Βιβλίο

Δύο βιβλία-συζητήσεις του Καστοριάδη με αναρχικούς

Υπάρχουν σημεία όπου η σκέψη του Καστοριάδη συμφωνεί με κάποιες αναρχικές τάσεις (λόγου χάρη, με την επιδίωξη μιας κοινωνίας χωρίς κράτος), όπως και σημεία κάθετης διαφωνίας της με τις αναρχικές ιδέες (λόγου χάρη, με την ιδέα της δυνατότητας μιας κοινωνίας στην οποία δεν υπάρχουν κυρώσεις ή εξουσία). Ο ίδιος ο Καστοριάδης, παρόλο που δεν ήταν αναρχικός, συχνά δεχόταν προσκλήσεις για να συνομιλήσει με εκπροσώπους αυτού του επαναστατικού ρεύματος, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία. Υπάρχει δε και μία ανάλογη συνομιλία με έλληνες αναρχικούς, την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Πρόσφατα κυκλοφόρησαν δύο βιβλία που μας επιτρέπουν να πάρουμε μια μυρωδιά από αυτές τις συζητήσεις. Πρόκειται για το Ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο Μιλάνο-μια συζήτηση για το κοινωνικό φαντασιακό με ιταλούς αναρχικούς, από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα και το Ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο radio libertaire-συζητώντας με γάλλους αναρχικούς στο ελευθεριακό ραδιόφωνο από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες.

Όσον αφορά το πρώτο, πρόκειται για τη μετεγγραφή μιας συζήτησης που έλαβε χώρα στο Κέντρο Ελευθεριακών Μελετών Giuseppe Pinelli το 1983. Στη συζήτηση παίρνουν μέρος, εκτός από τον Καστοριάδη και τον Εντουάρντο Κολόμπο, διάφοροι αναρχικοί που παρεμβαίνουν με πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις που πυροδοτούν την κουβέντα. Το βιβλιαράκι αποτελεί ένα καλό ντοκουμέντο που μας δίνει μια γεύση για το τι πρέπει να έγινε εκείνη τη μέρα, αλλά δυστυχώς υπάρχουν αρκετά κενά, καθώς το αρχείο που απομαγνητοφωνήθηκε ήταν παλιό και η καταγραφή του ήχου, όπως μαθαίνουμε από το σημείωμα της έκδοσης, δεν ήταν πολύ επαγγελματική.

Παρόλ' αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, κατά τη γνώμη μου, οι δύο πρώτες ερωτήσεις, που αφορούν την οντολογία του κοινωνικοϊστορικού πεδίου (τι σημαίνει άραγε ότι το κοινωνικοϊστορικό είναι ένας νέος τρόπος του είναι;) και τη δυνατότητα να εκφέρει κανείς μια άποψη ή μια κρίση απαλλαγμένη από την επιρροή του κοινωνικού φαντασιακού (είναι άραγε δυνατό να βγούμε από το φαντασιακό μας;). Ερωτήσεις που δίνουν στον φιλόσοφο την ευκαιρία να μιλήσει για τις διαφορετικές στιβάδες του είναι και να ξεκαθαρίσει ότι η γνώση μας, παρόλο που είναι πάντα βουτηγμένη μέσα σε μια φαντασιακή κοινωνική θέσμιση, δεν είναι ένα εντελώς αυθαίρετο κατασκεύασμα, δεν είναι το οτιδήποτε. Το ίδιο ισχύει και για τις απόψεις μας: δεν στέκουν τα πάντα.

Το δεύτερο τώρα βιβλίο, που είναι μεγαλύτερο και πιο πλήρες, περιέχει την απομαγνητοφώνηση της εκπομπής Chronique Hebdo του Ελευθεριακού Ραδιοφώνου της Γαλλίας, που βγήκε στον αέρα στις 30 Μαΐου του 1996. Οι παρουσιαστές Ζακ και Ζεράρ συνομιλούν με τον φιλόσοφο, συμφωνούν, διαφωνούν και αστειεύονται επί παντός επιστητού: φιλοσοφία, κοινωνικοί αγώνες, πολιτική επικαιρότητα της Γαλλίας αλλά και του κόσμου, τηλεοπτικά προγράμματα και διαφημίσεις είναι μερικά μόνο από τα θέματα που θίγονται. Η συζήτηση παίρνει αφορμή από την (πρόσφατη τότε) κυκλοφορία του βιβλίου του Καστοριάδη Η άνοδος της ασημαντότητας, αλλά γρήγορα ξεφεύγει και κατευθύνεται προς άλλα πεδία.

