Η ρήση είναι ορθή –αν νοηθεί σωστά– ότι μια αποτελεσματική πολιτική είναι πάντα «τέχνη του εφικτού». Ωστόσο δεν είναι λιγότερο ορθό ότι πολύ συχνά το «εφικτό» τότε μόνον μπορεί να πραγματοποιηθεί, όταν προσπαθεί κανείς να πραγματοποιήσει το ανέφικτο, που βρίσκεται πέρα από το «εφικτό».[1]
Μax Weber
Στις μέρες μας, παρατηρείται από τη μία μεριά η σχεδόν πλήρης επικράτηση της απάνθρωπης νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως επίσης και των αξιών και των λογικών που την υποστηρίζουν ˙ από την άλλη, αρκετά συχνά, μια, ρομαντική σχεδόν, πολιτική αφέλεια των ανθρώπων και των ριζοσπαστικών συλλογικοτήτων που εναντιώνονται στη νεοφιλελεύθερη επέλαση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η εκ νέου μελέτη της έννοιας της Realpolitik, όπως αυτή θεματοποιείται στο έργο του Max Weber, μπορεί να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στον πολιτικό στοχασμό, ιδιαίτερα όσων επιθυμούν τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Σύμφωνα με τον Weber, η Realpolitik (στα ελληνικά θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε, με κάποια ανακρίβεια, ρεαλιστική πολιτική ή πολιτικός ρεαλισμός) μπορεί να εννοηθεί με δύο τρόπους. Πρώτον, ως η λογική της πλήρους προσαρμογής στις καταστάσεις που συναντάει κανείς, με αποτέλεσμα την απεμπόληση κάθε αξίας που θα μπορούσε να προσανατολίζει το πολιτικό μας πράττειν. Εν προκειμένω, το πολιτικό ιδεώδες, όποιο κι αν είναι, θυσιάζεται στον βωμό των πρακτικών αναγκών, των επιμέρους συμφερόντων, των μικρών ή μεγάλων «αντικειμενικών συνθηκών» και προβλημάτων που καλείται κανείς να αντιμετωπίσει όταν βρεθεί σε θέση εξουσίας. Η προσαρμογή στις συνθήκες είναι τόσο ριζική, ώστε οι παραχωρήσεις που γίνονται, υποτίθεται, για χάρη των ιδανικών, καταλήγουν να πνίγουν και τα ίδια τα ιδανικά. Έτσι, η πολιτική εγγράφεται αποκλειστικά στη λογική των «μετρημένων κουκιών», καθίσταται αποκλειστικά «τέχνη του εφικτού», μη εμπνεόμενη από κανένα όραμα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η περί της τέχνης του εφικτού φράση αποδίδεται στον πρώτο καγκελάριο της Γερμανίας Otto von Bismarck. Κατέχοντας το συγκεκριμένο αξίωμα από το 1871, ο Bismarck δρα σε μια εποχή που ο όρος Realpolitik κάνει την εμφάνισή του στη γερμανικό πολιτικό λεξιλόγιο, για να φτάσει αργότερα στα χέρια του Weber.
Όμως, η Realpolitik μπορεί να έχει και μια ακόμη σημασία: να αναφέρεται στην πολιτική που κοιτάζει με το ένα μάτι το πολιτικό όραμα, τις αξίες από τις οποίες εμπνέεται, και με το άλλο την πραγματική κατάσταση στην οποία καλείται να επιδράσει, προσπαθώντας να τη στρέψει προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Δηλαδή, εν προκειμένω η πολιτική δράση δεν απαρνείται τα ιδανικά της, λαμβάνει όμως υπ’ όψιν ότι αυτά τα ιδανικά θα πρέπει κάθε φορά να εφαρμοστούν πάνω σε μια πραγματικότητα η οποία, όχι μόνο δεν είναι εύπλαστη σαν πλαστελίνη, αλλά επιπλέον παρουσιάζει τις αντιστάσεις της, τις ιδιαιτερότητες, τους «κανόνες», τις ιδιονομοτέλειές της. Συνεπώς, η δυσκολία για αυτού του είδους τον πολιτικό ρεαλισμό είναι να καταφέρει να διαλέξει τα κατάλληλα μέσα, ώστε να επιδράσει δυναμικά πάνω στο πραγματικό που αντιμετωπίζει (κάτι το οποίο απαιτεί φυσικά ελιγμούς, επιλογή των μαχών που πρέπει να δοθούν και εκείνων που πρέπει να εγκαταλειφθούν, συμβιβασμούς), χωρίς ωστόσο εξαιτίας όλων αυτών να καταλήξει ξένος προς το ιδανικό που τον εμψύχωνε αρχικά. (Υπό αυτή την οπτική, βεβαίως, μπορεί να πει κανείς ότι ο Bismarck εφάρμοζε ρεαλιστική πολιτική με αυτή, τη δεύτερη έννοια, άσχετα από το αν αξιολογεί το συντηρητικό του ιδεώδες θετικά ή αρνητικά.)
Κοινοτοπίες, μπορεί να πει κανείς, και ίσως δικαίως. Όμως στην πράξη, τι βλέπουμε σήμερα; Δεν θα μιλήσω εδώ για τους θιασώτες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, οι οποίοι προσωπικά δεν με αφορούν τόσο, αφού είμαι ούτως ή άλλως αξιακά αντίθετος προς τις απόψεις τους. Αν, όμως, εστιάσουμε την προσοχή μας στις, δυνάμει τουλάχιστον, επαναστατικές εστίες εντός της κοινωνίας, αυτές που μας ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο, γιατί είναι, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, πολιτικά (πιο) κοντά μας, και τα προβλήματά τους είναι «οικεία κακά», θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι ανταγωνιστικές προς τον καπιταλισμό συνομαδώσεις, συλλογικότητες, αλλά και μεμονωμένες φωνές, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές θεωρητικές καταβολές τους, αρθρώνουν στην πλειονότητα των περιπτώσεων έναν λόγο που διακρίνεται από πολιτική ανωριμότητα, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα αναποτελεσματικές. Παραγνωρίζουν, θα λέγαμε, τις «realpolitische» πλευρές του πολιτικού αγώνα, προβαίνοντας έτσι σε σοβαρά λάθη και σε ανορθολογικότητες ως προς τον ίδιο τον σκοπό που επιδιώκουν.
Θα δώσω μόνο ένα παράδειγμα: αυτό της φορολογίας. Στον σημερινό κόσμο, που χαρακτηρίζεται από κατάφωρες οικονομικές αδικίες, θεωρώ ότι δεν χρειάζεται καν να είναι κανείς «επαναστάτης», «αναρχικός» ή «αριστερός» προκειμένου να τάσσεται υπέρ της σημαντικής φορολόγησης των πολύ μεγάλων περιουσιών και εισοδημάτων. Το ίδιο, λογικά, μπορούν να επιθυμούν και σώφρονες θιασώτες ενός σοσιαλδημοκρατικού, λόγου χάρη, μοντέλου ή ενός «κοινωνικού κράτους». Σε κάθε περίπτωση, η αξία που βρίσκεται στη βάση της πρακτικής πρότασης της φορολόγησης είναι, με διάφορες διακυμάνσεις και εκδοχές, κάποιου είδους ισότητα, οικονομική και ενδεχομένως και πολιτική. Αυτή η αξία, με τη σειρά της, μπορεί να σχετίζεται με άλλες, όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η πολιτική ελευθερία, τα δικαιώματα σε διάφορα αγαθά και ούτω καθεξής.
Έχουμε, λοιπόν, τα ιδανικά μας (ισότητα, ελευθερία) και έχουμε κατ’ αρχήν και έναν τρόπο να κινηθούμε προς αυτά. Πράγματι, η φορολογία των μεγάλων περιουσιών και η διανομή των εσόδων από τους φόρους προς τους πιο αδύναμους ωθεί κατ’ αρχήν προς την πραγμάτωση των αξιών μας. Τώρα, όμως, βρισκόμαστε στο σημείο όπου πρέπει να συνδέσουμε το ιδανικό μας με την πραγματικότητα στην οποία αυτό καλείται να εφαρμοστεί. Αν δεν το κάνουμε, κινδυνεύουμε όχι μόνο να μιλάμε στον αέρα, αλλά, πολύ χειρότερο, να φανούμε ανεπαρκείς ως προς την επιδίωξη των ιδεών μας για έναν δικαιότερο, κατά τη γνώμη μας, κόσμο.
