Παλιά με ενοχλούσαν πολύ τα άρθρα-λίστες, με τα πέντε δέκα είκοσι βιβλία που πρέπει να διαβάσεις μες στα Χριστούγεννα, το καλοκαίρι, τη ζωή σου ολόκληρη. Το πρόβλημα είναι ότι συνήθως είναι απλές διαφημίσεις στα καινούρια βιβλία, παρουσιάσεις παρμένες από άρθρα και οπισθόφυλλα και δεν υπάρχει καμία εμπλοκή του/της συντάκτριας με το βιβλίο το οποίο προτείνει. Βέβαια μετά μεγάλωσα και οι προκατ λίστες δε με ενοχλούν τόσο πολύ – με τα χρόνια, έμαθα πώς να μπορώ να αντλώ κι από αυτές χρήσιμες προτάσεις. Αλλά συνάντησα επίσης και λίστες που ούτε έμοιαζαν με δελτία τύπου, ούτε σαν αγγαρείες που επιμελήθηκε κάποιος την τελευταία στιγμή, αλλά που ξεπήδησαν κυρίως από ενθουσιασμό.
Γιατί αυτή η λίστα λοιπόν; Ας πούμε τώρα τα Χριστούγεννα (όπως και το καλοκαίρι, σε μεγάλες διακοπές τέλος πάντων) πάντα διάβαζα πολύ παραπάνω –σχεδόν μανιακά–, και μερικά βιβλία κατάφεραν να συνδεθούν τόσο πολύ με αυτές τις περιόδους, να τις κάνουν πιο χαρούμενες ή πιο μελαγχολικές – σίγουρα πιο ενδιαφέρουσες. Και όταν ένα βιβλίο είναι μέτριο ή κακό δεν έγινε και τίποτα, αλλά όταν ένα βιβλίο είναι πραγματικά καλό και καταφέρνει να ταυτιστεί με μία περίοδο συμβαίνει κάτι μαγικό. Και κάθε Χριστούγεννα σαν τον Σκρουτζ σε επισκέπτονται τα books of Christmas past, και κάθε Χριστούγεννα τα καινούρια βιβλία έρχονται να γίνουν ακόμα ένα φάντασμα που θα σε ακολουθεί την επόμενη χρονιά.
Καθώς πλησιάζει αυτή η περίοδος και τα βιβλιοπωλεία γεμίζουν με νέες εκδόσεις, διάβασα πέντε από αυτές και μπορώ να πω ότι σίγουρα θα με στοιχειώνουν για καιρό. Και τα βάζω σε αυτό το άρθρο μήπως μπορέσουν και στοιχειώσουν και τις δικές σας επόμενες γιορτές (ή τουλάχιστον κάνουν λίγο πιο υποφερτές αυτές εδώ που έρχονται).
Οι καλοί, Hannah Kent (εκδόσεις Ίκαρος)
Η Χάννα Κεντ, γνωστή σε μας από τα εκπληκτικά Έθιμα ταφής, επιστρέφει με το δεύτερο βιβλίο της. Καταφέρνει με έναν υπέροχο τρόπο –ενώ γράφει για άλλη χώρα και περίπου άλλη εποχή– να διατηρήσει το ίδιο υποβλητικό κλίμα και σε αυτό το βιβλίο, να πει άλλη μία ιστορία για τη γυναικεία δύναμη (και αδυναμία) ανά τους αιώνες, για την αγάπη και την παραφροσύνη, για την απώλεια και το θάρρος. Τοποθετώντας την ιστορία της σε μία εποχή μακρινή, μία επαρχία της Ιρλανδίας στα τέλη της δεκαετίας του 1820, και σε ένα θέμα πολύ συγκεκριμένο, τις λαϊκές δοξασίες, έθιμα και δεισιδαιμονίες, καταφέρνει να γράψει ένα κατά τ’ άλλα σύγχρονο έργο για τον παραλογισμό που γεννά η υπερβολική αγάπη, για την ανάγκη του να καταφεύγουμε στο παράλογο όταν πια οι λογικές εξηγήσεις δεν μπορούν να μας καλύψουν.
