Βιβλίο Συνεντεύξεις

Συνέντευξη με τον Κ. Χατζηνικολάου, συγγραφέα του «Ιάκωβου»

από kaboomzine

Ο Ιάκωβος (εκδόσεις αντίποδες, Νοέμβριος 2016) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου. Ο συγγραφέας, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974, τοποθετεί την ιστορία του στο πλαίσιο μιας παράξενης επαρχιακής κοινότητας, όπου καταφθάνει ένας άνδρας, χωρίς όνομα και με πλήρως κενή μνήμη. Ο Ιάκωβος, μια φιγούρα πατριαρχική και εξουσιαστική, τον φιλοξενεί στο σπίτι του και τον βάζει να δουλεύει στο χωράφι του. Έτσι, ανάμεσα στους δύο άνδρες, αλλά και στους άλλους κατοίκους του ιδιόρρυθμου χωριού, αναπτύσσονται σχέσεις που κυμαίνονται από τον δεσποτισμό και την υποταγή μέχρι τη συμπάθεια, την αδιαφορία  ή και τον έρωτα, ενώ η πρωτότυπη γραφή του Χατζηνικολάου συντελεί σε μια ιδιαίτερου τύπου ψυχογράφηση των ηρώων του. 

Οι Κλήμης Λακιώτης και Γιάννης Κτενάς διάβασαν το μυθιστόρημα και απηύθυναν στον συγγραφέα  μερικές ερωτήσεις για το βιβλίο του και άλλα ζητήματα:

Το φως και το σκοτάδι διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του κλίματος του μυθιστορήματός σας. Νομίζουμε ότι κυριολεκτικά σχεδόν σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, εξαιρουμένων μόνο δύο ή τριών, υπάρχει μια τολμηρή παρομοίωση, μεταφορά, ή εν πάση περιπτώσει περιγραφή, που αφορά το φως ή το σκοτάδι. Θα θέλαμε, πρώτα απ’ όλα, να μάθουμε αν αυτή η επιλογή ήταν συνειδητή ή αν απλώς  «σας βγήκε». Τι ρόλο παίζουν για σας αυτά τα δύο στοιχεία στη ζωή και την  τέχνη;

Αν είναι πράγματι τόσες πολλές οι περιγραφές, αυτό συνέβη επειδή κάθε φορά που δυσκολευόμουν να προχωρήσω την αφήγηση, περιέγραφα το φως της μέρας, το σούρουπο, τη νύχτα. Επομένως, οι περιγραφές αντιστοιχούν στα εμπόδια που εμφανίζονταν στην προσπάθειά μου να φτάσω ως την άκρη της σελίδας, να δω  τι κάνουν οι άνθρωποι του μυθιστορήματος: ο άντρας, ο Ιάκωβος και η οικογένειά του, οι κάτοικοι του οικισμού.

Όμως, για να είμαι δίκαιος, χάρη στο φως και το σκοτάδι, κατάφερα να γράψω το βιβλίο. Το φως μού επέτρεψε ν' ακολουθήσω τα πρόσωπα, ενώ το σκοτάδι, να τα χάσω από τα μάτια μου, και να τρέξω ξοπίσω τους, με την ευχή να μην τα ξαναδώ ποτέ.

Το ίδιο κάνω και στη ζωή μου.

Τις προάλλες, ένας φίλος μού επισήμανε την πληθώρα παρομοιώσεων στο βιβλίο. Ωχ! του απάντησα. Ο στόχος μου ήταν να μην έχω καμία.

Έχοντας μιλήσει παραπάνω για την τολμηρή γραφή σας, θα λέγαμε ότι προκαλεί εντύπωση η ποιητική αντιποιητικότητα ορισμένων εκφράσεων ή και γενικότερα της γραφής. Εκφράσεις όπως «η κιτρινίλα του ήλιου» ή παρομοιώσεις όπως το ότι το φεγγάρι έμοιαζε με ένα ξερό καρβέλι ψωμί που κάποιος πέταξε στον ουρανό, προκάλεσαν το ενδιαφέρον μας. Παίρνοντας αφορμή και από  κάποιες σκέψεις της  Ειρήνης Σταματοπούλου, αναρωτιόμαστε αν αυτές οι ανοίκειες λογοτεχνικά ιδέες συντελούν στην απογύμνωση του κόσμου από το νόημα με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να τον ντύνουμε, έτσι ώστε να μείνει μόνο το στοιχειώδες, το ζωικό, ο μόχθος, το φαγητό, η εργασία;