Κάποια από τα πιο σημαντικά και πρωτότυπα σημεία είναι, νομίζω, τα εξής:

Πρώτον, η διαφωνία των ομιλητών γύρω από την ανθρώπινη φύση ή, ακριβέστερα, γύρω από την αντίληψη που έχουν οι αναρχικοί για την ανθρώπινη φύση. Ο Καστοριάδης, επικαλούμενος και την ψυχαναλυτική του ιδιότητα, προσάπτει στους αναρχικούς στοχαστές ότι συμμερίζονται μια κάπως αφελή ιδέα για το ποιόν του ανθρώπου. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό το κομμάτι του βιβλίου εντάσσεται πετυχημένα σε μια γενικότερη συζήτηση που έχουν ανοίξει με τα βιβλία τους οι Στάσει Εκπίπτοντες, πιο πρόσφατος καρπός της οποίας υπήρξε η δουλειά του Κώστα Γαλανόπουλου με τον τίτλο Ο Κόσμος όπως είναι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει σε αυτό το σημείο και η υποσημείωση του μεταφραστή Νίκου Γαννίκα, που συνεισφέρει στον σχετικό διάλογο.

Δεύτερον, ο προβληματισμός του Καστοριάδη αναφορικά με το καθεστώς των εργατικών αγώνων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας από το 1975 περίπου και μετά, αφού τελείωσε, δηλαδή, η "ένδοξη τριακονταετία". Λέει χαρακτηριστικά, αναφερόμενος σε ένα υποθετικό κίνημα που θα αξίωνε την αύξηση των μισθών στη Γαλλία: "Μα αν ικανοποιηθεί αυτό το αίτημα, θα βρεθείτε στην ανεργία σε δύο μήνες. Διότι είμαστε εντελώς εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό". Το ζήτημα των πραγματοποιήσιμων ή μη αιτημάτων των εργατικών αγώνων τον απασχολεί, γιατί δεν πιστεύει ότι είναι δυνατόν ο κόσμος να ξεσηκωθεί απ' ευθείας με βάση ολιστικές διεκδικήσεις και αξιώσεις ανατροπής του συστήματος εκ βάθρων. Αντιθέτως, στο παρελθόν, οι αγώνες που αφορούσαν ένα πραγματικό αντικείμενο (πχ τη μείωση των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας, που από 72 το 1840 έγιναν 40 το 1940), έπαιζαν για τους ανθρώπους έναν ρόλο προπαρασκευαστικής πολιτικής ζύμωσης στον δρόμο για τις επαναστατικές διεκδικήσεις και εθισμού στις ιδέες και τις πρακτικές της αλληλεγγύης. Αποτελούσαν, δηλαδή, ένα εργαστήρι συλλογικής πολιτικής δράσης και επινόησης που θα μπορούσε να προετοιμάσει τον κόσμο για τη μεγάλη ρήξη.

