Το 1948, η Χιλιανή κυβέρνηση του Γκονσάλες Βιδέλα θέτει το κομουνιστικό κόμμα της χώρας εκτός νόμου και ο αστυνομικός Όσκαρ Πελουσονό αναλαμβάνει να συλλάβει τον γερουσιαστή και διάσημο ποιητή Πάμπλο Νερούδα. Εκείνος όμως σχεδιάζει να διαφύγει από τη χώρα και διαβαίνοντας τις Άνδεις,να φθάσει στην Αργεντινή και από εκεί στο Παρίσι, όπου τον περιμένουν οι παλιοί του φίλοι, Πάμπλο Πικάσο, Πολ Ελυάρ και Λουί Αραγκόν.
Σε αυτή την ιστορική συγκυρία βασίζεται το σενάριο της ταινίας Neruda που κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες τον φετινό Φεβρουάριο από τον Χιλιανό σκηνοθέτη Πάμπλο Λαραΐν (δεύτερη φετινή «βιογραφική» ταινία του, μετά την οσκαρική Jackie με την Natalie Portman), σε μία ιδιαίτερη, λυρική προσέγγισή του για τον ομοεθνή του ποιητή και πολιτικό Πάμπλο Νερούδα. Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Λουίς Νιέκο και ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, σε μία ακόμα συνεργασία του με τον Λαραΐν, μετά το –επίσης πολιτικό– ΝΟ (2012), που αφορούσε το δημοψήφισμα που προκάλεσε ο Χιλιανός δικτάτορας Αουγκούστο Πινοσέτ για να παραμείνει στην εξουσία.
Το Neruda μάλλον θα απογοητεύσει όσους μπήκαν στην αίθουσα περιμένοντας να δουν ένα βιογραφικό,ιστορικό πολιτικό δράμα, αφού πρόκειται για ένα περισσότερο φαντασιακό φιλμ με βάση το προσωπικό όραμα του Λαραΐν για τον Νερούδα. Η ατμοσφαιρική χαρτογράφηση της διττής φύσης του ως ποιητή και πολιτικού και το τηλεπαθητικό αλληλοκυνηγητό που εκτυλίσσεται ανάμεσα στον αστυνομικό Όσκαρ Πελουσονό –διώκτη του ποιητή– (Μπερνάλ) και στον ίδιο (Νιέκο), αποτελεί ουσιαστικά καθρέφτισμα συνειδήσεων, αφού ο Λαραΐν αποκαλύπτει (spoiler alert) ότι ο Πελουσονό δεν είναι παρά ένα αποκύημα της φαντασίας, ένας χάρτινος ήρωας κάποιου βιβλίου του Νερούδα, που στοιχειώνει το μυαλό και τις επιλογές του. Toφανταστικό αυτό κυνηγητό δεν αποτελεί βέβαια παρά αποτύπωση της πραγματικής απόπειρας εξόντωσης του Νερούδα και των Χιλιανών κομμουνιστών, ενδεχομένως όμως και μια προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα αν η ανάγνωση του έργου του Νερούδα από έναν άβουλο αστυνομικό – απλό εκτελεστικό όργανο μια κυβέρνησης, θα μπορούσε να τον μεταμορφώσει ως άνθρωπο.
Κατά πόσο είναι όμως εφικτή η συνύπαρξη της ποιητικής και της πολιτικής ιδιότητας και η καθολικότητα της –στρατευμένης– ποίησης; «Η τέχνη είναι πολιτική, πάντα ήταν. Η τέχνη είναι συνέπεια της πολιτικής, επομένως είναι πολιτική. Στις μέρες μας ίσως η τέχνη να μην συμπεριλαμβάνεται στην πολιτική, όμως τα παλαιότερα χρόνια υπήρχε αυτή η ανάγκη να έχουμε καλλιτεχνικές συνέπειες. Τότε οι μεγάλες ιδέες της πολιτικής έβρισκαν την εξήγησή τους μέσω της ποίησης. Η αφαιρετική ερμηνεία της πολιτικής μέσω της ποίησης ήταν προτιμότερη από την λογική», όπως δηλώνει ο πρωταγωνιστής της ταινίας Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ σε πρόσφατη συνέντευξή του.
