Το μικρό αυτό κείμενο δημοσιεύτηκε ως πρόλογος στην αγγλική έκδοση (1987) του Dialogues, βιβλίου γραμμένου μαζί με την Claire Parnet το 1977. Συνιστά μια από τις κομβικότερες συμπυκνώσεις της σκέψης του Deleuze, ένα σημείο όπου όλες οι γραμμές-deleuze συγκροτούν, έστω και πρόσκαιρα, μια ενότητα, μια ολότητα, εντέλει ένα υποκείμενο, γεγονός στο οποίο οπωσδήποτε συμβάλλει το ότι πρόκειται για πρόλογο σε μετάφραση. Διασυνδέονται ευθέως και με σαφήνεια κάποιες κεντρικές ντελεζιανές έννοιες: ο εμπειρισμός, οι πολλαπλότητες, το γίγνεσθαι, η έννοια· εντός του βιβλίου όλα αυτά «εφαρμόζονται» σε μια ποικιλία πεδίων, επί των οποίων ο Deleuze και η Parnet έχουν γράψει από ένα ανώνυμο κείμενο.
Η παρουσίαση του ίδιου του βιβλίου ως έκφανσης των φιλοσοφικών θέσεων που εμπεριέχει, το θόλωμα με άλλα λόγια της γραμμής μεταξύ δομής και περιεχομένου, ενσαρκώνεται στον έσχατο βαθμό στο Mille Plateaux, που έπεται κατά τρία χρόνια της έκδοσης του Dialogues, στο οποίο κορυφώνεται και η αποτύπωση της έννοιας της ενδιαμεσότητας που εκπροσωπούν εδώ όλα τα μεταξύ και ενδιάμεσα, τα οποία αποδίδουν τον ίδιο όρο του πρωτοτύπου [between, που αντιστοιχεί στον αστερισμό των γαλλικών milieu, entre κ.λπ.]. Η διασύνδεση αυτή συνιστά βεβαίως ένα διαρκές ελλοχεύον αίτημα της φιλοσοφίας – και όχι μόνο.
Δύο σημειώσεις περί αποδόσεων: στη συνάφεια της φιλοσοφικής κατεύθυνσης ο ρασιοναλισμός προκρίνεται έναντι του ορθολογισμού, μιας και η δεύτερη επιλογή μοιάζει παραπλανητική: δύναται να εξαπλωθεί στη λογική, και από εκεί στη λογικότητα. Το Mille Plateaux έχει αποδοθεί ως Χίλια Επίπεδα, μα με έναν αστερίσκο: υποψήφιο είναι οπωσδήποτε και το Χίλια Υψίπεδα, εφόσον α) τα επίπεδα δεν αντιστοιχούν με ακρίβεια στον γαλλικό όρο, παρά μέσω μιας αφηρημένης συνομάδωσης των αντικειμένων που υποδηλώνονται με αυτόν και μοιράζονται την ιδιότητα της επιπεδότητας και β) η «Γεωλογία της ηθικής», τρίτο κεφάλαιο του έργου, όπως και η συναφής εννοιολόγηση του στώματος / υποστρώματος / επιστρώματος [sub/épi/para/méta strate] σπρώχνουν κάπως το πράγμα προς το υψίπεδο.
~
Πάντα ένιωθα πως είμαι εμπειριστής, δηλαδή πλουραλιστής. Μα τι σημαίνει αυτή η εξίσωση εμπειρισμού και πλουραλισμού; Πηγάζει από τα δύο χαρακτηριστικά με τα οποία όριζε τον εμπειρισμό ο Whitehead: το αφηρημένο δεν εξηγεί, μα πρέπει το ίδιο να εξηγηθεί· και ο στόχος δεν είναι να επανανακαλύψουμε το αιώνιο ή το καθολικό, αλλά να βρούμε τις συνθήκες υπό τις οποίες παράγεται κάτι καινούριο (δημιουργικότητα). Στις λεγόμενες ρασιοναλιστικές φιλοσοφίες, το αφηρημένο επιφορτίζεται με το καθήκον της εξήγησης, και είναι το αφηρημένο που πραγματώνεται στο απτό. Ξεκινάει κανείς με αφαιρέσεις όπως το Ένα, το Όλον, το Υποκείμενο και αναζητά τις διαδικασίες μέσω των οποίων ενσαρκώνονται σε έναν κόσμο τον οποίο συμμορφώνουν στις απαιτήσεις τους (η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι η γνώση, η αρετή, η ιστορία…). Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει το να περνάει κάποιος μια τρομερή κρίση όποτε βλέπει τη λογική ενότητα ή ολότητα να μεταβάλλεται στο αντίθετό της, ή το υποκείμενο να γεννάει τερατωδίες.
Ο εμπειρισμός ξεκινάει με μία τελείως διαφορετική εκτίμηση: την ανάλυση των καταστάσεων πραγμάτων με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορούν να εξαχθούν από αυτές μη προϋπάρχουσες έννοιες. Οι καταστάσεις πραγμάτων δεν είναι ούτε ενότητες ούτε ολότητες, μα πολλαπλότητες. Όχι μόνο επειδή υπάρχουν πολλές διαφορετικές καταστάσεις πραγμάτων (η καθεμιά εκ των οποίων θα ήταν μία ακόμη)· ούτε επειδή κάθε κατάσταση πραγμάτων είναι η ίδια πολλαπλή (με το οποίο απλώς θα επισημαίνετο η αντίστασή της στην ενοποίηση). Το ουσιώδες, από την οπτική του εμπειρισμού, είναι το ουσιαστικό πολλαπλότητα, που υποδεικνύει ένα σύνολο γραμμών ή διαστάσεων που δεν είναι αναγώγιμες η μία στην άλλη. Φυσικά μια πολλαπλότητα περιέχει επίκεντρα ενοποίησης, κέντρα ολοποίησης, σημεία υποκειμενοποίησης, μα ως παράγοντες που δύνανται να αποτρέψουν την ανάπτυξή της και να σταματήσουν τις γραμμές της. Οι παράγοντες υφίστανται εντός της πολλαπλότητας στην οποία ανήκουν, και όχι το αντίστροφο. Σε μια πολλαπλότητα αυτό που μετράει δεν είναι οι όροι ή τα στοιχεία, αλλά το τι είναι «ενδιάμεσα», το ενδιάμεσο, ένα σύνολο σχέσεων που δεν είναι εφικτό να διαχωριστούν. Κάθε πολλαπλότητα αναπτύσσεται από το μέσον, σαν τα φύλλα της χλόης ή το ρίζωμα. Αντιπαραβάλλουμε διαρκώς το ρίζωμα στο δέντρο, σαν δύο εννοιολογήσεις, ή ίσως δύο διαφορετικούς τρόπους, του σκέπτεσθαι. Μια γραμμή δεν πάει από το ένα σημείο στο άλλο, αλλά περνάει μεταξύ των σημείων, ακατάπαυστα διχοτομούμενη και αποκλίνουσα, σαν τις γραμμές του Pollock.
Το να εξάγουμε τις έννοιες που αντιστοιχούν σε μια πολλαπλότητα είναι το να εντοπίσουμε τις γραμμές που την αποτελούν, το να προσδιορίσουμε τη φύση αυτών των γραμμών, το να δούμε πώς διαπλέκονται, συνδέονται, διχοτομούνται, αποφεύγουν ή αποτυγχάνουν στο να αποφύγουν τα επίκεντρα. Οι γραμμές αυτές είναι αληθινά γίγνεσθαι, τα οποία διακρίνονται όχι μόνο από τις ενότητες, αλλά και από την ιστορία εντός της οποίας προκύπτουν. Οι πολλαπλότητες αποτελούνται από γίγνεσθαι χωρίς ιστορία, από εξατομικεύσεις χωρίς υποκείμενο (ο τρόπος με τον οποίο ένα ποτάμι, ένα κλίμα, ένα συμβάν, μια ημέρα, μία ώρα της ημέρας εξατομικεύονται). Η έννοια, λοιπόν, υπάρχει τόσο στον εμπειρισμό όσο και στον ρασιοναλισμό, μα έχει τελείως διαφορετική χρήση και τελείως διαφορετική φύση: ένα είναι-πολλαπλό, αντί για είναι-ένα, είναι-όλον ή είναι-ως-υποκείμενο. Ο εμπειρισμός είναι θεμελιωδώς συνδεδεμένος με μια λογική –μια λογική πολλαπλοτήτων (των οποίων οι σχέσεις δεν είναι παρά μία όψη).