Αντιθέτως, δεν ήθελα  ν’ απογυμνώσω τον κόσμο από το νόημά του, αλλά να επιστρέψω με κάνα ρούχο στον κόσμο μέσω του γραψίματος. Γράφω όπως κάποιος ράβει. Άλλωστε, το στοιχειώδες του κόσμου δεν μου αρκεί. Έχω ανάγκη το περίσσευμα, το τετριμμένο, το άχρηστο. Γι' αυτό φτιάχνω μικρές ή μεγαλύτερες προτάσεις, σαν βελόνες, μήπως και καταφέρω να τρυπήσω τον κόσμο. Μήπως καταφέρω ν' ανοίξω μια τρύπα και μπω στον κόσμο ξανά.

Δεν μ' αρέσει η τόλμη, μ' αρέσει η δειλία, δεν μ' αρέσει το ανοίκειο, μα το οικείο, το οικιακό, και βέβαια δεν μ' ενδιαφέρουν οι λογοτεχνικές ιδέες. Γενικά, δεν μ' αρέσουν οι ιδέες. Δεν μ' ενδιαφέρουν καν οι λέξεις. Μ' ενδιαφέρει αυτό που βρίσκεται δίπλα στις λέξεις.

Η κοινότητα του Ιάκωβου μοιάζει να βασίζεται αρκετά σε έναν αγροτικό τρόπο ζωής, έναν τρόπο ζωής «του χωριού», θα έλεγε κανείς. Διαβάζοντας το βιβλίο το μυαλό μας πήγε σε στοιχεία που επιβιώνουν στην ελληνική επαρχία, στοιχεία που, στα μάτια ενός ανθρώπου της πόλης τουλάχιστον, φαίνονται κάπως σκληρά. Έχετε σχέση με την επαρχία; Ποια η γνώμη σας για τη ζωή εκεί;

Δεν έχω καμιά σχέση με την επαρχία κι αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα για το βιβλίο.  Δεν ήξερα πώς ξεπουπουλιάζουν την κότα, πότε ο βοσκός αρμέγει τις αγελάδες κι αν επιβιώνουν οι μύγες το χειμώνα. Άλλωστε, ο Ιάκωβος είναι γραμμένος στην πόλη και το χωριό του είναι το αντεστραμμένο είδωλο μιας πόλης.

Αν η επαρχία είναι πιο σκληρή από την πόλη, αυτό δεν το γνωρίζω. Εγώ χρησιμοποιώ τη σκληρότητα και την ηρεμία, την ποίηση και την αντιποίηση, την απλότητα και την υπερβολή, σαν οχήματα που μπορούν να επιστρέψουν τον αναγνώστη στη θέση του με μεγαλύτερη ένταση, προκειμένου να πακτωθεί στην καρέκλα που κάθεται και διαβάζει.

Κ. Χατζηνικολάου. Φωτογραφία: Μυρτώ Τζίμα.

Θα μπορούσε το βιβλίο σας να διαβαστεί και ως σχόλιο πάνω στο ζήτημα της εξουσίας; Ο Ιάκωβος επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται η εργασία και αναθέτει δουλειές και υποχρεώσεις. Παράλληλα, μας φάνηκε ότι σκιαγραφείτε και πιο λεπτές αποχρώσεις του εξουσιαστικού φαινομένου: επ’ ουδενί  λόγω η εξουσία του Ιάκωβου δεν θεμελιώνεται αποκλειστικά στη βία. Αντιθέτως, ανιχνεύουμε στοιχεία και από αυτό που ο Λα Μποεσί αποκάλεσε εθελοδουλεία (servitude volontaire), όπως το ότι ο άνδρας που υπηρετεί τον Ιάκωβο νιώθει καμιά φορά, παρότι αμφίθυμα, μια κάποια εξάρτηση από το σπίτι, μια οικειότητα, ένα συναισθηματικό δέσιμο με τον δυνάστη και τον χώρο του.