Με γνώσεις οικονομικών τόσο στοιχειώδεις, που δεν χρειάζεται καν να αναφερθούν εδώ, μπορούμε να καταλάβουμε ότι σε μια παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία, στην οποία η κινητικότητα του μεγάλου κεφαλαίου είναι πανεύκολη, η φορολογία των ανώτερων και ανώτατων εισοδημάτων (ας παραμεριστεί προσωρινά, για τους σκοπούς αυτού του κειμένου, το τι σημαίνουν αυτοί οι όροι και το πώς τίθενται τα όρια) δεν μπορεί να πετύχει παρά μόνο με τη συνεργασία όχι μόνο των ευρωπαϊκών, λόγου χάρη, κρατών, αλλά και κρατών από άλλες ηπείρους. Αυτή η διαπίστωση, φυσικά, από μια άποψη πιο πολύ περιπλέκει τα πράγματα παρά τα ξεκαθαρίζει, καθώς φαντάζει μάλλον απίθανο όλα τα κράτη να συναινέσουν σε κάτι τέτοιο. Ας μην ακολουθήσουμε όμως αυτόν τον δρόμο. Από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ, το σίγουρο είναι ότι η πολιτική της φορολόγησης των μεγάλων κεφαλαίων δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μία μεμονωμένη χώρα, και πολύ περισσότερο σε μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα. Και δεν μπορεί να εφαρμοστεί όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί απλώς θα αποτύχει, κάνοντας μάλιστα πολύ περισσότερο κακό παρά καλό.
Παρόλ’ αυτά, η στερεότυπη άποψη για τη φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων, αποτελεί στο λεξιλόγιο και τη σκέψη των αριστερών κυρίως κομμάτων ένα είδος πανάκειας. Μια ιδέα-καραμέλα που υποτίθεται ότι μπορεί να λύσει, μαγικώ τω τρόπω, όλα τα προβλήματα της κοινωνίας μας. Δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά: η ίδια η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη πατώντας σε μεγάλο βαθμό σε αυτή τη λογική και στην αντίστοιχη προεκλογική «δέσμευση». Όταν συνειδητοποίησε το προφανές, ότι δηλαδή ήταν αδύνατο να βρει όλα, ή έστω κάποια από τα χρήματα που της χρειάζονταν μέσω της «φορολογίας του πλούτου», υποχώρησε, έχοντας χάσει πολύτιμο χρόνο και επιδίδεται έκτοτε σε ένα φορολογικό κυνήγι των υπόλοιπων πολιτών. Οι αριστεροί αντιπολιτευόμενοι και επικριτές της κυβέρνησης, μπορεί να φωνάζουν όσο θέλουν, αλλά οι περισσοτεροι εγγράφονται στην ίδια λογική, πράγμα που καθίσταται φανερό από την παιδιάστικη αντιμετώπιση της στροφής του ΣΥΡΙΖΑ ως «προδοσίας». Αντί της πολιτικής που ασκείται, προτείνουν και πάλι «φορολόγηση του μεγάλου πλούτου», την οποία υποθέτουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τάχα μπορεί να πραγματοποιήσει, αρνείται να το κάνει, ξαναρχίζοντας τον φαύλο κύκλο από την αρχή.
Μόλις που χρειάζεται να τονιστεί εκ νέου ότι τα παραπάνω γράφονται από έναν άνθρωπο που θεωρεί τις μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες άδικες και παράλογες, για λόγους τόσο οικονομικούς, όσο και, πρωτίστως, πολιτικούς. Αυτό όμως που μου υποδεικνύει η ανάλυση που πραγματοποιώ είναι ότι η λογική της «φορολογίας σε ένα κράτος», για να παραφράσουμε μια παλιά ιδέα, καθίσταται πια, αρχίζοντας πριν από 30 ενδεχομένως χρόνια και κάθε χρόνο όλο και περισσότερο, εντελώς αστήρικτη.