Αυτό το βιβλίο (πρωτοδημοσιευμένο στη Γαλλία το 1977) στοχεύει στο να υπογραμμίσει την ύπαρξη και τη δράση των πολλαπλοτήτων σε πολύ διαφορετικά πεδία. Κάποτε ο Freud διαισθάνθηκε πως ο ψυχοπαθής βιώνει και σκέφτεται πολλαπλότητες: το δέρμα είναι ένα σύνολο πόρων, η παντόφλα ένα σύνολο από ραφές, το οστό εξάγεται από ένα οστεοφυλάκιο… Μα διαρκώς οπισθοχωρούσε στο ηπιότερο όραμα ενός νευρωτικού ασυνείδητου που παίζει με αιώνιες αφαιρέσεις (ακόμα και τα μερικά αντικείμενα της Melanie Klein αναφέρονται ακόμη σε μια ενότητα, ακόμα κι αν είναι χαμένη, σε μια ολότητα, ακόμη κι αν είναι ελευσόμενη, σε ένα υποκείμενο, ακόμη κι αν είναι διχασμένο). Είναι πολύ δύσκολο το να φτάσουμε σε μια σκέψη του πολλαπλού ως τέτοιου, που έχει γίνει ουσιαστικό [substantif] και που δεν χρειάζεται να αναφέρεται σε κάτι άλλο από τον εαυτό του: το αόριστο άρθρο ως μόριο, το κυρίως όνομα ως εξατομίκευση άνευ υποκειμένου, το ρήμα στο απαρέμφατο ως καθαρό γίγνεσθαι, «ένα Hans-γίγεσθαι-άλογο»… Μας φαινόταν πως το μεγάλο πρόγραμμα της αγγλικής και αμερικανικής λογοτεχνίας ήταν η προσέγγιση τέτοιων πολλαπλοτήτων: σε αυτή τη λογοτεχνία είναι που η ερώτηση «Τι είναι το γράφειν;» έχει αδιαμφισβήτητα λάβει την απάντηση που βρίσκεται εγγύτερα στην ίδια τη ζωή, στη φυτική και ζωική ζωή. Μας φαινόταν επίσης πως ο υψηλότερος στόχος της επιστήμης, των μαθηματικών και της φυσικής είναι η πολλαπλότητα, και πως τόσο η θεωρία των συνόλων όσο και η θεωρία των χώρων είναι ακόμα στις απαρχές τους. Μας φαινόταν πως η πολιτική είναι επίσης στο τραπέζι και πως σε ένα κοινωνικό πεδίο ριζώματα απλώνονται παντού, κάτω από τους δενδροειδείς μηχανισμούς.
Αυτό το βιβλίο αποτελείται από μια τέτοια συλλογή ρεμβασμών επάνω στους σχηματισμούς του ασυνείδητου, στους λογοτεχνικούς, επιστημονικούς και πολιτικούς σχηματισμούς.
Το ίδιο το βιβλίο ήταν «μεταξύ» με αρκετές έννοιες. Ήταν μεταξύ δύο βιβλίων, του Αντι-Οιδίποδα, που είχαμε τελειώσει εγώ κι ο Guattari και των Χιλίων Επιπέδων, που είχαμε ξεκινήσει και που ήταν το πιο φιλόδοξο, πιο αμετροεπές έργο μας κι αυτό που είχε τη χειρότερη υποδοχή. Αυτό το βιβλίο συνέβη, επομένως, όχι απλά μεταξύ δύο βιβλίων, αλλά μεταξύ του Félix Guattari και εμού. Και το ότι το έγραψα με την Claire Parnet ήταν ένα νέο σημείο που κατέστησε πιθανή μία νέα γραμμή-μεταξύ. Αυτό που είχε σημασία δεν ήταν τα σημεία –ο Félix, η Claire Parnet εγώ και πολλοί/ες άλλοι/ες, που λειτούργησαν απλά ως προσωρινά, μεταβατικά και εφήμερα σημεία υποκειμενοποίησης– αλλά η συλλογή διχοτομούμενων, αποκλινουσών και μπερδεμένων γραμμών που συναπάρτιζαν το βιβλίο αυτό ως μια πολλαπλότητα και που περνούσαν μεταξύ των σημείων, μεταφέροντάς τα χωρίς ποτέ να πηγαίνουν από το ένα στο άλλο. Έτσι, το αρχικό πλάνο μιας συζήτησης μεταξύ δύο ανθρώπων, στην οποία η μία έκανε ερωτήσεις και ο άλλος απαντούσε, δεν είχε πλέον αξία. Οι διαιρέσεις έπρεπε να εξαρτώνται από τις αναπτυσσόμενες διαστάσεις της πολλαπλότητας, σύμφωνα με γίγνεσθαι που δεν ήταν δυνατόν να αποδοθούν σε μεμονωμένα άτομα, μιας και τα τελευταία δεν θα μπορούσαν να βυθιστούν εντός της χωρίς να αλλάξουν ποιοτικά. Καθώς χάναμε τη βεβαιότητά μας περί του τι ερχόταν από τη μία, τι από τον άλλον, ή ακόμη κι από κάποιον άλλο, γινόμασταν πιο σαφείς ως προς το «Τι είναι το να γράφεις». Αυτές είναι γραμμές που θα απαντούσαν η μία στην άλλη, σαν τους υπόγειους βλαστούς ενός ριζώματος, εν αντιθέσει με την ενότητα του δέντρου και τη δυιστική του λογική. Επρόκειτο πράγματι για ένα βιβλίο δίχως υποκείμενο/αντικείμενο [subject], δίχως αρχή και τέλος, μα όχι δίχως μέσον, που αντιστοιχούσε στη φράση του Miller: «Το γρασίδι μεγαλώνει στο ενδιάμεσο… είναι μια εκχείλιση, ένα μάθημα ηθικής»…
Gilles Deleuze, 1986
Η μετάφραση του προλόγου του G. Deleuze στο αγγλικό Dialogues δημοσιεύτηκε αρχικά στο blog fragmentary program.