Σε έναν μάλλον αυστηρό, στενό ορισμό της έννοιας «στρατευμένη τέχνη» στο Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου σημειώνεται ότι: «Με τον όρο "στρατευμένη τέχνη" χαρακτηρίζουμε συνήθως τα έργα που έχουν ολοφάνερα στρατευθεί στην υπηρεσία ενός συγκεκριμένου πολιτικού στόχου. Με άλλα λόγια, πρόκειται για έργα που έχουν γραφεί με βάση έναν προκαθορισμένο στόχο και όλη τους η προσπάθεια συνίσταται στο να προπαγανδίσουν μια ορισμένη ιδεολογία, με κίνδυνο όμως ο δημιουργός να θέσει τον εαυτό του και το έργο του στην υπηρεσία στόχων εντελώς ξένων προς την τέχνη, με αμφίβολο αποτέλεσμα, αφού ο δημιουργός αυτός χάνει ουσιαστικά την ελευθερία του. Η στράτευση, είτε είναι εθελούσια είτε αναγκαστική, του επιβάλλει περιορισμούς και δεσμεύσεις που αναιρούν και ακυρώνουν την όλη καλλιτεχνική προσπάθεια.»
Σε αντιπαραβολή με την άποψη περί στρατευμένης τέχνης συναντάται στο ίδιο λεξικό η έννοια «Τέχνη για την τέχνη» («l’ art pour l’ art»), «…που προσπαθεί να εκφράσει λακωνικά την άποψη περί αυτάρκειας και αυτονομίας κάθε έργου τέχνης, που αποτελεί έναν ξεχωριστό κόσμο, με δική του συνοχή, και, συνεπώς, είναι ένα έργο που πρέπει να το απολαμβάνουμε καθαυτό χωρίς καμία αναφορά σε οποιοδήποτε εξωτερικό στοιχείο. Μ’ άλλα λόγια, η τέχνη δε χρησιμεύει σε κάτι, δεν είναι ένα μέσο για να φτάσουμε σε κάποιον άλλο εξωτερικό στόχο, αλλά είναι ταυτόχρονα μέσο και στόχος. Στη Γαλλία, ποιητές όπως ο Charles Baudelaire και ο Theophile Gautier, επηρεασμένοι και από τις απόψεις του Edgar Allan Poe, αντιμετωπίζουν την ποίηση ως μια προσπάθεια βίωσης της καθαρής ομορφιάς, μέσα από το ρυθμό και τις λέξεις, με πλήρη αδιαφορία για τα εξωτερικά στοιχεία. Στα ίδια περίπου πλαίσια κινείται και η άποψη ότι η εμπειρία της ποίησης είναι αυτοσκοπός και ότι η ποιητική αξία συνδέεται αποκλειστικά με την αισθητική απόλαυση και όχι με την πραγματικότητα, με την οποία το ποίημα δε συναντιέται ποτέ, αφού είναι ένας αυτόνομος, παράλληλος κόσμος, με δικούς του κανόνες».
Ωστόσο η διεύρυνση της έννοιας «στρατευμένος», εν προκειμένω στη λογοτεχνία και την ποίηση, οδηγεί στην παραδοχή ότι «(…) στην πραγματικότητα μάλλον δεν υπάρχει έργο που να μην είναι στρατευμένο. Κάθε συγγραφέας έχει ορισμένες ιδέες για τους ανθρώπους και τον κόσμο, τις οποίες αναπόφευκτα, συνειδητά ή ασυνείδητα, προβάλλει μέσα από το έργο του. Έτσι, κάθε σημαντικό έργο τέχνης μας δίνει μια νέα άποψη για τον κόσμο γύρω μας και αυτό δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί αρνητικό στοιχείο.»
Βλέπουμε εδώ να συντελείται η μετάβαση από την αμιγώς στρατευμένη στην πολιτική τέχνη, από το μονοσήμαντο στο πολυσήμαντο περιεχόμενο και στη δυνατότητα του λήπτη (εν προκειμένω του αναγνώστη) να ερμηνεύσει και να αξιολογήσει ελεύθερα το κάθε κείμενο.