Ξαναγυρίζοντας στο θεωρητικό σχήμα με το οποίο ξεκινήσαμε, θα λέγαμε ότι η καλή έννοια της Realpolitik, αυτή την οποία υποστηρίζει και ο Weber, συνίσταται στη συνειδητοποίηση της ανάγκης, όταν μιλάμε για πολιτική, οι αξίες μας να διαμεσολαβούνται από την πραγματικότητα. Όπως έλεγε ο Καστοριάδης, «πρόταγμα είναι μια καθορισμένη [πολιτική] πράξη, ως προς τους δεσμούς της με το πραγματικό, ως προς τον συγκεκριμένο ορισμό των στόχων της, ως προς την εξειδίκευση των μεσεύσεών της. Είναι η πρόθεση μετασχηματισμού του πραγματικού που καθοδηγείται από μια παράσταση του νοήματος αυτού του μετασχηματισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές συνθήκες και εμψυχώνοντας μια δραστηριότητα.»[2]
Είναι σίγουρο ότι η πολιτική δεν είναι μόνο η τέχνη του εφικτού: αυτό φαίνεται κυρίως στις στιγμές της επανάστασης, της ρητής αυτοθέσμισης, όταν οι άνθρωποι, προσπαθώντας για το «αδύνατο», ανοίγουν άγνωστες μέχρι τότε δυνατότητες, καθιστώντας το μέχρι πρότινος αδύνατο δυνατό.[3] Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το αδύνατο κατέστη δυνατό επειδή απλώς αγνοήσαμε τις δεδομένες συνθήκες της εποχής μας, επειδή διαγράψαμε την πραγματικότητα και τις δυσκολίες της με μία μονοκοντυλιά.
Όπως συμβαίνει στη θεωρία, έτσι και στην πολιτική, το περιγραφικό επίπεδο, η σύλληψη εκ μέρους μας της πραγματικότητας, επηρεάζει σημαντικά, αν και δεν καθορίζει άνευ ετέρου, το κανονιστικό επίπεδο, τη διατύπωση των απόψεών μας για το «τι πρέπει να γίνει».[4] Έτσι, αν μένουμε σε μια αφελή, «ρομαντική», ή απλώς παρωχημένη περιγραφή ή σύλληψη της πραγματικότητας, οι πολιτικές μας προτάσεις είναι καταδικασμένες να είναι επίσης αφελείς.
Σημειώσεις
[1] Max Weber, Η μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών, Παπαζήση, χ.χ., σ. 163. Στη μετάφραση του Μ. Κυπραίου αντικατέστησα τη λέξη «δυνατό» με τη λέξη «εφικτό», για να ταιριάζει η αποδιδόμενη στον Bismarck φράση με τη συνηθισμένη απόδοσή της στα ελληνικά. Εξάλλου, το νόημα δεν αλλάζει. Σε αυτό το βιβλίο, και ιδίως στο κείμενο «Το νόημα της “αξιολογικής ουδετερότητας” στις κοινωνικές επιστήμες», απ’ όπου και το παράθεμα, βρίσκονται κάποιες, αλλά όχι όλες, οι αναφορές του Weber στο ζήτημα της Realpolitik.
[2] Κ. Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, Κέδρος, 1981, σ. 117. Δικές μου υπογραμμίσεις.
[3] Βλ. και M. Weber, Η Πολιτική ως Επάγγελμα, Παπαζήση, χ.χ., σ. 168. Γενικά, η εν λόγω άποψη διατυπώνεται σε πολλά γραπτά του Weber.