Θα μου άρεσε αρχικά το βιβλίο να διαβαστεί  ως ιστορία και όχι ως σχόλιο, ακόμη κι αν η καλλιτεχνική μου πρακτική, ολόκληρη η στρατηγική μου, από την εφηβεία κι έπειτα, είναι μια στρατηγική που δυσφορεί με την εξουσία.  Ίσως όχι τόσο φανερά, αλλά ίσως με μια αφέλεια, μ' έναν παιδιάστικο τρόπο, έτσι όπως το έκανε, για παράδειγμα, ο Ρόμπερτ Βάλζερ: γράφοντας σε μικρά χαρτιά, σιωπώντας για χρόνια, σαν να μην το έκανε τελικά.

Μερικές φορές φοβάμαι πως είμαι ταυτόχρονα όλοι οι ήρωες στον Βόυτσεκ του Μπύχνερ. Υποταγμένος και εξουσιαστής μαζί: λίγο Βόυτσεκ, λίγο Λοχαγός, λίγο Αρχιτυμπανιστής, λίγος Γιατρός. Προσπαθώ να είμαι μόνο Βόυτσεκ, μα δεν τα καταφέρνω συχνά.

Υπάρχουν στο βιβλίο σας στοιχεία που μας θύμισαν σκηνές από  ταινία, όπως και σημεία που μας έφεραν στον νου λήψεις από drone: κοφτές προτάσεις, λεπτομέρειες γύρω από όλο το σκηνικό που προκαλούν άμεσα την φαντασία του αναγνώστη, σαν να ξεκινάει η περιγραφή από ψηλά και να κατεβαίνει σε χαμηλότερα επίπεδα. Διαβάζοντας το βιογραφικό σας μάθαμε ότι όντως έχετε ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Πιστεύετε ότι η σχέση σας με την τέχνη του σινεμά έχει επηρεάσει τη γραφή σας ή και την ίδια τη φύση της ιστορίας του Ιάκωβου;

Είναι άδικο ένα βιβλίο να στιγματίζεται από το βιογραφικό του συγγραφέα του.  Πάντως,  επειδή σπούδασα τοπογραφία στο Πολυτεχνείο, εξακολουθώ να κουβαλάω τα κουσούρια μιας Σχολής που δεν μου άρεσε καθόλου, αλλά της οφείλω πολλά: τη σημασία της ακρίβειας, τους βαθμούς ελευθερίας που μπορεί να σου προσφέρει η ανακρίβεια, την αντοχή των υλικών, την κλίμακα, την αλλαγή κλίμακας,  τη μελέτη αεροφωτογραφιών, τη χαρτογραφία. Ο κινηματογράφος έχει επηρεάσει τη γραφή μου στο βαθμό που η κινηματογραφική μου ματιά  έχει επηρεαστεί από την τοπογραφία.

Τέλος, θα θέλαμε να μας πείτε κάποια πράγματα για την επιλογή να υπάρχουν «υπότιτλοι» στην αρχή του κάθε κεφαλαίου , που δίνουν μια ιδέα για το τι θα γίνει σε αυτό. Είναι κάτι που βλέπαμε όταν ήμαστε μικροί, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, στα  βιβλία του Ιουλίου Βερν. Θα θέλαμε να μάθουμε πώς προέκυψε αυτή η επιλογή.

Οι λόγοι ήταν καθαρά πρακτικοί, αφού κατά τη διάρκεια της συγγραφής δεν θυμόμουν τι περιείχε το κάθε κεφάλαιο. Αυτό μάλλον οφειλόταν στο γεγονός πως τα γραπτά μου, ως εκείνη τη στιγμή, δεν ξεπερνούσαν τη μία σελίδα. Επομένως, όταν  ξεκίνησα να συνθέτω τα κεφάλαια από τις σημειώσεις που είχα κρατήσει, αποφάσισα πως  έπρεπε να σηκώσω ένα είδος σκαλωσιάς, να έχω έναν μπούσουλα για να μη χαθώ. Όταν αποφάσισα να βγάλω τους υπότιτλους, αυτοί δεν έβγαιναν. Η  σκαλωσιά είχε κολλήσει στην αρχή του κάθε κεφαλαίου, στην πρόσοψη. Ήταν πλέον στοιχείο της πρόσοψης.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine