρμένος, δε, απ’ το μονότερμα σκηνοθεσίας του μεξικανού, ψέλλιζα, λίγο αργότερα, σε παρέα, «ποιος τις γ… τις Ίντες!»- Διόλου αθώο το σχόλιό μου, καθότι το έργο του Pawlikowski αποτιμάται ως «κορυφαίο της δεκαετίας», από στρατιές ειδικών (πού καλύτερο εφαλτήριο για βλασφημία!).
Ε, λοιπόν, όχι.
«Ida» θα πει αισθητική. Ατμόσφαιρα. Διαδοχή αριστουργηματικών frames. Αλλά και συναίσθημα με το στανιό (αυτό που λέγεται «δωρική»). Κι «αγκύλωση» στο τριπόδι. Birdman θα πει «Σινεμά» - μονολεκτικώς! Σύγχρονο σινεμά.
Και δεν ακούω για budget! (Πόσο να πήγε το αριστούργημα του αρχάριου Polanski, που σε καταπίνει εξίσου, 50 χρόνια μετά, με 3 ηθοποιούς, σ’ ελάχιστα -πλωτά!- μέτρα; Ή ακόμη, το «Pi», του Aronofsky, το «Following» του Nolan, και πολλά άλλα, λιγότερο εγνωσμένα απ’ τους κριτικού/ Εντάξει, τα απροκάλυπτα low-budget, «Slacker» και «Clerks», δεν παίζουν μπάλα στην ίδια κατηγορία, αλλά τουλάχιστον σε ψυχαγωγούν, αντί να σ’ εκνευρίζουν με Θεία δέη…).
Οι θεατές -ψαγμένοι και μη- δεν είναι ούτε λογιστές, ούτε αναλυτές, για ν’ ασχολούνται με budget και «προϋποθέσεις» και «προθέσεις». Γυρεύουν ΑΛΗΘΕΙΑ. Να δουν το έργο, ως «Όλον», με μια ανάσα, και, δευτερευόντως, ως Τέχνη. (Αλήθεια, η απαράμιλλη φωτογραφία σε αυτό, αυτονομείται καθόλου από την πλοκή? Η μαεστρία του Scorsese κλέβει «δόξα» απ’ το Ντε Νίρο και το σασπένς; Καταντά φορμαλιστική; Η ρολλάρουν, όλα μαζί, αδιαίρετα; Τι ισχύει στον Fellini; Τι νιώσατε όταν είδατε αυτό😉. Να μην ψάχνουν κάδρα και ντεκουπάζ, αλλά Σύγκρουση, Κάθαρση, Αγάπη και Βία. Αδιέξοδο. Νοσταλγία. Παλιμπαιδισμό. Κι όλα αυτά, ΔΙΑ του ντεκουπάζ.
Να πρέπει, έπειτα, να την ξαναδούνε για τα επιμέρους…
Αυτό διαχωρίζει τις Ίντες απ’ τους «ταρίφες», τα «apocalypse», τα «underground» και τους «birdmen»: Οι άμεσες αποκρίσεις στο «ποιά είναι η αγαπημένη σου ταινία». Και «ποιές στο Τop-10» (Χωρά ο Pawlikowski στο top-10 κανενός; Προβλημάτισε; Άλλαξε τη ζωή σας; Ή, μόνο, σας άγγιξε αισθητικά;) Ταινίες επί το πλείστον παράφορες. Αλφαδιασμένες ή μη, πάντως ΟΧΙ μετριοπαθείς. Φορτισμένες, οραματικές, χαωτικές και χορταστικές…
Ναι, λοιπόν, το Birdman ΕΙΝΑΙ, κατ’ εμέ, στο πικ της δεκαετίας (’10 – ‘14). Θα μνημονεύεται μελλοντικά– κι όχι μόνο στο λήμμα «long takes». Κι είναι, το ίδιο, ενσάρκωση ενός «μηνύματος» που εκλύει: Θέαμα + Ερμηνεία + Ουσία + Τρέλα + Τεχνολογία = ΣΙΝΕΜΑ (Η άρνηση οριοθέτησης της «καλής» τέχνης, σε βάρος της «μαζικής», καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας - Παρά τα όσα λένε ο Norton και η κριτικός… Ο, ακομπλεξάριστος, εμποτισμός της με χιούμορ.)
Πόσο κρυόκωλοι και, εν τέλει, άχρηστοι, ειν’ αυτοί οι διαχωρισμοί - εξ ου και καταρρέουν (εξ ου και «Απρόσμενη αρετή της αφέλειας», δια χειρός μιας –ακριβοδίκαιης, έως άσπλαχνης- κριτικού)!
Διότι, καλλιτέχνης-ηθοποιός, κι όχι διασκεδαστής, ειν’ εκείνος που ξεβρακώνεται (εδώ, κυριολεκτικά!), όχι για να παίξει, μα επειδή ξέχασε τον εαυτό του στο πάλκο. Μια αυθεντικότητα, που υπερβαίνει τον κάθε «επαγγελματισμό», «δεοντολογία», ή λατρεία του σανιδιού (βλ. Norton) - μολονότι τα εμπεριέχει και τ’ απαιτεί!
ΥΓ: Η, κολακευτικότατη, ευθυγράμμιση Κοινού – Κριτικών, περί της ταινίας, τα λέει όλα. Αρκεί μία βόλτα σε mainstream σάιτ βαθμολογιών…
-Τελικά, το Birdman ήταν «χολλυγουντιανό», ή «σινεφίλ»;
-Όχι, ηλίθιε, ήταν απλώς ΣΙΝΕΜΑ!