Τρίτον, η θεματοποίηση των προβλημάτων που ξεπερνούν το τοπικό επίπεδο της μίας και μόνης αυτόνομης κοινότητας. Γίνεται λόγος για θέματα που δεν μπορούν να επιλυθούν στο πλαίσιο μιας πολιτικής κοινότητας, καθώς επηρεάζουν περισσότερες περιοχές ή ακόμη και το σύνολο του πλανήτη. Κλασικό παράδειγμα αποτελούν εδώ τα περιβαλλοντικά ζητήματα, αφού, όπως συχνά λέγεται, οι οικολογικές καταστροφές δεν γνωρίζουν σύνορα. Δεν μπορεί, λοιπόν, μια πολιτική κοινότητα να αποφασίσει ότι θα φτιάξει ένα εργοστάσιο και θα πετάει τα λύματα στο ποτάμι, έστω και αν η απόφαση είναι ειλημμένη με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας. Επομένως, υπάρχουν αποφάσεις που πρέπει να λαμβάνονται σε διακοινοτικό επίπεδο και απαιτούν τη συνεννόηση και μάλιστα τη συνεργασία των διαφορετικών κοινωνιών. Το όλο πρόβλημα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και αποτελεί πρόκληση για τον στοχασμό μας, καθώς ο ίδιος ο Καστοριάδης έχει πολύ σωστά επισημάνει ότι για να υπάρξει η δυνατότητα άμεσης δημοκρατίας προϋποτίθεται μια ευρείας έκτασης αποκέντρωση. Αυτό όμως, όπως τονίζει εδώ, δεν αρκεί για να ξεμπερδέψουμε με όλα τα προβλήματα της πολιτικής πράξης και θεωρίας.

Τέταρτον, η αποσαφήνιση, μέσω της ένταξής της στο πραγματικό της πλαίσιο, της περίφημης φράσης του Μαρξ "εγώ δεν είμαι μαρξιστής". Η φράση αυτή χρησιμοποιείται συχνά από πολλούς στην προσπάθεια τους να περισωθεί μια κάποια ορθοδοξία: οι επίγονοι έκαναν λάθη, ο δάσκαλος όμως δεν είχε καμία σχέση μαζί τους. Σύμφωνα όμως με τους συμμετέχοντες στην εκπομπή, η φράση ειπώθηκε όταν ο Μαρξ διάβασε ένα μαρξιστικό κείμενο με το οποίο διαφωνούσε πλήρως και τότε είπε: "Αν αυτό είναι μαρξισμός, εγώ δεν είμαι μαρξιστής." Δεν το έλεγε, δηλαδή, γενικά και αόριστα.

Και μιας και αναφερθήκαμε στον Μαρξ, ας κλείσουμε με μία από τις όμορφες ιδέες του βιβλίου, στην οποία οι συνομιλητές συμφωνούν, και πιο συγκεκριμένα με μια φράση που συνοψίζει ένα βασικό κομμάτι της κριτικής του Καστοριάδη στον Μαρξ (το έργο του οποίου ο Καστοριάδης, παρά τα όσα λέγονται από μερικούς το τελευταίο διάστημα, γνώριζε απ' έξω και ανακατωτά):

"Υπάρχει ένα μεσσιανικό στοιχείο το οποίο έρχεται να αντικαταστήσει τη θρησκευτική πίστη, η οποία είναι σε παρακμή ή τείνει να εξαφανιστεί. Το στοιχείο αυτό αντιστοιχεί σε κάτι πολύ βαθύ μέσα στον άνθρωπο: Στην ελπίδα. Αυτό είναι το μεγάλο τέχνασμα του Μαρξ, του οποίου η επιτυχία ξεπέρασε κάθε προσδοκία: Αποδίδει ένα -δήθεν- επιστημονικό υπόβαθρο σε αυτό το μεσσιανικό στοιχείο. Δηλαδή, όχι μόνο θα υπάρξει η Σωτηρία, αλλά η Σωτηρία αυτή είναι εγγυημένη από την Επιστήμη, από τους νόμους της Ιστορίας."

Όπως θα έλεγε και ο Φρόιντ, η αυταπάτη δεν είναι απλώς μια πλανεμένη πίστη, αλλά μια πλανεμένη πίστη που υποστηρίζεται από την επιθυμία.

Αυτό φυσικά δεν το λέμε από την αντιδραστική σκοπιά της παραίτησης, αλλά από την πλέον επαναστατική: δεν υπάρχει τίποτα που να μας εξασφαλίζει ότι θα έρθει μια μέρα η επιθυμητή κοινωνία. Το να αγωνιστούμε για να τη δημιουργήσουμε είναι στο χέρι μας και μόνο.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς