Το τελευταίο τεύχος του Kaboom είχε αφιέρωμα στον Μάη του ’68, με την ευκαιρία συμπλήρωσης πενήντα ετών, και μάλιστα προηγήθηκε άλλων σχετικών αφιερωμάτων. Μία από τις συνεισφορές στο αφιέρωμα ήταν και του Στέφανου Ροζάνη. Ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία που προσκομίζει ο Στέφ. Ροζάνης, διατυπώνει και μία άποψη για τον Καστοριάδη σε σχέση με τον Μάη του ‘68. Στα πλαίσια του διαλόγου και δεδομένης της εκτίμησης που έχω για τον Στέφανο Ροζάνη ας μου επιτραπεί να εκφράσω κάποια σχόλια για την άποψή του. Αναφέρει ότι «ο Καστοριάδης προερχόταν από μια ισχυρή παράδοση θεσμικών ανατροπών και κοινωνικών δράσεων που είχαν καθορισμένες στοχεύσεις και προσανατολισμούς. Η παράδοση αυτή προϋπέθετε συγκεκριμένες δομές ιεραρχίας και ως εκ τούτου η εξέγερση καθ’ εαυτήν χωρίς την παγίωσή της μέσα στους θεσμούς της αυτονομίας και της αυτοδιαχείρισης, ήταν για τον Καστοριάδη μάταιη και επί πλέον ίσως παραπλανητική».[1] Ο Ροζάνης εκφράζει αλλού και την παραλλαγή της: «ο Καστοριάδης έλεγε πως ο Μάης πήγε χαμένος γιατί δεν άφησε δομές».[2]
Όμως ο Καστοριάδης δεν γράφει πουθενά ότι η εξέγερση ήταν μάταιη και παραπλανητική ή πήγε χαμένη. Αντιθέτως, υποστηρίζει την εξέγερση, συμμετέχει σε αυτήν και γράφει κατά τη διάρκεια της εξέγερσης κείμενο στο οποίο σημειώνει εμφατικά πως «Ό,τι και αν ακολουθήσει, ο Μάης του ’68 εγκαινίασε μια νέα περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας».[3] Επίσης δεκαοκτώ χρόνια αργότερα δηλώνει ότι «Ο Μάης του ’68 και τα άλλα κινήματα της δεκαετίας του ’60 έδειξαν την εμμονή και τη δύναμη του στόχου της αυτονομίας, που εκφράστηκε τόσο με την άρνηση του καπιταλιστικού-γραφειοκρατικού κόσμου όσο και με τις νέες ιδέες και πρακτικές που επινόησαν ή διέδωσαν αυτά τα κινήματα».[4]
Η κριτική που ασκεί ο Καστοριάδης στο κίνημα του ’68 είναι σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, ότι αυτό δεν είχε την επιθυμία και την ικανότητα να οργανωθεί πιο σταθερά συλλογικά σε συνελεύσεις και συμβούλια, ότι δεν πέτυχε ορισμένες θεσμικές αλλαγές προς την κατεύθυνση της αυτονομίας. Πιστεύει ότι ο Μάης και τα κινήματα της δεκαετίας του ΄60 απέτυχαν στο «να παρατείνουν με θετικό τρόπο την κριτική της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και να εγκολπωθούν τον στόχο της αυτονομίας ως αυτονομία όχι μόνο ατομική αλλά και κοινωνική, εγκαθιδρύοντας μια συλλογική αυτοκυβέρνηση».[5] Τονίζει όμως ότι η αποτυχία δεν είναι πλήρης: «Τις περισσότερες φορές τα κινήματα αυτά καταλήγουν στην επίσημη θέσπιση ορισμένων δικαιωμάτων, ελευθεριών, εγγυήσεων, στο πλαίσιο των οποίων εξακολουθούμε να ζούμε σήμερα. Σε άλλες περιπτώσεις, αν και δεν θεσπίζουν κάτι το επίσημο, αφήνουν βαθιά σημάδια στη νοοτροπία και στην πραγματική ζωή των κοινωνιών...τέτοια είναι η περίπτωση των κινημάτων της δεκαετίας του ΄60».[6]
Επίσης, ο Καστοριάδης δεν είναι υπέρ των «ιεραρχικών δομών», όπως γράφει ο Στ. Ροζάνης, διότι κατ’ αρχάς πολλές φορές έχει ασκήσει κριτική στον στρουκτουραλισμό, του οποίου βασική έννοια είναι η «δομή», έννοια ξένη προς τη θεωρία του, η οποία δίνει προτεραιότητα στο φαντασιακό, στην κοινωνική δημιουργία και όχι στη «δομή». Από την άλλη, ο συγγραφέας της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας έχει ασκήσει κριτική στην ιεραρχία και στη γραφειοκρατία και είναι αναφανδόν εναντίον κάθε ιεραρχίας, όχι μόνο κοινωνικής και πολιτικής (διαίρεση διευθυνόντων-εκτελεστών), αλλά και της οικονομικής, δηλαδή εναντίον της ιεραρχίας μισθών και εισοδημάτων. Επίσης, ο Καστοριάδης δεν είναι εναντίον του αυθόρμητου, με την διευκρίνιση ότι αυθόρμητο δεν σημαίνει απουσία οργάνωσης και οργάνωση δεν σημαίνει αναγκαστικώς γραφειοκρατία, ιεραρχία και κόμμα. Ο Καστοριάδης μιλάει πιο πολύ για θεσμούς δημοκρατικούς, οι οποίοι είναι ξένοι προς την ιεραρχία και την γραφειοκρατία. Μιλάει για αυτονομία ατομική και κοινωνική, για αυτοκυβέρνηση των ανθρώπων, ασκώντας καταλυτική κριτική τόσο στα δυτικά αντιπροσωπευτικά καθεστώτα όσο και στα κομμουνιστικά, αλλά επίσης στη μαρξική θεωρία, και γενικώς στις παραδοσιακές αντιλήψεις που επικρατούσαν στη φιλοσοφία και στην πολιτική.
Ακριβώς αυτές οι απόψεις του Καστοριάδη δημιούργησαν ρήξη με τις παραδοσιακές στοχεύσεις, τους παραδοσιακούς κανόνες και προσανατολισμούς, άρα, σε αντίθεση με αυτά που γράφει ο Ροζάνης, δεν εντάσσονται στην μέχρι τότε παράδοση. Και επί πλέον οι απόψεις του όπως και του περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα αποτέλεσαν πρόδρομο του Μάη και επηρέασαν αρκετούς από τους συμμετέχοντες στην εξέγερση, λ.χ. τον Κον-Μπεντίτ, ο οποίος το ομολογεί ο ίδιος σε μία ομιλία του: «Λίγοι θα καταλάβουν γιατί βρίσκομαι σε αμηχανία που μιλάω μετά τον Καστοριάδη. Δεν είναι γιατί τον γνωρίζω πολύ καλά. είναι η πρώτη φορά που συναντιόμαστε. Αλλά, αν υπάρχουν άνθρωποι που με έχουν επηρεάσει και με βοήθησαν να αποφύγω να κάνω πολλές πολιτικές βλακείες πριν να αρχίσω να καταγίνομαι με την πολιτική, είναι άνθρωποι σαν τον Καστοριάδη και την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, καθώς επίσης ο αδελφός μου που διάβαζε το ομώνυμο περιοδικό και αποτελούσε έμμεσα μέρος της ομάδας αυτής. Για την ώρα, βρίσκομαι λίγο στην κατάσταση ενός μαρξιστή που πέρασε πολλά χρόνια διαβάζοντας Μαρξ και που, ένα βράδυ, βρίσκει τον εαυτό του να συζητάει με τον Μαρξ. Σας βεβαιώνω πως το πράγμα δεν είναι εύκολο».[7]
Έτσι, λοιπόν, δεν ισχύει αυτό που γράφει ο Ροζάνης, ότι «η καστοριαδική προοπτική ήταν αδύνατο να χωρέσει μέσα στον panvitalismus του Μάη...πρόκειται περί διαμετρικά αντιθέτων επιδιώξεων και θεωρησιακών προταγμάτων». Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται περί διαμετρικά αντιθέτων επιδιώξεων, αλλά περί διαφορετικών. διαφέρουν σε κάποια σημεία, ανήκουν όμως εν πολλοίς στον ίδιο προσανατολισμό, στην ίδια πορεία και αλληλοσυμπληρώνονται.
Ας μου επιτραπεί, επί τη ευκαιρία, να αναφερθώ σε μία άλλη άποψη του Ροζάνη, η οποία, κατά τη γνώμη μου, δημιουργεί συγχύσεις. Γράφει ο Ροζάνης πως οι σύγχρονες κοινωνίες «έχουν εξελιχθεί σε ανελαστικές μορφές ολοκληρωτικής δημοκρατίας».[8] Η έκφραση «ολοκληρωτική δημοκρατία» (totalitarian democracy) εισήχθη το πρώτον από τον Jacob Talmon τη δεκαετία του 1950, είναι όμως λανθασμένη και ακατάλληλη καθό οξύμωρη, άρα δημιουργεί συγχύσεις. Ο ολοκληρωτισμός δεν είναι δημοκρατία και η δημοκρατία δεν είναι ολοκληρωτισμός.
Ολοκληρωτικές ήταν η σταλινική και η ναζιστική εξουσία. Χαρακτηρίζοντας τα σημερινά κοινοβουλευτικά καθεστώτα ολοκληρωτικά, δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις σε ανθρώπους απληροφόρητους. Τα εφιαλτικά ολοκληρωτικά καθεστώτα που βίωσαν εκατομμύρια άνθρωποι με την γενικευμένη καταπίεση, τρομοκρατία και καταστολή, την ανελευθερία και την κατάργηση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις φυλακίσεις, τις εκτοπίσεις, τις εξορίες, τα καταναγκαστικά απάνθρωπα έργα, τα ψυχιατρεία και τα ηλεκτροσόκ, τα τερατώδη στρατόπεδα συγκέντρωσης (Άουσβιτς, Νταχάου, Κολύμα, Γκουλάγκ), την πλήρη απαξίωση του ανθρωπίνου όντος, την καταράκωση κάθε αξιοπρέπειας, τον χαφιεδισμό και την απόλυτη αυθαιρεσία του στρατού, της μυστικής και της κανονικής αστυνομίας, που γεννούσαν στον πληθυσμό φόβο, αγωνία, άγχος, υποταγή και διαρκή αβεβαιότητα, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα σημερινά κοινοβουλευτικά, όπως ανέλυσαν σημαντικοί ερευνητές και στοχαστές (Άρεντ, Πόππερ, Λεφόρ, Καστοριάδης, Αρόν, Φυρέ, Παπαϊωάννου). Ο απάνθρωπος ολοκληρωτισμός του Χίτλερ, του Στάλιν και των μονοκομματικών κρατικών καταπιεστικών μηχανισμών τους, ουδεμία σχέση έχει με τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα.
Τα αντιπροσωπευτικά καθεστώτα δεν είναι λοιπόν ολοκληρωτικά. Αλλά ούτε δημοκρατικά είναι, διότι σε αυτά δεν είναι κυρίαρχος ο δήμος, αλλά οι ολίγοι των κομμάτων, του κοινοβουλίου και της κρατικής γραφειοκρατίας. Οι ολίγοι αποφασίζουν και νομοθετούν προς όφελος των ολίγων οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών ελίτ και των ισχυρών ανώτερων τάξεων. Είναι λοιπόν φιλελεύθερες ολιγαρχίες, όπως τις ονομάζει σωστά ο Καστοριάδης, διότι υπάρχουν σε αυτές ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες μετά από αγώνες και εξεγέρσεις. Από τη διαπίστωση αυτή συνάγεται και η ανάγκη του μετασχηματισμού της ολιγαρχίας σε (άμεση) δημοκρατία. Εν πάση περιπτώσει, η χρήση της έκφρασης «ολοκληρωτική δημοκρατία» προκειμένου να χαρακτηρισθούν τα σημερινά αντιπροσωπευτικά καθεστώτα είναι λανθασμένη, όπως και να εκληφθεί αυτή, είτε στο σύνολό της που είναι αντιφατική είτε στα επί μέρους συστατικά της που δεν ισχύουν.
Παραπομπές
[1] Στέφ. Ροζάνης, στο Kaboom, τχ. 4, 2018, σ. 194-195.
[2] Στέφ. Ροζάνης, στο ένθετο αφιέρωμα στον Μάη του ’68 της Εφημερίδας των Συντακτών, 6/5/2018, σ. 21-22.
[3] Καστοριάδης, «Η προδρομική επανάσταση», Η γαλλική κοινωνία, Ύψιλον, Αθήνα, 1986, σ. 124.
[4] Καστοριάδης, «Τα κινήματα της δεκαετίας του εξήντα», Η άνοδος της ασημαντότητας, Ύψιλον, Αθήνα, 2000, σ. 45. Το κείμενο αυτό καθώς και της προηγουμένης υποσημείωσης υπάρχουν και στο βιβλίο Μορέν, Λεφόρ, Καστοριάδης, Μάης του ’68: Η ρωγμή, μτφρ. Γ. Καράμπελας, Ύψιλον, Αθήνα, 2018.
[5] Καστοριάδης, «Τα κινήματα της δεκαετίας του εξήντα», σ. 45.
[6] Καστοριάδης, «Τα κινήματα της δεκαετίας του εξήντα», σ. 46.
[7] Καστοριάδης, Κον-Μπεντίτ, Από την οικολογία στην αυτονομία, Ράππας, 1981, Αθήνα, 1981, σ. 42. Πρόκειται για ομιλίες των δύο και συζήτηση με το κοινό της Louvain-la-Neuve στο Βέλγιο το 1980. Βλ. και Γ.Ν. Οικονόμου, «Ο Καστοριάδης και ο Μάης 1968», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26/6/2018.
[8] Kaboom, τχ. 4, 2018, σ. 192.