[4] Ο αναγνώστης μπορεί να σταματήσει την ανάγνωση εδώ – το κείμενο έχει ολοκληρωθεί. Αν όμως ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το πρόβλημα της συνάρθρωσης ή μη μεταξύ περιγραφής και αξιολόγησης, μπορεί να συνεχίσει. Κατά τη γνώμη μου, στην πολιτική, η σχέση περιγραφικού (Π) και κανονιστικού (Κ) επιπέδου έχει ως εξής (όπου περιγραφή βλέπε απλή σύλληψη της πραγματικότητας «όπως είναι», ενώ όπου κανονιστικότητα βλέπε αξιοθεσία με σκοπό την αλλαγή της πραγματικότητας προς την κατεύθυνση που «θα έπρεπε να είναι»): 1) το Κ επηρεάζει το Π σε ένα πρώτο επίπεδο πολύ γενικά, καθώς μας προσανατολίζει προς το θέμα που θα εξετάζουμε. Λόγου χάρη, μελετώ τον καπιταλισμό ή τη δημοκρατία επειδή με ενδιαφέρουν, ενδεχομένως με παθιάζουν αυτά τα ζητήματα ή οι εναλλακτικές που υπάρχουν για τη βελτίωση ή την αντικατάστασή τους. Έτσι, τα έχω ήδη αξιολογήσει ως σημαντικά, και τα έχω αποκόψει από την απλή ροή των γεγονότων, θεωρώντας κάποιες απόψεις της πραγματικότητας ως ουσιώδεις ή μη για το θέμα μου. 2) Το Π, αν ο «ερευνητής» διακρίνεται από εντιμότητα, αποκτά, σε σημαντικό βαθμό τουλάχιστον, ανεξαρτησία από το Κ, έστω και αν μια καθαρή «αντικειμενικότητα» δεν μπορεί να υπάρξει. Η σωστή μελέτη, όμως, των πηγών, το μη «καπέλωμα» της έρευνας, η έλλειψη ψευδών στοιχείων, η λογική συνέπεια, η καθαρότητα των εννοιών κλπ, είναι στοιχεία που καθιστούν το Π τουλάχιστον πιο «αληθινό» από ένα άλλο Π, βυθισμένο στις προκαταλήψεις και τις παραποιήσεις του ερευνητή. 3) Με συνυπολογισμό του Π, διαμορφώνεται ένα νέο Κ, που δεν αφορά πια γενικά τα ενδιαφέροντα του ερευνητή ή του πολιτικού, αλλά συγκεκριμένα το «τι πρέπει να γίνει» για την κοινωνία. Το νέο, όμως, αυτό Κ, δεν απορρέει άνευ ετέρου από το Π, αλλά, πρώτον, διαμεσολαβείται εκ νέου από τις «αξίες» του ενδιαφερομένου (πχ «δημοκρατία», «κοινωνική δικαιοσύνη», «σοσιαλισμός» ή και «ελεύθερη αγορά») και δεύτερον, αν δεν πρόκειται για ρομαντικές τρέλες ή για καθαρό ουτοπισμό, λαμβάνει υπ’ όψιν το Π.
Σημειωτέον, όσοι, από διάφορες σκοπιές (νιτσεϊκή/κονδυλική, πατναμιανή, ψυχοπαιδική κλπ), δεν δέχονται ότι μπορεί να υπάρξει ένας, αν όχι πλήρης, σημαντικός τουλάχιστον, διαχωρισμός του Π από το Κ, δεν δέχονται δηλαδή το 2), βρίσκονται σε δυσκολία να εξηγήσουν πώς γίνεται κάποιοι στοχαστές να έχουν ταυτόχρονα κοινή περιγραφή ενός φαινομένου και εκ διαμέτρου αντίθετες προτάσεις για την «αντιμετώπισή» του, προτάσεις που είναι μάλιστα διαφορετικές όχι επειδή διαφέρουν σε λεπτομέρειες και τεχνικά ζητήματα, αλλά επειδή εμπνέονται από διαφορετικές αξίες. Παραδείγματος χάρη, ο Elton Mayo έχει κοινή ανάλυση με την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα για το ζήτημα της γραφειοκρατικής διοίκησης του μεγάλου εργοστασίου. Ακόμη περισσότερο, η ομάδα Σ ή Β πατάει εν πολλοίς πάνω στην ανάλυση του Mayo. Όμως οι λύσεις που προτείνουν είναι εντελώς διαφορετικές: λύση από τη διοίκηση, η οποία πρέπει να έρθει πιο κοντά στους εργαζομένους και να τους δίνει κάποιον λόγο, ο Mayo, κατάργηση της αποκομμένης διοίκησης και αυτοδιαχείριση οι συγγραφείς του Σ ή Β.
[Πίνακας εξωφύλλου: Paul Klee- Salon Tunisien]