Η ιστορία είναι απλή, και βασισμένη (όπως και τα Έθιμα ταφής) σε πραγματικά περιστατικά. Η Νόρα, μετά το θάνατο του άντρα της και της κόρης της, αναλαμβάνει να μεγαλώσει μόνη της τον εγγονό της, που δεν μπορεί να μιλήσει και να περπατήσει. Η εποχή δεν επιτρέπει ούτε στην κοινωνία ούτε στην ίδια να αντιληφθεί τη φύση της ασθένειας του παιδιού, και σε μια απελπισμένη στιγμή στρέφεται στη «μάγισσα» του χωριού, τη σοφή γιατρό με τα βότανα, τη Νανς. Κεντρικός χαρακτήρας επίσης η Μαίρη, η οικιακή βοηθός της Νόρας, ως αντίβαρο στον παραλογισμό και η μόνη φωνή κοινής λογικής σε όλο το βιβλίο.
Το ανάγνωσμα αυτό δεν είναι εύκολο, σε πολλά σημεία γίνεται αφόρητα σκληρό για τη δική μας πραγματικότητα, παρ’ όλα αυτά είναι τόσο όμορφο. Έχει γίνει μία πάρα πολύ ενδελεχής έρευνα από την Κεντ για να παρουσιάσει με ακρίβεια τις προλήψεις και τις συνήθειες της εποχής, ακόμα και πάνω στη γλώσσα, τα ιδιώματα αλλά και στο στήσιμο του βιβλίου. Κάθε κεφάλαιο έχει τον τίτλο ενός βοτάνου, κομβικού γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Ο τίτλος του, Οι καλοί, έχει μια πολύ ιδιαίτερη και διττή εξήγηση που μάλλον είναι καλό να την ανακαλύπτει μόνος του ο/η αναγνώστης. Ένας άλλος συγγραφέας ίσως προσπαθούσε να σατιρίσει τις γυναίκες για τις επιλογές τους, για την τυφλή υπακοή σε πράγματα εντελώς παράλογα. Εδώ η Κεντ αντιμετωπίζει με τόσο σεβασμό και κατανόηση τους χαρακτήρες της που αφήνει στον αναγνώστη την επιλογή να ταυτιστεί, να κρίνει, να θυμώσει με την Νόρα, τον ιερέα ή τον δικαστή. Και εκεί νομίζω κρύβεται και η πραγματική δύναμη αυτού του βιβλίου.
Οι άσωτοι, Γκρεγκ Τζακσον (εκδόσεις Αντίποδες)
Ένας πρίγκιπας γνώρισε μια πριγκίπισσα και οι δυο τους συμφώνησαν ότι ήταν πολύ απασχολημένοι για να διερευνήσουν την πιθανότητα μιας ουσιαστικής σχέσης.
Και ζήσανε όχι άσχημα κι εμείς το ίδιο.
Δυστυχώς δεν ξέρω πώς να αρχίσω να μιλάω γι’ αυτή τη συλλογή διηγημάτων του Τζακσον. Είχε καιρό να με συγκλονίσει τόσο ένα βιβλίο, να ταυτιστώ, να νομίζω ότι κάθε ιστορία του έχει γραφτεί για να τη διαβάσω μόνο εγώ. Και όλη η υπόλοιπη γενιά μου. Και αυτό ίσως είναι και το μόνο αρνητικό του βιβλίου, ότι οι άνθρωποι που μπορούν να το καταλάβουν (να το καταλάβουν με την έννοια της ταύτισης, του καταθρυμματισμού της ψυχής) είναι σήμερα από 22 έως 45 χρονών. Απευθύνεται σε αυτή τη γενιά λευκών μεσομεγαλοαστών που μεγάλωσε λίγο πριν την κρίση, αλλά κυρίως μέσα σε αυτή, που έμαθε να αγαπάει –αλλά όχι και πάρα πολύ–, να ζει –αλλά όχι και πάρα πολύ–, να κάνει ναρκωτικά και τέχνη – αλλά όχι και πάρα πολλή. Αυτό το βιβλίο γράφτηκε από μας για μας, και ο Τζακσον (μόλις 34 χρονών) το έκανε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: με ειρωνεία, χιούμορ αλλά και ευαισθησία, μας διέλυσε και μας επανασυνέθεσε για να μας ξαναδιαλύσει. Τα μόνα που μπορώ να πω που ίσως βγάζουν λίγο νόημα είναι ότι η μετάφραση του Κεχαγιά είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη, κυρίως για τα λογοπαίγνια και το ύφος που έχει αποδοθεί όσο πιο πιστά γίνεται, και η έκδοση είναι από μόνη της αξιοθαύμαστη. Κατά τ’ άλλα αυτό είναι το πιο αντιπροσωπευτικό βιβλίο για τη γενιά μας που έχει χάσει κάθε ελπίδα, αφήνοντας μια ύστατη ελπίδα σε όσους/ες το διαβάζουμε ότι ίσως είμαστε κάπως διαφορετικοί.