Έτσι, αν δεχτούμε αυτή τη διευρυμένη έννοια της «στράτευσης», συνειδητοποιούμε ότι, υπό αυτό το πρίσμα, κάθε τέχνη (μπορεί να) είναι «στρατευμένη» ή, καλύτερα, «πολιτική», αφού φέρει μέσα της ιδέες και νοήματα που αφορούν τη ζωή και τον κόσμο. Η διαφορά όμως έγκειται στο ότι αυτά τα νοήματα δεν προσπαθεί να τα επιβάλει ως δόγμα. Εναπόκειται πλέον στον αναγνώστη ή θεατή να κάνει με αυτά ό,τι κρίνει. Με βάση αυτό το σκεπτικό, η με την ευρεία έννοια «στράτευση» δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται μόνο ως κομματική. Πολιτικός μπορεί να θεωρείται παραδείγματος χάρη και ένας ποιητής που είναι υπέρμαχος του «τέχνη για την τέχνη», αφού και αυτός ενσαρκώνει και υπερασπίζεται μια αξία, μια ιδέα για τη ζωή. To ίδιο ισχύει και για έναν ποιητή που γράφει για την καθημερινότητα, στον βαθμό που το έργο του μας μιλάει, κάνοντάς μας να βιώνουμε ή να σκεφτόμαστε πράγματα που στη συνέχεια μπορούν να εξελιχθούν σε προβληματισμούς για την κοινωνία, τη ζωή και τη συμβίωσή μας με τους ανθρώπους.
Στη δική του προσέγγιση της τέχνης ο Ναζίμ Χικμέτ, ένας ακόμα παγκόσμιος ποιητής και πολιτικός, αναφέρει ότι: «…Μια πρωτοπορία, όποια κι αν είναι, καθορίζεται απ’ το περιεχόμενό της και απ’ τη μορφή της. Στην πρωτοπορία, όπως εγώ την καταλαβαίνω, το περιεχόμενο είναι η δεδομένη αντανάκλαση της ανθρώπινης πραγματικότητας, που αποτελεί για μένα μια υποχρέωση. Η μορφή είναι η λακωνικότητα, το διάγραμμα και η ακρίβεια, γιατί πρέπει να είναι ακριβής, να είναι όχι σαν το φως του φεγγαριού, αλλά σαν το φως του ήλιου». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τόσο ο Νερούδα όσο και ο Χικμέτ, πέραν των στρατευμένων, πολιτικών κειμένων τους, καθιερώθηκαν και αναγνωρίστηκαν καθολικά και ως ποιητές του έρωτα (ενδεικτικά τους έργα τα «Ερωτικά ποιήματα» και τα «Γράμματα στην αγαπημένη», αντίστοιχα).
«Ήτανε της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος. Τι περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου. Αν και πολλά βραβεία μού δόθηκαν (σ.σ.. μεταξύ των οποίων το "Λένιν" - 1952 και το Νόμπελ - 1971), κανένα δεν μπορεί να παραβληθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου. Το μεγάλο, το μοναδικό μου βραβείο είναι αυτό κι όχι τα βιβλία μου που μεταφράστηκαν σ' όλες τις γλώσσες του κόσμου, ούτε τα βιβλία που γράφτηκαν για να αναλύσουν τα λόγια μου», γράφει ο ίδιος ο Νερούδα στα απομνημονεύματά του.
Και πράγματι, κατά την περίοδο που ο Νερούδα διετέλεσε γερουσιαστής το κομμουνιστικό σύστημα λειτουργούσε και οι κουμμουνιστές στην Χιλή είχαν νικήσει. Η ποίηση και οι λέξεις του Νερούδα έδωσαν φωνή στο λαϊκό αίτημα που ήταν «τέλος στην αδικία και ισότητα για όλους». Πρωτοφανής συνέπεια της εμπλοκής του στην πολιτική ήταν ο σχηματισμός μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης (στις τάξεις της συσπείρωνε σοσιαλιστές, ριζοσπάστες, αριστερούς, χριστιανοδημοκράτες κ.ά.) με τη συμμετοχή και του κομμουνιστικού κόμματος.
«Γι’ αυτό κανείς ας μην ανησυχεί όταν φαίνεται να ‘μαι μόνος μα που δεν είμαι μόνος: δεν είμαι με κανέναν και μιλάω για όλους.
Κάποιος μ' ακούει και δεν το ξέρουν, όμως εκείνοι, που γι' αυτούς τραγουδάω και που το ξέρουν συνεχίζουν να γεννιούνται και να γεμίζουν τον κόσμο».
Με αυτούς τους στίχους κλείνει το ποίημα «Ο Λαός», ο Πάμπλο Νερούδα, πιστεύοντας ότι και μετά το θάνατό του, οι στίχοι του θα είναι οικουμενικοί, ότι θα εκφράζουν τον λαό του και κάθε βασανιζόμενο λαό, και έχοντας ουσιαστικά επιτύχει, συνειδητά ή μη, την καθολική αποδοχή της ποίησης που αρχικά χαρακτηρίστηκε πολιτική, στρατευμένη.
Με την εποχή της υπερπαραγωγής του πολιτικού ποιητικού λόγου στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, που γέννησε ποιητές του διαμετρήματος των Νερούδα και Χικμέτ, ή των δικών μας Ρίτσου και Θεοδωράκη να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί (;) και την σημερινή τάση των πνευματικών ανθρώπων για απομόνωση και αποστροφή για τα κοινά και την πολιτική να κυριαρχεί, η ανάγκη για επαναφορά της καθολικής, πολιτικής ποίησης μοιάζει επιτακτική.
Και το ερώτημα παραμένει: Τι απογίνεται ο δεσμός ανάμεσα στην τέχνη και τη αληθινή ζωή όταν εκλείπουν οι ποιητές; Εκεί, ενδεχομένως, μας βρίσκει η ποίηση, και την απάντηση δίνει ένα ποίημα που διηγείται στιγμές από την καθημερινότητα και τον μικρόκοσμο, ένα ποίημα -γέφυρα μεταξύ των αντιλήψεων περί τέχνης, αφού είναι σίγουρα ποιητικό, αλλά σαφώς και πολιτικό:
«…Εκεί που στριμώχνεσαι στο λεωφορείο, επιστρέφοντας στο σπίτι
που γυρνάς από γραφείο σε γραφείο ζητώντας μια δουλειά
που επιχειρεί να σε ταπεινώσει ένας ψηλότερα ιστάμενος
που εκτοπίζεσαι από πειθήνιους νεοφερμένους
που χαίρεσαι για τα καλά λόγια που ειπώθηκαν για σένα
που θά᾽θελες ν᾽ ακούσεις κι άλλα κι ας μην τ᾽ομολογείς
εκεί που πατάς γκάζι στα 180 με το καινούριο σου αυτοκίνητο
που δεν τσιγκουνεύεσαι άλλο στα δώρα που προσφέρεις
που φλυαρείς, ψιλογκομενίζεις, πας να φρεσκάρεις
τη φιγούρα σου
που ξάφνου μέσα στην επιπολαιότητα έχεις μιαν έκλαμψη ευφυίας
εκεί που αρνιέσαι την υποχρεωτική κατάργηση της μοναξιάς
που δεν αποδέχεσαι την καθεστωτική επιβολή της ευτυχίας
που νιώθεις κυρίαρχος του παιχνιδιού ενώ είσαι
χαμένος από χέρι
που βγαίνεις με σημάδια απ᾽τους λαβυρίνθους της πολιτικής…
Εκεί επάνω σε βρίσκει η ποίηση».
(απόσπασμα από το ποίημα Σε βρίσκει η ποίηση, του Τίτου Πατρίκιου)
*Η ταινία Neruda προβάλλεται στους κινηματογράφους της Αθήνας.
**Θερμές ευχαριστίες στη Δανάη, για την ιδέα και τη συνδρομή της.