Το Νιξ, Nathan Hill (εκδόσεις Αλεξάνδρεια)
Δέκα χρόνια πήρε στον Nathan Hill να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα, το Νιξ. Το Νιξ είναι αυτό που πολλοί ονομάζουν ένα «μεγάλο αμερικάνικο μυθιστόρημα». Όπως διάβασα κάπου, το Νιξ είναι το πνευματικό παιδί του Τόμας Πύντσον με τον Ντέιβιντ Φοστερ Γουάλας. Και λίγο από Τζον Ίρβινγκ θα προσέθετα εγώ. Ένα τεράστιο βιβλίο για το Σικάγο των 60ς και –προπαντώς– του σήμερα, ένα μυθιστόρημα μεγάλο σε σελίδες και όγκο που από τη στιγμή που θα διαβάσεις κάτι περισσότερο από το εξώφυλλό του δεν γίνεται να σταματήσεις να το σκέφτεσαι σε αυτές τις –πολύ λίγες– μέρες που θα σου πάρει να το τελειώσεις.
Ο Σάμιουελ Άντερσεν - Άντερσον είναι καθηγητής λογοτεχνίας σε ένα κολέγιο του Σικάγο το 2011, παίζει World of Elfscape, είναι ακόμα ερωτευμένος με τον εφηβικό του έρωτα, δεν έχει καταφέρει να γίνει ο συγγραφέας που ήθελε να γίνει και η μαμά του τον παράτησε όταν ήταν 11 χρονών. Τώρα –20 χρόνια μετά– η μητέρα του επιστρέφει στη ζωή του και χρειάζεται τη βοήθειά του, αφού επιτέθηκε στον Κυβερνήτη του Σικάγο. Η ιστορία του Σάμιουελ, της μητέρας του και όλων των χαρακτήρων που τους περιβάλλουν εκτυλίσσονται και μπλέκονται μεταξύ τους με ιδιαίτερα έξυπνο τρόπο και κανένας χαρακτήρας δεν αντιμετωπίζεται ως δευτερεύων – μεγάλο προτέρημα για ένα τόσο ογκώδες μυθιστόρημα. Η ειρωνεία και το χιούμορ αυτού του βιβλίου είναι εκεί για να συντροφεύσουν την απίστευτη μελαγχολία που προκαλείται από το πόσο αληθινά περιγράφονται οι καταστάσεις και οι λεπτές ισορροπίες της ανθρώπινης ψυχής. Μερικές φορές –ακριβώς όπως στη ζωή– δεν είναι πια ξεκάθαρο τι είναι αστείο και τι απλώς τραγικό. Ο Χιλλ καταφέρνει με την πρόζα του να κάνει ακόμα και την πιο βαρετή, καθημερινή περιγραφή μιας πράξης να φαίνεται σαν το πιο ενδιαφέρον πράγμα στον κόσμο. Καταφέρνει επίσης κάτι πολύ σπουδαιότερο, να φτιάξει έναν κόσμο πολύ απλό και γνώριμο από τον οποίο δε θες να βγεις. Φτάνεις στο τέλος του πρώτου του αυτού βιβλίου γνωρίζοντας ότι διάβασες ένα σύγχρονο αριστούργημα από έναν άνθρωπο που βιάστηκε να τα γράψει όλα σε ένα βιβλίο. Γνωρίζοντας –κι ελπίζοντας– όμως ότι ένας τόσο σπουδαίος συγγραφέας ίσως και να μην έχει γράψει ακόμα τίποτα από όλα αυτά που έχει να πει.
Χόλι Μάουντεν, Νίκος Βεργέτης (εκδόσεις Κέλευθος)
άλλωστε, τι είμαστε; οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, τα βιβλία που διαβάσαμε, οι τόποι που επισκεφτήκαμε, οι μουσικές που ακούσαμε, το ξέρεις ότι κάπου στη Ρουμανία οι κάτοικοι δίνουν έναν φάκελο σ’ έναν καλλιτέχνη και αυτός με βάση αυτόν τον φάκελο πρέπει να σκαλίσει στον τάφο τους κάτι αντιπροσωπευτικό; στην ουσία οι κάτοικοι αυτής της πόλης του εμπιστεύονται τη σύνοψη της ζωής τους σ’ ένα σχέδιο
Τι είναι το χόλι μάουντεν; Είναι η σύνοψη της ζωής μας, η μικρογραφία της, η παραμικρή χαρά και λύπη, οι ασύνδετες σκέψεις, οι εμμονές, ο έρωτας, η αγάπη και η απώλεια. Το χόλι μάουντεν είναι αυτό που φτιάχνει ο ετοιμοθάνατος αφηγητής αυτού του μονολόγου στο κρεβάτι του νοσοκομείου του, αυτό που αφηγείται στη γυναίκα του, στην προσπάθειά του να διατηρήσει ακόμα λίγο τη μνήμη ζωντανή και κατ’επέκταση τον εαυτό του. Τι είναι ψέμα και τι αλήθεια λίγη σημασία έχει.
Είναι εντυπωσιακό ότι αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Νίκου Βεργέτη, γιατί σε άλλους συγγραφείς παίρνει μια ζωή να φτάσουν να γράφουν τόσο ελεύθερα. Η πρόζα του θυμίζει λίγο Βακαλόπουλο, οι σκέψεις του είναι όμως εντελώς μοναδικές και όμορφες (όπως αυτή η υπέροχη σύγκριση της μέλισσας με τη γάτα από τα οποία αφορμάται και το –πολύ ωραίο– εξώφυλλο του βιβλίου). Αυτό το βιβλίο διαβάζεται σε ένα απόγευμα, γιατί δεν γίνεται να το αφήσεις από τα χέρια σου, αλλά το σκέφτεσαι για πολλές μέρες, λες τις ιστορίες ενός άλλου ανθρώπου στους φίλους σου, και θες να το ξανανοίξεις για να δεις «εκείνο το σημείο» και καταλήγεις να κάθεσαι άλλο ένα απόγευμα να το ξαναδιαβάζεις ολόκληρο.
Λετισιά ή το τέλος των ανδρών, Ivan Jablonka (εκδόσεις Πόλις)
Τον Ιανουάριο του 2011 απήχθη και δολοφονήθηκε η Λετισιά Περαί. Αυτή είναι η ιστορία της, όχι ακριβώς σε μορφή αστυνομικού ρεπορτάζ, αλλά και ούτε σε μορφή μυθιστορήματος. Ο φεμινιστής πανεπιστημιακός Ivan Jablonka αποφασίζει να ασχοληθεί με την ιστορία της Λετισιά πριν τον θάνατό της, προσπαθεί να αποκαλύψει τη ζωή της πριν τη δολοφονία της, πριν γίνει ένα ακόμα διάσημο «θύμα» στα χέρια δημοσιογράφων και πολιτικών (ακόμα και του ίδιου του Σαρκοζί). Όπως εξηγεί κι ο ίδιος στον πρόλογό του, μέσα από την ιστορία της Λετισιά –που μοιάζει να «γεννήθηκε τη στιγμή που πέθανε» για τον υπόλοιπο κόσμο– θέλει να δώσει υπόσταση σε όλες αυτές τις ζωές που για το κράτος είναι «ανάξιες να βιωθούν»: παιδιά από ταξικά κατώτερες τάξεις και διαλυμένες οικογένειες, μετανάστριες, ομοφυλόφιλοι/ες και ούτω καθεξής. Σε αντίθεση με τα νουάρ μυθιστορήματα που ασχολούνται με την προσωπικότητα του θύτη και τα κίνητρά του, εδώ το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στο θύμα, στην οικογένειά της, στη σύντομη ζωή της, στην κακοποιημένη μητέρα της, στη δίδυμη αδερφή της. Το βιβλίο αυτό ανήκει σε ένα πολύ ιδιαίτερο είδος και είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό αφήγημα για το τι σημαίνει να προσπαθείς να επιβιώσεις όντας γυναίκα στον εικοστό πρώτο αιώνα.